Πώς να διαχειριστούμε την διαχείριση του πολιτισμού

Ανακοίνωση, σε συνεργασία με την Μ. Σκαλτσά, στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Ζητήματα Διαχείρισης Συλλογών, Μουσείων και Αρχαιολογικών Χώρων» στο ΜΜΣΤ, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2005, διοργάνωση από το ΔΠΜΣ «Μουσειολογία».



Ένα γνωστό ευφυολόγημα λέγει:

- Όποιος ξέρει να κάνει κάτι, το κάνει.

- Όποιος δεν ξέρει να το κάνει καλά, το διδάσκει.

- Και όποιος δεν ξέρει ούτε να το διδάξει, το διοικεί.


Με άλλα λόγια: Ένας προικισμένος αρχιτέκτονας ή γλύπτης, το μόνο που νοιάζεται πραγματικά είναι να κάνει κτίσματα ή γλυπτά, αντίστοιχα.

Αρχίζει να διδάσκει αρχιτεκτονική ή γλυπτική, εκεί που αρχίζει να αισθάνεται ότι δεν θα τα καταφέρει δα και σαν τον Bramante.

Και όταν πιστέψει ότι ούτε και να διδάξει καλά μπορεί, τότε γίνεται διευθυντής μουσείου ή υπουργός πολιτισμού. - Απόδειξη ότι ούτε ο τωρινός ούτε και όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί πολιτισμού μπορούσαν είτε να κάνουν κτίρια ή γλυπτά, είτε να τα διδάξουν…


Η δύναμη όλων των ευφυολογημάτων έγκειται στο ότι συλλαμβάνουν με μεγάλη ενάργεια και διατυπώνουν με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα μια όψη της πραγματικότητας. Αλλά το κακό με την πραγματικότητα είναι ότι δεν έχει μόνο μία όψη. Και όπως όλα τα αρχιτεκτονικά, επιστημονικά, οικονομολογικά ή διαχειριστικά μοντέλα, έτσι και τα ευφυολογήματα ισχύουν μόνο για την όψη που αναδεικνύουν.

Βέβαια, το άλλο καλό με τα ευφυολογήματα είναι ότι, εκτός αυτού που μας δείχνουν, μας ερεθίζουν να βρούμε και αυτό που μας κρύβουν.

Η αχίλλειος πτέρνα του συγκεκριμένου ευφυολογήματος είναι αν το «να κάνεις», «να διδάσκεις» και «να διαχειρίζεσαι», πρόκειται για διαφορετικά πράγματα -εννοώ οντολογικά διαφορετικά- ή αν κατά βάθος πρόκειται για το ίδιο πράγμα.

Ο Παζολίνι, στο Δεκαήμερό του, δείχνει τον αναγεννησιακό ζωγράφο/μάστορα, περιστοιχιζόμενο από τους μαθητές του, να ζωγραφίζει ένα φρέσκο. Οι μαθητές τρίβουν και ανακατεύουν τα χρώματα, καθαρίζουν τα πινέλα, βλέπουν με δέος τον μάστορα να τα χρησιμοποιεί, ο οποίος, που και που, επιτρέπει σε κανέναν από τους πιο προικισμένους μαθητές να χρωματίσει ένα κομματάκι ουρανού ή να ζωγραφίσει ένα συννεφάκι. Ο μάστορας κουμαντάρει άξια την όλη επιχείρηση: χειρίζεται το συμβόλαιο με τον επίσκοπο, όπου αναφέρονται λεπτομερώς τα χρώματα που θα χρησιμοποιηθούν, διαχειρίζεται την αγορά των υλικών, την επιλογή ή την αποπομπή των μαθητών του, και βέβαια το ζωγραφικό όραμα και την εκτέλεσή του.

Τα ίδια μας λέγει και ο Βιτρούβιος, σχετικά με το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, στα Δέκα Βιβλία του για την Αρχιτεκτονική. Ο αρχιτέκτονας είναι ο project manager και ο προγραμματιστής του έργου, ο δημιουργός της ιδέας, ο σχεδιαστής, ο επιβλέπων και συχνά και ο εργολάβος.


Στην προβιομηχανική λοιπόν εποχή, το «κάνω κάτι» δεν ήταν συνώνυμο μιας μόνο πτυχής της πραγματοποίησης, αλλά αναφερόταν στην γενικότερη παραγωγή του πράγματος, όπου αυτονόητα συστατικά της είναι ο προγραμματισμός, η σύλληψη της μορφής, η εκτέλεση, η μεταφορά τεχνογνωσίας στους μαθητές-βοηθούς και βέβαια η διοίκηση του όλου εγχειρήματος.

Με την νεωτερικότητα, βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν και ο καημένος ο Μαρξ, που έψαχνε να επανασυναρμολογήσει τον «ολόκληρο άνθρωπο» από τα κομμάτια των αλλοτριωμένων του υποστάσεων, λόγω του καταμερισμού της εργασίας, ο καημένος λοιπόν ο Μαρξ ακόμη ψάχνει.


Νομίζω ότι αυτό ψάχναμε κι εμείς, όταν προβληματιζόμασταν για την συγκρότηση του μεταπτυχιακού μας προγράμματος «Μουσειολογία».

Τι είναι ένα «μουσείο»; Σίγουρα είναι ένα ενιαίο «πράγμα», που κάνει μια απλή και ενιαία «πράξη»: Συγκεντρώνει τεκμήρια πολιτισμού (εδώ με την ευρεία έννοια του όρου) και τα βάζει να επικοινωνήσουν με την κοινωνία. Διαχειρίζεται τεκμήρια πολιτισμού για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου.

Βέβαια για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητες περισσότερες και ετερογενείς κατηγορίες ενεργειών, όπως ακριβώς για την ζωγραφική του φρέσκο ή το χτίσιμο του Κολοσσαίου. Και η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται ακριβώς από αύξηση της πολυπλοκότητας της κοινωνικής οργάνωσης, οφειλόμενης στον καταμερισμό εργασίας, που είναι αναγκαίος για την διαχείριση της αυξημένης τεχνογνωσίας.

Στις σύγχρονες κοινωνίες η ειδίκευση και οι ειδικότητες είναι αναγκαίο κακό. Εμείς προβληματιστήκαμε για το αναγκαίο καλό, δηλαδή το καλό που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση του μουσείου ως ενιαίου πράγματος.


Εδώ στηρίζεται η φιλοσοφία του προγράμματός μας. Και τελικά η πρωτοτυπία του, τουλάχιστο σε όσα μεταπτυχιακά προγράμματα γνωρίζουμε. Θα συνοψίσουμε την φιλοσοφία αυτή σε λίγα λόγια:
- Τι αποκομίζει, ή τι θα έπρεπε να αποκομίζει, κανείς τελικά από την επίσκεψη ενός μουσείου; Από την επίσκεψη αυτού του «πράγματος», το οποίο διαχειρίζεται τεκμήρια πολιτισμού για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου;
- Σίγουρα, μια γνώση του κόσμου μέσα από μία συνολική (holistic) γνωστική-βιωματική διαδικασία. Αυτή η διαδικασία πρόσληψης πληροφορίας και νοήματος είναι μία τυπική περίπτωση Gestalt, δηλαδή σύνθεση περισσοτέρων συνιστωσών, όπου το σύνολο δεν ερμηνεύεται επαρκώς από καμία συνιστώσα μεμονωμένα. Όπου, κατά τον θεμελιώδη νόμο της Gestalt, το σύνολο είναι περισσότερο από τα μέρη του. Και όπου, αυτή η γνώση του κόσμου, προσλαμβανόμενη με τρόπο κάθε φορά μοναδικό από το κάθε φορά προσωπικό ψυχικό υπόστρωμα, διυλίζεται μέσα από τους δαιδάλους της σκέψης και της μνήμης σε αυτό που καλούμε αυτοσυνειδησία, ατομική και συλλογική, μια αυτοσυνειδησία ανακαλούμενη σε κάθε προσπάθεια ανάκτησης του παρελθόντος χρόνου και ανίχνευσης του μελλοντικού.


Τι είδους εκπαίδευση συνεπάγεται μια τέτοια αντίληψη για την διαχείριση του πολιτισμού από το μουσείο;
- Πρώτα απ’ όλα συνεπάγεται μια ενιαία μουσειολογική θεωρία, η οποία καλύπτει όλους τους ετερογενείς κλάδους, που συνεργούν στην δημιουργία του μουσειακού βιώματος. Μια τέτοια θεωρία δεν μοιάζει ακόμη να υπάρχει. Βέβαια, θα παρατηρήσουμε δικαιολογημένα, δεν υπήρξε ποτέ μια θεωρία που να γέννησε μια πρακτική, πάντα το αντίθετο συμβαίνει.
- Έτσι λοιπόν το πρώτο βήμα θα ήταν μια προσπάθεια ενοποιητικής μουσειολογικής πρακτικής, και βέβαια πρωτίστως μιας ενοποιητικής μουσειολογικής εκπαίδευσης. Αυτή η πρακτική, όταν δεν αντιμετωπιστεί μόνο εμπειριστικά, μπορεί να οδηγήσει και στην θεωρία.
- Ένα μεταπτυχιακό μουσειολογίας έχει τη δυνατότητα, θα λέγαμε την πολυτέλεια, να επιδιώξει τα παραπάνω, όταν ισχύουν δύο προϋποθέσεις:
(α) όταν το διδακτικό του προσωπικό συντίθεται από όλες τις ειδικότητες, που συνθέτουν το συνολικό ζητούμενο, όταν δηλαδή κατ’ αρχάς είναι διεπιστημονικό, δηλαδή διατμηματικό/διαπανεπιστημιακό, και μάλιστα έτσι αρθρωμένο ώστε να συνεισφέρουν κατά το διακριτό ειδικό τους βάρος όλες οι συναρμόδιες επιστημονικές περιοχές και
(β) όταν όλοι οι φοιτητές του, ανεξαρτήτως κεκτημένης και μελλοντικής ειδικότητας, εκπαιδεύονται μαζί στην παραγωγή του ενιαίου τελικού επιθυμητού προϊόντος.


Μια τέτοια εκπαιδευτική διαδικασία έχει σημαντικές επιστημονικές, διδακτικές και οργανωτικές συνέπειες:
(ι) Εγκαθίδρυση μιας στοιχειωδώς επικοινωνήσιμης επιστημολογικής βάσης για φοιτητές -αλλά και διδάσκοντες- που έχουν διαφορετικά επιστημολογικά υπόβαθρα.
(ιι) Σχεδιασμός μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, κοινής για όλους τους φοιτητές, που ισορροπεί μεταξύ, από τη μια πλευρά, γενικής γνώσης, την οποία κάθε ειδικότητα πρέπει να έχει για τις άλλες, και από την άλλη εμβάθυνσης, που οφείλει να έχει κάθε ειδικότητα για τον εαυτό της.
(ιιι) Οργάνωση εκπαιδευτικού προγράμματος, η οποία επιτρέπει και μάλιστα προωθεί την παραπάνω διαπλοκή, χωρίς να χάνει το πρόγραμμα την συνοχή του.


Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας τέτοιας εκπαιδευτικής διαδικασίας έθετε αμέσως διάφορα προβλήματα που έπρεπε να λυθούν: Για παράδειγμα, το ξεπέρασμα του αναμενόμενου αρχικού επιστημολογικού σόκ, όταν βρεθούν στην ίδια αίθουσα μαθήματος και κυρίως στο ίδιο τραπέζι συνεργασίας για παραγωγή υποχρεωτικών για όλους κοινών σπουδαστικών θεμάτων, απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων αρχαιολογίας και γενικότερα ιστορίας, αρχιτεκτονικής, παιδαγωγικής, διοίκησης επιχειρήσεων, καλών τεχνών ή επικοινωνίας.

Ευτυχώς βρεθήκαμε σύντομα στην ευχάριστη θέση να διαπιστώσουμε και την εφικτότητα και τη δραστικότητα αυτής της προσέγγισης. Συντομότερα απ’ ό,τι υπολογίζαμε, οι φοιτητές ανέκαμψαν από το αρχικό ξάφνιασμα, ανέπτυξαν ισχυρά κίνητρα και αίσθημα ταύτισης με το κλίμα του μεταπτυχιακού προγράμματος, και ήδη από το τέλος του δευτέρου εξαμήνου παρήγαγαν συνθετικές εργασίες τόσο απροσδόκητα υψηλού επιπέδου, που πρόδιδαν πλήρη συνειδητοποίηση του ιδιόμορφου χαρακτήρα της μουσειολογίας.


Η παραπάνω διαμόρφωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με βάση τη διαδικασία παραγωγής του «μουσείου» είχε βέβαια και μια άλλη παράπλευρη αλλά όχι ήσσονος σημασίας ωφέλεια, αυτή τη φορά για τους διδάσκοντες. Η εκπαιδευτική διαδικασία, λόγω της ίδιας της δομής της, έφερε κοντά σε κοινά εκπαιδευτικά προβλήματα διδάσκοντες από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, που συνεργάζονται για την παραγωγή του κοινού εκπαιδευτικού εξιόντος, που δεν είναι άλλο από την παραγωγή μουσειολογικού έργου. Τέλος μια τέτοια εκπαιδευτική διαδικασία παραμένει αναγκαστικά ζωντανή και μη επιδεχόμενη εύκολα ρουτίνες, πράγμα που αυξάνει ασφαλώς την έγνοια και την απασχόληση, αλλά αυξάνει ακόμη περισσότερο την ανταποδοτικότητα, συνθήκη ευπρόσδεκτη στο σημερινό πανεπιστήμιο.


Αυτή είναι με λίγα λόγια η προσέγγιση με την οποία επιχειρήσαμε, επιστημονικά και εκπαιδευτικά, να διαχειριστούμε την διαχείριση του πολιτισμού, στο εκπαιδευτικό επίπεδο.

Αυτονόητο είναι ότι αυτή είναι και η άποψή μας για τον τρόπο διαχείρισης του πολιτισμού στην γενικότερη πρακτική. Δηλαδή αν οι κάθε είδους οργανισμοί που διαχειρίζονται τον πολιτισμό δεν συγκροτούνται με τρόπο ανάλογο και συμβατό προς την φύση του προς διαχείρισιν αντικειμένου, τότε μόνο κακοδιαχείριση μπορεί να προκύψει.


Με όλα αυτά, μπορούμε, νομίζουμε, να αντιστρέψουμε το αρχικό ευφυολόγημα:

- Όποιος δεν ξέρει να οργανώσει ένα μουσείο, δεν ξέρει και να το διδάξει.

- Όποιος δεν ξέρει να το διδάξει, δεν ξέρει και να το φτιάξει.

- Και όποιος δεν ξέρει να φτιάξει ένα μουσείο, δεν μπορεί

ούτε να το φτιάξει,

ούτε να το διδάξει,

ούτε και να το οργανώσει.


Αυτό μπορεί να συνοψιστεί και σε μία μόνο φράση:

- Όποιος δεν μπορεί να διαχειριστεί τον πολιτισμό,

δεν μπορεί με κανένα τρόπο να τον διαχειριστεί.




Κατεβάστε την διάλεξη
Εκτύπωση διάλεξης
Επιστροφή στην αρχή