Ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης, 1870-1920 . |
|
Τομανάς Κ., Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, Εξάντας, Αθήνα 1991. Μακεδονικό σπίτι Κάτοψη σπιτιού στις αρχές του 20ου αιώνα Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Η έρευνα αφορά τα αστικά σπίτια της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας με επίκεντρο την γνωστή και πιο παλιάνθρωπη χριστιανική συνοικία του Αγ. Αθανασίου. Ωστόσο υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα σπίτια άλλων εθνοτήτων. Ο κάθε χώρος του σπιτιού και το κάθε αντικείμενο χρησιμεύουν για περισσότερες από μια χρήσεις. Η σημαντική έλλειψη εξατομίκευσης που επικρατεί σ’ όλα τα παραδοσιακά μακεδονικά σπίτια, δεν είναι τυχαία. Υπαργορεύεται από τον τρόπο οικογενειακής ζωής, όπου η ατομικότητα και εξατομίκευση των μελών της οικογένειας είναι άγνωστες. Η δομή αυτή του μακεδονικού σπιτιού επιβάλλει και μια συγκεκριμένη κοινωνικότητα στα άτομα. Η έλλειψη εξατομίκευσης των χώρων και των καθισμάτων δεν επιτρέπει κανενός είδους απομόνωση στα μέλη της οικογένειας. Επιβάλλει σ’ όλα τα μέλη μια έντονη συλλογικότητα και κοινωνικότητα με ισχυρή αλληλεπίδραση του ενός από τον άλλο. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής που ανταποκρίνονταν στο μακεδονικό σπίτι ήταν μια τέχνη συλλογικής ζωής. Είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για ατομική ζωή στο παραδοσιακό μακεδονικό σπίτι. Όλη η ζωή έχει συλλογικό χαρακτήρα. Η οικογένεια δεν ήταν απομονωμένη, άλλα στενά δεμένη με την υπόλοιπη κοινότητα, η οποία παρενέβαινε και συμμετείχε στις οικογενειακές και επαγγελματικές εκδηλώσεις και τελετές. Ο γάμος, ο θάνατος, η βάφτιση και η ονομαστική γιορτή δεν ήταν στενά οικογενειακές τελετές, αλλά εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχε ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας. Κάθε μορφή της ζωής είχε στενούς δεσμούς και εξαρτήσεις από την κοινότητα και την κοινωνία. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά κάθε στιγμή στην αδιακρισία των επισκεπτών. Δεν υπήρχε προειδοποίηση πριν από την επίσκεψη. Η κοινωνική πυκνότητα δεν άφηνε περιθώρια απομόνωσης της οικογένειας. Μέσα από την εξέλιξη του σπιτιού και της οικογένειας μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των ηθών, των συνηθειών και των διαφόρων πρακτικών της καθημερινής ζωής. Μέσα από την εξέλιξη του σπιτιού και της οικογένειας μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των ηθών, των συνηθειών και των διαφόρων πρακτικών της καθημερινής ζωής. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο τύπος της αστικής κατοικίας αλλάζει. Στη νέα εσωτερική διαρρύθμιση δεν είναι υποχρεωμένο να περνά κανείς από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τα δωμάτια έχουν μια πόρτα και το πιο σημαντικό, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά με το διάδρομο “χωλ-σαλόνι” που εξυπηρετεί ολόκληρο το διαμέρισμα. Το πλάνο αυτό της νέας κατοικίας γεννήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία τον 16ο αιώνα. Είναι σίγουρο πάντως πως η “ιδιωτικοποίηση” της ψυχής γεννήθηκε πριν από την ιδιωτικοποίηση του δωματίου. Το ιδιωτικό δωμάτιο θωρακίζει το άτομο απέναντι στην κοινότητα και την κοινωνία. Ο διάδρομος – σαλόνι διευκολύνει την επικοινωνία μειώνονται σε μεγάλο βαθμό τις επαφές και επιτρέποντας την απομόνωση των ατόμων στους εξατομικευμένους χώρους. Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας κατοικίας της Θεσσαλονίκης είναι η άνεση που γεννιέται μαζί της. Η απομόνωση και εξατομίκευση των δωματίων οδηγεί στην απομόνωση και εξατομίκευση των λειτουργιών της νέας κατοικίας. Έχουμε αποκλειστικά δωμάτια ύπνου. Η λέξη σάλα διαφοροποιείται από το δωμάτιο, ενώ άλλοτε ήταν συνώνυμα. Το δωμάτιο στο εξής δηλώνει το ατομικό δωμάτιο, ενώ η σάλα το χώρο που δέχονται ή το χώρο που τρώνε. Μια τέτοια σαφή διάκριση των λειτουργιών των χώρων του σπιτιού βρίσκουμε στα διάφορα πωλητήρια της εποχής, όπου αναφέρεται η σάλα ξεχωριστή από τους άλλους χώρους.
Η εξατομίκευση των χώρων και των λειτουργιών της νέας κατοικίας που ήταν δημιούργημα κυρίως ευρωπαίων αστών, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές της καθημερινής ζωής. Ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις του ατομικού ανθρώπου και της πυρηνικής οικογένειας. Οι υπηρέτες απομακρύνονται από τους κλειστούς και απομονωμένους χώρους, σε ειδικούς χώρους και συχνά στο υπόγειο. Άλλο χαρακτηριστικό του νέου τρόπου ζωής ήταν η αποφυγή των επισκέψεων χωρίς προειδοποίηση. Ορισμένες μεγαλοαστικές οικογένειες θα δέχονται ορισμένη μέρα και ώρα της εβδομάδες, αφού προηγηθούν οπωσδήποτε οι προσκλήσεις – κάρτες. Στο εξής θα έχουμε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην ατομική, την κοσμική και την επαγγελματική ζωή. Κάθε μία θα έχει το δικό της χώρο: Τα δωμάτια για την ιδιωτική ζωή, το γραφείο για την επαγγελματική και το σαλόνι για την κοσμική ζωή. Ο νέος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς οφείλει να είναι διακριτικός και να εξασφαλίζει το σεβασμό, την απομόνωση και τον ατομικό χαρακτήρα του άλλου. Η τραπεζαρία έφερε με τη σειρά της σημαντικές αλλαγές. Έχει μικρύνει ο χρόνος στα γεύματα, γιατί δεν επιτρέπεται να συζητούν πια στο τραπέζι, ούτε να λένε αστεία και να τραγουδούν, όπως άλλοτε. Οι συζητήσεις πρέπει να μείνουν για το σαλόνι, όπου αποσύρονται μετά το γεύμα. Ο βαθμός αποδοχής και υιοθέτησης των νέων τρόπων ζωής, εξαρτάται από το οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο που διαθέτει ο καθένας. Εφαρμόζεται με μια σχετική πιστότητα, αν και επιφανειακά, στα πλούσια σπίτια, ενώ μειώνεται στα μικροαστικά στρώματα και λείπει τελείως στα λαϊκά σπίτια. Αυτά τα νέα στοιχεία συμπληρώνονται και από μια σειρά πρόσθετων αλλαγών. Ο νέος τρόπος οργάνωσης του οικιακού χώρου, όπως και ο νέος τρόπος συμπεριφοράς και καθημερινής πρακτικής δεν είναι γέννημα των αστικών στρωμάτων της Θεσσαλονίκης. Έχει εισαχθεί από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και έχει επιβληθεί “εκ των άνω”. Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Έτσι ο νεοκλασικισμός στη Θεσσαλονίκη αποκτά μια νέα διάσταση, μέσα τους νέους κοινωνικούς και εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ανοικοδόμηση, όμως, ακόμα και της κατοικίας του Μητροπολίτη σε νεοκλασικό στυλ, θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην παραδοσιακή μακεδονική αρχιτεκτονική. Το παραδοσιακό μακεδονικό σπίτι, όπως και οι αξίες του παραδοσιακού τρόπου ζωής θα υποτιμηθούν και θα περιφρονηθούν κι απ’ αυτούς ακόμα που κατοικούσαν σε παραδοσιακά σπίτια, ή ζούσαν καθημερινά με τις παραδοσιακές αξίες. Η συνοικία των “Πύργων” είναι έξω από τα πλαίσια της έκθεσης και αυτού του κειμένου. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε τη μεγάλη επίδραση που άσκησε τόσο στις μικροαστικές συνοικίες της Αγίας Τριάδας και της Ανάληψης που δημιουργούνται μετά το 1880, όσο και στα κτίρια της εντός των τειχών Θεσσαλονίκης. Η επίδραση είναι ολοφάνερη στην εξωτερική διακόσμηση αυτών των κτισμάτων, που περιέχει στοιχεία νέο-μπαρόκ, νέο-κλασικά, νέο-ροκοκό η εκλεκτικιστικά. Σημαντική όμως είναι η επίδραση των “Επαύλεων” και των “Πύργων” στην εσωτερική διαμόρφωση των άλλων κατοικιών των μικροαστικών στρωμάτων. Μια τέτοια πολύτιμη περιγραφή μιας μοντέρνας εσωτερικής διαρρύθμισης μας προσφέρει ο Ν. Γ. Πεντζίκης (δες βιβλιογραφία, σελ. 13): “Αποκαλύπτεται το εσωτερικό με την ποικίλη διαρρύθμιση των χώρων. Τα ξηλωμένα πατώματα αφήκαν χαρακτηριστικά σημάδια. Κάμαρη με κάμαρη διακρίνεται από το συχνά διαφορετικό βάψιμο των επιφανειών. Σκούρα πράσινη λαδομπογιά το σαλόνι, που δεν ενδιαφερόντουσαν να βλέπει φως. Τριανταφυλλί χρώμα νερομπογιά η καθημερινή κάμαρη. Ουρανιά η κρεβατοκάμαρη. Ώχρα η κουζίνα με τα πλακάκια, όπου ανάβαν οι φουφούδες”. Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Τα ευρωπαϊκά έπιπλα έχουν επιβληθεί γύρω στο 1880 στο μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινότητας, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Στους αφανείς όμως χώρους του απόπατου (τουαλέτας), όπως λεγόταν τότε, του λουτρού και της κουζίνας, τα χαρακτηριστικά είναι τα παραδοσιακά, και δεν τα αγγίζει εύκολα ο νέος τρόπος ζωής. Η τουαλέτα είναι η παραδοσιακή αλά τούρκα, χωρίς σιφόν και λείπει γενικά η μπανιέρα στο λουτρό, όταν βέβαια υπάρχει μπάνιο. Οι σημαντικές αλλαγές του νέου τρόπου ζωής φέρνουν αλλαγή και στη σύνθεση και επιλογή των προικιών, όχι μόνο των αστικών οικογενειών αλλά και του υπηρετικού τους προσωπικού, γιατί συχνά τα ρούχα τους έρχονται από την Ευρώπη. Αυτό φαίνεται στο έγγραφο προικοπαραδόσεως που ακολουθεί:
Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Μορφή της ελληνικής οικογένειας Στο 1880 η ελληνική οικογένεια στη Θεσσαλονίκη είναι ήδη πυρηνική οικογένεια, που περιορίζεται στους γονείς και στα δυο – τρία ή το πολύ τέσσερα παιδιά. Πολύτιμα στοιχεία για τη μορφή, τη δομή και το χαρακτήρα της νέας οικογένειας βρίσκουμε στα προικοσύμφωνα της εποχής. Το σπίτι την εποχή αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της προίκας. Δεν παντρεύονταν τα κορίτσια που δεν διέθεταν σπίτι ή ένα ποσό σε μετρητά ανάλογο για την αγορά σπιτιού. Το σπίτι όμως που δίνεται για προίκα δεν είναι πια ο συνεκτικός κρίκος της οικογένειας, αλλά η βασική αιτία του χωρισμού της. Στις φτωχές οικογένειες η εξεύρεση σπιτιού για το γάμο της κόρης παίρνει συχνά δραματικές διαστάσεις. Στα διάφορα τμήματα των προικοσυμφώνων που παραθέτουμε παρακάτω μπορούμε να ανακαλύψουμε πολύτιμα στοιχεία όχι μόνο για τις σχέσεις των γονιών με τα παντρεμένα τους παιδιά, αλλά και για τη μορφή της οικογένειας.
Η νέα ομάδα των γονιών και των παιδιών τους, που είναι ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι στη μοναξιά τους, παραμένουν συχνά ξένοι όχι μόνο στην υπόλοιπη κοινότητα, αλλά και απέναντι στους στενούς τους συγγενείς. Έχουμε σίγουρα τη μορφή της μοντέρνας οικογένειας και της μοντέρνας κατοικίας.Παράλληλα με τη νέα μορφή οικογένειας, που οφείλει τη γέννηση και ανάπτυξή της στα αστικά στρώματα του 18ου αιώνα, γεννιέται και ο ρομαντικός έρωτας και η έντονη μητρική αγάπη. Τη θέση του παραδοσιακού συνοικεσίου έχει πάρει ο ρομαντικός έρωτας των νέων, που τόσο εξυμνείται στην πρώιμη ποίηση των θεσσαλονικέων ποιητών, και στα τραγούδια των “κανταδόρων”. Παρά την ανάπτυξη του “ρομαντισμού”, καθοριστικός παράγοντας του γάμου παραμένει η προίκα. Τα προικιά καταγράφονται λεπτομερειακά, όπως επίσης και η τιμή τους, στο προικοσύμφωνο, που αποτελεί νομικό συμβόλαιο, το οποίο υπογράφει ο Ταβουλάριος της Μητροπόλεως. Η προίκα παραδίδεται με ειδικό πρωτόκολλο πριν το γάμο. Οι τιμές της προίκας στα προικοσύμφωνα που έχουμε στη διάθεσή μας κυμαίνονται από 1.000 μέχρι 100.000 γρόσια. Η τιμή αυτή συμπεριλαμβάνει και το τίμημα του σπιτιού. Η ανάπτυξη της μητρικής αγάπης είναι κι αυτή γέννημα της νέας οικογένειας και των νέων σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της.Ανάμεσα στη μητέρα και το “μωρό της” πλέκεται ένας συναισθηματικός ιστός, που θα καλύψει σιγά – σιγά και τα μεγαλύτερα στην ηλικία παιδιά καθώς και το σύζυγο. Πολύ αργότερα το νήπιο θα γίνει το κέντρο του κόσμου και θα κερδίσει όλες τις φροντίδες. Οι νέες αυτές πρακτικές έχουν άμεση σχέση με τη νέα μορφή της οικογένειας του 19ου αιώνα, όπου οι γυναίκες των αστικών στρωμάτων παραμένουν έξω από τις ευθύνες της επαγγελματικής εργασίας και ασχολούνται κυρίως με τα παιδιά τους, τις καλές τέχνες και τη φιλανθρωπία. Η αλλαγή των ηθών θα εξαφανίσει σταδιακά και τα δικαιώματα των πρωτότοκων.Τα παιδιά αποτελούν βασικό στοιχείο της καθημερινής ζωής του αστικού σπιτιού.Οι γονείς θεωρούν ηθική υποχρέωσή τους να ασχολούνται με τη μόρφωση και το μέλλον τους. Όπως στη διαμόρφωση του εσωτερικού της κατοικίας και στην υιοθέτηση των νέων τρόπων ζωής, η μορφή της οικογένειας και η θέση των παιδιών δεν είναι η ίδια σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πολλά παιδιά των λαϊκών στρωμάτων αντί να οδηγηθούν στο σχολείο στα εφτά τους χρόνια, πηγαίνουν στο μάστορα για την εκμάθηση της τέχνης ή στο μπακάλη και τον έμπορο για εργασία. Η ελληνική κοινότητα αναγκάζεται να ιδρύσει και νυχτερινά σχολεία για τις περιπτώσεις αυτών των παιδιών. Όλη η εξέλιξη των ηθών και της καθημερινής ζωής μέχρι σήμερα θα παραμείνει ακατανόητη, αν δε μελετηθεί σωστά η οργάνωση της μοντέρνας κατοικίας και της μοντέρνας οικογένειας.
ΣΑΛΑ Χρησιμότητα της σάλας Το πορτ μαντό με τον καθρέφτη και τις ειδικές θήκες για ομπρέλες, παλτά και καπέλα, δείχνει τη λειτουργία της σάλας σαν προθάλαμου. Η σάλα ήταν όμως και το επίκεντρο της φανερής οικογενειακής ζωής. Εδώ δέχονταν τους συγγενείς, στενούς φίλους και τους ανεπίσημους επισκέπτες. Ο καλός φυσικός φωτισμός της και η ιδιαίτερη επιμέλεια στο φωτισμό της το βράδυ – η μεγαλύτερη κρεμαστή λάμπα του σπιτιού βρισκόταν στη σάλα – επέτρεπε το κέντημα, το διάβασμα, το πλέξιμο, τους λογαριασμούς. Εδώ ακόμα συγκεντρώνεται η οικογένεια δύο φορές τη μέρα απαραίτητα – μεσημέρι, βράδυ – για το φαγητό. Οι θέσεις ήταν καθορισμένες. Τα μικρότερα παιδιά κοντά στη μητέρα. Ο πρωτότοκος πλάι στον πατέρα. Τα γυναικεία περιοδικά κι οι εφημερίδες δίνουν ένα σωρό συστάσεις για τη θέση στο τραπέζι και τους καλούς τρόπους. Πετσετοθήκες, αυγοθήκες, θήκες για μαχαιροπήρουνα δείχνουν την επιμονή των αστών της εποχής στη λεπτομέρεια, στο αυστηρά καθορισμένο τυπικό. Όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα παράξενο, δεν έτρωγαν ποτέ στην κουζίνα εκείνη την εποχή. Η κουζίνα ήταν για τους υπηρέτες, τα πολύ μικρά παιδιά, για πρόχειρο και βιαστικό κολατσιό. Το φαγητό ήταν μια ιεροτελεστία και γι’ αυτό του επιφυλασσόταν ειδικός χώρος. Στα μεσοαστικά σπίτια δεν απαντούσε συνήθως ιδιαίτερη τραπεζαρία. Αργότερα διαμορφώθηκε, παρόλο που από πολύ νωρίς έχουμε σχετικές περιγραφές και συστάσεις για το “εστιατόριον” στα γυναικεία περιοδικά. Τη θέρμανση της σάλας εξασφάλιζε η σόμπα και στο πολύ κρύο ένας σοφράς – μαγκάλι που συνδύαζε κάποτε την ανατολίτικη βολή με την ευρωπαϊκή αρχοντιά (ενθετική τεχνική, τορνευτά πόδια, ροδάκια για μεταφορά). Πίνακες σπάνια, συχνά χρωμολιθογραφίες και οικογενειακές φωτογραφίες στόλιζαν τους τοίχους, ενώ ένας καναπές – συχνά προίκα της νύφης – και ελαφρά καθίσματα περιορίζονταν για τους οικείους.
Η καλή κάμαρα Είναι η προθήκη σε αυστηρούς κανόνες, από τη διευθέτηση των επίπλων, ως το κουταλάκι του γλυκού κι από το ειδικό ένδυμα οικοδεσποτών και επισκεπτών ως το σερβίρισμα του τσαγιού. Στο χώρο αυτό ο αυθορμητισμός και η φυσικότητα δεν έχουν καμιά θέση. Η επίφαση της φυσικότητας αποκτιέται μόνο με σιδερένια πειθαρχία στους άγραφους κανόνες της οικογενειακής ανατροφής και στις συστάσεις των οδηγών καλής συμπεριφοράς. Τα παιδιά δεν έχουν θέση εδώ. Η παρουσία τους είναι οχληρή και μετά βίας ανεκτή. Στα κλεφτά μπαίνουν, για να θαυμάσουν βιαστικά το δωμάτιο αυτό ή – τα πιο ζωηρά – για να ξεβιδώσουν τα μεταλλικά τραπεζάκια, που η χρήση τους γενικεύεται προς το τέλος της εποχής που μας ενδιαφέρει, και να κάνουν παρόμοιες σκανταλιές. Είναι στ’ αλήθεια άξιο προσοχής το πόσο καλά θυμούνταν οι πληροφορητές μας το δωμάτιο αυτό. Οι περιγραφές τους είχαν την ενάργεια που δίνει η μνήμη σε κάτι ποθητό και συνάμα απαγορευμένο. Η “καλή κάμαρα” άνοιγε στις ονομαστικές γιορτές, στις μεγάλες θρησκευτικές, όταν αντάλλαζαν επισκέψεις, στους γάμους και τους άλλους σημαντικούς σταθμούς της ανθρώπινης ζωής και στις επίσημες “βεγγέρες”. Φορούσαν τότε τα καλά τους και ακολουθούσαν αυστηρούς κανόνες καλής συμπεριφοράς. Το κέρασμα ήταν άλλη μια ευκαιρία να φανεί η νοικοκυροσύνη της οικοδέσποινας ή της κόρης της, η πολυτιμότερη δηλαδή γυναικεία αρετή, αυτή που θα της εξασφάλιζε μαζί με την αξιόλογη προίκα μια “καλή κοινωνική αποκατάσταση”. Γλυκά κουταλιού δύο ή τρία, για να διαλέξει ο επισκέπτης (βύσσινο, γυριστό άσπρο, ντολμάς με μύγδαλα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις καρυδάκι ή καΐσι) ήταν το κύριο κέρασμα. Συνηθιζόταν να προσφέρουν τα χειμωνιάτικα φρούτα το καλοκαίρι και τα καλοκαιρινά το χειμώνα. “Κάτι πάρα πολύ ωραίο εκείνης της εποχής ήταν όταν έβγαινε ο ασημένιος δίσκος με το ωραίο σκέπασμα, με το γλυκό το οποίο ήτο πάλι το ποτήρι μέσα σε ασημένια θήκη και το γλυκό ήταν πάλι σε ασημένια κούπα, βέβαια από μέσα ήταν το γυαλί κι απέξω το ασήμι. Κι έβλεπες ένα δίσκο να στραφτοκοπάει και να έρχεται. Ο δίσκος αυτός ήταν ιστορικός, μαγεία”, λέει κάποια παλιά Θεσσαλονικιά. Ακολουθούσε ο καφές με τα κουλουράκια που μοσχομύριζε το σπίτι όταν τα έφτιαχναν. Οι κουραμπιέδες και τα αμυγδαλωτά με άχνη ζάχαρη επίσης συνηθίζονταν. Στις βεγγέρες πρόσφεραν χαλβά σιμιγδαλίσιο και κάποτε γλυκά ταψιού. Το σαλόνι προσδιορίζει την κοινωνική θέση. Η νέα μορφή του σαλονιού και οι νέες λειτουργίες που υπηρετεί υπαγορεύονται από νέες πιο εξειδικευμένες και εξατομικευμένες κοινωνικές σχέσεις. Το σαλόνι από μόνο του μπορεί να φανερώσει την κοινωνική θέση και τον τρόπο ζωής των κατόχων του. Έτσι έχουμε ιεράρχηση σαλονιών, όπως έχουμε ιεραρχήσεις συνοικιών και κατοικιών. Η απομάκρυνση ή η προσέγγιση στον κυρίαρχο τύπο σαλονιού σημαίνει και απομάκρυνση ή προσέγγιση στα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα. Η πολυτέλεια ή η φτώχεια των σαλονιών και της τραπεζαρίας, η απλοχωριά ή η στενότητα χώρου, ο ξεχωριστός ή ο συνηθισμένος χαρακτήρας του, η “ομορφιά” του ή η “ασχήμια του”, η σιγουριά της αισθησιακής επαφής με τους πολύτιμους τάπητες ή με τον ξεφτισμένο μουσαμά της εποχής δηλώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις. Βασικό στοιχείο του αστικού σπιτιού και του αστικού σαλονιού είναι η άνεση που δηλώνει μια σίγουρη σχέση του αστού με τον εαυτό του και με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Το αστικό σαλόνι είναι ένα είδος αναπαράστασης του τρόπου ζωής και των αξιών των αστικών στρωμάτων. Τα αστικά σαλόνια της εποχής είναι παραφορτωμένα από έπιπλα και αντικείμενα. Πολλά από τα αντικείμενα είναι τοποθετημένα όχι για χρήση, αλλά για να βλέπονται όπως οι διάφορες πορσελάνες και τα bibelot. Το αστικό σαλόνι αυτής της εποχής έχει το φόβο του κενού, γι’ αυτό φροντίζει να το γεμίσει με αντικείμενα ή με γεγονότα. Η εντολή είναι: όσο περισσότερα αντικείμενα τόσο καλύτερα. Το αστικό σπίτι δεν είναι μόνο κλεισμένο στον εαυτό του, αλλά και γεμάτο σαν αυγό. Η συσσώρευση των αντικειμένων στο σαλόνι αποτελεί σημάδι κοινωνικής θέσης. Στην ίδια γραμμή στο μικροαστικό σαλόνι της εποχής επικρατεί υπερπλήρωση. Ο χώρος που λείπει απ’ το μικροαστικό σπίτι γεννάει μια διάθεση αντιστάθμισης: όσο λιγότερος χώρος υπάρχει, τόσο περισσότερα αντικείμενα συγκεντρώνονται. Το πλεονάζον, το περιττό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μικροαστικού σπιτιού. Το τραπέζι ήταν πάντα σκεπασμένο με τραπεζομάντηλο και το τραπεζομάντηλο καλύπτονταν από άλλο τραπεζομάντηλο για να μη λερωθεί το καλό τραπεζομάντηλο. Κάτω από κάθε bibelot υπάρχει ξεχωριστό πετσετάκι. Τα πάντα είναι προφυλαγμένα και καδραρισμένα. Οι κυρίαρχοι τύποι των κατοικιών, των επίπλων και των καθημερινών πρακτικών των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης, που υιοθετούνται άκριτα και μιμητικά από τα εξαρτημένα αστικά στρώματα της Θεσσαλονίκης, επιβάλλονται σταδιακά σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και στα άλλα μικροαστικά ή ακόμα και λαϊκά στρώματα, όπως στην περίπτωση των επίπλων και των ενδυμάτων. Έτσι μέσα από την εσωτερική διαρρύθμιση των σπιτιών, μέσα από τα φράγκικα – αστικά έπιπλα και τους φράγκικους – αστικούς τρόπους καθημερινής ζωής, ένα σημαντικό μέρος των αξιών και τρόπων ζωής των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης, μεταφέρονται, σχεδόν μηχανικά, σ’ ένα μεγάλο μέρος οικογενειών και κατοικιών της Θεσσαλονίκης. Ο νέος κανόνας των αστικών στρωμάτων της Ευρώπης που είναι: ένα ξεχωριστό αντικείμενο και ένας ξεχωριστός χώρος για κάθε χρήση, επικρατεί, μιμητικά βέβαια, και σε αξιόλογα τμήματα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Αυτό το σύστημα της άκρατης εξειδίκευσης και εξατομίκευσης των χώρων και των αντικειμένων, που αποτελεί μια βασική τομή στην καθημερινή ζωή, όπως π.χ. το ειδικό πιρούνι για το ψάρι ή τα ειδικά ποτήρια για το κόκκινο κρασί και τη σαμπάνια, θα επικρατήσει σταδιακά στο μεγαλύτερο τμήμα των Θεσσαλονικέων. Έτσι ένα μεγάλο τμήμα Ελλήνων της Θεσσαλονίκης υποτιμούν συνήθειες, αξίες και τρόπους που είναι ακόμα ολοζώντανοι και αποδέχονται τύπους κατοικίας, τρόπους ζωής και συμπεριφοράς που τους είναι ξένοι και που δύσκολα δένονται με το πολιτιστικό και κοινωνικό τους υπόβαθρο.
ΚΟΥΖΙΝΑ Ή ΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ Η κουζίνα είναι ο χώρος που σηκώνει όλο το βάρος της δουλειάς ενός σπιτιού η καλή διατροφή της οικογένειας είναι το μεγαλύτερο. Βρίσκεται συνήθως πολύ κοντά στην τραπεζαρία και επικοινωνεί με αυτήν. Μέσα στην κουζίνα διακινούνται οι τροφές και ετοιμάζονται τα γεύματα για τα μέλη της οικογένειας, τους φιλοξενούμενους και τους υπηρέτες. Εκεί γίνονται διάφορες βοηθητικές εργασίες, όταν δεν υπάρχει αλλού χώρος, π.χ. λούσιμο, σιδέρωμα, σερβίρισμα, ακόμα και πλύσιμο. Εκεί κυκλοφορεί περισσότερο το υπηρετικό προσωπικό, είναι η μόνιμη θέση της μαγείρισσας, ενώ η νοικοκυρά μπαινοβγαίνει επιβλέποντας ή συμμετέχει ουσιαστικά απ’ τα αγαπημένα έργα της η ζαχαροπλαστική ή κάποιο εξαιρετικό φαγητό με τον τσελεμεντέ μπροστά και την υπηρέτρια δίπλα. “Είναι δε έργον της οικοδεσποίνης να παρασκευάζη η ιδία την τροφήν της οικογενείας της, ή, αν έχη μάγειρον, να οδηγή αυτόν και επιβλέπη αυστηρώς την εργασίαν του δια τούτο είναι απαραίτητον όχι μόνον να είναι καλώς εξησκημένη η οικοδέσποινα εις την μαγειρικήν, αλλά και να γνωρίζη τας διαφόρους ιδιότητας των τροφίμων, τας εν τη αγορά τιμάς αυτών και την επί της υγιείας επιδρασίν των. Ούτω μόνον δύναται άνευ περιττής δαπάνης να εκλέγη και αγοράζη τας υγιεινοτέρας τροφάς και καταλλήλως να παρουσιάζη αυτάς”. Σαπφώ Λεοντιάς, “Οικιακή Οικονομία”, Κωνσταντινούπολις, 1887. Ο πατέρας έχει το ρόλο του προμηθευτή δεν μπαίνει στην κουζίνα. “Ο πατέρας μου δεν είχε πατήσει ποτέ στην κουζίνα. Δεν ήταν ένα είδος νοικοκύρη όπως τους αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ήταν άλλου είδους νοικοκύρης. Επί τη υποθέσει η μητέρα μου τούλεγε: ‘Ξέρεις… το λάδι τελείωσε’. “Εντάξει’ πήγαινε απ’ έξω, έλεγε στον προμηθευτή, στον μπακάλη: ‘Στείλε στο σπίτι δύο τενεκέδες λάδι, τρεις τενεκέδες πετρέλαιο για τη λάμπα, ένα τσουβάλι ζάχαρη, ένα τσουβάλι ρύζι’ και εκείνος τα έφερνε με μια νταλίκα” (Σαλονικιός 82 χρονώ). Η τακτοποίηση των τροφίμων ήταν μια σημαντική δουλειά με ιδιαίτερη ευθύνη, ώστε να διατηρηθούν οι μεγάλες ποσότητες την επίβλεψη είχε η νοικοκυρά. Από το βάρος αυτό συχνά την απαλλάσσει η γιαγιά, όταν υπάρχει, ή το μοιράζεται με την παλιά έμπιστη υπηρέτρια (οικονόμο). Η γιαγιά, “η γηραιά οικοδέσποινα”, κινείται με μεγαλύτερη άνεση μέσα στην κουζίνα, λόγω της πείρας της και συμβουλεύει τις υπηρέτριες τη σέβονται και την υπολογίζουν. Εξάλλου αυτή έχει τη φροντίδα του “οικιακού φαρμακείου” που βρίσκεται μέσα στην κουζίνα και είναι απαραίτητο…: Όσο κι αν η κουζίνα ήταν απαγορευμένος χώρος για τα παιδιά, περισσότερο για τους κινδύνους που είχε για ένα άτακτο παιδί, παρά για την ενόχληση που δημιουργούσε στα πρόσωπα που εργάζονταν μέσα σ’ αυτήν, αυτά εύρισκαν την ευκαιρία να “τριπώνουν”, για να ζητήσουν κάποια λιχουδιά που τους γαργάλευε τη μύτη. Αλλά και για το “πρωινό” ή για το απογευματινό κολατσιό τους, συχνά γινόταν κάποια υποχώρηση, ενώ τα άλλα γεύματα έπρεπε να τα πάρουν στη σάλα στο χώρο της τραπεζαρίας, με την απαιτούμενη επισημότητα της ώρας και της τάξης τους, πράγματα βέβαια όχι πολύ ευχάριστα στα παιδιά.
ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ Στην κουζίνα οι υπηρέτες δεν κάθονται παρά μόνο για να φάνε, αφού τελειώσουν τις πρωινές τους δουλειές και αφού σηκωθεί το τραπέζι των αφεντικών. Υπάρχουν δυο ψάθινες καρέκλες και ένα γερό ξύλινο τραπέζι με συρτάρι, κατάλληλο για δουλειά, στο οποίο προετοιμάζουν τα φαγητά ή τα γλυκά, ανοίγουν τις πίττες πάνω σε πλαστερό, (στρογγυλή σανίδα) και, όταν δεν έχουν άλλο κατάλληλο χώρο, σιδερώνουν. Ένα απλό τραπεζομάντηλο το στολίζει τις άλλες ώρες. Η κουζίνα είναι ο χώρος όπου οι άντρες που μπαίνουν από την πόρτα υπηρεσίας, έχουν σχέση εξάρτησης ή συναλλαγής με τα αφεντικά και μένουν πολύ λίγο ή στέκονται στο κατώφλι: ο μάγειρας, ο προμηθευτής, το παιδί για το δρόμο, ο παραγιός του μπακάλη, ο κηπουρός και πιο σπάνια ο αμαξάς. Ο γυναικείος πληθυσμός που κινείται άνετα εκεί μέσα είναι: η μαγείρισσα, όταν υπάρχει, που συχνά είναι η οικονόμος του σπιτιού, εκτός αν πηγαινοέρχεται κάθε μέρα σπίτι της, η καμαριέρα, δηλαδή η κοπέλα για τα δωμάτια, που συμβαίνει πολλές φορές να είναι και η μοναδική υπηρέτρια για όλο το σπίτι, η ψυχοκόρη, ή το κορίτσι για τα θελήματα, μικρό συνήθως, που μεγαλώνει μέσα στο σπίτι, η παραδουλεύτρα για τις χοντρές δουλειές (σκάλες, αυλές, ξεσηκώματα), που μαζί με την πλύστρα ανήκει στις έκτακτες ή στις κατ’ αποκοπήν. Η γκουβερνάντα (νταντά), όταν υπήρχε, έμπαινε στην κουζίνα μόνο για το γάλα του παιδιού ή για κάτι έκτακτο και η ασπρορουχού που ερχόταν πότε-πότε έβλεπε την κουζίνα μόνο όταν το σιδέρωμα έπρεπε να γίνει σ’ αυτήν. Όσο για τη δασκάλα πιάνου ή ξένης γλώσσας, δεν είχε καμιά σχέση εδώ μέσα. Ενδυμασία προσωπικού Γενικά σ’ αυτό το χώρο της δουλειάς κυριαρχούσε το πρόχειρο σκούρο ρούχο, το φακιόλι και η ποδιά το πολύ-πολύ στις βεγγέρες η υπηρέτρια που σέρβιρε φορούσε σκούρο μπλε φόρεμα με άσπρο γιακαδάκι, και άσπρη κεντημένη ποδιά που συνοδεύονταν από το ειδικό καπελάκι, το “μπονέ”. Οι κύριοι οφείλουν να προστατεύουν, ηθικά και υλικά, το προσωπικό τους, που ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση είναι λίγο ή πολύ, μόνιμο, έκτακτο ή εποχιακό και να συντελούν στην βελτίωση του χαρακτήρα τους. “Η φιλάνθρωπος οικοδέσποινα συμβουλεύει τους υπηρέτας με αγάπη και δεν τους εκμεταλλεύεται ώστε να τους έχη πιστούς και αφοσιωμένους για το καλό του οίκου της”. Είναι αυτονόητο βέβαια γιατί δίνονται αυτές οι συμβουλές και ποιος είναι ο χώρος όπου η κυρία δείχνει την “φιλανθρωπία” της. Η αντίληψη που επικρατούσε ήταν ότι, επειδή η κουζίνα είναι χώρος προορισμένος για τους υπηρέτες, πιο απομακρυσμένος από τα δωμάτια στα οποία συνήθως μένει η οικοδέσποινα, δεν ήταν τόσο απαραίτητο να έχει τη σχολαστική φροντίδα των άλλων. Τα γυναικεία περιοδικά επισημαίνουν αυτή την πραγματικότητα και προτρέπουν τις νοικοκυρές ν’ ακολουθήσουν τις οδηγίες τους για την επιλογή του χώρου, τον εξοπλισμό του με τα συνεχώς τελειοποιούμενα σκεύη και την καθαριότητά του. Βασικά στοιχεία κουζίνας Με δυο λόγια, τα βασικά στοιχεία που επικρατούν στην κουζίνα είναι ανάλογα με τα σημερινά: οι μεγάλοι όγκου του τζακιού με τις εστίες και την ξυλοθήκη – καρβουνοθήκη, ο ξύλινος πάγκος με τα ντουλάπια για τα σκεύη και τα υγρά και ο νεροχύτης με την πιατοθήκη. Δυο έπιπλα με ντουλάπια, ράφια και συρτάρια είναι απαραίτητα: το φανάρι (οψοφυλάκιον) για τη διατήρηση των τροφών, κυρίως μαγειρευμένων ή προς άμεση κατανάλωση και ο μπουφές της κουζίνας, για τα δεύτερα σερβίτσια, σκεύη, μικροαντικείμενα, πετσέτες και άλλα. Και τα δυο αυτά έπιπλα είναι σύνθετα με το κάτω μέρος φαρδύτερο και βαρύτερο από το επάνω. Από κει και πέρα η καλή νοικοκυρά με την υπηρέτριά της αποφασίζει για τη σταθερή θέση όλων των αντικειμένων και την εύκολη χρησιμοποίησή τους. Το νερό σύμμαχος και βοηθός, από τότε που μπήκε στα σπίτια, μετά το ’93, έλυσε πολλά προβλήματα δεν τα εξάλειψε όμως, γιατί κοβόταν συχνά και έτσι έκανε απαραίτητη την παρουσία υδροφόρων πήλινων και χάλκινων σκευών. Το ηλεκτρικό φως ήρθε στις αρχές του 20ου αι., παραμέρισε τους γκαζοτενεκέδες, αλλά δεν τους έδιωξε. Δυο τρεις γκαζόλαμπες ήταν πάντα κρεμασμένες στην κουζίνα. Όσο για τις μυρωδιές, φροντίδα της υπηρέτριας ήταν να εξαφανίσει τις δυσάρεστες (κάπνες ή αποφορά από το νεροχύτη) και ν’ αφήσει την τσίκνα του φαγητού και τη μοσχοβολιά της πίττας ή του γλυκού. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι αυτά που σηκώνουν λέρα: δηλ. της ώχρας για τους τοίχους, το κόκκινο κεραμιδί ή πράσινο για τα πλακάκια στο τζάκι και το νεροχύτη, το μαύρο για τις φουφούδες και το γκρι για τις πλάκες στο πάτωμα το καφέ του ξύλου ή του κάστανου στον πάγκο, το τραπέζι και τις καρέκλες. Σκεύη Τα σκεύη, ανάλογα με το υλικό τους, είχαν μαύρο χρώμα τα σιδερένια, κόκκινο τα χάλκινα, και ασημί όταν ήταν γανωμένα, μπλε και άσπρο τα εμαγιέ (τσίγκινα), σε διάφορα χρώματα, κυρίως όμως κεραμιδί, τα πήλινα. Τα πορσελάνινα ήταν άσπρα με έντονες χρωματιστές διακοσμήσεις. Τα χάλκινα δέσποζαν στην κουζίνα για τις πολυποίκιλες χρήσεις τους, για τις όμορφες φόρμες τους, για τα ζεστά φωτεινά τους χρώματα, (αστραποβολούν στα ράφια), την αντοχή του υλικού και τη μεγαλύτερη ευκολία επισκευής τους (ο γανωτής περνούσε κάθε τόσο). Ειδικά στη Θεσσαλονίκη με την παράδοση στη χαλκευτική τέχνη, τα χάλκινα είχαν σπουδαία θέση στη ζωή και στην προίκα κάθε νοικοκυράς. Τα ευρωπαϊκά σκεύη ήταν κυρίως σιδερένια, εμαγιέ ή πορσελάνινα και, ίσως ακριβότερα. Μ’ αυτούς γενικά τους σκούρους τόνους στα χρώματα που επικρατούν στην κουζίνα, μένει στην καλαισθησία της οικοδέσποινας να κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αφαιρέσει κάτι από την αυστηρότητα του περιβάλλοντος που υπαγορεύει μόνο την εργασία και να κάνει την παραμονή σ’ αυτό πιο ευχάριστη. Στολίζει με χρωματιστά ψαλιδισμένα χαρτιά τα ράφια στην πιατοθήκη και το τζάκι, με δαντέλες και άσπρα κουρτινάκια τα ράφια στον μπουφέ, με χρωματιστά κρετόν τα’ ανοίγματα των ντουλαπιών και το παράθυρο. Κάποιο υφαντό ντιβανοσκέπασμα της μαμάς της, ένα κεντητό μαξιλάρι ή μπάντα ζωντάνευε στη γωνιά με το ντιβάνι, αν υπήρχε, μνήμες παλιές, παράδοση από την πατρίδα της γιαγιάς στην επαρχία απ’ όπου συνήθως κατάγονταν και η υπηρέτρια που συνέβαινε κάποτε να κοιμάται σ’ αυτό. Είναι φανερό ότι στη μεσοαστική τάξη της Θεσσαλονίκης και ειδικότερα στο ελληνικό σπίτι επικρατεί η λελογισμένη οικονομία μέσα, “καλοζούσαμε, αλλά όχι με σπατάλη” και η εντυπωσιακή, αλλά όχι εξεζητημένη εμφάνιση έξω. Σ’ αυτό το παιγνίδι η κουζίνα κρατάει τα σκήπτρα. Καλοφαγάδες οι Σαλονικιοί, μαθημένοι στα “βαριά φαγητά” και τις λιχουδιές τις φτιαγμένες στο σπίτι, που δεν έχουν πάψει να τις αναζητούν, κρατούν ως σήμερα πιο έντονα στη μνήμη τους την κοινωνική ζωή τους με τις βεγγέρες και τα επίσημα γεύματα στο σπίτι, τους δίσκους που πηγαινοέρχονταν, τα κουλουράκια και τις πίττες στο σινί, το σιμιγδαλένιο χαλβά και το γλυκό του κουταλιού, τις πολυποίκιλες καθημερινές νοστιμιές και τους μουσακάδες. Όλ’ αυτά ήταν τα απαραίτητα προικιά που έπαιρνε η κόρη στο καινούργιο της σπιτικό: “οι συνταγές της γιαγιάς”, που ανατολίτικα και δυτικά μυστικά συγκερασμένα έδιναν μοναδικά αποτελέσματα. “Αχ εκείνη η παλιά κουζίνα, τι έβγαζε” και προσθέτουν “και τι δουλειά σήκωνε!”.
ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΟ ΠΛΥΣΤΑΡΙΟ Ή ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ Κάθε καλό σπίτι είχε το πλυσταριό του που ήταν συνήθως ξέχωρο από τον κύριο όγκο στην αυλή ή και κάτω απ’ αυτόν στο ισόγειο. Όταν όμως δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, ήταν χειμώνας ή υπήρχαν μικροπλύσεις, γιατί το σπίτι είχε μικρά παιδιά, μπορούσε η πλύση να γίνει στο μπάνιο, το αποχωρητήριο ή στην ανάγκη και στην κουζίνα. ΣΥΝΕΡΓΑ ΓΙΑ ΠΛΥΣΙΜΟ Ο ιδιαίτερος αυτός ισόγειος ή ημιυπόγειος χώρος, το πλυσταριό, έπρεπε να είναι φωτεινός, να έχει τζάκια με χωνευτά καζάνια για το ζέσταμα του νερού και μια μόνιμη εγκατάσταση αποχέτευσης που εξασφαλίζονταν με τις κτιστές γούρνες. Επιπλέον οι χάλκινες μπασίνες και λεκάνες, οι σκάφες, οι κουβάδες, οι μπακίρες, οι κανάτες και οι μαστραπάδες, τα ξύλινα στηρίγματα για ν’ ακουμπούν οι σκάφες, τα μπουγαδοκόφινα και τα πανέρια, τα στεγνωτήρια (όλα πλεκτά με καλάμια, κλαδιά ή φλούδες δέντρων), τα καλούπια άσπρο σαπούνι αραδιασμένα στο ράφι, τα σχοινιά και τα μανταλάκια ήταν το μόνιμο σκηνικό σ’ αυτό το χώρο που τον διαφέντευε η πλύστρα. ΠΛΥΣΤΡΑ Η όμορφη εμφάνιση των κυριών με τις πάλλευκες μπλούζες, τα τρου-τρου και τις δαντέλες, τα χαριτωμένα ναυτικά των παιδιών, οι κολλαρισμένες κορδέλες των κοριτσιών και η περιποιημένη εμφάνιση των κυρίων με τα κολλαριστά πουκάμισα, έκρυβαν πίσω τους πολλή σκληρή δουλειά των υπηρετών και ειδικότερα της πλύστρας. Αυτή ήταν η πιο φτωχιά απ’ όλες τις υπηρέτριες, αμόρφωτη και συνήθως χήρα με παιδιά. Είχε ορισμένα σπίτια που πήγαινε και δούλευε στο καθένα δυο-τρεις μέρες το μήνα επί χρόνια. Ήταν ελληνίδα ή και εβραία, αντρογυναίκα συνήθως, μεγαλόσωμη και δυνατή που επιβάλλονταν με την κορμοστασιά της. Έπρεπε να κάνει τόσες χοντροδουλειές: Χαράματα να μεταφέρει βρόχινα νερά, που ήταν τα πιο κατάλληλα για την πλύση στα καζάνια και τις κάθε είδους σκάφες, κουβάδες κ.λπ. και ν’ ανάψει τα τζάκια. Τρόπος πλυσίματος Να ξεχωρίσει τα ρούχα κατά υφάσματα και χρώματα, μια δουλειά που απαιτούσε την επίβλεψη της νοικοκυράς, αν όχι τη συμμετοχή της, γιατί ήταν απαραίτητη μια λεπτή προεργασία: η αφαίρεση των λεκέδων και των κάθε είδους επιρραμάτων. Οι άπειρες συμβουλές στα γυναικεία περιοδικά για “εξάλειψη λεκέδων εξ οίνου ή εκ μελάνης, σκωρίας ή οπωρών” δίνουν μια ιδέα για τις αιτίες που τους προκαλούν. Η αγαθή και οικονόμα οικοδέσποινα πρέπει να τις γνωρίζει και η πλύστρα να μπορεί να τις εκτελεί. Ακόμα δίνονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται “εν Αγγλία” και “ο καθ’ ημάς τρόπος της πλύσεως… που είναι κοπιώδης και δαπανηρός εις ξύλα και σάπωνα” (Σαπφώ Λεοντιάς, “Οικιακή Οικονομία”, Κωνσταντινούπολις 1887. Αυτόν λοιπόν τον τρόπο χρησιμοποιεί η πλύστρα κι ετοιμάζει τα λευκαντικά, δηλαδή την αλυσίβα (πλυμένη στάχτη περασμένη από πανί), το λουλάκι, τη σόδα, τρίβει τα καλούπια το άσπρο σαπούνι, συγκεντρώνει κοντά της τα μυρωδικά (δαφνόφυλλα και λεμονόφλουδα). Ύστερα αραδιάζει στη μπουγαδόκοφα τα ρούχα και τα ζεματάει. Σαπουνίζει, τρίβει, πλένει, ξεπλένει στραγγίζει με δύναμη χοντρόρουχα ή απαλά με προσοχή τα ευαίσθητα, αδειάζει και γεμίζει νερά σηκώνοντας βαριά σκεύη, ώσπου να έρθει η τελευταία ώρα να βάλει τα καθαρά ρούχα στα πανέρια και να τ’ απλώσει. Τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, η ποδιά στο μέρος της κοιλιάς μόνιμα βρεγμένη και τα πόδια με τις γαλέντζες (ξύλινο είδος ανοιχτής παντόφλας) να τσαλαβουτούν μέσα στα νερά, να η μορφή της πλύστρας. Μουσκεμένη στον ιδρώτα μέσα στους υδρατμούς, σε κρύο ή σε ζέστη, σκούπιζε κάθε τόσο με την ανάστροφη του χεριού της το μέτωπο. Και ο συχνός της βήχας δεν ήταν κάτι το παράξενο. Πολλές γυναίκες έπαθαν βλάβες στην υγεία τους από τη βαριά και ανθυγιεινή δουλειά. Το μεσημέρι καθόταν λίγο να ξαποστάσει, όσο για να φάει από το φαγητό του σπιτιού, που της το πήγαιναν σε πιάτο. Συνήθως της έδιναν και ό,τι περίσσευε απ’ τα φαγητά της ημέρας ή ξηρά τροφή, για να το πάει το βράδυ στο σπίτι της. Αυτό το θεωρούσε μεγάλο κέρδος, γιατί, εκτός από την αμοιβή της, εξασφάλιζε έτσι και μια καλύτερη διατροφή απ’ αυτήν που θα μπορούσε η ίδια να παράσχει στα παιδιά της. Στη συνέχεια το άπλωμα και το στέγνωμα των πλυμένων ρούχων, γινόταν στην αυλή ή στην ταράτσα και είχε τη δική του τεχνική. Προς τα έξω τα μεγάλα σεντόνια, τραπεζομάντηλα, μπλούζες και ό,τι ήταν καμάρι να προβληθεί για τα κεντήματα και τη λευκάδα του προς τα μέσα, κρυμμένα απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα, τα εσώρουχα και τα πιο λερωμένα από την πολλή χρήση. Τελευταία φροντίδα ήταν να μαζευτούν τα ρούχα στον κατάλληλο χρόνο, για να πετύχουν στο σιδέρωμα. Διπλώνονταν λοιπόν πρόχειρα, αλλά τακτικά και έμπαιναν κατά είδη στα πανέρια πάνω σε καθαρά πανιά. Η μεγάλη μπουγάδα του μήνα είχε τελειώσει. Η πλύστρα πληρωνόταν κι έφευγε με αμοιβαίες ευχαριστίες, ευχές και ανακούφιση. Από κει και πέρα η πλύση περνούσε σε άλλα χέρια για τη δεύτερη κοπιαστική δουλειά: το σιδέρωμα. ΣΙΔΕΡΩΜΑ Όταν το σπίτι ήταν μεγάλο, υπήρχε ειδικός χώρος, το σιδερωτήριο αλλιώς το σιδέρωμα γινόταν στη σάλα ή στην κουζίνα. Απαραίτητα ήταν: το σίδερο με κάρβουνα (πύραυνος) και ένα μεγάλο τραπέζι τα’ άλλα αντικείμενα και υλικά από τα σιδερόπανα ως τις κόλλες, υπαγορεύονταν από την πολυπλοκότητα των ρούχων. Όλ’ αυτά έπρεπε να ετοιμαστούν και να συγκεντρωθούν από μια υπηρέτρια, ακόμα και τη μαγείρισσα, όταν τέλειωνε την κύρια ασχολία της. Στην ιεροτελεστία που ακολουθούσε έπαιρνε μέρος, όχι σπάνια και η κυρία με τις μεγάλες τις κόρες που εκπαιδεύονταν στο νοικοκυριό. Τα γυναικεία περιοδικά “Εφημερίς των Κυριών” και “Οικιακή Οικονομία” έδιναν πολλές οδηγίες σύφμωνα με τις οποίες “η οικοδέσποινα πρέπει να προσέχη και δια να μη φθείρωνται τα φορέματα και μη δαπανώνται πολλοί άνθρακες”. Τη μεγαλύτερη αγωνία και πονοκέφαλο είχαν για τις δαντέλες (τρίχαπτα), τα τρου-τρου, τους γιακάδες και τις μανσέτες, που απαιτούσαν ειδική σχολαστική μεταχείριση. Όλα αυτά μετά το σιδέρωμα έπρεπε να τα ράψουν με τέχνη πάνω στο ρούχο. Ακόμα οι κάλτσες θα καρικωθούν και όλα τα πλυμένα, πριν ή μετά το σιδέρωμα ανάλογα, θα περάσουν από τον έλεγχο της μητέρας και τη φροντίδα της βελόνας, για να παρατείνουν τη ζωή τους τότε επισημαίνονταν οι ανάγκες για ανανέωση. “Αυτό το ρούχο δεν πάει άλλο”, ήταν ο λόγος που ακούγονταν, κυρίως για τα πρόχειρα ρούχα των παιδιών, οπότε καλούσαν την ασπρορουχού σε μερικά μάλιστα σπίτια ήταν πολύ τακτική, ως και μια φορά την εβδομάδα επιδιόρθωνε τα ρούχα και έκανε “από παλιά καινούργια”. Δίπλα της με το πανεράκι της ραπτικής βοηθούσε και η οικοδέσποινα. Έτσι διαπιστώνουμε πως η ζωή των κοντινών προγόνων μας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, έκρυβε πίσω από το ρομαντισμό, τα μακριά φορέματα, τις μεταξωτές δαντελένιες μπλούζες, τα σμόκιν και τα κολλαριστά πουκάμισα, έναν άλλο κόσμο και έναν ατελείωτο κόπο, αδιανόητο για τη σημερινή εποχή ο κόσμος αυτός ήταν αφιερωμένος στην εξυπηρέτηση μιας εύπορης τάξης, όπου ο μόνος που δούλευε μέσα από μια πολυπληθή συνήθως οικογένεια ήταν ο πατέρας ή, έστω, κάποιο ενήλικο αγόρι. Γι’ αυτό και φροντίδα της “οικονόμου οικοδεσποίνης” ήταν να μεριμνά ώστε η καλή εμφάνιση της οικογένειάς της να μη αποβαίνει σε βάρος του πνεύματος “λελογισμένης εγκρατείας και οικονομίας” που επικρατούσε μέσα στο σπίτι. ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ Η καθαριότητα του σώματος απαιτούσε έναν ειδικό χώρο, το λουτρό. Και το μεν πρωινό νίψιμο γινόταν στην κρεβατοκάμαρα, στο λαβομάνο με την πορσελάνινη λεκάνη και κανάτα, όπως και η περιποίηση του προσώπου (πουδράρισμα, κτένισμα, ξύρισμα), η δε γενική καθαριότητα γινόταν σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, που σιγά-σιγά καθιερώθηκαν και τηρήθηκαν απαράβατα (μήνας, δεκαπέντε, βδομάδα). Το Σάββατο ήταν η μέρα που η οικογένεια θα λουστεί και θα μπανιαριστεί. Όσο χαμηλότερα βρισκόταν κοινωνικά και οικονομικά τόσο τα Σάββατα ήταν αραιωμένα. Όλοι μαζί, θα πάνε στα δημόσια λουτρά (χαμάμι) με τη συνοδεία της υπηρέτριας, που κρατούσε τα καθαρά ρούχα και τα ατομικά είδη σε θήκες, θα βοηθούσε τα μικρά παιδιά και θα γυρνούσαν συνήθως με την άμαξα, για να μην κρυώσουν. Κάποτε αυτή η διαδικασία έτρωγε όλη την ημέρα. Εννοείται ότι προηγούνταν η καθαριότητα και προετοιμασία του σπιτιού, ώστε η επιστροφή από το χαμάμ να είναι στην καλύτερη ατμόσφαιρα. Παραμονές γιορτών όλες αυτές οι προετοιμασίες είχαν το χαρακτήρα εκστρατείας. Το μπάνιο στο σπίτι γινόταν στο λουτρό, αν υπήρχε βέβαια ιδιαίτερο, ή στο αποχωρητήριο, που είχε πριν καθαριστεί καλά. Το λούσιμο του κεφαλιού και το πλύσιμο από τη μέση και πάνω μπορούσε ευκολότερα να γίνει στην κουζίνα και συνήθως χρειαζόταν βοήθεια. Πλύσιμο κεφαλιού Γενικότερα “η πλύσις της κεφαλής” και η περιποίησή της δε φαίνεται να ήταν και τόσο απλή υπόθεση, αν κρίνουμε από τα “μυστικά της ευμορφίας” που δίνονταν μέσω των “οικογενειακών ημερολογίων” όπως αυτό του 1900, της Άννης Ν. Σερουΐου: “Πλύσις της κεφαλής: Οι άνδρες οφείλουν να πλύνωσι την κεφαλήν άπαξ της εβδομάδος δι’ ύδατος αλκαλικού και σάπωνος, αι γυναίκες άπαξ του μηνός, μεταχειριζόμεναι κατά της πιτυριάσεως το εξής ρευστόν: Τερεβινθίνης 15 γραμμ. Σπίρτου της καμφουράς 100 γραμμ. Αμμωνίας 8 γραμ. Ας μη εμπιστεύωνται πολύ εις τα εργαλεία των κομωτών, ένεκα των κολλητικών ασθενειών. Τα ξανθά μαλλιά γίνονται βαθυτέρου χρώματος ότε κτενίζωνται διά κτενίου εκ μολύβδου το δε οξυγονούχον ύδωρ ξανθύνει τας καστανάς τρίχας”. Ένας μάλιστα “από τους καλύτερους και απλούστερους τρόπους ήταν… το αυγό κτυπητό με ρούμι όπως εις το αυγολέμονον…”. Προς τα τέλη του 19ου αι. και στην πρώτη δεκαετία του 20ού το λουτρό ακολουθεί καθυστερημένα το νεωτερικό ευρωπαϊκό πνεύμα και τότε χωρίζεται από το αποχωρητήριο. Με την υδραυλική εγκατάσταση, το νερό έρχεται ζεστό από “θερμοσίφωνα με ξύλα”. “Ήταν μισός εμαγιέ και μισός χάλκινος με υποδοχή για πυροστιά και καυσόξυλα”. “Είχε βάση από μαντέμι όπου έμπαιναν τα ξύλα ήταν από κόκκινο σφυρηλατημένο μπακίρι και είχε θερμόμετρο και μπουρί”, λένε παλιοί Σαλονικιοί. Έτσι εξασφαλίζεται μια ζεστή ατμόσφαιρα για άνετο μπανιάρισμα. Παρόλ’ αυτά ένα πλήθος συμβουλές και απαγορεύσεις, δίνουν αφορμή για πολλούς προβληματισμούς: “Αποφεύγετε να λούεσθε πριν ή χωνεύσητε. Αποφεύγετε να εισέρχεσθε εις το ύδωρ κατάκοπος. Αποφεύγετε να λούεσθε ιδρωμένοι, ή με τον ιδρώτα κρυομένον επάνω σας. Εξέρχεσθε του λουτρού ευθύς ως αισθανθήτε φρικίασιν. Εάν είσθε ισχυράς κράσεως και εύρωστος λούεσθε το πρωί νήστις. Τα παιδιά, αι νεάνιδες και οι αδύνατοι άνθρωποι εν γένει ας λούωνται τρεις ώρας μετά το πρωινόν πρόγευμα. Οι υποκείμενοι εις παλμούς, εις ζάλας και λιποθυμίας, ως οι καρδιακοί δεν πρέπει ποτέ να λαμβάνουσι λουτρόν, χωρίς να συμβουλευθώσι τον ιατρόν των”. (“Ημερολόγιον της Εφημερίδος των Κυριών”, 1894). Η χρήση του ντους, παράλληλη με του θερμοσίφωνα, ήταν το άλλο νεωτερικό στοιχείο έγινε εύκολα αποδεκτό απ’ τα μεσαία στρώματα στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις, έστω και πρωτόγονο, επειδή τονίστηκαν από γιατρούς μεν οι θεραπευτικές του ιδιότητες για ορισμένες παθήσεις με την εναλλαγή ζεστού-κρύου νερού, από τα γυναικεία δε περιοδικά η συμβολή του στην ομορφιά. “…ένα ντους πρωί και βράδυ μ’ ένα σφουγγάρι βρεγμένο εις κρύο νερό… κατά γενικήν ομολογίαν μεστώνει το στήθος…”. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεταβατικό στάδιο όπου για ένα διάστημα τα παλιά σκεύη του μπάνιου συνυπάρχουν με τα νεώτερα ευρωπαϊκά. “Υπήρχε ντους, αλλά και τάσια”, μας πληροφορεί παλιός Σαλονικιός. Η μπασίνα Η μπασίνα, μεγάλη χάλκινη στρογγυλή σκάφη της πλύσης και του μπάνιου, αντικαθίσταται από τη μπανιέρα με ποδαράκια είναι η τελευταία που φεύγει απ’ αυτό το χώρο, γιατί το λούσιμο – μπανιάρισμα των μικρών παιδιών μέσα σ’ αυτήν, ως πρόσφατα, ήταν πολύ βολικό, κυρίως για τη μητέρα. Μετά τη χρήση της άδειαζε τα απόνερα και την κρεμούσα στον τοίχο. Αλλά και το χάλκινο ή ασημένιο λουτροτάσι, διακοσμημένο ή απλό, συχνά προικιό ή αναμνηστικό, δεμένο συναισθηματικά με το πρόσωπο της γυναίκας, σύμβολο της καθαριότητας, δύσκολα φεύγει από κοντά της. Το κρατά παρά τον εκσυγχρονισμό. Το απλό ξύλινο ραφάκι που είχε το πράσινο σαπούνι και το “σπαρτσί” (τζίβα ή τρίφτη από χοντρό κετσέ, δηλαδή κατσικίσιο χοντρό ύφασμα), έγινε ευρωπαϊκό ντουλαπάκι εκεί τοποθετούνταν όλα τα χρειώδη μαζί με τα πρακτικά καλλυντικά και τις κρέμες ή μυρωδικά που έκαναν τα μαλλιά πιο γερά και ωραία. Τώρα η βούρτσα με μακριά χειρολαβή και το φυσικό σφουγγάρι πήραν τη θέση του τρίφτη. Η κυρία μετά το 1912 που βγαίνει από το μπάνιο μέσα σε ατμούς, τυλιγμένη στο νυφικό της μπουρνούζι με το μονόγραμμα, πατώντας στις ειδικές παντούφλες και μπαίνει στο δωμάτιό της για να ξαναβγεί αρωματισμένη και μεταμορφωμένη για το χορό, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις συμβουλές των γυναικείων περιοδικών, δε θυμίζει και πολύ τη μάνα της. Εκείνη έμπαινε στην μπασίνα και πολεμούσε με βρόχινο νερό, με λουτροτάσια, μάλλινο τρίφτη, σαπούνι και ένα σωρό μπακιρικά για τα νερά, να πλυθεί όπως μπορούσε καλύτερα μέσα σ’ ένα παγωμένο αποχωρητήριο που και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε ν’ ασβεστώνεται και ν’ απολυμαίνεται. Μπάνιο παιδιών Τα παιδιά έβλεπαν σαν κακιά ώρα το μπάνιο. Έμπαιναν κι έβγαιναν κλαίγοντας. Η μητέρα τους, η γιαγιά ή η νταντά τους, τα καλόπιανε μόνο μέχρι να τα βάλει στη σκάφη. Και κει άρχιζε το μαρτύριό τους. Σαπουνάδες στα μάτια, κρύα και ζεστά νερά, άγριο τρίψιμο για να φύγει η βρωμιά μιας βδομάδας, ενός δεκαπενθήμερου ή και ενός μήνα, που είχε κατακαθήσει από το παιγνίδι στο ύπαιθρο. “Με υγεία να λερώσεις” ήταν η τρυφερή ευχή, μαζί μ’ ένα αναστεναγμό ανακούφισης που έβγαινε και απ’ τις δυο πλευρές. Ένα γερό κτένισμα στις κοτσίδες των κοριτσιών με πυκνό κοκκαλένιο κτένι βουτηγμένο στο ξύδι, για να φύγουν ύποπτα παράσιτα, ήταν η τελευταία φάση του μαρτυρίου για τ’ αγόρια υπήρχε το κούρεμα με την ψιλή στον μπαρμπέρη. Όταν πια το λουτρό απέκτησε την τέλεια ευρωπαϊκή του μορφή, είχε κάτω κόκκινα πλακάκια πήλινα ή άσπρες – γκρίζες πλάκες μαρμάρινες, στον τοίχο λαδομπογιά και αξεσουάρ ευρωπαϊκά. Δεν υπήρχε λόγος να μεταφέρονται από αλλού σκεύη ή άλλα να κρεμιούνται στον τοίχο μετά τη χρήση τους, γιατί ο εξοπλισμός γίνεται μόνιμος μόνο ο κουβάς, οι λεκάνες, για τις έκτακτες ανάγκες κι ένα σκαμνάκι, παρέμειναν. “Μετά το 1912 έγιναν ευρωπαϊκές τουαλέτες με λεκάνη και χωριστό δωμάτιο μπάνιου με ντους”, λέει παλιά Σαλονικιά. Η καθαριότητα του σώματος άρχισε να γίνεται μια ευχάριστη συνήθεια, όχι όμως πολύ διαδεδομένη. ΤΟ ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ, ΚΑΜΠΙΝΕ, ΑΠΟΠΑΤΟΣ Ή ΧΡΕΙΑ Το αποχωρητήριο βρισκόταν στο πιο απόμερο και σκοτεινό σημείο του σπιτιού, συνήθως κοντά στην κουζίνα. Ήταν στενό σαν διάδρομος, όταν είχε δίπλα το λουτρό, και άνετο, όταν εξυπηρετούσε χρήσεις λουτρού ή πλυσταριού. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με τετράγωνες γκρίζες μεγάλες πέτρινες πλάκες ή άσπρο μάρμαρο. Μπορούσε να έχει ακόμα πήλινα πλακάκια γκρίζα, άσπρα-μαύρα ή κόκκινα, όπως ήταν και στην κουζίνα ή το λουτρό. Οι τοίχοι του ήταν ασβεστωμένοι με λουλάκι, αργότερα με ώχρα, το ίδιο και το ταβάνι, όταν δεν ήταν ξύλινο. “Το αποχωρητήριό μας ήταν 2Χ3. Είχε κόκκινα πλακάκια και γύρω γύρω μια μπορντούρα από μάρμαρο. Λεκάνη μαρμάρινη αλά τούρκα κι ένα παγκάκι για το μπάνιο” (συνέντευξη από 75χρονο Σαλονικιό). Στη στενή του πλευρά υπήρχε μια μαρμάρινη λεκάνη αλά τούρκα και δίπλα απαραίτητα ένα χάλκινο νερόμπρικο για την τοπική καθαριότητα του σώματος, σκεύος που αντικαταστάθηκε αργότερα από το “χαρτί”, που κομμένο σε φύλλα ήταν περασμένο από ένα συρμάτινο άγκιστρο. Ένας κουβάς γεμάτος, βρισκόταν πάντα μέσα στο αποχωρητήριο για το πλύσιμο της λεκάνης. Όταν επιτέλους μπαίνει το νερό στα σπίτια (μετά το 1893), συνήθως μια πόρτα – διάφραγμα κόβει περίπου στα μισά το χώρο και απομονώνει τη λεκάνη, ενώ δυο νέα αντικείμενα στενά συνδεδεμένα με την υδραυλική εγκατάσταση, κάνουν την εμφάνισή τους στο αποχωρητήριο: ο “καταρράκτης” - καζανάκι πάνω από τη λεκάνη και ο “νιπτήρας” - λαβομάνο αμέσως έξω από την πόρτα στον κοινόχρηστο πλέον χώρο. Έτσι το “νίψιμο” μεταφέρεται σταδιακά από το υπνοδωμάτιο και την κουζίνα στον προ του αποχωρητηρίου νιπτήρα με τη θέση του εκεί υπαγορεύει το πλύσιμο των χεριών. Διάφορα μικροαντικείμενα σ’ ένα ραφάκι πάνω από αυτό το λαβομάνο προτρέπουν για τον καθαρισμό του στόματος και την απαλλαγή από την “δυσοσμία της αναπνοής”. “Προς αποφυγήν τούτου συνιστώμεν… γαργάρας με…”, λέει οικογενειακό ημερολόγιο του 1900. Μ’ όλ’ αυτά προχωρούμε σιγά-σιγά προς την ολοκληρωμένη μορφή του σημερινού λουτροκαμπινέ. Το αποχωρητήριο των αφεντικών απαγορεύεται να χρησιμοποιείται από τους υπηρέτες γι’ αυτούς υπήρχε άλλο στην αυλή. Η μόνη σχέση που είχε η υπηρέτρια, με το αποχωρητήριο ήταν να το καθαρίζει καθημερινά και να το ασβεστώνει πότε-πότε. Αργότερα εφάρμοζε τις εντολές της κυρίας της για “απολύμανση του αποχωρητηρίου”, που και κείνη τις έπαιρνε από γυναικεία περιοδικά, τα οποία τόνιζαν ότι παραμονεύουν οι κολλητικές αρρώστιες που προέρχονται συνήθως απ’ αυτό το χώρο. Έτσι η προτροπή που δίνεται για την καθαριότητα και υγιεινή του σώματος, φανερώνει έλλειψη συναίσθησης αυτής της ανάγκης, τότε ακριβώς που η εξωτερική εμφάνιση ήταν από τα πρώτα ιδανικά. Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Ομάδα Ομίλου Φιλόμουσων.(1900-1910) Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.
Εβραϊκό τραπεζικό γραφείο.(1900-1910) Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.
Διαφήμιση μοτοσικλέτας αρχές 20ου αι.(1900-1910) Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000. Διαφήμιση μοτοσυκλέτας αρχές 20ου αι.(1900-1910) Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Όταν η Θεσσαλονίκη μπήκε στον 20ο αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.
Δρόμοι της πόλης.(1915-1918) Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000
Κρήνη στην Άνω Πόλη.(1918 Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000
Κεντρική αγορά 1913 Musee Albert Kahn, Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Thessalonique 1913-1918 Οδηγός Έκθεσης Μ.Ι.Ε.Τ. 21/3-2/6/2000 Κάτοψη σπιτιού στις αρχές του 20ου αιώνα Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Αντικείμενα καθημερινής ζωής Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Διαφήμιση εξηλεκτρισμού Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Είδη Υγιεινής Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Αστικό Ελληνικό Σπίτι στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985. Εβραίες στο Βαρδάρι Κοψίδας Κ., Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης “μέσα από τις καρτ-ποστάλ 1886-1917”, Θεσσαλονίκη 1992 τούρκικη συνοικία Ανω Πόλη Ταφραλής Ο., Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14ο αιώνα, εκδ. Τροχαλία, 1994 Αγορά Κοψίδας Κ., Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης “μέσα από τις καρτ-ποστάλ 1886-1917”, Θεσσαλονίκη 1992
Οίκοι ανοχής Ζαφείρης Χρ., Παπατζήκας Αρ., Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960, εκδ. Εξάντας, Αποβάθρα Petropoulos El., Old Salonica, pb. Kedros, Αθήνα 1980. |