Η αξιολόγηση του αρχιτεκτονικού έργου

Τι, πώς, γιατί - Μια χαρτογράφηση

Ανακοίνωση στην ημερίδα «Διαδικασία Αξιολόγησης του Αρχιτεκτονικού Έργου», Μ.Μ.Σ.Τ. Θεσσαλονίκη,
Μάιος 2010, Διοργάνωση Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ.


Η αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής είναι δύσκολο πράγμα διότι:
- είτε δεν ξέρουμε ακριβώς το τι, το πώς και το γιατί,
- είτε, σπανιότερα, τα ξέρουμε, αλλά: είτε έχουμε τεχνικές δυσκολίες, είτε δεν μας συμφέρει να τα μεταχειριστούμε.

Στην σύντομη ομιλία μου θα επιχειρήσω απλώς μια χαρτογράφηση του ζητήματος, κι αυτήν ελλειπτικά. Θα πω μάλλον γνωστά πράγματα, που όμως είναι καλό να τα σκεφτόμαστε όλα μαζί.

Θα ξεκινήσω από την αρχή.


1. Τι;

Το τι θα αξιολογήσουμε, όταν αξιολογούμε αρχιτεκτονικό έργο, ανοίγει ήδη τους ασκούς του Αιόλου, γιατί θέτει επί τάπητος ολόκληρη τη Θεωρία της Αρχιτεκτονικής. Δηλαδή ο κάθε αξιολογητής θα όφειλε, ρητά ή άρρητα, να δηλώσει τι νομίζει ότι είναι αρχιτεκτονική, και ποιο το αξιολογούμενο έργο, για να προχωρήσει στο πώς. Ένα ακραίο παράδειγμα:

Αν, π.χ., ένας αξιολογητής πιστεύει ότι «αρχιτεκτονική είναι το μεγαλόπρεπο παιγνίδι των συντεταγμένων κάτω από τον ήλιο όγκων», τότε θα πρέπει να βάλει τα αξιολογούμενα αρχιτεκτονήματα κάτω από τον ήλιο και να κρίνει τίνος ο όγκος παίζει το πιο μεγαλόπρεπο παιγνίδι: Εκείνο θα είναι και το καλύτερο!... Εκτός κι αν στον ορισμό του έχει παραλείψει κάτι, ή εξυπονοεί και κάτι άλλο, οπότε θα έπρεπε να το είχε προσθέσει… Τότε, στην περίπτωση αυτή, δεν θα επρόκειτο για ορισμό, αλλά για ιδεολογικά φορτισμένο αφορισμό. Από τέτοιους είναι γεμάτη η αρχιτεκτονική και αυτό μας βάζει συχνά σε δυσκολίες... και στην αξιολόγηση…

Θα σας πω λοιπόν ένα ορισμό της αρχιτεκτονικής, λιγότερο μεγαλόσχημο αλλά καταλληλότερο για την αξιολόγηση:

[Εικ. 1] - Αρχιτεκτονική είναι το προϊόν της βελτιστοποιημένης σύνθεσης 4 (πάντα των ίδιων) και μάλιστα ασυμβάτων παραμέτρων:
1. Παράμετρος της λειτουργίας,
2. Παράμετρος της αισθητικής,
3. Παράμετρος της τεχνικής και της οικονομίας και
4. Παράμετρος της ψυχο-κοινωνικής επίδρασης στον χρήστη.

Οι παράμετροι αυτές αντιστοιχούν στις κατηγορίες αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τον σχεδιασμό και στις κατηγορίες κριτηρίων που χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση - είτε συνειδητά είτε ασύνειδα.

Αξιολόγηση είναι η αντίστροφη διαδικασία του σχεδιασμού…

Το ειδικό για την αρχιτεκτονική πρόβλημα, που καθορίζει και την ιδιαιτερότητά της μεταξύ των επιστημών και των τεχνών, είναι ότι οι 4 αυτές κατηγορίες είναι μεταξύ τους λογικά και επιστημολογικά ασύμβατες. Δηλαδή η κάθε μια έχει εσωτερική συνεκτική λογική (ακόμη και η αισθητική έχει μια εσωτερική συνεκτική λογική, αλλά δεν είναι της στιγμής …) όμως η λογική της μιας κατηγορίας δεν έχει καμία σχέση με τη λογική της άλλης. Άρα υπάρχει δυνατότητα ορθολογιστικών, συστηματικών (σχεδιαστικών ή αξιολογικών) χειρισμών στο εσωτερικό της κάθε κατηγορίας, αλλά όχι στη μεταξύ τους σχέση. Η μεταξύ τους σχέση παραμένει πάντα α-λογική και αντιμετωπίζεται, (είτε στον σχεδιασμό είτε στην αξιολόγηση) μόνο με τη διαίσθηση, δηλαδή στην περίπτωση της αξιολόγησης, με τις λεγόμενες «αυθόρμητες» κρίσεις («αυθόρμητες» ως το αντίθετο του «συστηματικές»). Αυτό σημαίνει ότι από τη μια πλευρά στο εσωτερικό κάθε κατηγορίας μπορούμε να κάνουμε σχεδιαστικούς ή αξιολογικούς χειρισμούς με σχετικά συστηματικό τρόπο, από την άλλη πλευρά όμως, αυτό αποκλείεται στον συνολικό χειρισμό και των τεσσάρων κατηγοριών. Ο συνολικός χειρισμός (είτε στο σχεδιασμό είτε στην αξιολόγηση), παραμένει κατά βάθος μη ορθολογικός, εναπόκειται στις αυθόρμητες κρίσεις μας.

[Εικ.2] - Οι χειρισμοί αυτοί, είτε οι αξιολογικοί είτε οι σχεδιαστικοί, εκτυλίσσονται (στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής) στα τρία γνωστά επίπεδα (σε τρεις «κλίμακες») 1. Της σχέσης του όποιου κτίσματος με το κατά περίπτωση άμεσο περιβάλλον (εδώ υπάγεται και η κλίμακα του αστικού σχεδιασμού), 2. Της συγκρότησης του κτιριακού συνόλου από τις επιμέρους κτιριακές ενότητες (η λεγόμενη κτιριολογική κλίμακα) και 3. Της διαμόρφωσης των μεμονωμένων χώρων (η λεγόμενη κλίμακα σχεδιασμού εσωτερικών χώρων).

Τα τρία αυτά επίπεδα διατηρούν μεταξύ τους μια σχετική ανεξαρτησία, δηλαδή το συνολικό κτίσμα μπορεί να είναι επιτυχημένο στη μία κλίμακα και αποτυχημένο στην άλλη.

[Εικ.3] - Καθώς σε κάθε επίπεδο γίνονται οι ίδιες κατηγορίες σχεδιαστικών ή αξιολογικών χειρισμών, έχουμε ένα γενικό σχήμα όπως στην εικόνα 3.


Εικόνα 1
Εικόνα 1
  Εικόνα 2
Εικόνα 2
  Εικόνα 3
Εικόνα 3
Εικόνα 1   Εικόνα 2   Εικόνα 3  

Ο παραπάνω ορισμός απαντά στο τι είναι αρχιτεκτονική από συστηματικής πλευράς (ενώ μοιάζει τεχνικός, απαντά ακόμη και στο τι είναι «όνειρο» στην αρχιτεκτονική, αλλά κι αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…). Η παραδοχή του σχήματος αυτού έχει βέβαια συνέπειες: Αν δεν αξιολογήσει κανείς το κτίσμα 1. και από τις 4 παραμέτρους και 2. και στα τρία επίπεδα (κλίμακες), τότε έχει κάνει ανεπαρκή αξιολόγηση. Δηλαδή δεν έχει αξιολογήσει το κτίσμα, αλλά μόνο ορισμένες επιμέρους παραμέτρους του (όπως το παραπάνω παράδειγμα του αφορισμού του Λε Κορμπυζιέ), η ορισμένες μόνο κλίμακες σχεδιασμού. Και προφανώς, όταν έχει κανείς να αξιολογήσει συγκριτικά περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για το ίδιο πρόβλημα (όπως σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό), - είτε αξιολογεί ισομερώς όλα τα παραπάνω σημεία σε κάθε λύση (οπότε τουλάχιστον έχει κάνει ισόρροπη αν όχι δίκαιη κρίση) - είτε αξιολογεί διαφορετικά σημεία σε κάθε λύση, οπότε έχει κάνει άδικη κρίση και μόνο κατά σύμπτωση σωστή.

Θα μου πείτε ότι η συστηματοποίηση ίσως υπεραπλουστεύει τα πράγματα. Δεν είμαι υπέρ της υπεραπλούστευσης. Αλλά βλέπουμε τι μπορεί να συμβεί όταν δεν λαμβάνονται υπόψη αυτά τα απλά πράγματα. Η 30ετής ιστορία του Μουσείου της Ακρόπολης είναι διδακτική: Κατά βάθος έχει υποφέρει από απλά πράγματα. Κατά την πολύχρονη ιστορία του διαγωνισμού ούτε το τι θα σχεδιαστεί και θα αξιολογηθεί ήταν ποτέ σαφές, ούτε το πώς (θα αξιολογηθεί) ήταν αυτονόητα ομοιόμορφο. Ένα μόνο παράδειγμα: Στον προ-προτελευταίο διαγωνισμό αντικείμενο αξιολόγησης ήταν είτε η θέση, είτε η λύση του κτιρίου, ενώ στον τελευταίο διαγωνισμό αξιολογήθηκε στο πρώτο μεν βραβείο η βέλτιστη τήρηση της προδιαγραφής για την έκθεση της ζωφόρου του Παρθενώνα, ενώ στο δεύτερο βραβείο αξιολογήθηκε η καταπάτηση του θεμελιώδους αυτού όρου και η υποκατάστασή του με την εξπρεσιονιστική αυτοέκφραση ενός διεθνούς στάρ. [εικ. 4]


Το ποιες είναι οι συγκεκριμένες επιμέρους παράμετροι αξιολόγησης για το κάθε αρχιτεκτονικό έργο το διατυπώνει ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός - αν βέβαια τέτοιος έχει προηγηθεί…- Π.χ. στο παράδειγμά μας του μουσείου της Ακρόπολης, αρχιτεκτονικός προγραμματισμός ποτέ δεν έγινε σωστά.


Ας προσπαθήσουμε τώρα να πινακοποιήσουμε τις τυπικές επαγγελματικές ( οργανωτικές) μορφές αρχιτεκτονικού έργου στις οποίες εμφανίζεται αυτό το «τι». Η [Εικ. 5] απεικονίζει τις διάφορες κατηγορίες έργων, στις οποίες εμφανίζεται το ζήτημα της αξιολόγησης. Σε όλες αυτές, η ουσία της αξιολόγησης παραμένει φυσικά η ίδια. Η κάθε τυπική μορφή όμως έχει επιπτώσεις στο «πώς». Δύο παραδειγματικές παρατηρήσεις:

1η παρατήρηση: Περίπτωση διαφορετικών αρχιτεκτονικών αντικειμένων (π.χ. βραβεία αρχιτεκτονικής): Εδώ έχουμε μια ιδιάζουσα περίπτωση: Δεν υπάρχει ενότητα του σκοπού του φορέα ανάθεσης των επιμέρους έργων, άρα εξαφανίζεται το κριτήριο βαθμού εκπλήρωσης του σκοπού. Αυτό που μένει είναι η ρητή ή άρρητη αξιολόγηση εκ μέρους του αγωνοθέτη, για το κατά πόσον κάθε μια από τις διάφορες ετερογενείς μελέτες επιτυγχάνει με τα δικά της ιδεολογικά και σχεδιαστικά κριτήρια να προτείνει μια εξέχουσα λύση στο δικό της πρόβλημα, συμβάλλοντας έτσι σε μια παραδειγματική προώθηση της «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ».

2η παρατήρηση: Περίπτωση αξιολόγησης σε χρήση [Εικ. 6]: Αυτή θέτει ένα μείζον πρόβλημα: Το πρόβλημα του «Ποιος είναι ο χρήστης;».

Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου είχα επιχειρήσει να δείξω το πρόβλημα. Αντικείμενο του άρθρου ήταν η αξιολόγηση ενός κτισμένου έργου (επρόκειτο για το Δημαρχείο της Δραπετσώνας) που είχε προκύψει από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Τίτλος του άρθρου ήταν «Η υδρορρόη, το δημαρχείο, η αρχιτεκτονική και η κριτική της». Προφασιζόμενος την πρόθεση να διερευνήσω πρώτα την προέλευση της άτεχνης τοποθέτησης μιας υδρορρόης [Εικ. 7], προτού την κρίνω και αποδώσω ευθύνες, έβγαλα, με την ευκαιρία αυτού του δευτερεύοντος ζητήματος, στην επιφάνεια όλο το επιστημολογικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα της αρχιτεκτονικής κριτικής, όπου το αίτια για κάθε σημείο επί του οποίου ασκούμε κριτική ενδέχεται να διασπείρονται σε όλα τα στάδια της παραγωγής του κτίσματος, και σε αυτά συγκαταλέγονται όλες οι ενέργειες από οποιονδήποτε και με οποιαδήποτε μορφή ενεχόμενο. Έτσι σε ένα τελειωμένο και χρησιμοποιούμενο κτίριο κρίνονται (ή θα έπρεπε να κρίνοντα)ι κατά βάθος, μαζί με τα αυτονόητα, και μια σειρά παρελκόμενων ζητημάτων, όπως π.χ. αναγράφονται στην [Εικ. 8].


Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σχολαστικά. Αν το καλοσκεφτούμε όμως, είναι αυτά τα σημεία, στα οποία επάνω σκοντάφτουμε ξανά και ξανά όταν συζητάμε κριτικά για ένα κτίριο: Π.χ. αν προσέξουμε την κριτική που γίνεται σήμερα για το μουσείο της Ακρόπολης θα δούμε ότι οι επιμέρους κρίσεις ανάγονται σε αίτια, που είναι διεσπαρμένα σε όλο το παραπάνω φάσμα ζητημάτων.


Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε χαρτογραφήσει το τι, (τι είναι αρχιτεκτονική και τι είναι το υπό αξιολόγηση αρχιτεκτονικό έργο) και προχωρούμε στο πώς.


Εικόνα 4
Εικόνα 4
  Εικόνα 5
Εικόνα 5
  Εικόνα 6
Εικόνα 6
Εικόνα 4   Εικόνα 5   Εικόνα 6  
Εικόνα 7
Εικόνα 7
  Εικόνα 8
Εικόνα 8
  Εικόνα 9
Εικόνα 9
Εικόνα 7   Εικόνα 8   Εικόνα 9  

2. Πώς;

Το ερώτημα για το πώς θα αξιολογήσουμε το αρχιτεκτονικό έργο συνεχίζει να κρατά του ασκούς του Αιόλου ανοικτούς. Διότι εξακολουθεί να συναρτάται με το οντολογικό ερώτημα, του τι είναι αρχιτεκτονική. Το προηγούμενο παράδειγμα με τον αφορισμό του Λε Κορμπυζιέ το δείχνει καθαρά.

Είδαμε προηγουμένως (βλ, παραπάνω εικόνα) ότι η αρχιτεκτονική είναι αδύνατο να αξιολογηθεί σε αμιγώς ορθολογιστική βάση – όπως ακριβώς δεν μπορεί και να παραχθεί μόνο ορθολογιστικά. Αυτό συχνά οδηγεί στο άλλο άκρο: Στην πλήρη παραίτηση από τον ορθό λόγο τόσο κατά τη σύνθεση όσο και κατά την αξιολόγηση.

Η επιλογή έχει μεγάλη πρακτική σημασία: Η καθαρά εμπειρική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική αξιολόγηση κρύβει πολύ σοβαρούς κινδύνους, κυρίως όταν η αξιολόγηση είναι συλλογική (όπως π.χ. σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό).

Το πρόβλημα του «πώς» μου το έθεσε πρακτικά η συχνή συμμετοχή μου, ως τότε νέος καθηγητής, σε κριτικές επιτροπές διαγωνισμών κατά την 10ετία του ‘70. Εκεί προσπάθησα να συνδυάσω τα ερευνητικά ερωτήματα με τις ανάγκες της πρακτικής. Θα συνοψίσω την άποψή μου για τις δυνατότητες και τα όρια της συστηματικά υποβοηθούμενης αξιολόγησης.

Μια, υποστηριζόμενη από το ΤΕΕ, προκαταρκτική έρευνα που είχαμε κάνει στα τέλη της 10ετίας του ’70 με τον Δ. Κωτσάκη είχε τίτλο «Αξιολόγηση κτιρίων» [Εικ. 9]. Εκεί είχαμε επιχειρήσει (1) να διατυπώσουμε ένα συστηματικό πλαίσιο εννοιών και ορολογίας, βασισμένο στην σχετική διεθνή έρευνα, και (2) προτείναμε ένα λογικό σχήμα, ένα σχέδιο οδηγού αξιολόγησης, ο οποίος να συνδυάζει ορθολογιστικές/συστηματικές και αυθόρμητες/διαισθητικές κρίσεις. Αυτό μόνο για την παράμετρο της λειτουργίας του κτιρίου. Η έρευνα δεν είχε συνέχεια και ο οδηγός δεν προχώρησε ποτέ. Άλλωστε ποτέ δεν εμφανίστηκε ζήτηση για κάτι τέτοιο και δεν έχει νόημα να ψάχνεις κάτι που δεν το ζητάει κανείς.

Ένα δεύτερο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση ήταν όταν, στις αρχές της 10ετίας του ’80, ολοκλήρωσα ένα βοήθημα για ημι-συστηματική προσέγγιση στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Επρόκειτο για έναν οδηγό σχεδιασμού, που δίνει έναν μπούσουλα, χωρίς να αγνοεί την χαοτική φύση του σχεδιασμού. Το βιβλίο δεν το εξέδωσα ποτέ, - αν θυμηθείτε το κλίμα και τα προβλήματα της δεκαετίας του ’80 στο πανεπιστήμιο, θα καταλάβετε γιατί. Σε κάθε περίπτωση όμως χρησίμευσε τουλάχιστο σ’ εμένα, και στα μαθήματά μου. Από αυτό προέκυψαν πολλά στοιχεία που αργότερα αποτυπώθηκαν στα τρία βιβλία μου για τη θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Το βιβλίο πρότεινε ένα διάγραμμα που απεικονίζει την «λογική ακολουθία» της διαδικασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Δηλαδή δεν απεικονίζει την πραγματική ακολουθία, η οποία είναι πάντα χαοτική, αλλά την εκλογίκευσή της σε διαδοχικά βήματα με ορθολογικά προσδιορισμένο περιεχόμενο και ορθολογικές αιτιώδεις μεταξύ τους σχέσεις. Το διάγραμμα προτείνει μια σειρά βημάτων αξιολόγησης, και συνοδεύεται από λεπτομερείς οδηγίες για τους χειρισμούς μέσα σε κάθε βήμα.

Είναι φανερό ότι το διάγραμμα, από την αντίστροφη, απεικονίζει και την εκλογικευμένη διαδικασία αξιολόγησης. [Εικ. 10]

Το διάγραμμα δουλεύει ως εξής: (Λυπούμε για την υπεραπλούστευση, αλλά δεν υπάρχει εδώ χρόνος για περισσότερη ανάπτυξη του βιβλίου).

- Επεξεργαστείτε κατά το δυνατόν ορθολογιστικά το περιεχόμενο των γαλάζιων πλαισίων (βημάτων), και κατά το δυνατόν με την προτεινόμενη σειρά – ή και όχι. Για τους εφικτούς ορθολογιστικούς χειρισμούς παρατίθενται απλές τεχνικές (π.χ. πώς γίνεται ένα πλήρες και εξαντλητικό λειτουργικό διάγραμμα, ή τα διαγράμματα και οι κλίμακες της «Αξιολόγησης κτιρίων»).

- Για το περιεχόμενο των κόκκινων πλαισίων μεταχειριστείτε αυθόρμητους χειρισμούς, συνεκτιμώντας το προϊόν των γαλάζιων πλαισίων και ειδικότερα προσπαθώντας οι συνολικές σας κρίσεις να μην έρχονται κατά το δυνατόν σε αντίφαση με τις διαπιστώσεις των γαλάζιων πλαισίων.

Δηλαδή, η άποψή μου για την δυνατότητα συστηματικής αξιολόγησης είναι ακριβώς η ίδια με την άποψή μου για την δυνατότητα συστηματικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Συνοπτικά:

Φτάνουμε στο ακρότατο δυνατό σημείο των επιμέρους αξιολογήσεων με ορθολογιστικούς χειρισμούς, και κάνουμε τη σύνθεση με την διαίσθηση. Ή, αλλιώς, αναλύουμε το πολυπαραμετρικό πρόβλημα στις ανεξάρτητες μεταβλητές, στις σχετικά αυτόνομες παραμέτρους του, οι οποίες έχουν εσωτερική συνεκτική λογική, άρα και δυνατότητα, σχετικά πάντα, ορθολογικώς ελεγχόμενης αξιολόγησης, και αφήνουμε την χαοτική διαδικασία για την σύνθεση των επιμέρους αξιολογήσεων.

Εξακολουθώ και πιστεύω ότι βοηθάει, σύμφωνα με την αρχή ότι «η λογική δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά δεν έχουμε και τίποτε καλύτερο να κάνουμε».


Το τι συμβαίνει όταν, για εξω-αρχιτεκτονικούς λόγους, είμαστε υποχρεωμένοι να ποσοτικοποιήσουμε την συνολική αξιολόγηση του αρχιτεκτονικού έργου, φαίνεται στην περίπτωση των διαγωνισμών του συστήματος «μελέτη-κατασκευή». Παρ’ όλες τις δικλείδες ασφαλείας, τα όρια του συστήματος, κυρίως στις οριακές περιπτώσεις που είναι και οι κρίσιμες είναι σαφή. Στην [Εικ. 11] παρατίθεται ένας «πίνακας κριτηρίων» από κάποιον τυπικό διαγωνισμό και στην [Εικ. 12], εναλλακτικές εφαρμογές του πίνακα σε περίπτωση οριακής αξιολογικής διαφοράς μελετών, η οποία όμως προκύπτει από ουσιαστικές ποιοτικές διαφορές τους. Εδώ μόνο επιγραμματικά συμπεράσματα:

1. Η ποσοτικοποιημένη αξιολόγηση δεν μπορεί ποτέ να διασφαλίσει μια συνολική συγκριτική αξιολόγηση μελετών, που να υποκαθιστά απολύτως την αυθόρμητη συνολική κρίση. (Δηλαδή σε κρίσιμες περιπτώσεις οριακής ισοβαθμίας η αυθόρμητη κρίση θα είναι κατά κανόνα εγκυρότερη.)

2. Το σύστημα «μελέτη-κατασκευή» δεν είναι κατάλληλο για την αξιολόγηση εναλλακτικών αρχιτεκτονικών λύσεων, αλλά για την αξιολόγηση (α) είτε του βαθμού κατασκευαστικής επεξεργασίας δεδομένων λύσεων, με το ρίσκο πάντα της ανατροπής της αρχικής κεντρική ιδέας, (β) είτε της συνολικής σκοπιμότητας εναλλακτικών λύσεων, σε προβλήματα όπου η χρήση εναλλακτικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές κατευθύνσεις λύσεων.

3. Δηλαδή το σύστημα «μελέτη-κατασκευή» δεν είναι κατάλληλο ούτε για την παραγωγή ούτε για την τελική επεξεργασία αρχιτεκτονικών λύσεων υψηλών απαιτήσεων, οδηγώντας νομοτελειακά στην ισοπέδωση προς τον κάτω μέσο όρο.


Εικόνα 10
Εικόνα 10
  Εικόνα 11
Εικόνα 11
  Εικόνα 12
Εικόνα 12
Εικόνα 10   Εικόνα 11   Εικόνα 12  

3. Γιατί;

Πού βρίσκεται σήμερα η έρευνα για την αρχιτεκτονική αξιολόγηση;

Μετά την πολλή συζήτηση που είχε γίνει κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70, η σημερινή εικόνα είναι αρνητική:

Όπως πάντα, υπάρχει ακόμη ενδιαφέρον για την συστηματική αξιολόγηση κτιρίων από οικονομικο-τεχνική πλευρά (building evaluation)

Όμως κάτω από το λήμμα “architecture – evaluation”, “architectural design evaluation” και τα συναφή, το μόνο που μπορεί κανείς να ανακαλύψει είναι πλήθος ερευνών που έχουν τις παραπάνω λέξεις στον τίτλο τους, πλην όμως ασχολούνται με αρχιτέκτονες, αρχιτεκτονική και σχεδιασμό που αφορά την αρχιτεκτονική των software… Η «άλλη» αρχιτεκτονική απουσιάζει εντελώς από τη συζήτηση.

Γιατί έχει ατονήσει η επιστημονική έρευνα γύρω από την αρχιτεκτονική και βέβαια την αρχιτεκτονική αξιολόγηση; Πρέπει να προσέξουμε, και στην σημερινή ημερίδα, πολύ προτού δώσουμε βεβιασμένες απαντήσεις: Ιδού ορισμένες υποθέσεις εργασίας:

1. Η συστηματική αξιολόγηση είναι ασύμβατη με την «ανασούσουμπη» (ασυμμάζευτη, ανοικονόμητη, ξέφραγη κ.ο.κ.) φύση της αρχιτεκτονικής και δεν έχει έτσι νόημα να ασχολείται κανείς ερευνητικά μαζί της.

2. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν και άλλα ανθρώπινα φαινόμενα εξίσου «ανασούσουμπα», όπως π.χ. η κοινωνία, η πολιτική, η ανθρώπινη «ψυχή», και όμως γι’ αυτά γίνονται συστηματικές μελέτες. Το γιατί αυτό δεν συμβαίνει και με τη αρχιτεκτονική είναι ένα ερώτημα, που οφείλει να το απαντήσει η αρχιτεκτονική θεωρία, αφού το ίσως θέσει η σημερινή ημερίδα.


Κι ακόμη ένα τελικό γιατί:

Σύμφωνοι! Η μερική ορθολογικοποίηση της αξιολόγησης μοιάζει να είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, μέσα στην ιδιόμορφη εγγενή απροσδιοριστία της αρχιτεκτονικής ποιότητας. Δεν πρέπει όμως από την άλλη πλευρά να ξεχνάμε ότι η αρχιτεκτονική είναι μέρος της οικονομίας και της κοινωνικής υποδομής. Η συστηματική αξιολόγηση μπορεί να προστατεύει την αρχιτεκτονική παραγωγή από πολλές καθ’ οδόν παράπλευρες απώλειες. Η περιφρόνηση τέτοιων προσεγγίσεων από εμάς τους αρχιτέκτονες μάλλον οφείλεται στην εξεχόντως εμπειρική μας παράδοση, η οποία συχνά ανάγει την «ελευθερία για αυθαιρεσία» σε ιδεολογική σημαία της αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας, - πράγμα κατά τη γνώμη μου σαφώς εσφαλμένο.

Η δημιουργικότητα του αρχιτέκτονα δεν μπορεί να έρχεται σε αντίφαση με την κοινωνική του ευθύνη.



Κατεβάστε την διάλεξη
Εκτύπωση διάλεξης
Επιστροφή στην αρχή