Η υδρορρόη, το δημαρχείο, η αρχιτεκτονική και η κριτική της

Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Μάρτιος 1986


Θα προτιμούσα τα πράγματα να ήταν έτσι, που να μπορούσα να έγγραφα το κείμενο αυτό εντελώς διαφορετικά.


Ήδη, όταν μια μέρα μου έγινε το τηλεφώνημα με την πρόταση να συμμετάσχω στην κριτική παρουσίαση ενός ελληνικού δημοσίου κτιρίου, που πρόεκυψε μέσα από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, θα προτιμούσα η αυθόρμητη αντίδρασή μου να είναι ένα απλό «ναι, με μεγάλη μου χαρά». Έτσι θα ήθελα να μπορούσε να συμπεριφερθεί ένας, όχι πια και τόσο καινούργιος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, που δοκίμασε, όσο του ήταν δυνατό, να σχεδιάσει και να χτίσει, να διδάξει και να μελετήσει θεωρητικά την αρχιτεκτονική. Αντίθετα, η πρώτη μου παρόρμηση – χωρίς να γνωρίζω το κτίσμα παρά μόνο σαν κάποια μακρινή ανάμνηση ενός πρώτου βραβείου – να απαντήσω «όχι… δυστυχώς όχι…» πήγασε ακριβώς από το ότι έχω δοκιμάσει τα παραπάνω, έχω κάποια εποπτεία επάνω σ’ αυτά και θα προτιμούσα να αποφύγω το προσωπικό αδιέξοδο της συνόψισής τους σε λίγες σελίδες κειμένου. Και πρώτα απ’ όλα θα προτιμούσα να είχα αποφύγει μια εισαγωγική παράγραφο σαν κι αυτή και να μπορούσα να έμπαινα με αυτοπεποίθηση κατευθείαν στο θέμα μου: Να το κτήριο, να και η κριτική της αρχιτεκτονικής του.


Κατέληξα ότι έπρεπε να το δοκιμάσω. Και πήγα να γνωρίσω το κτίριο.
Το κτίριο έχει σχεδόν τελειώσει. Γίνονται ακόμη κάποιες εργασίες τελειωμάτων στο εσωτερικό του, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κυρίου κλιμακοστασίου είναι ακόμη καλυμμένα από την προστατευτική στρώση γύψου, στους υαλοπίνακες οι επικολλημένες χάρτινες ταινίες με τη φίρμα του προμηθευτή, η σκόνη του εργοταξίου δεν έχει ακόμη φύγει από τους χώρους, οι εξωτερικές διαμορφώσεις ημιτελείς… Σαν θεατρικό σκηνικό πριν από την πρεμιέρα, χωρίς κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες, χωρίς το φως των προβολέων και προπαντός χωρίς τη σκηνική δράση… Μπορεί κανείς να κάνει έγκυρα κριτική της σκηνογραφίας; Όταν μάλιστα οι ηθοποιοί που θα παίξουν εδώ θα έχουν τη δικαιοδοσία να επέμβουν επάνω στο σκηνικό και μάλιστα επάνω στο ίδιο το θεατρικό έργο... Πώς θα το κάνουν άραγε στην περίπτωση αυτή; Θα επικολλήσουν με σελοτέιπ λευκά, ρόζ και κίτρινα χαρτιά ανακοινώσεων δημοπρασιών και εορτασμών στους υαλοπίνακες της εισόδου; Θα τοποθετήσουν ίσως μέσα κι έξω πινακίδες ανακοινώσεων – από κόντρα πλακέ, χάρντμπορντ, φορμάικα, με ξύλινο ή αλουμινένιο πλαίσιο; Θα ταπετσάρουν τους εξωτερικούς τοίχους, μέχρι το ύψος που φτάνει η σκάλα και η βούρτσα του αφισοκολλητή, με χρωματιστές αφίσες των τελευταίων εκδηλώσεων των πολιτικών νεολαιών; Θα γράψουν με σπρέι, επάνω σε πρόχειρα ασπρισμένα προηγούμενα, και νέα συνθήματα για την τελευταία απεργία, την τελευταία ποδοσφαιρική συνάντηση ή συναυλία ροκ; Θα μεταφέρουν, αν κάποτε διαπιστώσουν το αδιαχώρητο, κάποια υπηρεσία με την οποία έρχεται σε επαφή το κοινό, στον τελευταίο όροφο, όπου υπάρχει ίσως κάποιος περίσσιος χώρος και θα συντηρούν τότε συχνότερα τους ανελκυστήρες που θα χρησιμοποιούνται αναγκαστικά περισσότερο; Θα τοποθετήσουν δίπλα στο εμφανές μπετόν τα παλιά γκρίζα μεταλλικά έπιπλα γραφείου, γνωστά από τις δημόσιες υπηρεσίες, θα βρουν χρήματα για καινούρια κι αν βρουν ποιον θα ρωτήσουν για να τα ξοδέψουν; Θα γνωρίσουν όλοι αυτοί ότι εξακολουθούν να κάνουν αρχιτεκτονική;

Ποια αρχιτεκτονική λοιπόν θα έπρεπε να παρουσιαστεί εδώ κριτικά; Αυτή των προθέσεων τη μελέτης; (Βλέπετε, είμαι πολύ προσεκτικός για να γράψω «… των μελετητών»). Τότε όμως δεν θα χρειαζόταν να περιμένουμε να κτιστεί το κτίριο. Θα αρκούσαν τα σχέδια και η μακέτα. Μήπως εκείνη του κτίσματος που έχει ζήσει και έχει βιωθεί μέσα από την πραγματικότητα για την οποία έγινε; Τότε θα έπρεπε πρώτα να αφήσουμε το κτίριο να ζήσει μερικά χρόνια. Θα δεχόμασταν όμως στην περίπτωση αυτή ότι η αρχιτεκτονική δε σταματάει με την ολοκλήρωση του κτίσματος αλλά συνεχίζεται με τη χρήση, την παράχρηση ή την κατάχρησή του από τους χρήστες; Και ποιοι συγκαταλέγονται σ’ αυτούς; Σίγουρα βέβαια οι δημοτικές αρχές και οι δημότες που πηγαίνουν στο δημαρχείο για να εξυπηρετηθούν. Αλλά οι περαστικοί, οι ποδοσφαιρόφιλοι μετά το ματς, η γιαγιά της απέναντι πολυκατοικίας; Υπάρχουν βέβαια, λέγεται και οι βαθύτερες δομές μιας αρχιτεκτονικής λύσης, αυτές που ίσως δίνουν μια «υπόγεια διάρκεια», μια «δυνάμει λειτουργία» στο κτίριο, που μπορεί να αποκαλύπτεται ή να συγκαλύπτεται ανάλογα με τη χρήση του. Ποια όμως, αν υπάρχουν, είναι η επιχειρησιακή τους χρησιμότητα για τη χρονική στιγμή της αρχιτεκτονικής κριτικής; Θα είχε π.χ. νόημα σήμερα μια κριτική της «δυνάμει» αρχιτεκτονικής παρουσίας, ας πούμε, του κτιρίου της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε μια – σε ποια- υποθετική κατάσταση λειτουργίας της Σχολής, όπου δε θα ήταν όλες οι διαθέσιμες επιφάνειες των τοίχων άσχημα επικολλημένες και μουτζουρωμένες, οι οροφές δεν θα έσταζαν , εργασίες μετασκευών δεν θα έστεκαν μισοτελειωμένες για δέκα ή δώδεκα μήνες, το δάπεδο της αίθουσας του μαθήματος δεν θα ήταν καλυμμένο με στρώμα από αποτσίγαρα και άδεια πλαστικά κύπελλα από την τελευταία γενική συνέλευση; Έχει καν νόημα η αρχιτεκτονική κριτική σε συνθήκες όπου δεν συμπίπτουν προθέσεις του κύριου του έργου, προθέσεις των μελετητών και πρακτική χρήσης του έργου; Ποια η πραγματική αρχιτεκτονική και ποιοι οι αρχιτέκτονες κατά τη στιγμή της κριτικής αποτίμησης;


Με τέτοιες σκέψεις για την αρχιτεκτονική και το κείμενο που ζητιόταν από μένα να γράψω ξεκίνησα την επίσκεψη του έργου.

Το κτίριο κτίστηκε τελικά, ως προς τη γενική αρχιτεκτονική του οργάνωση και ύφος πολύ κοντά στη λύση που είχε βραβευθεί κατά τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό … - του 1975.

Με μια ματιά στη νότια όψη του κτιρίου αντιλήφθηκα ότι οι υδρορρόες [Εικ. 1] δεν μπορεί να είχαν σχεδιαστεί έτσι από τον μελετητή. Ρώτησα να μάθω.


Εικόνα 1
Εικόνα 1
 
Εικόνα 1    

Πραγματικά. Αρχικά προβλέπονταν ενσωματωμένες μέσα στα υποστυλώματα. Μετά όμως τους σεισμούς του ‘ 80 που βρήκαν το κτίριο στις εκσκαφές, οι εργασίες σταμάτησαν για να επανεκτιμηθεί η φέρουσα ικανότητα του σκελετού και να ενισχυθεί με βάση απαιτήσεις υψηλότερες από εκείνες του παλιού αντισεισμικού κανονισμού. Η ενίσχυση των υποστυλωμάτων σε διατομή και διάταξη οπλισμού οδήγησε στην ανάγκη να βγουν οι υδρορρόες έξω από τα υποστυλώματα. Για την ακρίβεια αφαιρέθηκαν από το εσωτερικό του υποστυλώματος, αλλά δεν προβλέφθηκε ταυτόχρονα και η νέα τους θέση, έτσι ώστε μετά εκ των ενόντων τοποθετήθηκαν έτσι.

Φυσικό ήταν ο λόγος να το φέρει αμέσως στο τι μεσολάβησε από την προκήρυξη του διαγωνισμού, το 1975, ως την επανεξέταση της αντισεισμικής μελέτης το 1980. Ρώτησα να μάθω.

Η απόφαση για την προκήρυξη του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είχε παρθεί τον Ιανουάριο του 1975. Οι απαραίτητες διαδικασίες οδήγησαν στην παράδοση του διαγωνισμού στις 26 Ιανουαρίου 1976. Η τελευταία συνεδρίαση της κριτικής επιτροπής έγινε στις 4 Μαρτίου, όπου και ανακοινώνονται τα αποτελέσματα. Ακολούθησαν οι σχετικές συνεννοήσεις και η συγγραφή υποχρεώσεων των μελετητών με ημερομηνία 10 Ιουνίου 1976. Το τελικό κείμενο της ανάθεσης υπογράφεται στις 17 Νοεμβρίου 1976. Όλες αυτές οι ενέργειες δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δήμου, άλλα έπρεπε να γίνονται και σε συνεννόηση με την ΤΥΔΚ και την Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών... Ναι, η σύμβαση προβλέπει χρόνο επεξεργασίας 45 ημερών για την προμελέτη, 60 ημερών για την οριστική μελέτη και 60 ημερών για τη μελέτη εφαρμογής. Αλλά σε τέτοιους χρόνους δεν μπορεί βέβαια να βγει μια στοιχειωδώς πλήρης μελέτη. Οι μελετητές, όταν μάλιστα είναι νέοι, αποφεύγουν να επιμείνουν σε ανετότερους χρόνους κατά την ευαίσθητη περίοδο πριν την υπογραφή μιας σύμβασης… Ούτε άλλωστε και θα χρειαζόταν. Είναι γνωστό ότι, συνήθως, από τα πράγματα, οι χρόνοι παρατείνονται και από τη μεριά του φορέα άλλωστε. Το σύστημα δήμος-ΤΥΔΚ- υπουργείο είναι αρκετά δυσκίνητο, ώστε να μπορεί να τηρήσει κι αυτό τους χρόνους ελέγχων και ενδιάμεσων ή τελικών εγκρίσεων. Έτσι τελικά το έγγραφο με το οποίο η νομαρχία δίνει την έγκρισή της για την παραλαβή της μελέτης έχει ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1979.

Πάντως η σχέση συνεργασίας μεταξύ δήμου και μελετητών ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης η καλύτερη δυνατή, με πραγματικό ενδιαφέρον για το καλό του έργου και από τις δύο μεριές και με πραγματική αμφίπλευρη κατανόηση.

Για τη σύντμηση μάλιστα των χρόνων, η μελέτη για έκδοση οικοδομικής άδειας είχε υποβληθεί ήδη το Δεκέμβριο του 1978 και η ίδια η άδεια εκδόθηκε 30 Ιουνίου 1979. Βέβαια στο μεταξύ είχε τεθεί σε ισχύ ο νέος κανονισμός θερμομόνωσης (ΦΕΚ 362, τεύχος Β’,4-7-79) και προέκυψε η εμπλοκή για το κατά πόσον όλη η μελέτη -αρχιτεκτονικά και ηλεκτρομηχανολογικά- θα έπρεπε ή όχι να προσαρμοστούν σε αυτόν. Τελικά μέσα στο 1980 γίνεται η δημοπράτηση των εκσκαφών. Μεσολαβεί όμως ο σεισμός και τίθεται το ερώτημα για την αναθεώρηση της αντισεισμικής μελέτης. Είναι το σημείο όπου οι υδρορρόες βγαίνουν από τα υποστυλώματα…

Και μετά από αυτό βέβαια μπόρεσε να συνεχίσει η εργολαβία, ρώτησα να μάθω.

Όχι ακριβώς, γιατί παράλληλα ξαναμπήκε το ζήτημα των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων σε συνδυασμό με τη θερμομόνωση. Από το 1979 είχε αναλάβει νέος δήμαρχος, ο οποίος έκρινε πολυτέλεια τη λύση του κλιματισμού και προτίμησε τη μετατροπή του συστήματος σε κλαστική κεντρική θέρμανση. Το 1982 όμως ξανά ανέλαβε ο δήμαρχος που από το 1975 είχε ξεκινήσει το έργο, και σε μια ανοιχτή σύσκεψη με τεχνικούς της Δραπετσώνας αποφασίστηκε ότι η παλιά μελέτη είχε κάπως από τα πράγματα ξεπεραστεί και ότι μια πιο σύγχρονη τεχνολογία σε συνδυασμό με κάποια βελτιωμένη θερμομόνωση θα εξοικονομούσε τελικά περισσότερα χρήματα απ΄ όσα επιπλέον θα ξοδεύονταν… Σύμφωνα με τη νέα μελέτη όλες οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις τοποθετήθηκαν στο δώμα κι ελευθερώθηκαν έτσι και οι σχετικοί χώροι του υπογείου... Από τις αρχές όμως του 1981 είχαν ήδη ξαναρχίσει οι εργασίες και στο τέλος του ίδιου χρόνου είχε τελειώσει ο σκελετός.

Επέμεινα ακόμη λίγο στην υδρορρόη και ρώτησα να μάθω τι συνέβαινε την εποχή εκείνη με την επίβλεψη του έργου.

Όχι, οι μελετητές του έργου δεν είχαν την ανάθεση της επίβλεψης, παρά την έντονη και συνδυασμένη προσπάθεια τόσο του δήμου όσο και των ίδιων των μελετητών, γιατί αυτό δεν εγκρίθηκε από τι εποπτεύουσες υπηρεσίες ( - ο ίδιος βρήκα στην προκήρυξη του διαγωνισμού του ’75, ότι σύμφωνα με το άρθρο 7, ο αγωνοθέτης υποχρεωνόταν να αναθέσει στο πρώτο βραβείο την αρχιτεκτονική μελέτη και την επίβλεψη). Την ευθύνη της αρχιτεκτονικής επίβλεψης ανέλαβε έτσι ο προϊστάμενος, και μόνο στέλεχος, της Τεχνικής Υπηρεσίας του δήμου, πολιτικός μηχανικός, ενώ παράλληλα το έργο εποπτευόταν περισσότερο τυπικά από την ΤΥΔΚ. Αργότερα, μετά τη διακοπή των εργασιών από το 1981 ως το 1984, όταν ξαναμπήκε εργολάβος για τα οικοδομικά, ο παλιός προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίας είχε φύγει με σύνταξη και προσελήφθη για το έργο ένας νέος πολιτικός μηχανικός, ο οποίος και μέχρι σήμερα ασκεί την επίβλεψη. Έτσι βέβαια δεν μπορούσαν να προληφθούν όλες οι συνέπειες που φέρνουν μαζί τους οι μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές, οι οποίες μοιραία εμφανίζονται κατά την κατασκευή κάθε έργου. Π.χ. το κεντρικό κλιμακοστάσιο έγινε πιο στενό απ΄ό,τι έπρεπε και το κιγκλίδωμά του δεν πέτυχε και πολύ, το μάρμαρο που προβλεπόταν για τα δάπεδα δεν μπόρεσε να μπει γιατί το λατομείο στο μεταξύ είχε κλείσει, για κάποιες επιλογές χρωμάτων προέκυψαν διαφορές απόψεων μεταξύ δημάρχου και ΤΥΔΚ, όπου βοήθησε και κάποιος Γερμανός ζωγράφος, που από χρόνια είναι εγκατεστημένος στη Δραπετσώνα, είναι και το γνωστό ζήτημα με τις υδρορρόες…

Και γιατί διακόπηκαν οι εργασίες από το ’81 ως το ’84, ρώτησα να μάθω.

Δεν υπήρχαν χρήματα. Από την αρχή τα χρήματα ήταν από στενά μέχρι ανύπαρκτα. Ο διαγωνισμός ξεκίνησε με ελάχιστα χρήματα μόνο για τα βραβεία ( - όπως είδα στην προκήρυξη του διαγωνισμού, το 1975 η προεκτιμώμενη δαπάνη ήταν 9.000.000 δρχ. και τα βραβεία 70.000 δρχ. για το πρώτο, 40.000 δρχ. για το δεύτερο και 30.000 δρχ για το τρίτο). Το οικόπεδο είχε παραχωρηθεί στο δήμο από το Υ.Κ.Υ. ήδη από το 1970. Με το τέλος των μελετών έγινε η προσπάθεια εγγραφής στον προϋπολογισμό του 1979 20.000.000 δρχ. (ο τότε συνολικός προϋπολογισμός είχε ήδη ανέβει σε 22.000.000 δρχ.) ποσό που εγκρίθηκε μεν από το Υπουργείο Εσωτερικών, δε δινόταν όμως από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Οι μελέτες εξοφλήθηκαν και το έργο ξεκίνησε με κάποια 5.000.000 δρχ. που είχε ο δήμος στην τράπεζα και με την εξασφάλιση του σκυροδέματος, προσφορά της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ. Με μεγάλη προσπάθεια και άλλη τόση τύχη ο δήμαρχος κατάφερε τελικά, με τη βοήθεια του Υπουργείου Εσωτερικών, να αποσπάσει ποσό 34.000.000 δρχ. από το πρόγραμμα ανεργίας, ώστε να μπορέσουν να δημοπρατηθούν οι οικοδομικές εργασίες καθώς και ένα άλλο ποσό 35.000.000 δρχ. για τα μηχανολογικά σε μορφή έντοκου δανείου εικοσαετούς λήξης από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Για τον σκοπό αυτό υποθηκεύτηκε το ίδιο το κτίριο του δημαρχείου. Ο δήμος βέβαια αδυνατεί να πληρώσει τους τόκους, μάλλον όμως δεν προβλέπεται κατάσχεση του νέου δημαρχιακού μεγάρου… Τα ποσά αυτά, με τιμές πια εργολαβιών του ’84 και με τις αναπροσαρμογές τους μόλις έφθασαν για να καλύψουν την ολοκλήρωση των οικοδομικών και των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών κι έμεινε κι ένα χρέος 2.000.000 δρχ. στον εργολάβο. Για την ολοκλήρωση των εξωτερικών διαμορφώσεων θα χρειαστούν, με σημερινές τιμές, άλλα 4.000.000 δρχ. και άλλα 10.000.000 δρχ. περίπου για εσωτερική επίπλωση, εξοπλισμό κλπ. ανάλογα βέβαια με το πότε θα γίνουν. Χωρίς βέβαια την ευτυχή συγκυρία της ταυτόχρονης απόκτησης των 34 και των 35 εκατομμυρίων, το έργο δύσκολα θα είχε προχωρήσει, καθώς φυσικά δε θα μπορούσαν να προωθούνται τα οικοδομικά, χωρίς παράλληλη κατασκευή και των ηλεκτρομηχανολογικών.

Και όταν γίνει τελικά η μεταφορά των υπηρεσιών του δήμου στο νέο κτίριο, αυτό θα γίνει, κατά τις σημερινές εκτιμήσεις, στους χώρους που προβλέπονταν από τη μελέτη για τις επιμέρους λειτουργίες, ρώτησα να μάθω.

Όχι οπωσδήποτε. Οι συνθήκες, οι ανάγκες και οι δυνατότητες του δήμου άλλαξαν πολύ από το 1975. Το κτιριολογικό πρόγραμμα του διαγωνισμού, άρα και της μελέτης, έχει σε πολλά σημεία ξεπεραστεί - άλλωστε και τότε δεν είχε καταρτιστεί μετά από λεπτομερή ανάλυση και προγραμματισμό αναγκών. Κατά πάσα πιθανότητα το δημοτολόγιο θα μείνει στο χώρου του ληξιαρχείου και αυτό θα στεγαστεί σε έναν από τους χώρους του ισογείου που προβλέπονταν για ενοικιαζόμενα καταστήματα - δε θα έχει βέβαια την προηγούμενη εσωτερική επικοινωνία με τους άλλους χώρους του δημαρχείου. Το άλλο κατάστημα θα χρησιμοποιηθεί ως χώρος εκθέσεων. Η τεχνική υπηρεσία, όπως είναι σήμερα και όπως θα εξελιχθεί, δε χωράει στους προβλεπόμενους γι’ αυτήν χώρους, αλλά και οι άλλοι προϊστάμενοι τμημάτων όταν είδαν τους χώρους ζήτησαν αναπροσαρμογές για τις ανάγκες των τμημάτων τους. Η βιβλιοθήκη τελικά δε θα χωρέσει στο κτίριο και θα πρέπει να στεγαστεί αλλού. Στον τελευταίο όροφο, δίπλα στην αίθουσα τελετών και δημοτικού συμβουλίου, υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χώρος, που θα ήταν κατάλληλος για εκθέσεις, αν δεν ήταν τόσο μακριά από την είσοδο (- στο κτιριολογικό πρόγραμμα της προκήρυξης του διαγωνισμού πρόσεξα ότι οι ζητούμενοι χώροι με τη χρήση και το εμβαδόν τους προβλέπονται και σε συγκεκριμένους ορόφους).

Κι αν ακόμη είχα ξεκινήσει το γράψιμο της κριτικής παρουσίασης εντελώς απροκατάληπτος, η ιστορία της δημιουργίας του κτιρίου (που μάζεψα κομμάτι - κομμάτι από συζητήσεις με τους μελετητές, το δήμαρχο και τον επιβλέποντα καθώς και από κάποια γραπτά ντοκουμέντα - δεν είχα δυστυχώς το χρόνο να κάνω μια συστηματικότερη και πλατύτερη συλλογή στοιχείων), η ιστορία λοιπόν του κτιρίου θα με είχε βάλει σε κάποιες σκέψεις. Σκέψεις που κατά καιρούς έχω κάνει αναφορικά με την κριτική παρουσίαση ενός συγκεκριμένου κτίσματος αλλά και της αρχιτεκτονικής (ή Αρχιτεκτονικής) γενικότερα.

Τι θα συμπεριλάμβανε λοιπόν η κριτική παρουσίαση αυτού του έργου, που θα ξεπερνούσε και θα ολοκλήρωνε την κριτική των προθέσεων του μελετητή; Πέρα από μια αποτίμηση της ποιότητας της απεικόνισης του έργου στα σχέδια – ή έστω και στις τρεις διαστάσεις – δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και μια σφαιρική αποτίμηση της παρουσίας του στο χώρο, αφού πρώτα έχει λειτουργήσει για μισή δεκαετία, της συνολικής λειτουργίας του και συμβολής τους στα αρχιτεκτονικά μας πράγματα;

Αυτά τα «αρχιτεκτονικά μας πράγματα» είναι ίσως λιγότερο γενικά και αφηρημένα απ’ ό,τι ακούγονται:

Σε ένα γενικότερο και ίσως σημαντικότερο επίπεδο αναφέρονται στο πόσο συμβάλλει το κτίσμα,

-στην (χωρική) αίσθηση των χρηστών του ότι ανήκουν σε ένα δήμο με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, στη (χωρική) συνείδηση της σχέσης τους με κάποιες δημοτικές αρχές που οι ίδιοι έχουν εκλέξει, τελικά δηλαδή στη χωρική αίσθηση της πολιτικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας,

-στην ποιοτική εξέλιξη των αρχιτεκτόνων, τόσο αυτών που το μελέτησαν ή παρακολούθησαν την κατασκευή του όσο και των άλλων που το χρησιμοποιούν σαν ένα ζωντανό κομμάτι ελληνικής αρχιτεκτονικής, σαν προεικόνα και μέτρο για την αρχιτεκτονική που είτε μαθαίνουν ως φοιτητές, είτε διδάσκουν ως δάσκαλοι, είτε μελετούν ως μελετητές, είτε ελέγχουν και εποπτεύουν ως εκπρόσωποι δημοσίων υπηρεσιών, είτε κρίνουν και προτείνουν για υλοποίηση ως μέλη κριτικών επιτροπών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών,

-στην ποιοτική εξέλιξη των διαφόρων φορέων ως προς την ικανότητα και αποτελεσματικότητά τους στη δημιουργία και στη διαχείριση χώρου, είτε πρόκειται για υπουργεία ή άλλες υπηρεσίες, που νομοθετούν ή προγραμματίζουν είτε για σύλλογο αρχιτεκτόνων και επιμελητήριο, που βοηθούν τις δημόσιες υπηρεσίες στη λήψη αποφάσεων και στον προγραμματισμό και στελεχώνουν κριτικές επιτροπές αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.

Σε ένα ειδικότερο επίπεδο «τα αρχιτεκτονικά μας πράγματα» αναφέρονται στο πόσο συμβάλλει το κτίσμα στην εξυπηρέτηση των καθημερινών πρακτικών χρηστικών δραστηριοτήτων: Πως κινείται, πού στέκεται και περιμένει, πώς παίρνει ένας δημότης μια βεβαίωση; Πόσο καλά λειτουργεί, από πλευράς χώρου, η ανοιχτή συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου;

Στο σημείο αυτό, θα εγκατέλειπα το εγχείρημα να παρουσιάσω κριτικά τη συνολική αρχιτεκτονική του κτίσματος, ακόμη κι αν ξεχνούσα τους αρχικούς μου φόβους ως προς τα τελικά συμπεράσματα, ήδη και μόνο από το εύρος του εγχειρήματος για μια συνεπή με τις προθέσεις μου παρουσίαση. Και με ποια προοπτική ν’ ανοίξει κανείς ένα τέτοιο μέτωπο… «Μέσα σε πόλεμο - φαντάσου ελληνικά ποιήματα» που θα έλεγε κι ο ποιητής…

…Όμως μέσα σ’ όλη μου την ταραχή και το κακό επίμονα κι η κριτική ιδέα πάει κι έρχεται…


Το πιθανότερο είναι, βέβαια, το κτίσμα αυτό να μη συγκαταλέγεται και στα πιο άτυχα στον τόπο μας. Κατ’ αρχήν είχε την τύχη να προκύψει ως η καλύτερη μελέτη από έναν πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που, στο δεοντολογικό επίπεδο, λειτούργησε σωστά, απ’ όσα στοιχεία έχω υπόψη μου. Είχε την τύχη ο διαγωνισμός να προχωρήσει αμέσως σε ανάθεση μελέτης και η μελέτη να ολοκληρωθεί μέσα, βέβαια σε καθυστερήσεις και δυστοκίες, αλλά και μέσα σε κλίμα καλής συνεργασίας ανάμεσα σε ένα δήμο ζωντανό, ριζωμένο στις ανάγκες και στα προβλήματα των δημοτών του και σε μια ομάδα αρχιτεκτόνων, με ικανότητες και ενθουσιασμό για τη δουλειά τους. Είχε τέλος την τύχη να κατασκευαστεί, έστω και στην κόψη του ξυραφιού, όπου δεν θα είχε ίσως αρκέσει η υπομονή του δημάρχου και η κατανόηση της πολιτείας, αν δεν είχαν βοηθήσει κάπως και οι συγκυρίες. Θα έχει μάλλον και την τύχη να ολοκληρωθεί και να παραδοθεί στη χρήση σε κάποιο ορατό μέλλον…

Το σιγουρότερο είναι, από την άλλη μεριά, ότι το κτίσμα αυτό, μέσα στην τύχη του, συμμερίζεται και πολλές από τις ατυχίες πολλών δημοσίων κτιρίων στην Ελλάδα.

Φέρει (ή θα φέρει) τα ίχνη της αναποτελεσματικότητας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, του κρατικού συγκεντρωτισμού και τη συνακόλουθη αδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης να χειρίζεται τα του οίκου της , της οικονομικής δυσπραγίας και της παρεπόμενης καλλιέργειας της τέχνης του αυτοσχεδιασμού, της αναγκαστικά μίζερης εποπτείας της μελέτης και τεχνικής υποστήριξης της κατασκευής, της έλλειψης μέσων αλλά και συνείδησης για τις ανάγκες συντήρησης του κτίσματος, έλλειψης που συχνά το υποβαθμίζει προτού αυτό προλάβει να αναβαθμίσει το περιβάλλον του και που συμπληρώνεται από την αδυναμία προστασίας του από την εχθρική συμπεριφορά πολυάριθμων ή ευάριθμων μειοψηφιών, όπου όμως και οι πλειοψηφίες δεν είναι λιγότερο αποξενωμένες απέναντι στο κράτος, ώστε να θεωρούν ιδιοκτησία τους το πεζοδρόμιο, τον τηλεφωνικό θάλαμο, το παγκάκι του δημοτικού κήπου, το δημαρχιακό μέγαρο, το πανεπιστημιακό κτίριο και να τα φροντίζουν οι ίδιες προστατεύοντάς τα και από τους άλλους και όπου η αντιφατικότητα της ελληνικής κοινωνίας εμφανίζεται πανηγυρικά στην αντικειμενική υποβάθμιση του χτισμένου περιβάλλοντος από ομάδες που, από ρητή πρόθεση και εσωτερική πεποίθηση, θέλουν και προσπαθούν να το αναβαθμίσουν… Οι φοιτητές της αρχιτεκτονικής είναι ένα τυπικό παράδειγμα. Ένα άλλο είναι η καταφανής αντίφαση μεταξύ της ειλικρινούς πρόθεσης των επαγγελματικών και επιστημονικών συλλόγων των αρχιτεκτόνων για στήριξη και ανύψωση του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και της αναξιοκρατικής διαδικασίας που οι ίδιοι μεταχειρίζονται για να στέλνουν κριτές σ’ αυτούς, επιφορτισμένους με την τελική ευθύνη για το τι θα κτιστεί… Και τα ίχνη αυτά είναι απτά και ορατά. Πρόκειται για την υδρορρόη, που τη βάλαμε εδώ να μας διηγηθεί αρκετές ιστορίες, για τις πινακίδες ανακοινώσεων που θα μπουν ή δεν θα μπουν, για τη σκάλα που θα παραμείνει στενή, τα έπιπλα που τελικά θα τοποθετηθούν, το τζάμι που ίσως σπάσει και δε θα αντικατασταθεί αμέσως και θα μουσκεύει η οροφή. Όλοι άλλωστε λέμε ότι η αρχιτεκτονική είναι η αποτύπωση κοινωνικών διαδικασιών και ποιοτήτων στο χώρο, τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα. Κι όλοι ξέρουμε - έχουν άλλωστε γραφτεί και μελέτες γι’ αυτά - πόσο ευαίσθητη είναι η αρχιτεκτονική (παρά λίγο να την έγραφα με άλφα κεφαλαίο…): Αρκεί να κινηθούν δύο διαχωριστικοί τοίχοι, να κλείσουν δύο ανοίγματα και να αντικατασταθούν τα σιδερένια κουφώματα με πλαστικά για να γίνει (αλήθεια, για ποιον;) αγνώριστο ένα κτίσμα του Le Corbusier.

Το κτίσμα αυτό θα αφήσει τα ίχνη του, εξίσου ευδιάκριτα με εκείνα που το ίδιο φέρει, σε όλους όσους το έφτιαξαν και όσους το χρησιμοποιούν. Και πρώτα απ’ όλα σ’ αυτούς που το μελέτησαν. Με την επιτυχία τους στο διαγωνισμό - ήταν ο πρώτος που κέρδιζαν μετά τις σπουδές τους - είχαν το βίωμα του ενθουσιασμού από τη δουλειά στο αντικείμενο, με την ίσως λιγότερη εμπειρία αλλά ασφαλώς περισσότερη αθωότητα του νέου αρχιτέκτονα, ένα βίωμα που αφήνει σίγουρα θετικά ίχνη. Πέρασαν μετά στον κόπο και στην προσγείωση της μελέτης μέσα από τις υποκειμενικά ευνοϊκές αλλά αντικειμενικά αντίξοες συνθήκες της ελληνικής αρχιτεκτονικής πραγματικότητας. Στην κρίσιμη στιγμή της έναρξης των εργασιών κατασκευής αποξενώθηκαν από το έργο, χάνοντας οι ίδιοι την εμπειρία του να βλέπουν τη μελέτη τους να υφίσταται, κάτω από τα μάτια τους, τις πιέσεις υλοποίησής της και χάνοντας το έργο τη συμπαράσταση τους σε κρίσιμες στιγμές. Θα χρειαζόταν αντιεπαγγελματική αυταπάρνηση για να παρακολουθήσουν, με δικό τους οικονομικό κόστος, τη φάση αυτή και είτε για λόγους αρχής είτε για λόγους ανάγκης δεν το έκαναν. Η τρέχουσα αρχιτεκτονική πρακτική δεν μπορεί άλλωστε να στηρίζεται σε μη τρέχοντα ηρωισμό των αρχιτεκτόνων… Και είναι δυνατόν (σκόπιμα δεν τους ρώτησα , αλλά το συμπεραίνω από τον εαυτό μου), όταν 12 χρόνια μετά το διαγωνισμό λειτουργήσει το κτίριο, όταν πια το κτιριολογικό πρόγραμμα έχει από τις συνθήκες ξεπεραστεί, η χρησιμοποίηση των χώρων αρκετά τροποποιηθεί, η τεχνολογία του κλιματισμού βελτιωθεί, τόσο τυπογραφικό μελάνι αναλωθεί για νέα κτίρια και νέες απόψεις σε Ευρώπη και Αμερική, είναι λοιπόν δυνατόν τότε να αναγνωρίζουν τις άλλοτε προθέσεις τους σε διαγωνισμό που κέρδισαν 12 χρόνια πριν; Πέρα από την εύλογη χαρά για το έργο που τελειώνει, είναι ακόμη έγκαιρη και επίκαιρη η επίδραση του παρελθόντος έργου τους στο μελλοντικό, ή έχει κι αυτή ξεπεραστεί από άλλες εμπειρίες που είχαν στο διάστημα αυτό; Θέλω να πω, είναι ο κύκλος των 12 χρόνων, μαζί με άλλα 3 ή 5 που θα έπρεπε το κτίσμα να λειτουργήσει για να καταλάβει ακριβώς ο αρχιτέκτονας τι έκανε, είναι λοιπόν τα 15 ή 17 χρόνια, τα μισά της επαγγελματικής ζωής του αρχιτέκτονα, εύλογος χρόνος συσσώρευσης και ανακύκλωσης πείρας από προηγούμενη δουλειά για την επόμενη; Είναι αυτός πραγματικός ρυθμός προόδου;

Το ίδιο ακριβώς ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για όλους όσους από τον δήμο, τη νομαρχία ή το υπουργείο συμμετείχαν στην αρχιτεκτονική του έργου. Σε ποιο βαθμό και σε ποιο ρυθμό επανατροφοδοτήθηκε η πείρα τους για το πώς γίνεται η αρχιτεκτονική ; Αλλά και για τους δημότες της Δραπετσώνας ισχύει το ίδιο ερώτημα. Όπως άλλωστε και για όσους συμμετέχουν στην εκπαίδευση της επόμενης γενιάς αρχιτεκτόνων. Είναι γνωστό ότι η αρχιτεκτονική εκπαίδευση στηρίζεται σε ένα ποσοστό σ’ αυτά που λέγονται και γίνονται μέσα στη σχολή κι σ’ ένα άλλο, ίσως μεγαλύτερο, στην παιδευτική λειτουργία του χτισμένου περιβάλλοντος, που φορτίζει με προεικόνες το νοητικό ρεπερτόριο φοιτητών και δασκάλων και συγκροτεί το περιγραφικό και αξιολογικό σύστημα αναφοράς για το τι είναι δομημένος χώρος. Χωρίς αυτά η διδασκαλία και η μάθηση αφηρημενοποιούνται, προσφεύγοντας αποκλειστικά σε παραδείγματα από δημοσιεύσεις, συνήθως ξένες. Αυτό, εκτός από τα μειονεκτήματα των υπέρμετρων εισαγωγών με τις ελλειμματικές επιπτώσεις τους στην ελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα, τις υποβαθμίζει και δομικά, καθώς τις αποκόπτει από το πρωτογενές καθημερινό βίωμα της συνολικής λειτουργίας του αρχιτεκτονικού χώρου και τις περιορίζει στον αντίστοιχο ψευδαισθητικό των σελίδων του αρχιτεκτονικού περιοδικού. Μας αρκεί λοιπόν η επανατροφοδότηση της ελληνικής αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης από την πρακτική με ρυθμό της 17ετίας, ακόμα κι όταν πρόκειται για ένα καλό κτίσμα όπως αναμφίβολα είναι αυτό της Δραπετσώνας; Και σε ποια κατάσταση βρίσκει το κτίσμα η ποθητή στιγμή της επανατροφοφοδότησης; Επανατροφοδοτεί σήμερα, έστω και με την ελληνική αρχιτεκτονική του ’50 τους σημερινούς φοιτητές της αρχιτεκτονικής το κτίριο της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στη σημερινή του κατάσταση;


Σίγουρα με έχει επηρεάσει η δυσπραγία της Σχολής μας, μπορεί και η γενικότερη, και υπερβάλλω κάπως. Στο κάτω κάτω όταν το δημαρχείο τελειώσει , θα έχει ολοκληρωθεί κάποια εικόνα αστικού χώρου ρυθμισμένου και νοικοκυρεμένου σ’ όλη τη γύρω του περιοχή, ακόμη και με τη βοήθεια του οικιστικού συνόλου με τις πολυκατοικίες ΟΕΚ και ΥΚΥ, που ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έχει σε τίποτε να συγκριθεί η σίγουρα αστική εικόνα του σημερινού χώρου με την κατάσταση που επικρατούσε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60; Γιατί να μην αποδεχθούμε κάποιον αργότερο, πάντως εντέλει συνεχή ρυθμό βελτίωσης; Ίσως να έχουν το δίκιο αυτοί που το προτείνουν. Κι αισιοδοξία είναι να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ενώ απαισιοδοξία μισοάδειο. Ίσως όμως τόσο η μια όσο και η άλλη, όταν περιορίζονται στη μονογραφική και όχι συνολική περιγραφή του ποτηριού, να είναι πιθανόν αυθεντικά βιωμένες αλλά επιχειρησιακά ανεπαρκείς, καθότι υποκειμενικές. Σε σύγκριση με τι πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με το ρυθμό μας; Βελτιώθηκε η αρχιτεκτονική μας, βελτιώθηκαν οι πόλεις μας, τα κέντρα και οι περιφέρειές τους, κατά τα τελευταία 25 χρόνια όσο, πάντα συγκριτικά με τον προηγούμενο εαυτό τους, αναβαθμίστηκαν τα αντίστοιχα των πόλεων ή των κοντινότερων βαλκανικών; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η απόσταση που μας χωρίζει, ως προς την ποιότητα του περιβάλλοντος , μάλλον μεγάλωσε. Ο αργός ρυθμός ανακύκλωσης πράξης και βιωματικής της εμπειρίας αποτυπώνονται τελικά σε οπισθοχώρηση. Είναι φυσικά πρώτιστα οι αντικειμενικές συνθήκες εκείνες που μας υπαγορεύουν τις αναγκαστικές μας κινήσεις, ίσως όμως στην Ελλάδα να μην έχουμε ακόμη βρει τον τρόπο να τις χειριζόμαστε με τον καλύτερο υποκειμενικά τρόπο.


Μετά από τις παρατηρήσεις αυτές θα έπρεπε να καταπιαστώ με την κριτική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής του έργου, όπως θα περίμενε κανείς από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο και όπως θα ήθελα να περίμενα κι εγώ από μένα, για να μπορώ εξαρχής να πω κι εκείνο το «ναι, με μεγάλη μου χαρά!». Ξεπέρασα όμως ήδη αρκετά τον αριθμό των σελίδων που μου είχαν διατεθεί, μην προφταίνοντας αυτά που ήθελα να πρέπει, και μένοντας σ’ αυτά που πρέπει - όπως άλλωστε κατά κανόνα μου συμβαίνει και στην πανεπιστημιακή και στην αρχιτεκτονική μου ζωή. Αν τελικά πρόφτασα ή όχι να κάνω κριτική αρχιτεκτονικής, ας το αποφασίσει ο αναγνώστης του κειμένου. Δοκίμασα όμως τουλάχιστον να θέσω ένα ερώτημα με τρεις πιθανές κατευθύνσεις για απάντηση:


αρχιτεκτονική = Αρχιτεκτονική
αρχιτεκτονική > Αρχιτεκτονική
αρχιτεκτονική < Αρχιτεκτονική



Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή