Ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης, 1870-1920

Home ] Up ] διατροφή ] ενδυμασία ] [ σκηνές καθ. ζωής ] συνήθειες ] βιβλιογραφία ]

.

 

 

 

ΣΚΗΝΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ

 

Γυρίζουν απ’ τη δουλειά

Νωρίς – νωρίς και με τη δύση του ήλιου επέστρεφαν βιαστικοί όσοι δούλευαν έξω από την πόλη, για να περάσουν τις πορτάρες. Αλίμονο μάλιστα σ’ όσους καθυστερούσαν. Εκτός από το ότι έμεναν έξω, έρμαιο των Καπούκεχαγιάδων φρουρών και στρατιωτών, έχαναν και το μεγαλύτερο μέρος της πραμάτειας τους κι έτρωγαν κι από πάνω ένα γερό μπερντάχι (μπιρ Σουλτάν μερεμέτ).

Επίσης μόλις έπεφτε η μέρα επέστρεφε από τη δουλειά του και ο νοικοκύρης (πολλοί ήταν γιαπουτζήδες), ο οποίος αφού έβαζε τη μακριά νυχτικιά του, που σκέπαζε το σώβρακο, πάντοτε μακρύ και με κορδόνια στον αστράγαλο, φτιαγμένο είτε από κάμποτ είτε από χασέ, απολάμβανε τη δροσιά με το σχετικό τσίπουρο και το ακσάμ μεζελίκι, που του ετοίμαζε η συμβία, μέχρι την ώρα του φαγητού, που ερχόταν μετά από λίγο. Κι ύστερα νωρίς – νωρίς για ύπνο.

Όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν πίσω πόρτα και για εξυπηρέτηση, και για να το σκάζουν οι άντρες σε περίπτωση κάποιας κρίσιμης ώρας. Οι πόρτες άνοιγαν με μάνταλο και μπορούσαν ν’ ανοίξουν κι απ’ έξω με σχοινάκι, όταν το τραβούσες. Από μέσα έκλειναν με σύρτη η σειρά (σέρρα). Πολλοί είχαν τα λεγόμενα κρικέλια (κρίκοι), που έκλειναν με φορητή κλειδαριά.

Το σούρουπο ο Φαναρτζής

Όταν σουρούπωνε πια, έκανε την εμφάνισή του ο φαναρτζής, με το σκαλάκι στον ώμο, για ν’ αρχίσει τη διαδικασία του ανάματος της λάμπας. Άρχιζε από το καθάρισμα των τζαμιών του φαναριού και μετά καθάριζε το λαμπογιάλι μ’ ένα πανί τυλιγμένο σ’ ένα ξυλάκι, για να φύγει η κάπνα του. Μετά γέμιζε τη λάμπα πετρέλαιο και την άναβε.

Και στα σπίτια όμως ο φωτισμός αποτελούσε μεγάλο βάσανο για τη νοικοκυρά, γιατί έπρεπε να καθαρίσει τα λαμπογιάλια από τις κάπνες σ’ όλες τις λάμπες, που είχαν διάφορα σχήματα και μεγέθη. Άλλες ήταν με ίσιο κι άλλες με στρόγγυλο φυτίλι. Είχαν επίσης και μεγάλες λάμπες, που τις άναβαν όταν είχαν επισκέψεις. Αυτό το καθάρισμα γινόταν κάθε μέρα. Έβαζαν μάλιστα στο πάνω μέρος του γιαλιού μια περαστή φουρκέτα για να μη σπάσει.

Το πετρέλαιο ήταν το μοναδικό είδος φωτισμού και το αγόραζαν οι μεν ευκατάστατοι νοικοκυραίοι σε δίδυμες κάσες που χωρούσαν δύο γκαζοτενεκέδες λευκού – φωτιστικού πετρελαίου κι οι πιο φτωχοί με την οκά, από το γειτονικό τους μπακάλη.

Γ.Ν. Σταμπουλής, Η ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912, Διόσκουροι 1984.

Κατοικίδια για ζώα

Το καλοκαίρι η μύγα και το κουνούπι πήγαιναν σύννεφο και για ν’ απαλλαχτούν από τα ενοχλητικά αυτά έντομα, χρησιμοποιούσαν ειδικά κολλητικά χαρτιά, από τα οποία άλλα ήταν πλακέ κι άλλα κρεμαστά.

Ο γαλατάς περνούσε πολύ πρωί, με τα γκιούμια τοποπθετημένα στο πλάι του γάιδαρου, και διαλαλούσε: - Ο γαλατάαααας. Το γάλα βέβαια ήταν πάντοτε βαφτισμένο, γιατί τότε δεν υπήρχε αγορανομία. Η νοικοκυρά πριν το βράσει στη φουφού με τα κάρβουνα, το περνούσε από το τουλπάνι, για να φύγουν τα διάφορα σκουπίδια, όπως έλεγαν, και πριν το βράσει, έβαζε κι αυτή “λίγου νιρό, για να φτάσ’ για όλνοι”.

Απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε σπιτιού ήταν η γάτα κι ο σκύλος. Η μεν γάτα για τα ποντίκια που αφθονούσαν στα γκιρίζια κι έκαναν σεργιάνι ακόμα και τις ώρες που καθόταν στην αυλή η οικογένεια, αντιμετωπίζοντάς την ψύχραιμα, και πολλές φορές, λόγω τους μεγέθους τους απειλούσαν κι αυτή τη γάτα.

Τους σκύλους τους είχαν φύλακες του σπιτιού και γάβγιζαν σε κάθε πλησίασμα ξένου. Εξάλλου από σκύλους άλλο τίποτα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συναγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη στο είδος αυτό.

Γ.Ν. Σταμπουλής, Η ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912, Διόσκουροι 1984.

Την ώρα που πήγαιναν για ύπνο οι νοικοκυρές, έβαζαν πίσω από την πόρτα της εισόδου “του μπαχράτα ‘μι του νιρό, για να πατήσ’ ου ίσκιους του σπιτιού κι να ξικουμπιστεί, να φύγ’ μακριά απ’ τσι ανθρώπ’ στα όρη και στα βουνά”.

Έτσι έκλεινε μια μέρα στην πόλη πριν από την απελευθέρωσή της, αλλά και μετά, γιατί κι αργότερα ο φωτισμός των δρόμων δεν ήταν καλύτερος, αφού ακόμα και το 1922 ο Δήμος τοποθέτησε 1109 λάμπες πετρελαίου στους δρόμους, για φωτισμό, κι αυτές πολύ αργότερα καταργήθηκαν. Το 1927 έβαλε 1818 λάμπες ηλεκτρικές, το 1928 έβαλε 2080 και το 1935 έβαλε 1685, δηλαδή λιγότερες.

Το πετρέλαιο και ιδίως το φωτιστικό, ήταν από τα πρώτα είδη ανάγκης τον περασμένο αιώνα, όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για την ύπαιθρο κι αποτελούσε το μοναδικό μέσο φωτισμού.

Ένα από τα γνωστά μαγευτικά σούρουπα της Θεσσαλονίκης, από κείνα τα δειλινά που τα ζηλεύει και η ίριδα για τα χρώματά τους και που όποιος ξένος τα γνώρισε δεν τα ξεχνάει μέχρι σήμερα, τον Αύγουστο του 1884, ένα τεράστιο ιστιοφόρο, μπρατσέρα εξακάταρτη, έμπαινε στη Θεσσαλονίκη.

Ξαφνικά, όσοι έκαναν βόλτα στη Σουκμούλα (έτσι λεγόταν τότε η παραλία) άκουσαν συνεχείς εκρήξεις και μια τεράστια φλόγα, με μαύρο καπνό άρχισε να βγαίνει από το λίγο πριν περήφανο καράβι κι όλη η γύρω θαλάσσια περιοχή να καίγεται κυριολεκτικά, από το πετρέλαιο που με την έκρηξη απλώθηκε σε μεγάλη απόσταση. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό και μεγαλειώδες, θα το στερούνταν μάλιστα οι Σαλονικιοί αν υπήρχαν τα παραλιακά τείχη, τα οποία, πριν γκρεμιστούν, έκλειναν την περιοχή εκείνη που αποτελούσε μια μεγάλη και μόνιμη εστία μόλυνσης. Εκεί κατοικούσε αποκλειστικά η εβραϊκή φτωχολογιά, που είχε για σπίτια κλουβιά, χτισμένα με μια ακαταστασία που δεν είναι δυνατό να περιγραφεί. Στο μέρος αυτό υπήρχαν απόβλητα κάθε είδους βρωμιάς που υπήρχε, από σκουπίδια μέχρι ψοφίμια κάθε λογής, βρώμικα νερά από πλυσταριά, που δημιουργούσαν τέλματα γιατί δεν είχαν από πού να φύγουν. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να δημιουργηθεί μια φοβερή εστία μόλυνσης και να μαστίζεται η πόλη από τρομερές επιδημίες, που εξολόθρευαν τον πληθυσμό της, όπως η οστρακιά, ο τύφος, η χολέρα και η ευλογιά, αρρώστιες μόνιμες και χωρίς θεραπεία.

Έτσι, με το γκρέμισμα των τειχών, η Θεσσαλονίκη δέχτηκε τη ζωογόνο θαλάσσια αύρα, η ατμόσφαιρα καθάρισε όχι μόνο στην παραλία, αλλά και σ’ ολόκληρη την πόλη, που απαλλάχτηκε από τις βρωμιές και τις αρρώστιες. Σ’ αυτό βοήθησε και ο “γιατρός της Θεσσαλονίκης”, όπως ονομαζόταν ο Βαρδάρης.

Γ.Ν. Σταμπουλής, Η ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912, Διόσκουροι 1984.

Η Καθημερινή ζωή στην παλιά Θεσσαλονίκη τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα

Θα μιλήσω για τη Θεσσαλονίκη, γιατί σ’ αυτή την πόλη γεννήθηκα εγώ και ο πατέρας μου και ο παππούς μου, έξη γενιές πιο πίσω. Έτσι έξω από την προσωπική μου εμπειρία, έχω θα ‘λεγα και για κληρονομική παράδοση.

Μιλάμε σήμερα για λιτότητα. Ποια λιτότητα; Θα είδατε χωρίς άλλο κάποια νοικοκυρά να ψωνίζει σε σούπερ μάρκετ. Απλώνοντας σαν άρπαγας τα χέρια της και γεμίζοντας το καροτσάκι της (σπάνια της φθάνει το συρμάτινο καλάθι) με τα πιο ετερόκλητα χίλιων λογιών πολύχρωμα κουτιά, μπουκάλια, όλα συσκευασμένα από κάθε γωνιά της γης. Έτσι άθελα ο νους μου πάει στην μάνα μου στην πρώτη δεκαετία του αιώνα που ζούμε.

Μιλώ για μια εύπορη σχετικά οικογένεια, από ‘κει και κάτω η αντιστοιχία παίρνει πιο απροσδιόριστες διαστάσεις.

Πρώτα – πρώτα μια και μίλησα για σούπερ-μάρκετ, ας κάνω μια σύγκριση, (περίπτωση παραλόγου) για το μπακάλικο της γειτονιάς μου στην περίοδο της τουρκοκρατίας και στις αρχές περίπου του αιώνα μας.

Το πατρικό μου σπίτι ήταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά αριθμ. 32 που τότε λέγονταν Κεμπίρ – Μαναστήρ. από το Προδρόμι (προδρόμι – ιπποδρόμιο) ως τη γωνιά της Νέας Παναγίας στην παλιά Βασιλέως Ηρακλείου.

 

μπακάλικο

Στο δρόμο μας είχαμε δύο μπακάλικα, ένα απάνω στη γωνιά με το προδρόμι και τα’ άλλο κάτω στη γωνιά προς τη Νέα Παναγία.

Το δικό μας το μπακάλικο, του κυρ – Γιώργη, ήταν το κάτω προς την εκκλησία. Σ’ αυτό μ’ έστελνε η μάνα μου και πιο πολύ η θεία μου η Μαρία, που δεν ήταν θεια μου και την αναφέρω γιατί εμείς δεν ψωνίζαμε και πολύ συχνά από τον κυρ – Γιώργη. Ο πατέρας μου έκανε και τη σοδιά του σπιτιού, όσο μπορούσε είχε τον τρόπο του. Το λάδι της χρονιάς, τη ζάχαρη, το τυρί, το κρασί αυτά δεν χαλνούσαν και στην εποχή ακόμη που ήταν φθηνά έφερνε τα πεπονοκάρπουζα με το καροτσάκι. Είχε βλέπετε δέκα στόματα να θρέψει και τα έξι απ’ αυτά δεν ήταν στόματα, ήταν καταβόθρες.

Της θειας μου της Μαρίας της ψώνιζα όλα από τον κυρ – Γιώργη. Εκεί είχε σχεδόν όλη η γειτονιά το τεφτέρι που έγραφε ο μπακάλης τα βερεσέδια. Το πιο συνηθισμένο ήταν να στέλνει η μάνα μου εμένα να ψωνίζω της θειας μου γιατί ήταν μόνη και ανήμπορη.

Ας δούμε πρώτα το μπακάλικο. Ήταν όσο θυμάμαι μια τρύπα όχι παραπάνω από πεντέξη τετραγωνικά. Ότι πουλούσε ήταν χάμω, στα βαρέλια ή τενεκέδια, όλα στη διάθεση της μύγας, τις παστές σαρδέλες, το τυρί, τις ελιές και κάτι τέτοια, μάταια προσπαθούσε να τα προστατέψει με ένα τσούλι που έριχνε από πάνω. Μόλις το σήκωνε για να σερβίρει οι μύγες ορμούσαν μέσα κι άντε τώρα να τις βγάλεις.

Ο κυρ Γιώργης με τη λιγδερή ποδιά του είχε μια επιτηδειότητα να φτιάχνει χουνιά από στρατσόχαρτο έτσι ψιλόλυγνα ώστε το περιεχόμενο να δείχνει περισσότερο από ότι πραγματικά ήταν. Αν ρωτήσετε για το ζύγι: ε, αυτό ήταν πια υπόθεση εμπιστοσύνης. Μήπως και μπορούσες ν’ αλλάξεις μπακάλη!… Το τεφτέρι είχε πάντα απλήρωτο υπόλοιπο.

Τα ψώνια γίνονταν για την ανάγκη της ημέρας σε πολύ μικρές ποσότητες π.χ. πενήντα δράμια τυρί (τότε είχαμε την οκά που είχε 400 δράμια) ή ένα μικρό μπουκάλι λάδι (ο όγκος και το βάρος ήταν πάλι μπερδεμένα πράματα). Έτσι η θεια μου η Μαρία ήταν πάντα χρεωμένη στον κυρ-Γιώργη το μπακάλη και (… Ας έρθουμε τώρα στ’ άλλα ψώνια. Από το πρωί άρχιζε η παρέλαση).

Πρώτος περνούσε ο γαλατάς. Το γάλα, χύμα βέβαια, πουλιούνταν με τη μεζούρα. Η νοικοκυρά κατέβαινε στο δρόμο με το δικό της μέτρο και ζητούσε και το χουρμέτι, κάτι παραπάνω σα δώρο. Σπάνια ο γαλατάς έκανε πίστωση. Το ίδιο και ο γιαουρτάς που κουβαλούσε το γιαούρτι σε πήλινες μεγάλες τσανάκες που ίσως ζύγιζε σε δυο ταμπλάδες που έφερνε στον ώμο του. Κι δω το χουρμέτι ήταν καθιερωμένο. Τα φρούτα: πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ήταν σε κουφίνια φορτωμένα σε δύο πλευρές του υποζυγίου. Εδώ το παζάρι ήταν απαραίτητο αλλά όχι τόσο όσο με το ζαρζαβατζή που περνούσε όχι και πολύ νωρίς το πρωί για να τελειώνει πρώτα τις δουλειές η νοικοκυρά. Κατέβαινε πάλι η μάνα μου στο δρόμο και άρχιζε ατέλειωτο παζάρι (συνηθισμένος διάλογος…).

- Πόσο καλέ οι μελιτζάνες.

- Δέκα στο γρόσι.

- Τις λες καλέ ακριβά είναι

- Και πόσο τις θέλεις, τζάμπα;

- Τριάντα στο γρόσι.

Η συμφωνία έκλεινε απάνω-κάτω στη μέση. Καθένας ήξερε το παιγνίδι του. Στη διάρκεια του παζαριού οι προσταγιές προς το υποζύγιο που λύγιζε κάτω από το βάρος επαναλαμβάνονταν πολλές φορές με συνεχή ντε και τσονγκς.

Το μαγείρεμα ήταν το μεγάλο βάσανο για τη νοικοκυρά. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος ήταν τα κάρβουνα.

Για ν’ ανάψει η φωτιά ήταν ολόκληρη ιστορία. Πολλές φορές χρειάζονταν και δαδί. Φαντάζομε τι θάλεγαν σήμερα στο σούπερ-μάρκετ αν κανένας του ζητούσε δαδί!…

Η γκαζιέρα ήρθε αργότερα και ήταν μεγάλη πρόοδο και ανακούφιση για τη νοικοκυρά. Πομπάριζε βέβαια πολλές φορές απελπισμένα γιατί βούλωνε ο σωλήνας, αλλά τελοσπάντων δεν ήταν και να κουνάς το φυσερό με τις ώρες για να πάρει μπρος η φωτιά στα κάρβουνα.

Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας άρχισε να μπαίνει το ηλεκτρικό στο σπίτι, μα όχι για μαγείρεμα.

 

Φίλοι Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2.300 χρόνια, Εκδόσεις Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 1985.

 

Καθημερινή σκηνή του δρόμου

Έτσι πολύχρωμοι όπως οι σκηνές του δρόμου που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας, είναι και οι ήχοι που αγγίζουν τ’ αυτιά μας. Μπροστά από το τραμ τρέχει κατά τη διαδρομή του ένα ξυπόλητο χαμίνι φωνάζοντας με το χωνί για να κάνουν τόπο στο όχημα που το σέρνουν δυο άλογα και να δώσει στο αμάξι που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση το σήμα να σταματήσει και ν’ αλλάξει λωρίδα πορείας. Εν τω μεταξύ πλανόδιοι έμποροι διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: ο χασάπης που οδηγεί το άλογο ή τον γάιδαρό του φορτωμένο στα πλευρά του δυο χασαποσανίδες απ’ όπου κρέμονται σφαγμένα αρνιά – ο γαλατάς που οι κανάτες του κρέμονται απ’ το σαμάρι δεξιά κι αριστερά, μπρος και πίσω, έπειτα πάλι ένας γάιδαρος πάει με το χαβά του επικεφαλής μιας γαϊδουροπομπής φορτωμένης σανά, ενώ ένας άλλος έρχεται από την αντίθετη πλευρά παραφορτωμένος αυτός τους βαριούς σάκκους με τα ξυλοκάρβουνα ή τους σωρούς των δεματιών με τα φρύγανα. Εν τω μεταξύ ακούγονται κι από τις δυο πλευρές του δρόμου τα χτυπήματα του φαναρτζή και το λιμάρισμα του κλειδαρά, και οι κρότοι του ξύλινου σφυριού του παπουτσή που με άξιο χέρι μεταμορφώνει το κομμάτι της οξιάς σε ξυλοτσόκαρο. Δίπλα φτυαρίζει ο ψωμάς τα ψωμιά του από το φούρνο ενώ τσιρίζουν τα ψάρια στο τηγάνι ενός ψαρομάγερα κι απέναντι ακούγονται μουρμουριστά τα τραγούδια του καπελά που καθάρισε και πάλι το “γνήσιο φέσι από τη Βιέννη” και το σιδερώνει τώρα δίνοντας του την τελική φόρμα.

Πιο ήσυχη κυλάει η ζωή προς τις ανατολικές συνοικίες όπου κατοικούν Έλληνες και εμφανίζονται βαθμιαία ιδιωτικά σπίτια κάπως πιο μακριά από το τσαρσί, την αγορά, αντί των μανάβικων, των κρεοπωλείων και των μαγαζιών για πουλερικά, κοντά στην αρχαία πύλη που η γερμένη αψίδα της.

 

Το λιμάνι και ο σταθμός

Η ζωή στην περιοχή αυτή είναι σχετικά ήρεμη. Αλλά στη δυτική άκρη της παραλίας όπου είναι αγκυροβολημένα τα εμπορικά καράβια, επικρατεί ήδη από νωρίς το πρωί ζωηρή κίνηση ακόμη και την ήσυχη αυτή εποχή που ο φόβος του πολέμου έχει σταματήσει το εμπόριο. Εδώ όπου υψώνονται τα κτίρια των τελωνειακών εγκαταστάσεων κοντά στα πλοία που ξεφορτώνουν και στον παραπέρα σιδηροδρομικό σταθμό, τρέχουν οι άνθρωποι του εμπορίου για τις δουλειές τους. Οι χεροδύναμοι καστανόχρωμοι χαμάληδες – αποκλειστικά Εβραίοι – που εκτελούν όλοι τους εδώ τις βαριές σωματικές εργασίες με υπομονή και με μέτριο μισθό προς πλήρη ικανοποίηση των πάντων, φορτώνουν με δεξιοτεχνία τα καλάθια για τα ψάρια και τα κάρβουνα ή τα σχοινιά με τα τούβλα στη ράχη τους όπου έχουν απλώσει ένα χοντρό τσουβαλόπανο που στο κάτω του μέρος σχηματίζει ένα είδος μαξιλάρι από βούρλα και καλάμια για να μπορούν να συγκρατούν τα βαριά φορτία με την προέκταση του σαμαριού προς τα κάτω υπό την οσφύ, ακουμπισμένα με άνεση πάνω στα ισχία. Άλλος πάλι διαλαλεί τα πουλερικά του: κοτόπουλα, κοκόρια και μικρούς γάλλους που τάχει ζωντανά δέσει από τα πόδια και τάχει κρεμασμένα δεξιά κι αριστερά, μπρος και πίσω πάν από τους δύο ώμους. Αλλά κι εκείνοι που προσφέρουν στους χαμάληδες το πρωινό τους ρόφημα δεν λείπουν από τη σκηνή: αυτοί στήνουν το φορητό τους κατάστημα πού είναι οι κανάτες με το ζεστό γάλα ή το σαλέπι – ένας γλυκός χυμός από κοτσάνι φυτού – και το διαλαλούν δυνατά μια εδώ, μια εκεί, κατεβάζοντας από το κεφάλι με περισσή τέχνη τις στρογγυλές σανίδες με τα ψωμιά και τις πάστες για να τις τοποθετήσουν σ’ ένα κομψό τρίποδα.

Αντίθετα τα καφενεία της παραλίας έχουν ακόμη ησυχία. Μέσα σ’ αυτά και μπροστά απ’ αυτά συνηθίζουν να μαζεύονται, όσο προχωρεί η ώρα, οι πελάτες της καλής κοινωνικής τάξεως, εκτός από τους Έλληνες εμπόρους, ειδικά αυτόν τον καιρό πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί για να πιούν τη μαστίχα τους, ένα οινοπνευματώδες με γλυκάνισο που το ανακατώνουν, όπως και στην Γαλλία και την Ιταλία, με νερό και το πίνουν έτσι σαν γαλατόχρουν ποτό – ή παίρνουν σε μικρά τασάκια τον ανατολίτικο καφέ τους. Με την μαστίχα προσφέρουν πριν από το μεσημέρι κι ένα κομματάκι τυρί ή ένα ψωμάκι με μισή σαρδέλλα για να ενισχύσουν την ορεκτικότητα. Ησυχία επικρατεί επίσης στα εστιατόρια του δρόμου που κατεβαίνει από την αγορά στην παραλία και στα οποία προσφέρεται το βράδι “Ζύθος Μονάχου” και η μάρκα “Σπάτενμπρώϋ” υπό τους ήχους μιας μουσικής που προϋποθέτει κάπως χοντρά ακουστικά τύμπανα. Αυτά όμως μπορεί να τα σκληραγωγήσει κανείς κατά τον καλύτερο τρόπο αν ανηφορίσει το δρόμο που πάει στην αγορά, όπου οι Εβραίοι έμποροι, ειδικά πριν κλείσουν τα καταστήματα, προσπαθούν διαλαλώντας την πραμάτεια τους με φοβερές κραυγές να εξοντώσει ο ένας τον άλλο, ενώ στους σανιδοσκεπαστούς και απαλά φωτισμένους διαδρόμους του παζαριού που δεξιά κι αριστερά υπάρχουν οι με πάρα πολλή δεξιοτεχνία διαρρυθμισμένες, χωρίς παράθυρα, βαθιές βιτρίνες των εν μέρει μουσουλμάνων καταστηματαρχών -, εκεί επικρατεί ως επί το πλείστον μια αρχοντική ησυχία.

 

Στην περιοχή του σταθμού

Αλλά και στο δυτικό τμήμα της πόλεως, στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού, η κίνηση και η ζωή δεν είναι λιγότερο ζωηρή απ’ ό,τι στο νότιο τμήμα, στην παραλία. Και σ’ αυτό το τμήμα μαζεύονται αυτόν τον καιρό οι πλανόδιοι μικροπωλητές, ως επί το πλείστον σπανιόλοι Εβραίοι, αλλά εν μέρει και Εβραίοι της Ρωσίας που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη υπό την προστασία της ημισελήνου, εξαιτίας των καταπιέσεων στην άλλοτε πατρίδα τους. Εδώ πουλάνε στάρι και καλαμποκένιο ψωμί, γλυκά του ταψιού και χαλβά, το γνωστό στη Γερμανία “τούρκικο μέλι”, ένα μίγμα ζάχαρης και αλευριού με καρύδια ή αμύγδαλα – σταφίδες, λεμόνια, πασσατέμπο και στραγάλια, αλλά και αρμαθιές σκόρδα, σφιχτά αυγά, τυρί και ψαράκια τηγανιτά με λάδι, χωρίς να λείπει κι ο ιπτάμενος καφετζής, ο σαλεπιτζής κι ο λεμοναδατζής με την καυτή πραμάτεια του. Οι αγοραστές είναι σοβαροί, ήσυχοι άνθρωποι.

 

Ενεπεκίδης Π.Κ., Θεσσαλονίκη και Μακεδονία 1798-1912, Εκδόσεις Εστία, 1982.

 

Εκκλησία την Κυριακή

“Κάθε οικοδέσποινα του παλαιού καιρού έδιδε την παρουσίαν της την Κυριακήν εις εκκλησίαν, ένθα συνήθως εγένοντο και αι γνωριμίαι την εποχήν εκείνην και συνήπτον σχέσεις στενωτέρας εις τα ιδιόκτητα καφασωτά στασίδια, ενώ εις παλαιοτέραν ακόμη εποχήν διά τον φόβον απαγωγής εκρύπτοντο εις τον φερετζέν, αι ωραιότεραι Χριστιαναία γυναίκες, καθ’ όν τρόπον και αι Τούρκισσαι τότε, οσάκις εξήρχοντο εις τον δρόμον. Απέφευγον μάλιστα τα κόκκινα και πράσινα χρώματα των φορεμάτων των διότι αυθωρεί κατεξεσχίζοντο ταύτα υπό των Γενιτσάρων, διότι εθεωρούντο ιερά υπό των Τούρκων”.

Μουτσόπουλος Ν., Θεσσαλονίκη 1900-1917, εκδ. Μολχό, 1981.

Το λιμάνι και ο σταθμός

Στην παραλία όπου έχουν γκρεμίζει το τείχος με τις πολεμίστρες βρίσκονται τα καφενεία, τα θέατρα και περιφέρονται ντυμένοι στα πιο απίθανα πολύχρωμα κουρέλια Βούργαροι, Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι κι ανάμεσά τους πού και πού να κι ένας “φράγκος” που τον ξεχωρίζει κανείς απ’ το στητό παράστημά του και το τσιλίντρο ή το καβουράκι που φοράει αντί τουρμπάνι, φέσι, ή άλλο κάλυμμα της κεφαλής. Έπειτα έρχεται το κεντρικό τελωνείο όπου ο Τούρκος πόλισμαν ζητάει να δει το διαβατήριό σου το οποίο φυσικά δεν μπορεί να διαβάσει, γι’ αυτό και παραιτείται μ’ ευχαρίστηση της προσπάθειας έναντι της γλώσσας που είναι περισσότερο κατανοητή, δηλαδή του μπαχτσίς.

Ενεπεκίδης Π.Κ., Θεσσαλονικη στα χρόνια 1875-1912, εκδ. Κυριακίδη, 1988.

Οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης

“Όσον αφορά τους Τούρκους κατοίκους της Θεσσαλονίκης θα είμαι σύντομος. Οι προύχοντες Τούρκοι της Θεσσαλονίκης είναι ως επί το πλείστον ιδιοκτήτες σπιτιών και κτηματίες. Τα περισσότερα σπίτια της Θεσσαλονίκης τα έχουν οι Τούρκο και τα νοικιάζουν στους “ραγιάδες”. Οι Τούρκοι οι ίδιοι κατοικούν στα ψηλότερα, ευάερα τμήματα της πόλης, εκεί όπου είχε πιάσει φωτιά κατά την παραμονή μου. Εκτός από τα σπίτια έχουν στα περίχωρα της πόλης και πολλά τσιφλίκια όπου παραθερίζουν το καλοκαίρι και εκτεταμένες γαίες που τις μισθώνουν έναντι χρημάτων ή φυσικών προϊόντων. Οι Τούρκοι έμποροι είναι εδώ πιο καλοπληρωτές από τους χριστιανούς. Αντίθετα έχουν πολύ κακή φήμη οι εισπράκτορες της δεκάτης.

Εκτός από τους πλουσίους κατοικούν στη Θεσσαλονίκη και πάρα πολλοί Τούρκοι που ανήκουν στη μεσαία τάξη και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Άλλοι ζουν σαν μεροκαματιάρηδες και εργάτες και άλλοι σαν χειροτέχνες, ειδικά σαν βυρσοδέψες, σαμαράδες τορνευτές, βαφείς και τα παρόμοια.

Τα καλύτερα δουλικά

Για τη συνάντησή μου με Τούρκους επισήμους έγραψα ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια. Επίσης για τους καβάσηδες (φύλακες των προξενείων) καθώς και για τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Θέλω εδώ να σημειώσω μόνο αυτό για το οποίο με βεβαίωσε ένας Γερμανός που ζει εδώ και χρόνια στο Πέραν: απ’ όλα τα δουλικά αξίζουν οι τουρκάλες να έχουν την πρώτη θέση. Είναι αληθινά υποδείγματα νοικοκυρωσύνης και ηθικής, βγαίνουν από το σπίτι μόνον όταν έχουν δουλειά δεν αισθάνονται καμμιά ανάγκη για διασκεδάσεις και τα τοιαύτα και είναι εξαιρετικά πιστές και αξιόπιστες. Πώς όλη τους η σκέψη συγκεντρώνεται στο να εξοικονομήσουν λίγα παραδάκια με τον μοναδικό σκοπό να φιάξουν ένα σπιτικό. Η νέα τουρκάλα ξέρει πολύ καλά πως δεν θα ‘βρισκε κανένα άντρα αν η ζωή της θα παρουσίαζε έστω και την ελάχιστη σκιά μιας ηθικής κηλίδας.

Γενικά μπορούμε να συνοψίσουμε τις γνώμες μας για τους Τούρκους στα εξής: Οι Τούρκοι είναι από τη φύση τους καλοί, όμως η επαφή τους με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό μάλλον τους έβλαψε παρά τους ωφέλησε και πώς σε γενικές γραμμές οι κυβερνώμενοι είναι καλύτεροι από τους κυβερνώντες”.

Γράφει ο διάσημος Γερμανός ιστορικός:

“Λείπει από τους Τούρκους η εσωτερική έφεση για να προοδεύσουν με την εργασία, τους λείπει κάθε είδος επιχειρηματικού πνεύματος. Ηη αδράνεια είναι το κύριο χαρακτηριστικό της φύσης τους. Την πνευματική και υλική καθυστέρηση στην οποία βρίσκεται ο Τούρκος δεν την αισθάνεται. Από αιώνες αφέντης της χώρας, με σπάνια προνόμια στην κατοχή του, ωστόσο σε οποιαδήποτε περίπτωση μπαίνει με σύνεση και δυναμικότητα στο κύκλωμα του συναγωνισμού, παραμερίζεται μακριά. Οι τουρκικές συνοικίες της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Σταμπούλ είναι εύγλωττα και πειστικά τεκμήρια από οποιαδήποτε λόγια. Κι ότι πίσω από την ηπιότητα κρύβεται ένας φοβερός και ανελέητος φανατισμός, κι ότι ο εξωτερικά απαθής ανθρωπάκος μεταβάλλεται εύκολα σε φονιά -, αυτό το απέδειξαν οι πρόσφατες κι όλα θηριωδίες στην Αρμενία και την Κωνσταντινούπολη”.

Ενεπεκίδης Π.Κ., Θεσσαλονικη στα χρόνια 1875-1912, εκδ. Κυριακίδη, 1988.

Η ζωή της αριστοκρατείας

Δεν πρόκειται για το γνωστό μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, αλλά για το πώς περνούσε τη μέρα της μια γυναίκα της Θεσσαλονίκης στις αρχές του αιώνα μας. Την εποχή εκείνη υπήρχαν στεγανά ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά στρώματα και το μόνο που τους έφερνε κοντά ήταν ο κινηματογράφος ή το θέατρο. Οι πλούσιοι Έλληνες, Εβραίοι και ξένοι είχαν καλές ή κακές συνήθειες, που η οικονομική τους άνεση τους επέτρεπε να ικανοποιούν, ενώ οι φτωχότεροι κανόνιζαν τη ζωή τους ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες.

Ας ξεκινήσουμε από τη ζωή μιας κυρίας της αριστοκρατίας.

Ξυπνούσε αργά το πρωί και, αν ήταν καλοκαίρι, κατέβαινε στην ιδιωτική της καμπίνα, έβαζε το ολόσωμο μαγιό της και έπαιρνε το μπάνιο της στα καθαρά τότε νερά του Θερμαϊκού ή πήγαινε στ’ ανοιχτά με την ατμάκατο ή το κοτεράκι της.

Ανέβαινε μετά στ’ άλογό της, που είχαν ετοιμάζει οι ιπποκόμοι στο στάβλο στην άκρη της αυλής και, με ένδυμα αμαζόνας, ταγιεράκι, πομπέ καπελάκι και μαστίγιο, έκανε τον περίπατό της στην έρημη τότε περιοχή από την Ανάληψη μέχρι τη Μίκρα. Αυτό έκαναν η Ίντα, γυναίκα του Λεβή Σαούλ Μοδιάνο, η Ελένη Λομβάρδου, θυγατέρα του Τσελεμπή Κωστάκη Μεγαβούλη, και άλλες μεγαλόσχημες κυράδες.

Περνούσε ύστερα λίγες ώρες στο Τένις Κλαμπ, που ήταν πίσω από το εξοχικό του Φλόκα, παίζοντας ή κουτσομπολεύοντας εκείνους που έπαιζαν. Το μεσημέρι, καθισμένη με παρέα σ’ ένα τραπεζάκι του Φλόκα ή του Ρουά Ζωρζ, έπινε το ουζάκι ή το απεριτίφ της, βερμούτ Μαρτινάζι, αφού το ουίσκι δεν ήταν ακόμα του συρμού.

Φαγητό το μεσημέρι στο σπίτι, ένας υπνάκος, συνάντηση με φιλενάδες στο σπίτι της ή στο σπίτι μιας φιλενάδας, απογευματινός περίπατος μέχρι την Καπουτζήδα ή τη Μίκρα με το ιδιόκτητο λαντώ, επιστροφή στο σπίτι και προετοιμασία για τη βραδινή έξοδο. Η επιστροφή από τον περίπατο ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Ο αμαξάς έκανε στράκες με το καμτσίκι, ενώ τα παιδιά της γειτονιάς έτρεχαν πίσω από την άμαξα ή έκαναν σκαλομαρία στο πίσω μέρος της. Οι υπηρέτες βοηθούσαν την κυρία και τις δεσποινίδες να κατέβουν από την άμαξα και τις έραιναν με άνθη, ενώ ο ιπποκόμος οδηγούσε τα’ άλογο στο στάβλο. Αυτό συνέβαινε στα σπίτια των Πεντζίκηδων, Μοδιάνο, Φερναντέζ, Μορπούργο, Μεγαβούλη και Αλλατίνι.

Το βράδυ, άλλοτε σινεμά ή θέατρο, πάντοτε για σουπέ στου Φλόκα ή στον Λευκό Πύργο, κανένα χαρτάκι ή φλερτάκι και αργά, μετά τα μεσάνυχτα, στο σπίτι για ύπνο. Ταξιδάκια στη Βιέννη, αφού η σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα θα γίνει μόλις στα 1916, και το καλοκαίρι παραθέριση στα Βοδενά, στη Νάουσα ή στα σαλέ της Αυστρίας. Τα παδιά και τις δουλειές του σπιτιού τα φρόντιζαν οι λεγόμενες δούλες, που τις έπαιρναν κοριτσάκια από τα γύρω χωριά, τις μεγάλωναν και τις πάντρευα

Η ζωή μιας μέσης γυναίκας

Ας συνεχίσουμε με μια γυναικούλα της γειτονιάς.Πριν ακόμα χαράξει σηκωνόταν, άναβε το μαγκάλι ή τη σόμπα, ξυπνούσε τα παιδιά τραβώντας άγρια τα σκεπάσματα και τους ετοίμαζε το πρωινό. Τα παιδιά, έπειτα από τους καβγάδες ποιος θα πάει πρώτος στο μοναδικό αποχωρητήριο του σπιτιού, πλένονταν, έβαζαν τα παπούτσια, αφού πρώτα πάλι καβγάδιζαν ποιος θα χρησιμοποιήσει πρώτος το κουμπωτήρι για τα παπούτσια, και κάθονταν στο τραπέζι για το πρωινό. Η μάνα, με το μπουκάλι το μουρουνόλαδο στο ένα χέρι και το κουτάλι της σούπας στο άλλο, προσπαθούσε να τους δώσει το απαραίτητο αντιραχιτικό γιατρικό. Με μια κουταλιά χυμένη στην τραχηλιά, που είχαν τα παιδιά δεμένη στο λαιμό, και με μια μέσα στο στόμα, τέλειωνε και αυτό το βάσανο και τα παιδιά, αφού έπιναν το πρωινό τσάι στα τσίγκινα κύπελλα, έφευγαν για το σχολείο.

Η μητέρα άρχιζε έπειτα τη λάτρα του σπιτιού. Άνοιγε τα παράθυρα, έχυνε στον απόπατο το καθίκι που ήταν κάτω απ’ το κρεβάτι των παιδιών, ξεσκόνιζε το σπίτι και ετοίμαζε το μεσημεριανό φαγητό.

Πλύσιμο ρούχων

Μια φορά την βδομάδα έβαζε πλύση. Στο πλυσταριό της αυλής έβραζε βρόχινο νερό, έπλενε στη σκάφη τα ρούχα με πράσινο σαπούνι και αλισίβα (ένα διάλυμα στάχτης και ποτάσας) και άπλωνε τα πλυμένα ρούχα στα σκοινιά της αυλής πιάνοντάς τα με ξύλινα μανταλάκια, για να μην τα πάρει ο αέρας. Όταν έβρεχε, τα ρούχα στέγνωναν μέσα στο σπίτι, απλωμένα σε σκοινιά ή στο φανάρι. Το φανάρι ήταν ένα θολωτό κλουβί καμωμένο με καλάμια. Το έβαζαν πάνω απ’ το μαγκάλι και άπλωναν πάνω σ’ αυτό τα ρούχα για να στεγνώσουν πιο γρήγορα. Πρώτα άπλωναν τα μωρουδιακά, γιατί τότε τα παιδιά φορούσαν πάνες που έπρεπε να τις πλένουν δυο και τρεις φορές τη μέρα. Δεν υπήρχαν τα πάμπερς όπως σήμερα.

Επίσκεψη

Τ’ απόγευμα, αραιά και πού πήγαινε βίζιτα, πότε με τον άντρα της, άλλοτε μόνη κι άλλοτε μαζί με τα παιδιά. Η οικοδέσποινα άνοιγε την καλή κάμαρη και δεχόταν τις φιλενάδες της, ενώ τ’ αγόρια έπαιζαν στην αυλή κουϊνάκια και τα κορίτσια στη διπλανή κάμαρη ξεφύλλιζαν βιβλία με σκαλιστά ή έδειχναν η μια στην άλλη τα σχέδια που κεντούσαν στον καμβά με χρωματιστές κλωστές.

Στις βίζιτες προσέφεραν γλυκό του κουταλιού και λικέρ. Η κόρη του σπιτιού, μ’ ένα μεγάλο δίσκο σε σχήμα έλλειψης, ασημένιο ή ασημοκαπνισμένο, προσέφερε στις καλεσμένες το γλυκό, βύσσινο, κεράσι, καρυδάκι, ντολμά ή μελιτζανάκι σε κούπα. Τα κουταλάκια, ασημένια κι αυτά, ήταν ακουμπισμένα πάνω στο δίσκο μαζί με τα ποτήρια, ισάριθμα με τις καλεσμένες. Τα ποτήρια δεν έπρεπε να είναι γεμάτα, αλλά το νερό να φτάνει λίγο πιο πάνω απ’ τα μισά τους. Κάθε καλεσμένη έπαιρνε με το κουταλάκι γλυκό από την κούπα, το έτρωγε, έβαζε το κουταλάκι στο ποτήρι με το νερό – γι’ αυτό και δεν ήταν γεμάτο το ποτήρι – έπινε αν ήθελε νερό και ξανάβαζε το ποτήρι στο δίσκο.

Το λικέρ, ευρωπαϊκό, εντόπιο ή σπιτικό, προσφερόταν σε κολονάτα ποτηράκια γεμάτα μέχρι πάνω, γιατί αυτό επέβαλλε το τυπικό, και οι καλεσμένες έπρεπε να το αδειάσουν. Τα ευρωπαϊκά λικέρ, κουαντρώ, βενεδικτίνη, κουρασάο, τσέρι, τα έπαιρνε ο κόσμος από το μεγάλο εμπορικό κατάστημα Μπέζα και Ρεβάχ της πλατείας Εμπορίου, ενώ τα εντόπια τα παρασκεύαζαν ο Κουλάνδρου, ο Δαμασκηνίδης, ο Ζαχαριάδης και οι άλλοι ποτοποιοί της πόλης μας. Όσο για το σπιτικό κουρασάο, οι νοικοκυρές έπαιρναν μια μεγάλη γυάλα, έβαζαν μέσα μπόλικο κονιάκ ή ρούμι, ζάχαρη, βύσσινα και γαρύφαλλα και τ’ άφηναν πολύ καιρό στον ήλιο. Το ποτό αυτό ήταν ένα κι ένα για τον κοιλόπονο. Όταν λοιπόν τα παιδιά ήθελαν να πιούν το γλυκόπιοτο αυτό παρασκεύασμα, υποκρίνονταν ότι τους πονούσε η κοιλιά.Τα κεράσματα τελείωναν με τη φράση “Με τις υγείες σας”, που έλεγε εκείνη που κερνούσε και ανταπαντούσαν οι καλεσμένες με ευχές για έναν καλό γαμπρό.Έπειτα άρχιζε η ανταλλαγή πληροφοριών, μ’ άλλα λόγια το κουτσομπολιό. Η μία έλεγε ότι ο άνδρας της κυρίας Βασιλικής ξημερωνόταν στο Σκαίτιγκ με τις θεατρίνες, ότι η θεατρίνα Λολότα Ιωαννίδου ξεγυμνώθηκε κι έκανε μπάνιο μέσα σε μια μπασίνα γεμάτη σαμπάνια στο Ντορέ, ότι η Λεγκούδα της κυρα-Μαριγώς πήρε τον κακό δρόμο, ότι η Θαλούδα φωτογραφήθηκε γυμνή στου Νικολαΐδη, ότι…ότι… Όταν τελείωνε κι αυτό, έσβηνε η νοικοκυρά τη λάμπα του ταβανιού με το μεγάλο αμπαζούρ, σημάδι ότι η επίσκεψη έληξε.

Ημέρα φτωχής γυναίκας που δούλευε έξω από το σπίτι

Αυτή ήταν πάνω κάτω η μέρα μιας μέσης νοικοκυράς. Τα πράματα ήταν πολύ χειρότερα για τις φτωχές, που δούλευαν έξω από το σπίτι. Η μέρα περνούσε γι’ αυτές μες στην κούραση και η νύχτα μας στην αγωνία για το πώς θα τα φέρουν βόλτα. Το μεγάλο δράμα ήταν όταν είχαν στο σπίτι άρρωστο, όταν δεν υπήρχε άνδρας ή, ακόμα χειρότερα, αν υπήρχε μεν αλλά ήταν μπεκρής ή βάναυσος. Η καλή νοικοκυρά όμως αντιμετώπιζε με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες της ζωής.

Μια γυναίκα στη γειτονιά μας, που ο άνδρας της καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1917 και αυτοκτόνησε, είχε τέσσερα παιδιά. Όταν χαλούσαν τα παπούτσια ενός παιδιού, τα ‘στελνε στον μπαλωματή για σόλες ή μασκαρέτες (ψίδια). Φυσικά το παιδί, αφού δεν είχε δεύτερο ζευγάρι, δεν πήγαινε σχολείο. Η περηφάνια όμως της γυναίκας, που ήταν άλλοτε πλούσια, δεν της επέτρεπε να φανερώσει την αληθινή αιτία της απουσίας του γιού από τα μαθήματα. Έσωζε την αξιοπρέπειά της μ’ ένα σημείωμα που έστελνε στο δάσκαλο την άλλη μέρα: “Ο υιός μου Δημήτριος Π. απουσίασε χθες από τα μαθήματα λόγω ασθενείας. Η μήτηρ Βιργινία Π.”.

Τομανάς Κ., Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, Εξάντας, Αθήνα 1991.

Μακεδονικό σπίτι

24 κάτοψη σπιτιού 1910.jpg (37602 bytes)

Κάτοψη σπιτιού στις αρχές του 20ου αιώνα

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

 

 

Η έρευνα αφορά τα αστικά σπίτια της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας με επίκεντρο την γνωστή και πιο παλιάνθρωπη χριστιανική συνοικία του Αγ. Αθανασίου. Ωστόσο υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα σπίτια άλλων εθνοτήτων.

Ο κάθε χώρος του σπιτιού και το κάθε αντικείμενο χρησιμεύουν για περισσότερες από μια χρήσεις. Η σημαντική έλλειψη εξατομίκευσης που επικρατεί σ’ όλα τα παραδοσιακά μακεδονικά σπίτια, δεν είναι τυχαία. Υπαργορεύεται από τον τρόπο οικογενειακής ζωής, όπου η ατομικότητα και εξατομίκευση των μελών της οικογένειας είναι άγνωστες. Η δομή αυτή του μακεδονικού σπιτιού επιβάλλει και μια συγκεκριμένη κοινωνικότητα στα άτομα. Η έλλειψη εξατομίκευσης των χώρων και των καθισμάτων δεν επιτρέπει κανενός είδους απομόνωση στα μέλη της οικογένειας. Επιβάλλει σ’ όλα τα μέλη μια έντονη συλλογικότητα και κοινωνικότητα με ισχυρή αλληλεπίδραση του ενός από τον άλλο. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής που ανταποκρίνονταν στο μακεδονικό σπίτι ήταν μια τέχνη συλλογικής ζωής. Είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για ατομική ζωή στο παραδοσιακό μακεδονικό σπίτι. Όλη η ζωή έχει συλλογικό χαρακτήρα. Η οικογένεια δεν ήταν απομονωμένη, άλλα στενά δεμένη με την υπόλοιπη κοινότητα, η οποία παρενέβαινε και συμμετείχε στις οικογενειακές και επαγγελματικές εκδηλώσεις και τελετές. Ο γάμος, ο θάνατος, η βάφτιση και η ονομαστική γιορτή δεν ήταν στενά οικογενειακές τελετές, αλλά εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχε ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας. Κάθε μορφή της ζωής είχε στενούς δεσμούς και εξαρτήσεις από την κοινότητα και την κοινωνία. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά κάθε στιγμή στην αδιακρισία των επισκεπτών. Δεν υπήρχε προειδοποίηση πριν από την επίσκεψη. Η κοινωνική πυκνότητα δεν άφηνε περιθώρια απομόνωσης της οικογένειας.

Μέσα από την εξέλιξη του σπιτιού και της οικογένειας μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των ηθών, των συνηθειών και των διαφόρων πρακτικών της καθημερινής ζωής.

Μέσα από την εξέλιξη του σπιτιού και της οικογένειας μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των ηθών, των συνηθειών και των διαφόρων πρακτικών της καθημερινής ζωής.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο τύπος της αστικής κατοικίας αλλάζει. Στη νέα εσωτερική διαρρύθμιση δεν είναι υποχρεωμένο να περνά κανείς από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τα δωμάτια έχουν μια πόρτα και το πιο σημαντικό, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά με το διάδρομο “χωλ-σαλόνι” που εξυπηρετεί ολόκληρο το διαμέρισμα. Το πλάνο αυτό της νέας κατοικίας γεννήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία τον 16ο αιώνα.

Είναι σίγουρο πάντως πως η “ιδιωτικοποίηση” της ψυχής γεννήθηκε πριν από την ιδιωτικοποίηση του δωματίου. Το ιδιωτικό δωμάτιο θωρακίζει το άτομο απέναντι στην κοινότητα και την κοινωνία. Ο διάδρομος – σαλόνι διευκολύνει την επικοινωνία μειώνονται σε μεγάλο βαθμό τις επαφές και επιτρέποντας την απομόνωση των ατόμων στους εξατομικευμένους χώρους. Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας κατοικίας της Θεσσαλονίκης είναι η άνεση που γεννιέται μαζί της. Η απομόνωση και εξατομίκευση των δωματίων οδηγεί στην απομόνωση και εξατομίκευση των λειτουργιών της νέας κατοικίας. Έχουμε αποκλειστικά δωμάτια ύπνου. Η λέξη σάλα διαφοροποιείται από το δωμάτιο, ενώ άλλοτε ήταν συνώνυμα. Το δωμάτιο στο εξής δηλώνει το ατομικό δωμάτιο, ενώ η σάλα το χώρο που δέχονται ή το χώρο που τρώνε. Μια τέτοια σαφή διάκριση των λειτουργιών των χώρων του σπιτιού βρίσκουμε στα διάφορα πωλητήρια της εποχής, όπου αναφέρεται η σάλα ξεχωριστή από τους άλλους χώρους.

Πωλητήριο κατοικίας “…Περιλαμβανούσης δε τρία πατώματα, δωμάτια οκτώ, σάλας τρεις και μαγειρεία τρία, και εν υπόγειον και αυλήν μετά πηγαδίου και πλυντηρίων” (Τιμή 30.000 γρόσια την 8η-12-1910).

Πωλητήριο κατοικίας που βρίσκεται κοντή στο ναό της Αγίας Ελεούσας. “…Περιλαμβανούσης διο δωμάτια εις το άνω πάτωμα με μικράν σάλαν και εις το κάτω εν δωμάτιον με μαγειρείον και αυλήν” (Τιμή 20.000 γρόσια την 22-5-1910).

Η εξατομίκευση των χώρων και των λειτουργιών της νέας κατοικίας που ήταν δημιούργημα κυρίως ευρωπαίων αστών, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές της καθημερινής ζωής. Ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις του ατομικού ανθρώπου και της πυρηνικής οικογένειας. Οι υπηρέτες απομακρύνονται από τους κλειστούς και απομονωμένους χώρους, σε ειδικούς χώρους και συχνά στο υπόγειο. Άλλο χαρακτηριστικό του νέου τρόπου ζωής ήταν η αποφυγή των επισκέψεων χωρίς προειδοποίηση. Ορισμένες μεγαλοαστικές οικογένειες θα δέχονται ορισμένη μέρα και ώρα της εβδομάδες, αφού προηγηθούν οπωσδήποτε οι προσκλήσεις – κάρτες.

Στο εξής θα έχουμε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην ατομική, την κοσμική και την επαγγελματική ζωή. Κάθε μία θα έχει το δικό της χώρο: Τα δωμάτια για την ιδιωτική ζωή, το γραφείο για την επαγγελματική και το σαλόνι για την κοσμική ζωή. Ο νέος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς οφείλει να είναι διακριτικός και να εξασφαλίζει το σεβασμό, την απομόνωση και τον ατομικό χαρακτήρα του άλλου.

Η τραπεζαρία έφερε με τη σειρά της σημαντικές αλλαγές. Έχει μικρύνει ο χρόνος στα γεύματα, γιατί δεν επιτρέπεται να συζητούν πια στο τραπέζι, ούτε να λένε αστεία και να τραγουδούν, όπως άλλοτε.

Οι συζητήσεις πρέπει να μείνουν για το σαλόνι, όπου αποσύρονται μετά το γεύμα. Ο βαθμός αποδοχής και υιοθέτησης των νέων τρόπων ζωής, εξαρτάται από το οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο που διαθέτει ο καθένας. Εφαρμόζεται με μια σχετική πιστότητα, αν και επιφανειακά, στα πλούσια σπίτια, ενώ μειώνεται στα μικροαστικά στρώματα και λείπει τελείως στα λαϊκά σπίτια. Αυτά τα νέα στοιχεία συμπληρώνονται και από μια σειρά πρόσθετων αλλαγών.

Ο νέος τρόπος οργάνωσης του οικιακού χώρου, όπως και ο νέος τρόπος συμπεριφοράς και καθημερινής πρακτικής δεν είναι γέννημα των αστικών στρωμάτων της Θεσσαλονίκης. Έχει εισαχθεί από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και έχει επιβληθεί “εκ των άνω”.

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

Έτσι ο νεοκλασικισμός στη Θεσσαλονίκη αποκτά μια νέα διάσταση, μέσα τους νέους κοινωνικούς και εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ανοικοδόμηση, όμως, ακόμα και της κατοικίας του Μητροπολίτη σε νεοκλασικό στυλ, θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην παραδοσιακή μακεδονική αρχιτεκτονική. Το παραδοσιακό μακεδονικό σπίτι, όπως και οι αξίες του παραδοσιακού τρόπου ζωής θα υποτιμηθούν και θα περιφρονηθούν κι απ’ αυτούς ακόμα που κατοικούσαν σε παραδοσιακά σπίτια, ή ζούσαν καθημερινά με τις παραδοσιακές αξίες.

Η συνοικία των “Πύργων” είναι έξω από τα πλαίσια της έκθεσης και αυτού του κειμένου. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε τη μεγάλη επίδραση που άσκησε τόσο στις μικροαστικές συνοικίες της Αγίας Τριάδας και της Ανάληψης που δημιουργούνται μετά το 1880, όσο και στα κτίρια της εντός των τειχών Θεσσαλονίκης. Η επίδραση είναι ολοφάνερη στην εξωτερική διακόσμηση αυτών των κτισμάτων, που περιέχει στοιχεία νέο-μπαρόκ, νέο-κλασικά, νέο-ροκοκό η εκλεκτικιστικά.

Σημαντική όμως είναι η επίδραση των “Επαύλεων” και των “Πύργων” στην εσωτερική διαμόρφωση των άλλων κατοικιών των μικροαστικών στρωμάτων. Μια τέτοια πολύτιμη περιγραφή μιας μοντέρνας εσωτερικής διαρρύθμισης μας προσφέρει ο Ν. Γ. Πεντζίκης (δες βιβλιογραφία, σελ. 13): “Αποκαλύπτεται το εσωτερικό με την ποικίλη διαρρύθμιση των χώρων. Τα ξηλωμένα πατώματα αφήκαν χαρακτηριστικά σημάδια. Κάμαρη με κάμαρη διακρίνεται από το συχνά διαφορετικό βάψιμο των επιφανειών. Σκούρα πράσινη λαδομπογιά το σαλόνι, που δεν ενδιαφερόντουσαν να βλέπει φως. Τριανταφυλλί χρώμα νερομπογιά η καθημερινή κάμαρη. Ουρανιά η κρεβατοκάμαρη. Ώχρα η κουζίνα με τα πλακάκια, όπου ανάβαν οι φουφούδες”.

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

Τα ευρωπαϊκά έπιπλα έχουν επιβληθεί γύρω στο 1880 στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινότητας, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό.

Στους αφανείς όμως χώρους του απόπατου (τουαλέτας), όπως λεγόταν τότε, του λουτρού και της κουζίνας, τα χαρακτηριστικά είναι τα παραδοσιακά, και δεν τα αγγίζει εύκολα ο νέος τρόπος ζωής.

Η τουαλέτα είναι η παραδοσιακή αλά τούρκα, χωρίς σιφόν και λείπει γενικά η μπανιέρα στο λουτρό, όταν βέβαια υπάρχει μπάνιο.

Οι σημαντικές αλλαγές του νέου τρόπου ζωής φέρνουν αλλαγή και στη σύνθεση και επιλογή των προικιών, όχι μόνο των αστικών οικογενειών αλλά και του υπηρετικού τους προσωπικού, γιατί συχνά τα ρούχα τους έρχονται από την Ευρώπη.  Αυτό φαίνεται στο έγγραφο προικοπαραδόσεως που ακολουθεί:

 

Εν ονόματι της αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος, του ενός και μόνου Θεού. Αριθ. 55.

Ερχομένης σήμερον εις γάμου κοινωνίαν της Αγγελικής Δημητρίου μετά του Αχιλλέως παππά Ζήση, χορηγή αυτή δια προίκα ο Κος Χ’’λαζάρου τα ακόλουθα:

Διάφορα ασπρόρρουχα εκ Παρισίων Γρόσια 2435.10

1 εφάπλωμα ” 60.20

2 μπλανκιέταις ων μίαν μαλλ. και μίαν βαμβακ. ” 180

2 πήχ. κασμίρ κόκκινον διά προσκέφαλα ” 18

10 πήχ. στρωμάτσου διά στρώμα ” 60

3 δωδεκάδας μαχαιροπήρουνα και κουτάλια ” 190

1 δωδεκάδα κουταλάκια του γλυκού ” 35

1 δίσκον ” ” ” ” 40

1 δωδεκάδα φλιτζάνια ” 40

2 καφεϊμπρίκια ” 18

10 πήχ. λινάτσον διά στρώμα ” 20

11 οκ. και 250 δρ. διάφορα μπακιρικά ” 314

6 πήχ. κόκκινον ύφασμα ” 14

6 πήχ. μαύρον μεταξωτόν ” 156

10 ομ. χασέ, 10 πήχ. πανί και 4 πήχ. φόδρα ” 56

15 οκ. βαμβάκι αμερικ. διά στρώμα ” 195

6 υποκάμισα ” 150

4 εσωφόρια ” 100

3 ζεύγη κάλτσαις ” 30

5 λαιμοδέτας μεταξωτούς ” 150

1 ζεύγος γάντια άσπρα, κολάρον κτλ. ” 65

6 μανδύλια βαμβακ. και δαντέλα ” 15

1 δακτυλίδι χρυσούν ” 115

1 βραχιόλι ” ” 300

1 ομ. ” ” 180

2 μενταλιόνια ” ” 560

1 καρφίτσα ” ” 215

1 ομ. χρυσόν και 1 ζεύγος σκουλαρίκια χρυσά ” 150

1 ομ. και 1 ζεύγος σκουλαρίκια χρυσά ” 20

2 σταυρούς χρυς. και άλυσσον χρ. ” 260

1 ζεύγος σκουλαρίκια χρυσά ” 150

μεταφορά Γρόσια 9519.30

1 φουστάνι λινόν μπαρέζι ” 250

3 ομ. ” 150

1 επανωφόριον βελούδινον λιρ. 12 1)2 ” 1900

1 ομ. μάλλινον ” 380

Γρόσια

1 σάλι κόκκινον ” 50

2 κιβώτια ευρωπαϊκά ” 270

1 τάπητα ” 250

1 κλίνην σιδηράν ” 250

1 καθρέπτην ” 150

2 καπέλα ” 266

1 ζεύγος στιβάλια ” 76.10

διάφορα είδη ” 88

” 13.865 γρόσια

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

Μορφή της ελληνικής οικογένειας

Στο 1880 η ελληνική οικογένεια στη Θεσσαλονίκη είναι ήδη πυρηνική οικογένεια, που περιορίζεται στους γονείς και στα δυο – τρία ή το πολύ τέσσερα παιδιά. Πολύτιμα στοιχεία για τη μορφή, τη δομή και το χαρακτήρα της νέας οικογένειας βρίσκουμε στα προικοσύμφωνα της εποχής. Το σπίτι την εποχή αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της προίκας. Δεν παντρεύονταν τα κορίτσια που δεν διέθεταν σπίτι ή ένα ποσό σε μετρητά ανάλογο για την αγορά σπιτιού.

Το σπίτι όμως που δίνεται για προίκα δεν είναι πια ο συνεκτικός κρίκος της οικογένειας, αλλά η βασική αιτία του χωρισμού της. Στις φτωχές οικογένειες η εξεύρεση σπιτιού για το γάμο της κόρης παίρνει συχνά δραματικές διαστάσεις.

Στα διάφορα τμήματα των προικοσυμφώνων που παραθέτουμε παρακάτω μπορούμε να ανακαλύψουμε πολύτιμα στοιχεία όχι μόνο για τις σχέσεις των γονιών με τα παντρεμένα τους παιδιά, αλλά και για τη μορφή της οικογένειας.

“…και μίαν οικίαν κειμένην εν τη συνοικία της νέας Παναγίας, με την υποχρέωσιν να κάθηται εις εν δωμάτιον, επί της έξω πύλης κείμενον, εν όσω ζη η μήτηρ της νύμφης, ο δε υιός αυτής και αδελφός της νύμφης εν όσω είναι ελεύθερος. Εκτιμηθείσα 100 οθωμ. λίρας ή 10.000 γρόσια”.

“…και την οικίαν ολόκληρον κειμένην εν τη ενορία του Αγίου Μμηνά, με την υποχρέωσιν προς τον γαμβρόν, να χορηγή δύο δωμάτια του κάτω μέρους να κατοική η πεθερά εν όσω ζη και τα τέκνα αυτής έως ότου νυμφευθούν. Εξετιμήθη δια λιρών 200”.

“…και μίαν οικίαν ολόκληρον κειμένην προς ανατολάς, εν τη συνοικία του Αγίου Νικολάου, συγκειμένην δε εκ 5 δωματίων, τριών επάνω και δύο κάτω.

Ο πατήρ της νύφης θέλει κατοική εν αυτή εν όσω ζη, οι δε αδελφοί μόνον πέντε έτη. Εξετιμήθη λίρας οθωμ. 80”.

Η νέα ομάδα των γονιών και των παιδιών τους, που είναι ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι στη μοναξιά τους, παραμένουν συχνά ξένοι όχι μόνο στην υπόλοιπη κοινότητα, αλλά και απέναντι στους στενούς τους συγγενείς.

Έχουμε σίγουρα τη μορφή της μοντέρνας οικογένειας και της μοντέρνας κατοικίας.Παράλληλα με τη νέα μορφή οικογένειας, που οφείλει τη γέννηση και ανάπτυξή της στα αστικά στρώματα του 18ου αιώνα, γεννιέται και ο ρομαντικός έρωτας και η έντονη μητρική αγάπη.

Τη θέση του παραδοσιακού συνοικεσίου έχει πάρει ο ρομαντικός έρωτας των νέων, που τόσο εξυμνείται στην πρώιμη ποίηση των θεσσαλονικέων ποιητών, και στα τραγούδια των “κανταδόρων”. Παρά την ανάπτυξη του “ρομαντισμού”, καθοριστικός παράγοντας του γάμου παραμένει η προίκα.

Τα προικιά καταγράφονται λεπτομερειακά, όπως επίσης και η τιμή τους, στο προικοσύμφωνο, που αποτελεί νομικό συμβόλαιο, το οποίο υπογράφει ο Ταβουλάριος της Μητροπόλεως. Η προίκα παραδίδεται με ειδικό πρωτόκολλο πριν το γάμο. Οι τιμές της προίκας στα προικοσύμφωνα που έχουμε στη διάθεσή μας κυμαίνονται από 1.000 μέχρι 100.000 γρόσια. Η τιμή αυτή συμπεριλαμβάνει και το τίμημα του σπιτιού.

Η ανάπτυξη της μητρικής αγάπης είναι κι αυτή γέννημα της νέας οικογένειας και των νέων σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της.Ανάμεσα στη μητέρα και το “μωρό της” πλέκεται ένας συναισθηματικός ιστός, που θα καλύψει σιγά – σιγά και τα μεγαλύτερα στην ηλικία παιδιά καθώς και το σύζυγο. Πολύ αργότερα το νήπιο θα γίνει το κέντρο του κόσμου και θα κερδίσει όλες τις φροντίδες.

Οι νέες αυτές πρακτικές έχουν άμεση σχέση με τη νέα μορφή της οικογένειας του 19ου αιώνα, όπου οι γυναίκες των αστικών στρωμάτων παραμένουν έξω από τις ευθύνες της επαγγελματικής εργασίας και ασχολούνται κυρίως με τα παιδιά τους, τις καλές τέχνες και τη φιλανθρωπία.

Η αλλαγή των ηθών θα εξαφανίσει σταδιακά και τα δικαιώματα των πρωτότοκων.Τα παιδιά αποτελούν βασικό στοιχείο της καθημερινής ζωής του αστικού σπιτιού.Οι γονείς θεωρούν ηθική υποχρέωσή τους να ασχολούνται με τη μόρφωση και το μέλλον τους.

Όπως στη διαμόρφωση του εσωτερικού της κατοικίας και στην υιοθέτηση των νέων τρόπων ζωής, η μορφή της οικογένειας και η θέση των παιδιών δεν είναι η ίδια σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα.  Πολλά παιδιά των λαϊκών στρωμάτων αντί να οδηγηθούν στο σχολείο στα εφτά τους χρόνια, πηγαίνουν στο μάστορα για την εκμάθηση της τέχνης ή στο μπακάλη και τον έμπορο για εργασία.

Η ελληνική κοινότητα αναγκάζεται να ιδρύσει και νυχτερινά σχολεία για τις περιπτώσεις αυτών των παιδιών. Όλη η εξέλιξη των ηθών και της καθημερινής ζωής μέχρι σήμερα θα παραμείνει ακατανόητη, αν δε μελετηθεί σωστά η οργάνωση της μοντέρνας κατοικίας και της μοντέρνας οικογένειας.

 

ΣΑΛΑ

Χρησιμότητα της σάλας

Το πορτ μαντό με τον καθρέφτη και τις ειδικές θήκες για ομπρέλες, παλτά και καπέλα, δείχνει τη λειτουργία της σάλας σαν προθάλαμου.

Η σάλα ήταν όμως και το επίκεντρο της φανερής οικογενειακής ζωής. Εδώ δέχονταν τους συγγενείς, στενούς φίλους και τους ανεπίσημους επισκέπτες. Ο καλός φυσικός φωτισμός της και η ιδιαίτερη επιμέλεια στο φωτισμό της το βράδυ – η μεγαλύτερη κρεμαστή λάμπα του σπιτιού βρισκόταν στη σάλα – επέτρεπε το κέντημα, το διάβασμα, το πλέξιμο, τους λογαριασμούς.

Εδώ ακόμα συγκεντρώνεται η οικογένεια δύο φορές τη μέρα απαραίτητα – μεσημέρι, βράδυ – για το φαγητό. Οι θέσεις ήταν καθορισμένες. Τα μικρότερα παιδιά κοντά στη μητέρα. Ο πρωτότοκος πλάι στον πατέρα. Τα γυναικεία περιοδικά κι οι εφημερίδες δίνουν ένα σωρό συστάσεις για τη θέση στο τραπέζι και τους καλούς τρόπους. Πετσετοθήκες, αυγοθήκες, θήκες για μαχαιροπήρουνα δείχνουν την επιμονή των αστών της εποχής στη λεπτομέρεια, στο αυστηρά καθορισμένο τυπικό.

Όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα παράξενο, δεν έτρωγαν ποτέ στην κουζίνα εκείνη την εποχή. Η κουζίνα ήταν για τους υπηρέτες, τα πολύ μικρά παιδιά, για πρόχειρο και βιαστικό κολατσιό.

Το φαγητό ήταν μια ιεροτελεστία και γι’ αυτό του επιφυλασσόταν ειδικός χώρος. Στα μεσοαστικά σπίτια δεν απαντούσε συνήθως ιδιαίτερη τραπεζαρία. Αργότερα διαμορφώθηκε, παρόλο που από πολύ νωρίς έχουμε σχετικές περιγραφές και συστάσεις για το “εστιατόριον” στα γυναικεία περιοδικά.

Τη θέρμανση της σάλας εξασφάλιζε η σόμπα και στο πολύ κρύο ένας σοφράς – μαγκάλι που συνδύαζε κάποτε την ανατολίτικη βολή με την ευρωπαϊκή αρχοντιά (ενθετική τεχνική, τορνευτά πόδια, ροδάκια για μεταφορά).

Πίνακες σπάνια, συχνά χρωμολιθογραφίες και οικογενειακές φωτογραφίες στόλιζαν τους τοίχους, ενώ ένας καναπές – συχνά προίκα της νύφης – και ελαφρά καθίσματα περιορίζονταν για τους οικείους.

 

Η καλή κάμαρα

Είναι η προθήκη σε αυστηρούς κανόνες, από τη διευθέτηση των επίπλων, ως το κουταλάκι του γλυκού κι από το ειδικό ένδυμα οικοδεσποτών και επισκεπτών ως το σερβίρισμα του τσαγιού. Στο χώρο αυτό ο αυθορμητισμός και η φυσικότητα δεν έχουν καμιά θέση. Η επίφαση της φυσικότητας αποκτιέται μόνο με σιδερένια πειθαρχία στους άγραφους κανόνες της οικογενειακής ανατροφής και στις συστάσεις των οδηγών καλής συμπεριφοράς.

Τα παιδιά δεν έχουν θέση εδώ. Η παρουσία τους είναι οχληρή και μετά βίας ανεκτή. Στα κλεφτά μπαίνουν, για να θαυμάσουν βιαστικά το δωμάτιο αυτό ή – τα πιο ζωηρά – για να ξεβιδώσουν τα μεταλλικά τραπεζάκια, που η χρήση τους γενικεύεται προς το τέλος της εποχής που μας ενδιαφέρει, και να κάνουν παρόμοιες σκανταλιές. Είναι στ’ αλήθεια άξιο προσοχής το πόσο καλά θυμούνταν οι πληροφορητές μας το δωμάτιο αυτό. Οι περιγραφές τους είχαν την ενάργεια που δίνει η μνήμη σε κάτι ποθητό και συνάμα απαγορευμένο.

Η “καλή κάμαρα” άνοιγε στις ονομαστικές γιορτές, στις μεγάλες θρησκευτικές, όταν αντάλλαζαν επισκέψεις, στους γάμους και τους άλλους σημαντικούς σταθμούς της ανθρώπινης ζωής και στις επίσημες “βεγγέρες”. Φορούσαν τότε τα καλά τους και ακολουθούσαν αυστηρούς κανόνες καλής συμπεριφοράς.

Το κέρασμα ήταν άλλη μια ευκαιρία να φανεί η νοικοκυροσύνη της οικοδέσποινας ή της κόρης της, η πολυτιμότερη δηλαδή γυναικεία αρετή, αυτή που θα της εξασφάλιζε μαζί με την αξιόλογη προίκα μια “καλή κοινωνική αποκατάσταση”. Γλυκά κουταλιού δύο ή τρία, για να διαλέξει ο επισκέπτης (βύσσινο, γυριστό άσπρο, ντολμάς με μύγδαλα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις καρυδάκι ή καΐσι) ήταν το κύριο κέρασμα.

Συνηθιζόταν να προσφέρουν τα χειμωνιάτικα φρούτα το καλοκαίρι και τα καλοκαιρινά το χειμώνα.

“Κάτι πάρα πολύ ωραίο εκείνης της εποχής ήταν όταν έβγαινε ο ασημένιος δίσκος με το ωραίο σκέπασμα, με το γλυκό το οποίο ήτο πάλι το ποτήρι μέσα σε ασημένια θήκη και το γλυκό ήταν πάλι σε ασημένια κούπα, βέβαια από μέσα ήταν το γυαλί κι απέξω το ασήμι. Κι έβλεπες ένα δίσκο να στραφτοκοπάει και να έρχεται. Ο δίσκος αυτός ήταν ιστορικός, μαγεία”, λέει κάποια παλιά Θεσσαλονικιά.

Ακολουθούσε ο καφές με τα κουλουράκια που μοσχομύριζε το σπίτι όταν τα έφτιαχναν. Οι κουραμπιέδες και τα αμυγδαλωτά με άχνη ζάχαρη επίσης συνηθίζονταν. Στις βεγγέρες πρόσφεραν χαλβά σιμιγδαλίσιο και κάποτε γλυκά ταψιού.

Το σαλόνι προσδιορίζει την κοινωνική θέση.

Η νέα μορφή του σαλονιού και οι νέες λειτουργίες που υπηρετεί υπαγορεύονται από νέες πιο εξειδικευμένες και εξατομικευμένες κοινωνικές σχέσεις. Το σαλόνι από μόνο του μπορεί να φανερώσει την κοινωνική θέση και τον τρόπο ζωής των κατόχων του. Έτσι έχουμε ιεράρχηση σαλονιών, όπως έχουμε ιεραρχήσεις συνοικιών και κατοικιών. Η απομάκρυνση ή η προσέγγιση στον κυρίαρχο τύπο σαλονιού σημαίνει και απομάκρυνση ή προσέγγιση στα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα.

Η πολυτέλεια ή η φτώχεια των σαλονιών και της τραπεζαρίας, η απλοχωριά ή η στενότητα χώρου, ο ξεχωριστός ή ο συνηθισμένος χαρακτήρας του, η “ομορφιά” του ή η “ασχήμια του”, η σιγουριά της αισθησιακής επαφής με τους πολύτιμους τάπητες ή με τον ξεφτισμένο μουσαμά της εποχής δηλώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις.

Βασικό στοιχείο του αστικού σπιτιού και του αστικού σαλονιού είναι η άνεση που δηλώνει μια σίγουρη σχέση του αστού με τον εαυτό του και με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Το αστικό σαλόνι είναι ένα είδος αναπαράστασης του τρόπου ζωής και των αξιών των αστικών στρωμάτων. Τα αστικά σαλόνια της εποχής είναι παραφορτωμένα από έπιπλα και αντικείμενα. Πολλά από τα αντικείμενα είναι τοποθετημένα όχι για χρήση, αλλά για να βλέπονται όπως οι διάφορες πορσελάνες και τα bibelot. Το αστικό σαλόνι αυτής της εποχής έχει το φόβο του κενού, γι’ αυτό φροντίζει να το γεμίσει με αντικείμενα ή με γεγονότα. Η εντολή είναι: όσο περισσότερα αντικείμενα τόσο καλύτερα. Το αστικό σπίτι δεν είναι μόνο κλεισμένο στον εαυτό του, αλλά και γεμάτο σαν αυγό. Η συσσώρευση των αντικειμένων στο σαλόνι αποτελεί σημάδι κοινωνικής θέσης.

Στην ίδια γραμμή στο μικροαστικό σαλόνι της εποχής επικρατεί υπερπλήρωση. Ο χώρος που λείπει απ’ το μικροαστικό σπίτι γεννάει μια διάθεση αντιστάθμισης: όσο λιγότερος χώρος υπάρχει, τόσο περισσότερα αντικείμενα συγκεντρώνονται. Το πλεονάζον, το περιττό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μικροαστικού σπιτιού.

Το τραπέζι ήταν πάντα σκεπασμένο με τραπεζομάντηλο και το τραπεζομάντηλο καλύπτονταν από άλλο τραπεζομάντηλο για να μη λερωθεί το καλό τραπεζομάντηλο. Κάτω από κάθε bibelot υπάρχει ξεχωριστό πετσετάκι. Τα πάντα είναι προφυλαγμένα και καδραρισμένα.

Οι κυρίαρχοι τύποι των κατοικιών, των επίπλων και των καθημερινών πρακτικών των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης, που υιοθετούνται άκριτα και μιμητικά από τα εξαρτημένα αστικά στρώματα της Θεσσαλονίκης, επιβάλλονται σταδιακά σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και στα άλλα μικροαστικά ή ακόμα και λαϊκά στρώματα, όπως στην περίπτωση των επίπλων και των ενδυμάτων.

Έτσι μέσα από την εσωτερική διαρρύθμιση των σπιτιών, μέσα από τα φράγκικα – αστικά έπιπλα και τους φράγκικους – αστικούς τρόπους καθημερινής ζωής, ένα σημαντικό μέρος των αξιών και τρόπων ζωής των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης, μεταφέρονται, σχεδόν μηχανικά, σ’ ένα μεγάλο μέρος οικογενειών και κατοικιών της Θεσσαλονίκης.

Ο νέος κανόνας των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης που είναι: ένα ξεχωριστό αντικείμενο και ένας ξεχωριστός χώρος για κάθε χρήση, επικρατεί, μιμητικά βέβαια, και σε αξιόλογα τμήματα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης.

Αυτό το σύστημα της άκρατης εξειδίκευσης και εξατομίκευσης των χώρων και των αντικειμένων, που αποτελεί μια βασική τομή στην καθημερινή ζωή, όπως π.χ. το ειδικό πιρούνι για το ψάρι ή τα ειδικά ποτήρια για το κόκκινο κρασί και τη σαμπάνια, θα επικρατήσει σταδιακά στο μεγαλύτερο τμήμα των Θεσσαλονικέων.

Έτσι ένα μεγάλο τμήμα Ελλήνων της Θεσσαλονίκης υποτιμούν συνήθειες, αξίες και τρόπους που είναι ακόμα ολοζώντανοι και αποδέχονται τύπους κατοικίας, τρόπους ζωής και συμπεριφοράς που τους είναι ξένοι και που δύσκολα δένονται με το πολιτιστικό και κοινωνικό τους υπόβαθρο.

 

ΚΟΥΖΙΝΑ Ή ΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ

Η κουζίνα είναι ο χώρος που σηκώνει όλο το βάρος της δουλειάς ενός σπιτιού η καλή διατροφή της οικογένειας είναι το μεγαλύτερο. Βρίσκεται συνήθως πολύ κοντά στην τραπεζαρία και επικοινωνεί με αυτήν.

Μέσα στην κουζίνα διακινούνται οι τροφές και ετοιμάζονται τα γεύματα για τα μέλη της οικογένειας, τους φιλοξενούμενους και τους υπηρέτες. Εκεί γίνονται διάφορες βοηθητικές εργασίες, όταν δεν υπάρχει αλλού χώρος, π.χ. λούσιμο, σιδέρωμα, σερβίρισμα, ακόμα και πλύσιμο. Εκεί κυκλοφορεί περισσότερο το υπηρετικό προσωπικό, είναι η μόνιμη θέση της μαγείρισσας, ενώ η νοικοκυρά μπαινοβγαίνει επιβλέποντας ή συμμετέχει ουσιαστικά απ’ τα αγαπημένα έργα της η ζαχαροπλαστική ή κάποιο εξαιρετικό φαγητό με τον τσελεμεντέ μπροστά και την υπηρέτρια δίπλα.

“Είναι δε έργον της οικοδεσποίνης να παρασκευάζη η ιδία την τροφήν της οικογενείας της, ή, αν έχη μάγειρον, να οδηγή αυτόν και επιβλέπη αυστηρώς την εργασίαν του δια τούτο είναι απαραίτητον όχι μόνον να είναι καλώς εξησκημένη η οικοδέσποινα εις την μαγειρικήν, αλλά και να γνωρίζη τας διαφόρους ιδιότητας των τροφίμων, τας εν τη αγορά τιμάς αυτών και την επί της υγιείας επιδρασίν των. Ούτω μόνον δύναται άνευ περιττής δαπάνης να εκλέγη και αγοράζη τας υγιεινοτέρας τροφάς και καταλλήλως να παρουσιάζη αυτάς”. Σαπφώ Λεοντιάς, “Οικιακή Οικονομία”, Κωνσταντινούπολις, 1887.

Ο πατέρας έχει το ρόλο του προμηθευτή δεν μπαίνει στην κουζίνα. “Ο πατέρας μου δεν είχε πατήσει ποτέ στην κουζίνα. Δεν ήταν ένα είδος νοικοκύρη όπως τους αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ήταν άλλου είδους νοικοκύρης. Επί τη υποθέσει η μητέρα μου τούλεγε: ‘Ξέρεις… το λάδι τελείωσε’. “Εντάξει’ πήγαινε απ’ έξω, έλεγε στον προμηθευτή, στον μπακάλη: ‘Στείλε στο σπίτι δύο τενεκέδες λάδι, τρεις τενεκέδες πετρέλαιο για τη λάμπα, ένα τσουβάλι ζάχαρη, ένα τσουβάλι ρύζι’ και εκείνος τα έφερνε με μια νταλίκα” (Σαλονικιός 82 χρονώ).

Η τακτοποίηση των τροφίμων ήταν μια σημαντική δουλειά με ιδιαίτερη ευθύνη, ώστε να διατηρηθούν οι μεγάλες ποσότητες την επίβλεψη είχε η νοικοκυρά. Από το βάρος αυτό συχνά την απαλλάσσει η γιαγιά, όταν υπάρχει, ή το μοιράζεται με την παλιά έμπιστη υπηρέτρια (οικονόμο).

Η γιαγιά, “η γηραιά οικοδέσποινα”, κινείται με μεγαλύτερη άνεση μέσα στην κουζίνα, λόγω της πείρας της και συμβουλεύει τις υπηρέτριες τη σέβονται και την υπολογίζουν. Εξάλλου αυτή έχει τη φροντίδα του “οικιακού φαρμακείου” που βρίσκεται μέσα στην κουζίνα και είναι απαραίτητο…:

Όσο κι αν η κουζίνα ήταν απαγορευμένος χώρος για τα παιδιά, περισσότερο για τους κινδύνους που είχε για ένα άτακτο παιδί, παρά για την ενόχληση που δημιουργούσε στα πρόσωπα που εργάζονταν μέσα σ’ αυτήν, αυτά εύρισκαν την ευκαιρία να “τριπώνουν”, για να ζητήσουν κάποια λιχουδιά που τους γαργάλευε τη μύτη. Αλλά και για το “πρωινό” ή για το απογευματινό κολατσιό τους, συχνά γινόταν κάποια υποχώρηση, ενώ τα άλλα γεύματα έπρεπε να τα πάρουν στη σάλα στο χώρο της τραπεζαρίας, με την απαιτούμενη επισημότητα της ώρας και της τάξης τους, πράγματα βέβαια όχι πολύ ευχάριστα στα παιδιά.

 

ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Στην κουζίνα οι υπηρέτες δεν κάθονται παρά μόνο για να φάνε, αφού τελειώσουν τις πρωινές τους δουλειές και αφού σηκωθεί το τραπέζι των αφεντικών. Υπάρχουν δυο ψάθινες καρέκλες και ένα γερό ξύλινο τραπέζι με συρτάρι, κατάλληλο για δουλειά, στο οποίο προετοιμάζουν τα φαγητά ή τα γλυκά, ανοίγουν τις πίττες πάνω σε πλαστερό, (στρογγυλή σανίδα) και, όταν δεν έχουν άλλο κατάλληλο χώρο, σιδερώνουν. Ένα απλό τραπεζομάντηλο το στολίζει τις άλλες ώρες.

Η κουζίνα είναι ο χώρος όπου οι άντρες που μπαίνουν από την πόρτα υπηρεσίας, έχουν σχέση εξάρτησης ή συναλλαγής με τα αφεντικά και μένουν πολύ λίγο ή στέκονται στο κατώφλι: ο μάγειρας, ο προμηθευτής, το παιδί για το δρόμο, ο παραγιός του μπακάλη, ο κηπουρός και πιο σπάνια ο αμαξάς. Ο γυναικείος πληθυσμός που κινείται άνετα εκεί μέσα είναι: η μαγείρισσα, όταν υπάρχει, που συχνά είναι η οικονόμος του σπιτιού, εκτός αν πηγαινοέρχεται κάθε μέρα σπίτι της, η καμαριέρα, δηλαδή η κοπέλα για τα δωμάτια, που συμβαίνει πολλές φορές να είναι και η μοναδική υπηρέτρια για όλο το σπίτι, η ψυχοκόρη, ή το κορίτσι για τα θελήματα, μικρό συνήθως, που μεγαλώνει μέσα στο σπίτι, η παραδουλεύτρα για τις χοντρές δουλειές (σκάλες, αυλές, ξεσηκώματα), που μαζί με την πλύστρα ανήκει στις έκτακτες ή στις κατ’ αποκοπήν. Η γκουβερνάντα (νταντά), όταν υπήρχε, έμπαινε στην κουζίνα μόνο για το γάλα του παιδιού ή για κάτι έκτακτο και η ασπρορουχού που ερχόταν πότε-πότε έβλεπε την κουζίνα μόνο όταν το σιδέρωμα έπρεπε να γίνει σ’ αυτήν. Όσο για τη δασκάλα πιάνου ή ξένης γλώσσας, δεν είχε καμιά σχέση εδώ μέσα.

Ενδυμασία προσωπικού

Γενικά σ’ αυτό το χώρο της δουλειάς κυριαρχούσε το πρόχειρο σκούρο ρούχο, το φακιόλι και η ποδιά το πολύ-πολύ στις βεγγέρες η υπηρέτρια που σέρβιρε φορούσε σκούρο μπλε φόρεμα με άσπρο γιακαδάκι, και άσπρη κεντημένη ποδιά που συνοδεύονταν από το ειδικό καπελάκι, το “μπονέ”.

Οι κύριοι οφείλουν να προστατεύουν, ηθικά και υλικά, το προσωπικό τους, που ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση είναι λίγο ή πολύ, μόνιμο, έκτακτο ή εποχιακό και να συντελούν στην βελτίωση του χαρακτήρα τους. “Η φιλάνθρωπος οικοδέσποινα συμβουλεύει τους υπηρέτας με αγάπη και δεν τους εκμεταλλεύεται ώστε να τους έχη πιστούς και αφοσιωμένους για το καλό του οίκου της”. Είναι αυτονόητο βέβαια γιατί δίνονται αυτές οι συμβουλές και ποιος είναι ο χώρος όπου η κυρία δείχνει την “φιλανθρωπία” της.

Η αντίληψη που επικρατούσε ήταν ότι, επειδή η κουζίνα είναι χώρος προορισμένος για τους υπηρέτες, πιο απομακρυσμένος από τα δωμάτια στα οποία συνήθως μένει η οικοδέσποινα, δεν ήταν τόσο απαραίτητο να έχει τη σχολαστική φροντίδα των άλλων. Τα γυναικεία περιοδικά επισημαίνουν αυτή την πραγματικότητα και προτρέπουν τις νοικοκυρές ν’ ακολουθήσουν τις οδηγίες τους για την επιλογή του χώρου, τον εξοπλισμό του με τα συνεχώς τελειοποιούμενα σκεύη και την καθαριότητά του.

Βασικά στοιχεία κουζίνας

Με δυο λόγια, τα βασικά στοιχεία που επικρατούν στην κουζίνα είναι ανάλογα με τα σημερινά: οι μεγάλοι όγκου του τζακιού με τις εστίες και την ξυλοθήκη – καρβουνοθήκη, ο ξύλινος πάγκος με τα ντουλάπια για τα σκεύη και τα υγρά και ο νεροχύτης με την πιατοθήκη. Δυο έπιπλα με ντουλάπια, ράφια και συρτάρια είναι απαραίτητα: το φανάρι (οψοφυλάκιον) για τη διατήρηση των τροφών, κυρίως μαγειρευμένων ή προς άμεση κατανάλωση και ο μπουφές της κουζίνας, για τα δεύτερα σερβίτσια, σκεύη, μικροαντικείμενα, πετσέτες και άλλα. Και τα δυο αυτά έπιπλα είναι σύνθετα με το κάτω μέρος φαρδύτερο και βαρύτερο από το επάνω. Από κει και πέρα η καλή νοικοκυρά με την υπηρέτριά της αποφασίζει για τη σταθερή θέση όλων των αντικειμένων και την εύκολη χρησιμοποίησή τους.

Το νερό σύμμαχος και βοηθός, από τότε που μπήκε στα σπίτια, μετά το ’93, έλυσε πολλά προβλήματα δεν τα εξάλειψε όμως, γιατί κοβόταν συχνά και έτσι έκανε απαραίτητη την παρουσία υδροφόρων πήλινων και χάλκινων σκευών. Το ηλεκτρικό φως ήρθε στις αρχές του 20ου αι., παραμέρισε τους γκαζοτενεκέδες, αλλά δεν τους έδιωξε. Δυο τρεις γκαζόλαμπες ήταν πάντα κρεμασμένες στην κουζίνα.

Όσο για τις μυρωδιές, φροντίδα της υπηρέτριας ήταν να εξαφανίσει τις δυσάρεστες (κάπνες ή αποφορά από το νεροχύτη) και ν’ αφήσει την τσίκνα του φαγητού και τη μοσχοβολιά της πίττας ή του γλυκού.

Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι αυτά που σηκώνουν λέρα: δηλ. της ώχρας για τους τοίχους, το κόκκινο κεραμιδί ή πράσινο για τα πλακάκια στο τζάκι και το νεροχύτη, το μαύρο για τις φουφούδες και το γκρι για τις πλάκες στο πάτωμα το καφέ του ξύλου ή του κάστανου στον πάγκο, το τραπέζι και τις καρέκλες.

Σκεύη

Τα σκεύη, ανάλογα με το υλικό τους, είχαν μαύρο χρώμα τα σιδερένια, κόκκινο τα χάλκινα, και ασημί όταν ήταν γανωμένα, μπλε και άσπρο τα εμαγιέ (τσίγκινα), σε διάφορα χρώματα, κυρίως όμως κεραμιδί, τα πήλινα. Τα πορσελάνινα ήταν άσπρα με έντονες χρωματιστές διακοσμήσεις.

Τα χάλκινα δέσποζαν στην κουζίνα για τις πολυποίκιλες χρήσεις τους, για τις όμορφες φόρμες τους, για τα ζεστά φωτεινά τους χρώματα, (αστραποβολούν στα ράφια), την αντοχή του υλικού και τη μεγαλύτερη ευκολία επισκευής τους (ο γανωτής περνούσε κάθε τόσο). Ειδικά στη Θεσσαλονίκη με την παράδοση στη χαλκευτική τέχνη, τα χάλκινα είχαν σπουδαία θέση στη ζωή και στην προίκα κάθε νοικοκυράς. Τα ευρωπαϊκά σκεύη ήταν κυρίως σιδερένια, εμαγιέ ή πορσελάνινα και, ίσως ακριβότερα.

Μ’ αυτούς γενικά τους σκούρους τόνους στα χρώματα που επικρατούν στην κουζίνα, μένει στην καλαισθησία της οικοδέσποινας να κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αφαιρέσει κάτι από την αυστηρότητα του περιβάλλοντος που υπαγορεύει μόνο την εργασία και να κάνει την παραμονή σ’ αυτό πιο ευχάριστη. Στολίζει με χρωματιστά ψαλιδισμένα χαρτιά τα ράφια στην πιατοθήκη και το τζάκι, με δαντέλες και άσπρα κουρτινάκια τα ράφια στον μπουφέ, με χρωματιστά κρετόν τα’ ανοίγματα των ντουλαπιών και το παράθυρο. Κάποιο υφαντό ντιβανοσκέπασμα της μαμάς της, ένα κεντητό μαξιλάρι ή μπάντα ζωντάνευε στη γωνιά με το ντιβάνι, αν υπήρχε, μνήμες παλιές, παράδοση από την πατρίδα της γιαγιάς στην επαρχία απ’ όπου συνήθως κατάγονταν και η υπηρέτρια που συνέβαινε κάποτε να κοιμάται σ’ αυτό.

Είναι φανερό ότι στη μεσοαστική τάξη της Θεσσαλονίκης και ειδικότερα στο ελληνικό σπίτι επικρατεί η λελογισμένη οικονομία μέσα, “καλοζούσαμε, αλλά όχι με σπατάλη” και η εντυπωσιακή, αλλά όχι εξεζητημένη εμφάνιση έξω. Σ’ αυτό το παιγνίδι η κουζίνα κρατάει τα σκήπτρα. Καλοφαγάδες οι Σαλονικιοί, μαθημένοι στα “βαριά φαγητά” και τις λιχουδιές τις φτιαγμένες στο σπίτι, που δεν έχουν πάψει να τις αναζητούν, κρατούν ως σήμερα πιο έντονα στη μνήμη τους την κοινωνική ζωή τους με τις βεγγέρες και τα επίσημα γεύματα στο σπίτι, τους δίσκους που πηγαινοέρχονταν, τα κουλουράκια και τις πίττες στο σινί, το σιμιγδαλένιο χαλβά και το γλυκό του κουταλιού, τις πολυποίκιλες καθημερινές νοστιμιές και τους μουσακάδες. Όλ’ αυτά ήταν τα απαραίτητα προικιά που έπαιρνε η κόρη στο καινούργιο της σπιτικό: “οι συνταγές της γιαγιάς”, που ανατολίτικα και δυτικά μυστικά συγκερασμένα έδιναν μοναδικά αποτελέσματα. “Αχ εκείνη η παλιά κουζίνα, τι έβγαζε” και προσθέτουν “και τι δουλειά σήκωνε!”.

 

ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

ΤΟ ΠΛΥΣΤΑΡΙΟ Ή ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Κάθε καλό σπίτι είχε το πλυσταριό του που ήταν συνήθως ξέχωρο από τον κύριο όγκο στην αυλή ή και κάτω απ’ αυτόν στο ισόγειο. Όταν όμως δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, ήταν χειμώνας ή υπήρχαν μικροπλύσεις, γιατί το σπίτι είχε μικρά παιδιά, μπορούσε η πλύση να γίνει στο μπάνιο, το αποχωρητήριο ή στην ανάγκη και στην κουζίνα.

ΣΥΝΕΡΓΑ ΓΙΑ ΠΛΥΣΙΜΟ

Ο ιδιαίτερος αυτός ισόγειος ή ημιυπόγειος χώρος, το πλυσταριό, έπρεπε να είναι φωτεινός, να έχει τζάκια με χωνευτά καζάνια για το ζέσταμα του νερού και μια μόνιμη εγκατάσταση αποχέτευσης που εξασφαλίζονταν με τις κτιστές γούρνες. Επιπλέον οι χάλκινες μπασίνες και λεκάνες, οι σκάφες, οι κουβάδες, οι μπακίρες, οι κανάτες και οι μαστραπάδες, τα ξύλινα στηρίγματα για ν’ ακουμπούν οι σκάφες, τα μπουγαδοκόφινα και τα πανέρια, τα στεγνωτήρια (όλα πλεκτά με καλάμια, κλαδιά ή φλούδες δέντρων), τα καλούπια άσπρο σαπούνι αραδιασμένα στο ράφι, τα σχοινιά και τα μανταλάκια ήταν το μόνιμο σκηνικό σ’ αυτό το χώρο που τον διαφέντευε η πλύστρα.

ΠΛΥΣΤΡΑ

Η όμορφη εμφάνιση των κυριών με τις πάλλευκες μπλούζες, τα τρου-τρου και τις δαντέλες, τα χαριτωμένα ναυτικά των παιδιών, οι κολλαρισμένες κορδέλες των κοριτσιών και η περιποιημένη εμφάνιση των κυρίων με τα κολλαριστά πουκάμισα, έκρυβαν πίσω τους πολλή σκληρή δουλειά των υπηρετών και ειδικότερα της πλύστρας. Αυτή ήταν η πιο φτωχιά απ’ όλες τις υπηρέτριες, αμόρφωτη και συνήθως χήρα με παιδιά. Είχε ορισμένα σπίτια που πήγαινε και δούλευε στο καθένα δυο-τρεις μέρες το μήνα επί χρόνια. Ήταν ελληνίδα ή και εβραία, αντρογυναίκα συνήθως, μεγαλόσωμη και δυνατή που επιβάλλονταν με την κορμοστασιά της. Έπρεπε να κάνει τόσες χοντροδουλειές: Χαράματα να μεταφέρει βρόχινα νερά, που ήταν τα πιο κατάλληλα για την πλύση στα καζάνια και τις κάθε είδους σκάφες, κουβάδες κ.λπ. και ν’ ανάψει τα τζάκια.

Τρόπος πλυσίματος

Να ξεχωρίσει τα ρούχα κατά υφάσματα και χρώματα, μια δουλειά που απαιτούσε την επίβλεψη της νοικοκυράς, αν όχι τη συμμετοχή της, γιατί ήταν απαραίτητη μια λεπτή προεργασία: η αφαίρεση των λεκέδων και των κάθε είδους επιρραμάτων. Οι άπειρες συμβουλές στα γυναικεία περιοδικά για “εξάλειψη λεκέδων εξ οίνου ή εκ μελάνης, σκωρίας ή οπωρών” δίνουν μια ιδέα για τις αιτίες που τους προκαλούν. Η αγαθή και οικονόμα οικοδέσποινα πρέπει να τις γνωρίζει και η πλύστρα να μπορεί να τις εκτελεί. Ακόμα δίνονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται “εν Αγγλία” και “ο καθ’ ημάς τρόπος της πλύσεως… που είναι κοπιώδης και δαπανηρός εις ξύλα και σάπωνα” (Σαπφώ Λεοντιάς, “Οικιακή Οικονομία”, Κωνσταντινούπολις 1887.

Αυτόν λοιπόν τον τρόπο χρησιμοποιεί η πλύστρα κι ετοιμάζει τα λευκαντικά, δηλαδή την αλυσίβα (πλυμένη στάχτη περασμένη από πανί), το λουλάκι, τη σόδα, τρίβει τα καλούπια το άσπρο σαπούνι, συγκεντρώνει κοντά της τα μυρωδικά (δαφνόφυλλα και λεμονόφλουδα). Ύστερα αραδιάζει στη μπουγαδόκοφα τα ρούχα και τα ζεματάει. Σαπουνίζει, τρίβει, πλένει, ξεπλένει στραγγίζει με δύναμη χοντρόρουχα ή απαλά με προσοχή τα ευαίσθητα, αδειάζει και γεμίζει νερά σηκώνοντας βαριά σκεύη, ώσπου να έρθει η τελευταία ώρα να βάλει τα καθαρά ρούχα στα πανέρια και να τ’ απλώσει.

Τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, η ποδιά στο μέρος της κοιλιάς μόνιμα βρεγμένη και τα πόδια με τις γαλέντζες (ξύλινο είδος ανοιχτής παντόφλας) να τσαλαβουτούν μέσα στα νερά, να η μορφή της πλύστρας. Μουσκεμένη στον ιδρώτα μέσα στους υδρατμούς, σε κρύο ή σε ζέστη, σκούπιζε κάθε τόσο με την ανάστροφη του χεριού της το μέτωπο. Και ο συχνός της βήχας δεν ήταν κάτι το παράξενο. Πολλές γυναίκες έπαθαν βλάβες στην υγεία τους από τη βαριά και ανθυγιεινή δουλειά. Το μεσημέρι καθόταν λίγο να ξαποστάσει, όσο για να φάει από το φαγητό του σπιτιού, που της το πήγαιναν σε πιάτο. Συνήθως της έδιναν και ό,τι περίσσευε απ’ τα φαγητά της ημέρας ή ξηρά τροφή, για να το πάει το βράδυ στο σπίτι της. Αυτό το θεωρούσε μεγάλο κέρδος, γιατί, εκτός από την αμοιβή της, εξασφάλιζε έτσι και μια καλύτερη διατροφή απ’ αυτήν που θα μπορούσε η ίδια να παράσχει στα παιδιά της.

Στη συνέχεια το άπλωμα και το στέγνωμα των πλυμένων ρούχων, γινόταν στην αυλή ή στην ταράτσα και είχε τη δική του τεχνική. Προς τα έξω τα μεγάλα σεντόνια, τραπεζομάντηλα, μπλούζες και ό,τι ήταν καμάρι να προβληθεί για τα κεντήματα και τη λευκάδα του προς τα μέσα, κρυμμένα απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα, τα εσώρουχα και τα πιο λερωμένα από την πολλή χρήση. Τελευταία φροντίδα ήταν να μαζευτούν τα ρούχα στον κατάλληλο χρόνο, για να πετύχουν στο σιδέρωμα. Διπλώνονταν λοιπόν πρόχειρα, αλλά τακτικά και έμπαιναν κατά είδη στα πανέρια πάνω σε καθαρά πανιά.

Η μεγάλη μπουγάδα του μήνα είχε τελειώσει. Η πλύστρα πληρωνόταν κι έφευγε με αμοιβαίες ευχαριστίες, ευχές και ανακούφιση.

Από κει και πέρα η πλύση περνούσε σε άλλα χέρια για τη δεύτερη κοπιαστική δουλειά: το σιδέρωμα.

ΣΙΔΕΡΩΜΑ

Όταν το σπίτι ήταν μεγάλο, υπήρχε ειδικός χώρος, το σιδερωτήριο αλλιώς το σιδέρωμα γινόταν στη σάλα ή στην κουζίνα. Απαραίτητα ήταν: το σίδερο με κάρβουνα (πύραυνος) και ένα μεγάλο τραπέζι τα’ άλλα αντικείμενα και υλικά από τα σιδερόπανα ως τις κόλλες, υπαγορεύονταν από την πολυπλοκότητα των ρούχων. Όλ’ αυτά έπρεπε να ετοιμαστούν και να συγκεντρωθούν από μια υπηρέτρια, ακόμα και τη μαγείρισσα, όταν τέλειωνε την κύρια ασχολία της. Στην ιεροτελεστία που ακολουθούσε έπαιρνε μέρος, όχι σπάνια και η κυρία με τις μεγάλες τις κόρες που εκπαιδεύονταν στο νοικοκυριό. Τα γυναικεία περιοδικά “Εφημερίς των Κυριών” και “Οικιακή Οικονομία” έδιναν πολλές οδηγίες σύφμωνα με τις οποίες “η οικοδέσποινα πρέπει να προσέχη και δια να μη φθείρωνται τα φορέματα και μη δαπανώνται πολλοί άνθρακες”.

Τη μεγαλύτερη αγωνία και πονοκέφαλο είχαν για τις δαντέλες (τρίχαπτα), τα τρου-τρου, τους γιακάδες και τις μανσέτες, που απαιτούσαν ειδική σχολαστική μεταχείριση. Όλα αυτά μετά το σιδέρωμα έπρεπε να τα ράψουν με τέχνη πάνω στο ρούχο. Ακόμα οι κάλτσες θα καρικωθούν και όλα τα πλυμένα, πριν ή μετά το σιδέρωμα ανάλογα, θα περάσουν από τον έλεγχο της μητέρας και τη φροντίδα της βελόνας, για να παρατείνουν τη ζωή τους τότε επισημαίνονταν οι ανάγκες για ανανέωση. “Αυτό το ρούχο δεν πάει άλλο”, ήταν ο λόγος που ακούγονταν, κυρίως για τα πρόχειρα ρούχα των παιδιών, οπότε καλούσαν την ασπρορουχού σε μερικά μάλιστα σπίτια ήταν πολύ τακτική, ως και μια φορά την εβδομάδα επιδιόρθωνε τα ρούχα και έκανε “από παλιά καινούργια”. Δίπλα της με το πανεράκι της ραπτικής βοηθούσε και η οικοδέσποινα.

Έτσι διαπιστώνουμε πως η ζωή των κοντινών προγόνων μας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, έκρυβε πίσω από το ρομαντισμό, τα μακριά φορέματα, τις μεταξωτές δαντελένιες μπλούζες, τα σμόκιν και τα κολλαριστά πουκάμισα, έναν άλλο κόσμο και έναν ατελείωτο κόπο, αδιανόητο για τη σημερινή εποχή ο κόσμος αυτός ήταν αφιερωμένος στην εξυπηρέτηση μιας εύπορης τάξης, όπου ο μόνος που δούλευε μέσα από μια πολυπληθή συνήθως οικογένεια ήταν ο πατέρας ή, έστω, κάποιο ενήλικο αγόρι. Γι’ αυτό και φροντίδα της “οικονόμου οικοδεσποίνης” ήταν να μεριμνά ώστε η καλή εμφάνιση της οικογένειάς της να μη αποβαίνει σε βάρος του πνεύματος “λελογισμένης εγκρατείας και οικονομίας” που επικρατούσε μέσα στο σπίτι.

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ

Η καθαριότητα του σώματος απαιτούσε έναν ειδικό χώρο, το λουτρό. Και το μεν πρωινό νίψιμο γινόταν στην κρεβατοκάμαρα, στο λαβομάνο με την πορσελάνινη λεκάνη και κανάτα, όπως και η περιποίηση του προσώπου (πουδράρισμα, κτένισμα, ξύρισμα), η δε γενική καθαριότητα γινόταν σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, που σιγά-σιγά καθιερώθηκαν και τηρήθηκαν απαράβατα (μήνας, δεκαπέντε, βδομάδα). Το Σάββατο ήταν η μέρα που η οικογένεια θα λουστεί και θα μπανιαριστεί. Όσο χαμηλότερα βρισκόταν κοινωνικά και οικονομικά τόσο τα Σάββατα ήταν αραιωμένα. Όλοι μαζί, θα πάνε στα δημόσια λουτρά (χαμάμι) με τη συνοδεία της υπηρέτριας, που κρατούσε τα καθαρά ρούχα και τα ατομικά είδη σε θήκες, θα βοηθούσε τα μικρά παιδιά και θα γυρνούσαν συνήθως με την άμαξα, για να μην κρυώσουν. Κάποτε αυτή η διαδικασία έτρωγε όλη την ημέρα. Εννοείται ότι προηγούνταν η καθαριότητα και προετοιμασία του σπιτιού, ώστε η επιστροφή από το χαμάμ να είναι στην καλύτερη ατμόσφαιρα. Παραμονές γιορτών όλες αυτές οι προετοιμασίες είχαν το χαρακτήρα εκστρατείας.

Το μπάνιο στο σπίτι γινόταν στο λουτρό, αν υπήρχε βέβαια ιδιαίτερο, ή στο αποχωρητήριο, που είχε πριν καθαριστεί καλά. Το λούσιμο του κεφαλιού και το πλύσιμο από τη μέση και πάνω μπορούσε ευκολότερα να γίνει στην κουζίνα και συνήθως χρειαζόταν βοήθεια.

Πλύσιμο κεφαλιού

Γενικότερα “η πλύσις της κεφαλής” και η περιποίησή της δε φαίνεται να ήταν και τόσο απλή υπόθεση, αν κρίνουμε από τα “μυστικά της ευμορφίας” που δίνονταν μέσω των “οικογενειακών ημερολογίων” όπως αυτό του 1900, της Άννης Ν. Σερουΐου:

“Πλύσις της κεφαλής: Οι άνδρες οφείλουν να πλύνωσι την κεφαλήν άπαξ της εβδομάδος δι’ ύδατος αλκαλικού και σάπωνος, αι γυναίκες άπαξ του μηνός, μεταχειριζόμεναι κατά της πιτυριάσεως το εξής ρευστόν:

Τερεβινθίνης 15 γραμμ.

Σπίρτου της καμφουράς 100 γραμμ.

Αμμωνίας 8 γραμ.

Ας μη εμπιστεύωνται πολύ εις τα εργαλεία των κομωτών, ένεκα των κολλητικών ασθενειών. Τα ξανθά μαλλιά γίνονται βαθυτέρου χρώματος ότε κτενίζωνται διά κτενίου εκ μολύβδου το δε οξυγονούχον ύδωρ ξανθύνει τας καστανάς τρίχας”. Ένας μάλιστα “από τους καλύτερους και απλούστερους τρόπους ήταν… το αυγό κτυπητό με ρούμι όπως εις το αυγολέμονον…”.

Προς τα τέλη του 19ου αι. και στην πρώτη δεκαετία του 20ού το λουτρό ακολουθεί καθυστερημένα το νεωτερικό ευρωπαϊκό πνεύμα και τότε χωρίζεται από το αποχωρητήριο. Με την υδραυλική εγκατάσταση, το νερό έρχεται ζεστό από “θερμοσίφωνα με ξύλα”.

“Ήταν μισός εμαγιέ και μισός χάλκινος με υποδοχή για πυροστιά και καυσόξυλα”. “Είχε βάση από μαντέμι όπου έμπαιναν τα ξύλα ήταν από κόκκινο σφυρηλατημένο μπακίρι και είχε θερμόμετρο και μπουρί”, λένε παλιοί Σαλονικιοί.

Έτσι εξασφαλίζεται μια ζεστή ατμόσφαιρα για άνετο μπανιάρισμα. Παρόλ’ αυτά ένα πλήθος συμβουλές και απαγορεύσεις, δίνουν αφορμή για πολλούς προβληματισμούς:

“Αποφεύγετε να λούεσθε πριν ή χωνεύσητε. Αποφεύγετε να εισέρχεσθε εις το ύδωρ κατάκοπος. Αποφεύγετε να λούεσθε ιδρωμένοι, ή με τον ιδρώτα κρυομένον επάνω σας. Εξέρχεσθε του λουτρού ευθύς ως αισθανθήτε φρικίασιν.

Εάν είσθε ισχυράς κράσεως και εύρωστος λούεσθε το πρωί νήστις. Τα παιδιά, αι νεάνιδες και οι αδύνατοι άνθρωποι εν γένει ας λούωνται τρεις ώρας μετά το πρωινόν πρόγευμα. Οι υποκείμενοι εις παλμούς, εις ζάλας και λιποθυμίας, ως οι καρδιακοί δεν πρέπει ποτέ να λαμβάνουσι λουτρόν, χωρίς να συμβουλευθώσι τον ιατρόν των”. (“Ημερολόγιον της Εφημερίδος των Κυριών”, 1894).

Η χρήση του ντους, παράλληλη με του θερμοσίφωνα, ήταν το άλλο νεωτερικό στοιχείο έγινε εύκολα αποδεκτό απ’ τα μεσαία στρώματα στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις, έστω και πρωτόγονο, επειδή τονίστηκαν από γιατρούς μεν οι θεραπευτικές του ιδιότητες για ορισμένες παθήσεις με την εναλλαγή ζεστού-κρύου νερού, από τα γυναικεία δε περιοδικά η συμβολή του στην ομορφιά.

“…ένα ντους πρωί και βράδυ μ’ ένα σφουγγάρι βρεγμένο εις κρύο νερό… κατά γενικήν ομολογίαν μεστώνει το στήθος…”.

Βρισκόμαστε σ’ ένα μεταβατικό στάδιο όπου για ένα διάστημα τα παλιά σκεύη του μπάνιου συνυπάρχουν με τα νεώτερα ευρωπαϊκά.

“Υπήρχε ντους, αλλά και τάσια”, μας πληροφορεί παλιός Σαλονικιός.

Η μπασίνα

Η μπασίνα, μεγάλη χάλκινη στρογγυλή σκάφη της πλύσης και του μπάνιου, αντικαθίσταται από τη μπανιέρα με ποδαράκια είναι η τελευταία που φεύγει απ’ αυτό το χώρο, γιατί το λούσιμο – μπανιάρισμα των μικρών παιδιών μέσα σ’ αυτήν, ως πρόσφατα, ήταν πολύ βολικό, κυρίως για τη μητέρα. Μετά τη χρήση της άδειαζε τα απόνερα και την κρεμούσα στον τοίχο.

Αλλά και το χάλκινο ή ασημένιο λουτροτάσι, διακοσμημένο ή απλό, συχνά προικιό ή αναμνηστικό, δεμένο συναισθηματικά με το πρόσωπο της γυναίκας, σύμβολο της καθαριότητας, δύσκολα φεύγει από κοντά της. Το κρατά παρά τον εκσυγχρονισμό. Το απλό ξύλινο ραφάκι που είχε το πράσινο σαπούνι και το “σπαρτσί” (τζίβα ή τρίφτη από χοντρό κετσέ, δηλαδή κατσικίσιο χοντρό ύφασμα), έγινε ευρωπαϊκό ντουλαπάκι εκεί τοποθετούνταν όλα τα χρειώδη μαζί με τα πρακτικά καλλυντικά και τις κρέμες ή μυρωδικά που έκαναν τα μαλλιά πιο γερά και ωραία. Τώρα η βούρτσα με μακριά χειρολαβή και το φυσικό σφουγγάρι πήραν τη θέση του τρίφτη.

Η κυρία μετά το 1912 που βγαίνει από το μπάνιο μέσα σε ατμούς, τυλιγμένη στο νυφικό της μπουρνούζι με το μονόγραμμα, πατώντας στις ειδικές παντούφλες και μπαίνει στο δωμάτιό της για να ξαναβγεί αρωματισμένη και μεταμορφωμένη για το χορό, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις συμβουλές των γυναικείων περιοδικών, δε θυμίζει και πολύ τη μάνα της. Εκείνη έμπαινε στην μπασίνα και πολεμούσε με βρόχινο νερό, με λουτροτάσια, μάλλινο τρίφτη, σαπούνι και ένα σωρό μπακιρικά για τα νερά, να πλυθεί όπως μπορούσε καλύτερα μέσα σ’ ένα παγωμένο αποχωρητήριο που και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε ν’ ασβεστώνεται και ν’ απολυμαίνεται.

Μπάνιο παιδιών

Τα παιδιά έβλεπαν σαν κακιά ώρα το μπάνιο. Έμπαιναν κι έβγαιναν κλαίγοντας. Η μητέρα τους, η γιαγιά ή η νταντά τους, τα καλόπιανε μόνο μέχρι να τα βάλει στη σκάφη. Και κει άρχιζε το μαρτύριό τους. Σαπουνάδες στα μάτια, κρύα και ζεστά νερά, άγριο τρίψιμο για να φύγει η βρωμιά μιας βδομάδας, ενός δεκαπενθήμερου ή και ενός μήνα, που είχε κατακαθήσει από το παιγνίδι στο ύπαιθρο. “Με υγεία να λερώσεις” ήταν η τρυφερή ευχή, μαζί μ’ ένα αναστεναγμό ανακούφισης που έβγαινε και απ’ τις δυο πλευρές. Ένα γερό κτένισμα στις κοτσίδες των κοριτσιών με πυκνό κοκκαλένιο κτένι βουτηγμένο στο ξύδι, για να φύγουν ύποπτα παράσιτα, ήταν η τελευταία φάση του μαρτυρίου για τ’ αγόρια υπήρχε το κούρεμα με την ψιλή στον μπαρμπέρη.

Όταν πια το λουτρό απέκτησε την τέλεια ευρωπαϊκή του μορφή, είχε κάτω κόκκινα πλακάκια πήλινα ή άσπρες – γκρίζες πλάκες μαρμάρινες, στον τοίχο λαδομπογιά και αξεσουάρ ευρωπαϊκά. Δεν υπήρχε λόγος να μεταφέρονται από αλλού σκεύη ή άλλα να κρεμιούνται στον τοίχο μετά τη χρήση τους, γιατί ο εξοπλισμός γίνεται μόνιμος μόνο ο κουβάς, οι λεκάνες, για τις έκτακτες ανάγκες κι ένα σκαμνάκι, παρέμειναν.

“Μετά το 1912 έγιναν ευρωπαϊκές τουαλέτες με λεκάνη και χωριστό δωμάτιο μπάνιου με ντους”, λέει παλιά Σαλονικιά.

Η καθαριότητα του σώματος άρχισε να γίνεται μια ευχάριστη συνήθεια, όχι όμως πολύ διαδεδομένη.

ΤΟ ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ, ΚΑΜΠΙΝΕ, ΑΠΟΠΑΤΟΣ Ή ΧΡΕΙΑ

Το αποχωρητήριο βρισκόταν στο πιο απόμερο και σκοτεινό σημείο του σπιτιού, συνήθως κοντά στην κουζίνα. Ήταν στενό σαν διάδρομος, όταν είχε δίπλα το λουτρό, και άνετο, όταν εξυπηρετούσε χρήσεις λουτρού ή πλυσταριού.

Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με τετράγωνες γκρίζες μεγάλες πέτρινες πλάκες ή άσπρο μάρμαρο. Μπορούσε να έχει ακόμα πήλινα πλακάκια γκρίζα, άσπρα-μαύρα ή κόκκινα, όπως ήταν και στην κουζίνα ή το λουτρό.

Οι τοίχοι του ήταν ασβεστωμένοι με λουλάκι, αργότερα με ώχρα, το ίδιο και το ταβάνι, όταν δεν ήταν ξύλινο. “Το αποχωρητήριό μας ήταν 2Χ3. Είχε κόκκινα πλακάκια και γύρω γύρω μια μπορντούρα από μάρμαρο. Λεκάνη μαρμάρινη αλά τούρκα κι ένα παγκάκι για το μπάνιο” (συνέντευξη από 75χρονο Σαλονικιό).

Στη στενή του πλευρά υπήρχε μια μαρμάρινη λεκάνη αλά τούρκα και δίπλα απαραίτητα ένα χάλκινο νερόμπρικο για την τοπική καθαριότητα του σώματος, σκεύος που αντικαταστάθηκε αργότερα από το “χαρτί”, που κομμένο σε φύλλα ήταν περασμένο από ένα συρμάτινο άγκιστρο. Ένας κουβάς γεμάτος, βρισκόταν πάντα μέσα στο αποχωρητήριο για το πλύσιμο της λεκάνης.

Όταν επιτέλους μπαίνει το νερό στα σπίτια (μετά το 1893), συνήθως μια πόρτα – διάφραγμα κόβει περίπου στα μισά το χώρο και απομονώνει τη λεκάνη, ενώ δυο νέα αντικείμενα στενά συνδεδεμένα με την υδραυλική εγκατάσταση, κάνουν την εμφάνισή τους στο αποχωρητήριο: ο “καταρράκτης” - καζανάκι πάνω από τη λεκάνη και ο “νιπτήρας” - λαβομάνο αμέσως έξω από την πόρτα στον κοινόχρηστο πλέον χώρο.

Έτσι το “νίψιμο” μεταφέρεται σταδιακά από το υπνοδωμάτιο και την κουζίνα στον προ του αποχωρητηρίου νιπτήρα με τη θέση του εκεί υπαγορεύει το πλύσιμο των χεριών. Διάφορα μικροαντικείμενα σ’ ένα ραφάκι πάνω από αυτό το λαβομάνο προτρέπουν για τον καθαρισμό του στόματος και την απαλλαγή από την “δυσοσμία της αναπνοής”. “Προς αποφυγήν τούτου συνιστώμεν… γαργάρας με…”, λέει οικογενειακό ημερολόγιο του 1900.

Μ’ όλ’ αυτά προχωρούμε σιγά-σιγά προς την ολοκληρωμένη μορφή του σημερινού λουτροκαμπινέ.

Το αποχωρητήριο των αφεντικών απαγορεύεται να χρησιμοποιείται από τους υπηρέτες γι’ αυτούς υπήρχε άλλο στην αυλή.

Η μόνη σχέση που είχε η υπηρέτρια, με το αποχωρητήριο ήταν να το καθαρίζει καθημερινά και να το ασβεστώνει πότε-πότε. Αργότερα εφάρμοζε τις εντολές της κυρίας της για “απολύμανση του αποχωρητηρίου”, που και κείνη τις έπαιρνε από γυναικεία περιοδικά, τα οποία τόνιζαν ότι παραμονεύουν οι κολλητικές αρρώστιες που προέρχονται συνήθως απ’ αυτό το χώρο.

Έτσι η προτροπή που δίνεται για την καθαριότητα και υγιεινή του σώματος, φανερώνει έλλειψη συναίσθησης αυτής της ανάγκης, τότε ακριβώς που η εξωτερική εμφάνιση ήταν από τα πρώτα ιδανικά.

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

 

37. Ομάδα Ομίλου Φιλομούσων.jpg (51816 bytes)

Ομάδα Ομίλου Φιλόμουσων.(1900-1910)

Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.

48 Εβραϊκό τραπεζικό γραφείο.jpg (49653 bytes)

Εβραϊκό τραπεζικό γραφείο.(1900-1910)

Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.

7α. Δαιφήμιση αρχές 19 αι.jpg (46097 bytes)

Διαφήμιση μοτοσικλέτας αρχές 20ου αι.(1900-1910)

Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.

7β. Διαφήμιση αρχές 19 αι.jpg (34989 bytes)

Διαφήμιση μοτοσυκλέτας αρχές 20ου αι.(1900-1910)

Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.

13 δρόμοι της πόλης 1918.jpg (67732 bytes)

Δρόμοι της πόλης.(1915-1918)

Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000

14 κρήνη στην Άνω Πόλη 1918.jpg (81450 bytes)

Κρήνη στην Άνω Πόλη.(1918

Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000

29 κεντρική αγορά 1913.jpg (65326 bytes)

Κεντρική αγορά 1913

Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000

24 κάτοψη σπιτιού 1910.jpg (37602 bytes)

Κάτοψη σπιτιού στις αρχές του 20ου αιώνα

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

 

αντικείμενα καθημερινής χρήσης.jpg (50749 bytes)

Αντικείμενα καθημερινής ζωής

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

διαφήμιση εξηλεκτρισμού.jpg (48982 bytes)

Διαφήμιση εξηλεκτρισμού

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

είδη υγιεινής.jpg (43934 bytes)

Είδη Υγιεινής

Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.

48 εβραίες στη συνοικία του Βαρδάρη.jpg (51966 bytes)

Εβραίες στο Βαρδάρι

Κοψίδας Κ., Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης “μέσα από τις καρτ-ποστάλ 1886-1917”, Θεσσαλονίκη 1992

164 Άνω Πόλη τούρκικη συνοικία.jpg (57365 bytes)

τούρκικη συνοικία Ανω Πόλη

Ταφραλής Ο., Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14ο αιώνα, εκδ. Τροχαλία, 1994

109 αγορά.jpg (47423 bytes)

Αγορά

Κοψίδας Κ., Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης “μέσα από τις καρτ-ποστάλ 1886-1917”, Θεσσαλονίκη 1992

A84 οίκοι ανοχής Βαρδάρι 1917.jpg (35096 bytes)   A85 οίκοι αναοχής .jpg (54380 bytes)

Οίκοι ανοχής

Ζαφείρης Χρ., Παπατζήκας Αρ., Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960, εκδ. Εξάντας,

49 αποβάθρα 1916.jpg (49910 bytes)

Αποβάθρα

Petropoulos El., Old Salonica, pb. Kedros, Αθήνα 1980.