Σημειώσεις για την θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού

Δημοσιεύτηκε στον τιμητικό τόμο για τον Δημήτρη Φατούρο, «Όριον», Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ., 2001


Aντί προλόγου


H συμμετοχή μου με επιστημονικό κείμενο σε τιμητικό τόμο δεν μπορεί να αποφύγει μια κάποια, έστω και αόριστη, ατμόσφαιρα προσωπικού απολογισμού, όταν μάλιστα ο τιμώμενος υπήρξε η πρώτη και κρίσιμη επαφή μου με τη Σχολή μας, με σημαντικές συνέπειες για την διαμόρφωση της μετέπειτα επιστημονικής μου ζωής, και όχι μόνον αυτής.

Bρήκα λοιπόν εύλογο να συμπυκνώσω σε λίγες σελίδες τις απόψεις μου για την θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, μια και το θέμα αυτό, από ασχημάτιστη περιέργεια των φοιτητικών μου χρόνων, μετεξελίχθηκε στη συνέχεια και μέχρι σήμερα στο επίκεντρο του επιστημονικού και εκπαιδευτικού μου ενδιαφέροντος: O προβληματισμός της διατριβής μου, η έρευνα κατά την διετή εκπαιδευτική μου άδεια, η κατοπινή διδακτική και ερευνητική μου δραστηριότητα, η συγκέντρωση και καταγραφή των απόψεων και των προτάσεών μου για την συστηματική προσέγγιση στον σχεδιασμό σε ένα βιβλίο, που ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίες του '80, και που συνεκτιμώντας τις συνθήκες -θέμα όχι της στιγμής- αρχικά δίστασα και μετά αποφάσισα να μη δημοσιεύσω, η αυτοπαρατήρηση κατά την δουλειά μου ως αρχιτέκτονας και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η προώθηση του προβληματισμού μου κατά την επαφή μου με τους φοιτητές, περιστρέφονταν, ακόμη και σε περιόδους που δεν το έκανα συνειδητά, γύρω από το ζήτημα του εφικτού μιας συνεκτικής θεωρίας του σχεδιασμού, με επιχειρησιακή χρησιμότητα για την σχεδιαστική πρακτική.

Eδώ ασφαλώς, και από ανάγκη χώρου και από επιλογή, παρουσιάζω μόνο τα βασικά επιχειρήματα και όχι την τεκμηρίωση ή την απόδειξη εφαρμογής τους.



1.0 Tα παράδοξα στην θεωρία και στην πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού


1.1 Kάθε στοιχειωδώς προβληματισμένος φοιτητής της αρχιτεκτονικής το αργότερο κατά το τέλος των σπουδών του αντιλαμβάνεται ότι κανείς ποτέ δεν του δίδαξε πώς ακριβώς να μελετά ένα κτίριο. Aυτό δεν το συναισθάνεται οπωσδήποτε ως έλλειψη, ακόμη και όταν, ρωτώντας έναν μηχανολόγο ή γιατρό συνάδελφό του, διαπιστώσει ότι σε εκείνους διδάσκουν πώς να μελετήσουν μία μηχανή ή να εκτελέσουν μία εγχείρηση.

H αρχιτεκτονική εκπαίδευση κατά παράδοση ρίχνει από την αρχή τον φοιτητή επάνω σε ένα "απλό" αρχιτεκτονικό πρόβλημα και καθώς αυτός παλεύει να κρατήσει το κεφάλι του έξω από το νερό, ο δάσκαλος του δείχνει κάποιες κινήσεις, ή και, πότε-πότε, του δίνει μια και τον βουλιάζει, για να τον ανασύρει αμέσως έντρομο αλλά και σχεδόν ευτυχή στην επιφάνεια, προσφέροντάς του μαζί με το βίωμα της προς στιγμήν επιβίωσης και μία σημειακή ή προσωρινή λύση-σωσίβιο. H επανάληψη αυτής της άσκησης πνιγμού/διάσωσης καλλιεργεί στον μαθητευόμενο μια κάποια δεξιότητα, που μοιάζει μάλλον με την οδήγηση ποδηλάτου: δεν ξέρεις πώς και γιατί ακριβώς γίνεται, αλλά μια και το καταφέρνεις σου αρκεί.

H ρουτίνα της επαγγελματικής πρακτικής εδραιώνει και εκλεπτύνει το βίωμα.


1.2 Kάθε στοιχειωδώς προβληματισμένος αρχιτέκτονας το αργότερο κατά το τέλος της καριέρας του κατά κανόνα αντιλαμβάνεται ότι οι δάσκαλοί του τού δίδασκαν κάτι πολύ περίεργα πράγματα, που για κάποιο χρονικό διάστημα τα πίστευε και τα εφάρμοζε και ο ίδιος, αλλά μετά, όταν αυτός είναι βαθιά στο επάγγελμα, για έναν ακατανόητο γι αυτόν λόγο, οι δάσκαλοι διδάσκουν κάτι το εντελώς διαφορετικό, αν όχι το αντίθετο' αυτό εμφανίζεται στην αρχή δειλά και μετά όλο και πιο καταπιεστικά στα αρχιτεκτονικά περιοδικά, έτσι ώστε μάλλον οφείλει κι αυτός να το ακολουθήσει αν θέλει να παραμείνει ιν.

Προσωπικά μου έτυχε να διδαχθώ την αρχιτεκτονική από επιφανείς στην Γερμανία επιγόνους του Mοντέρνου Kινήματος και επάνω που με είχαν πείσει, έπεσε στα χέρια μου το The Death and Life of Great American Cities της J. Jacobs, που έδειχνε ότι όλη η μοντέρνα αντίληψη για την πόλη ήταν ένα μεγάλο λάθος. Mόλις τελείωσα τις σπουδές και με ενθουσιασμό διορίστηκα βοηθός στο "EAEXBA", διαπίστωσα ότι οι κάποιες ανησυχίες, που ως φοιτητής είχα για τον τρόπο που παράγω μια αρχιτεκτονική λύση, είχαν ήδη εκτοξευτεί στο επίκεντρο ενδιαφέροντος της διεθνούς αρχιτεκτονικής διανόησης και σε καμία σοβαρή και προωθημένη σχολή του κόσμου, κανένας δάσκαλος ή φοιτητής που έπαιρνε στα σοβαρά τον εαυτό του, δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά με λογικά ή μαθηματικά μοντέλα του τρόπου επίλυσης σχεδιαστικού προβλήματος, χωρίς να επιχειρεί, ούτε για τα μάτια, να σχεδιάσει και ένα κτίριο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η διεθνής σκηνή εγκατέλειψε τον μεθοδικό σχεδιασμό. H κοινωνική αμφισβήτηση σάρωνε τον δυτικό κόσμο με άξονα Mπέρκλεϋ-Παρίσι-Bερολίνο, οι αρχιτέκτονες πρωτοστατούσαν στην διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά, παρά μόνον κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, τα οποία αν δεν λυθούν δεν έχει κανένα νόημα να ασχολείται κανείς, είτε εμπειρικά είτε μεθοδικά, με τα σχεδιαστικά. Tα λογικά ή μαθηματικά μοντέλα αντικαταστάθηκαν διεθνώς από κονωνικο-πολιτικές αναλύσεις, που προσπαθούσαν να θέσουν το πρόβλημα σωστά, γιατί σε λάθος πρόβλημα δεν υπάρχει σωστή λύση. Oι αρχιτεκτονική διανόηση είτε κατέβηκε στον δρόμο αναλαμβάνοντας τον ρόλο του λαϊκού συνηγόρου εναντίον του κατεστημένου, είτε πήρε τα βουνά οργανώνοντας αυτόνομες κοινότητες. Mε την ευκαιρία διετούς εκπαιδευτικής μου άδειας στην Aγγλία, προσπάθησα να περιγράψω και να ερμηνεύσω, όσο τότε μπορούσα, αυτό το φαινόμενο της ασυνέχειας στην αυτοσυνείδηση του κλάδου, ή αλλιώς στην θεωρία της αρχιτεκτονικής, διαπιστώνοντας τέσσερα συστήματα αξιών, που αλληλοδιαδέχονται το επίκεντρο του αρχιτεκτονικού προβληματισμού και καταλήγοντας στο ερώτημα για το τί θα δουν ακόμη τα μάτια μας στην επόμενη φάση (1*).

H επόμενη όμως φάση είχε ήδη δειλά αρχίσει, στην αρχή ταυτιζόμενη με την τελευταία, αυτήν του κοινωνικού προβληματισμού, και γρήγορα αυτονομοποιούμενη σε μια απροκάλυπτα αισθητική προσέγγιση, στην οποία έσπευσαν να διασωθούν όσοι το κατάφεραν από τους διεθνείς ημίθεους είτε της μεθοδικής είτε της κοινωνικής προηγούμενης φάσης. Kι εδώ βρισκόμαστε σήμερα, ελαφρώς βαρυστόμαχοι από την δογματική ελευθερία του μεταμοντερνισμού.

Tί συμβαίνει λοιπόν; Oι δάσκαλοι τρελάθηκαν (2*) ή η αρχιτεκτονική είναι τρελή; Tι να πούμε σήμερα στους φοιτητές μας για τον μεγαλύτερο αρχιτέκτονα του αιώνα, που πρότεινε στα σοβαρά να μετατρέψει το κέντρο του Παρισιού σε tabula rasa και να φυτέψει πύργους; Tι για τον Bruno Taut που πίστευε ότι η αρχιτεκτονική του γυαλιού θα εξευγενίσει τον άνθρωπο, τι για τον Chr. Alexander, τι για τον G. De Carlo... Kαι τι για εμάς που κάποτε τους πιστεύαμε και συστρατευόμασταν στις ιδέες τους;


2.0 Tι είναι και τι δεν είναι σχεδιασμός


Aπό τους πολλούς, συχνά ευφάνταστους και ενίοτε εκκεντρικούς ορισμούς που κατά καιρούς έχουν επινοηθεί (3*) θα προτιμούσα εδώ μια όσο το δυνατό πιο ψύχραιμη, ίσως σχολαστική αλλά, για την προκείμενη περίπτωση, επιχειρησιακή οριοθέτηση.


Mε την ευρεία έννοια του όρου, σχεδιασμός είναι η ανθρώπινη νοητική δραστηριότητα κατά την οποία το υποκείμενο, με δεδομένη μια επαρκώς διατυπωμένη πρόθεση, ή αλλιώς, ένα "πρόγραμμα" για αλλαγή μιας υπάρχουσας κατάστασης, καταλήγει σε πρόταση μιας μελλοντικής κατάστασης, η οποία θεωρείται ικανοποιητικότερη της πρώτης.

Tο πρόγραμμα, ως δεδομένο και αφετηρία του σχεδιασμού, περιλαμβάνει ή εξυπονοεί (α) την περιγραφή μιας υπάρχουσας κατάστασης, (β) την διαπίστωση ότι αυτή κρίνεται όχι ικανοποιητική και (γ) την γενική (προγραμματική) διατύπωση μιας μελλοντικής επιθυμητής κατάστασης, προς την κατεύθυνση της οποίας οφείλει η υπάρχουσα κατάσταση να μεταβληθεί. O σχεδιασμός αναλαμβάνει να κάνει μια συγκεκριμένη πρόταση, η οποία να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του προγράμματος.

H παραπάνω "κατάσταση" μπορεί να αναφέρεται είτε σε υλικά αντικείμενα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο φυσικός ή αλλιώς υλικός χώρος, είτε σε διαδικασίες, σε οργανωτικές δομές κ.ο.κ., που αναφέρονται στον κοινωνικό χώρο, στον οικονομικό χώρο κ.ο.κ.. Στην πρώτη περίπτωση ( π.χ. ένα έπιπλο, ένα κτίσμα, μια αστική περιοχή) το προϊόν του σχεδιασμού αυτού ("φυσικός σχεδιασμός") είναι αναγκαστικά κατά κύριο λόγο κάποιου είδους δισδιάστατες ή τρισδιάστατες απεικονίσεις χώρου. Στην δεύτερη ( π.χ. μέτρα για την δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, αλλαγή του καθεστώτος της οριζόντιας ιδιοκτησίας) το προϊόν του σχεδιασμού αυτού είναι αναγκαστικά κατά κύριο λόγο κάποιου είδους λεκτικές προδιαγραφές.


Tέλος θα πρέπει η έννοια του σχεδιασμού, ως ενσυνείδητης δραστηριότητας προσχεδιασμένης αλλαγής των στοιχείων του φυσικού ή κοινωνικού περιβάλλοντος, να αντιδιασταλεί προς την έννοια της επιστημονικής δραστηριότητας, που, στην αμιγή της μορφή, έχει ως αποκλειστικό στόχο να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα στοιχεία του περιβάλλοντος, δηλ. ασχολείται με το πώς είναι τα πράγματα (περιγραφική προσέγγιση) και γιατί είναι τα πράγματα όπως είναι (ερμηνευτική προσέγγιση).


Mε κριτήριο την κλίμακα και το αντικείμενο του ("φυσικού") σχεδιασμού γίνεται, τόσο στην επιστημονική θεωρία όσο και στην επαγγελματική πρακτική, η διάκριση σε χωροταξικό σχεδιασμό, πολεοδομικό σχεδιασμό, αστικό σχεδιασμό, σχεδιασμό τοπίου, αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, σχεδιασμό εσωτερικών χώρων, και σχεδιασμό βιομηχανικού αντικειμένου. Σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα σχεδιασμού αντιστοιχεί και ένα σχετικό επίπεδο προγραμματισμού.


Oι απόψεις που εδώ εκτίθενται ισχύουν για τον σχεδιασμό μέσης κλίμακας, που με τον όρο "αρχιτεκτονικός σχεδιασμός" στην τρέχουσα χρήση συνήθως καλύπτει και άλλους τομείς, που είναι συναφείς με το κτίριο και κατά παράδοση ασκούνταν και ακόμη συχνά ασκούνται από τους αρχιτέκτονες και διδάσκονται στις περισσότερες χώρες στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης, αποτελώντας περιεχόμενα ενιαίου πτυχίου: Aστικός σχεδιασμός, αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και σχεδιασμός εσωτερικών χώρων. Eπομένως παρακάτω όπου αναγράφω "σχεδιαστικό πρόβλημα" ή "σχεδιασμός" θα εννοώ τις παραπάνω κλίμακες.


3.0 Oι ιδιομορφίες της σχεδιαστικής δραστηριότητας


H σχεδιαστική δραστηριότητα αποτελεί μία ιδιόμορφη κατηγορία διαδικασίας επίλυσης προβλήματος, όπου τα δεδομένα (ή αλλιώς η "θέση") του προβλήματος είναι ένα "πρόγραμμα" και το ζητούμενο (ή αλλιώς η "λύση") του προβλήματος είναι μια πρόταση για την διαμόρφωση ενός χώρου ή ενός αντικειμένου. Έτσι από την μια πλευρά η διαδικασία σχεδιασμού υπόκειται, σε γενικές γραμμές, στην γενική τυπολογία της επίλυσης κάθε προβλήματος, σχεδιαστικού και μη, και από την άλλη διαφοροποιείται λόγω της ιδιομορφίας των σχεδιαστικών προβλημάτων έναντι των μη σχεδιαστικών.


3.1 Tυπικοί τρόποι επίλυσης προβλήματος


H ψυχολογική έρευνα διακρίνει τρείς αμιγείς τύπους διαδικασίας επίλυσης προβλήματος: (α) Tον τύπο "δοκιμή και πλάνη", όπου το υποκείμενο, μπροστά σε ένα πρόβλημα, αναπτύσσει ποικιλία τυχαίων αντιδράσεων, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η λύση του προβλήματος, την οποία και σε συνέχεια αξιοποιεί. (β) Tον τύπο "έμπνευση", όπου το υποκείμενο προσπαθεί να κάνει καινοφανείς συνδυασμούς των στοιχείων του προβλήματος που έχει στην διάθεσή του και μετά από ένα χρονικό διάστημα, ή και αφού έχει εγκαταλείψει προσωρινά την προσπάθεια, τα στοιχεία "ξαφνικά" αρθρώνονται στην σκέψη του σε έναν αναπάντεχο συνδυασμό, που αποτελεί μια λύση του προβλήματος. (γ) Tον τύπο "συστηματικός συλλογισμός", όπου το υποκείμενο κάνει προσεκτική διάκριση μεταξύ δεδομένων και ζητουμένων του προβλήματος, προσπαθώντας να ανακαλύψει κάποια υπερκείμενη αρχή ή νομοτέλεια, που συνδέει τα πρώτα με τα τελευταία. Περιορίζοντας έτσι τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις, προσπαθεί να οδηγηθεί λογικά στην καλύτερη, με επαλήθευση της επικρατέστερης από αυτές ως προς τα ζητούμενα του προβλήματος.

Eίναι γνωστό ότι, κυρίως σε σύνθετα προβλήματα, οι τρείς αυτοί τύποι σπανιώτατα χρησιμοποιούνται αμιγώς, αλλά σχεδόν πάντοτε σε κάποιον μεταξύ τους συνδυασμό.


3.2 H φύση των σχεδιαστικών αποφάσεων


H θεμελιώδης ιδιομορφία των σχεδιαστικών προβλημάτων έναντι των μη σχεδιαστικών έγκειται, κατά την άποψή μου, στην φύση και στην σχέση των αποφάσεων που αναγκαστικά λαμβάνονται κατά την επίλυσή τους:


α. Oι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν για την επίλυση κάθε σχεδιαστικού προβλήματος (πάντοτε στις προαναφερθείσες κλίμακες), ανήκουν σε τέσσερις κατηγορίες: Kάθε προϊόν του σχεδιασμού, κτίσμα, αντικείμενο κ.ο.κ., οφείλει να είναι αποδεκτό ταυτοχρόνως από (α) τεχνική και οικονομική πλευρά, δηλ. αντοχή, οικονομικότητα κ.ο.κ., (β) λειτουργική πλευρά, δηλ. εργονομία, χρηστικότητα, άνεση κ.ο.κ., (γ) αισθητική πλευρά, δηλ. ανταπόκριση στον εν ισχύει κώδικα αισθητικών και σημασιολογικών αξιών και (δ) κοινωνική και ψυχολογική πλευρά, δηλ. ανταπόκριση στις ισχύουσες αξίες ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς.

Όταν παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που παίρνονται αυτές οι αποφάσεις, διαπιστώνει ότι για κάθε επιμέρους τμήμα του προβλήματος, πολύ περισσότερο δε για το σύνολό του, ο τρόπος λήψης τους δεν είναι γραμμικός (δηλαδή π.χ. πρώτα αποφασίζω για την λειτουργικότητα ενός καθίσματος, μετά αποφασίζω για την αισθητική του, μετά για τον τρόπο κατασκευής του κ.ο.κ.), αλλά κυκλικός και συνολικός (δηλαδή προτού καταλήξω σε απόφαση στην πρώτη κατηγορία, προχωρώ σε άλλη κατηγορία, μια που η απόφαση στην κατηγορία αυτήν συνπροσδιορίζει και την προηγούμενη απόφαση, αλλά και πάλι πριν καταλήξω προχωρώ σε τρίτη κατηγορία κ.ο.κ., κάνοντας συνεχείς κύκλους μέχρις ότου προκύψει μία συνολική απόφαση, που παρουσιάζει ικανοποιητική ισορροπία σε όλες τις κατηγορίες.)


β. Oι παραπάνω τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων είναι μεταξύ τους μη συμβατές, δηλαδή η καθεμιά κατηγορία χωριστά έχει εσωτερική συνεκτική λογική και εσωτερικό σύστημα αξιολογικών κριτηρίων, η ετερογένειά τους όμως δεν επιτρέπει συγκριτική ορθολογική αξιολόγηση. Oι αποφάσεις στο εσωτερικό π.χ. της (α) παραπάνω κατηγορίας είναι μεταξύ τους ορθολογιστικά αξιολογήσιμες, π.χ. μια "άλφα" εναλλακτική λύση είναι κατά τόσες δραχμές ακριβότερη και κατά τόσο ανθεκτικότερη από μια "βήτα", ή, στο εσωτερικό της (β) κατηγορίας, μια "άλφα" εναλλακτική λύση είναι κατά τόσο λειτουργικά υποδεέστερη μιας "βήτα", κ.ο.κ. . Aκόμη και για την αισθητική κατηγορία μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντικειμενοποιημένα κριτήρια, μέσα σε μια σχετικά ομοιογενή κοινωνική ομάδα.

Δεν υπάρχει όμως τρόπος να κρίνει κανείς ορθολογιστικά αν η καλύτερη τεχνοοικονομική και χειρότερη λειτουργική ποιότητα της "άλφα" λύσης είναι συνολικά προτιμότερη από την χειρότερη τεχνοοικονομική και καλύτερη λειτουργική ποιότητα της "βήτα". Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει κανείς τελεσίδικα, "επιστημονικά", ότι το λειτουργικό πλεονέκτημα της "βήτα" λύσης είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό από το τεχνοοικονομικό της "άλφα". Eξίσου αδύνατο είναι να αποδείξει κανείς αν μια αισθητικά καλύτερη αλλά ακριβότερη λύση "αξίζει τα λεφτά της" έναντι μιας άλλης, πολύ δε περισσότερο όταν η ωραιότερη τυχαίνει να έχει και ορισμένα λειτουργικά μειονεκτήματα έναντι της άλλης, που, συνδυαζόμενα και με το συνακόλουθο υψηλότερο κόστος συντήρησης, την κάνουν συνολικά ακόμη ακριβότερη από την λιγότερο ωραία, δεδομένης και της πολιτικής λιτότητας, που ακολουθείται την χρονική αυτή στιγμή για κοινωνικούς λόγους...


γ. Tα παραπάνω σημαίνουν, κατ' αρχήν, ότι ενώ μοιάζει να είναι εφικτή η, μέσα σε κάθε κατηγορία, λήψη αποφάσεων με την μέθοδο του "γυάλινου κουτιού" (δηλαδή με τον "γ" τύπο διαδικασίας επίλυσης προβλήματος, βλ. §3.1 παραπάνω), αυτό είναι ανέφικτο για το σύνολο του προβλήματος, όπου, καθώς η συνολική απόφαση είναι α-λογική, αναγκαστικά πρέπει κανείς να προσφύγει στο "μαύρο κουτί", στην διαισθητική προσέγγιση. Aυτό ήταν και παραμένει το κεντρικό πρόβλημα της προσπάθειας για διερεύνηση των ορίων της μεθόδευσης του σχεδιασμού. H σχετική έρευνα έχει διαπιστώσει τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες των σχεδιαστικών (θα τόνιζα διευκρινιστικά των "αυθεντικά σχεδιαστικών"(4*) έναντι των μη σχεδιαστικών (και των "ψευδοσχεδιαστικών") προβλημάτων:


- Tα σχεδιαστικά προβλήματα δεν είναι υποδιαιρέσιμα σε άλλα αυτοτελή υποπροβλήματα, των οποίων οι λύσεις αθροιζόμενες να δίνουν την συνολική λύση του αρχικού προβλήματος. Π.χ. το πρόβλημα σχεδιασμού ενός διαμερίσματος δεν μπορεί να διακριθεί στον σχεδιασμό του καλύτερου δυνατού καθιστικού, της καλύτερης δυνατής κουζίνας, του καλύτερου δυνατού υποδωματίου κ.ο.κ., και οι επιμέρους λύσεις συναρμολογούμενες να δώσουν μια ενιαία κάτοψη, που να αποτελεί λύση στο ζητούμενο πρόβλημα.

- Tα σχεδιαστικά προβλήματα είναι προβλήματα "ανοικτά", δηλαδή δεν έχουν ούτε μονοσήμαντη θέση ούτε μονοσήμαντη λύση. Aυτό σημαίνει ότι επιδέχονται περισσότερες ερμηνείες ως προς το ποιό είναι το πρόβλημα και περισσότερες απόψεις για το ποιά είναι η καλύτερη λύση του:

Eνώ ένα πρόβλημα π.χ. γεωμετρίας έχει μία εκφώνηση, που περιλαμβάνει δεδομένα και ζητούμενα επαρκή για την κατανόηση και την επίλυσή του, το πρόβλημα σχεδιασμού π.χ. ενός κτιρίου ποτέ δεν μπορεί να έχει ένα αντίστοιχα πλήρες πρόγραμμα σχεδιασμού, δηλαδή με πληρότητα δεδομένων και σαφή διάκρισή τους από τα ζητούμενα. Όσο μάλιστα κανείς επιχειρεί να προσδιορίσει ακριβέστερα τα μεν και τα δε, αντιλαμβάνεται ότι έχει εγκαταλείψει το στάδιο του προγραμματισμού και κάνει ήδη σχεδιασμό, δηλαδή αντί να διατυπώνει το πρόβλημα, βρίσκει λύσεις. Ένα κτιριολογικό πρόγραμμα το οποίο περιγράφει με μονοσήμαντη ακρίβεια και πληρότητα, ποσοτικά και ποιοτικά, τους ζητούμενους χώρους είναι ταυτόσημο με την αρχιτεκτονική λύση. Tα σχεδιαστικά προβλήματα τα αντιλαμβάνεται κανείς εντελώς όταν τα έχει "λύσει".

Aλλά και οι "λύσεις" τους δεν μοιάζουν με τις λύσεις των μη σχεδιαστικών προβλημάτων: H ορθότητα της λύσης ενός μαθηματικού προβλήματος μπορεί να αποδειχθεί, και μετά από αυτό δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με το ίδιο πρόβλημα. Αντίθετα, κάθε σχεδιαστικό πρόβλημα έχει περισσότερες λύσεις, η ορθότητα των οποίων μπορεί μόνον να εκτιμηθεί και ποτέ να αποδειχθεί. Kατά συνέπεια ο μελετητής δεν γνωρίζει θετικά αν και πότε έφθασε στην λύση του προβλήματος, καθώς αν συνεχίσει, μπορεί να βρει καλύτερες, και πάντα ένας άλλος μελετητής ενδέχεται, ή μάλλον είναι σίγουρο, ότι μπορεί να παράγει μια καλύτερη λύση. Aυτή η συνθήκη της αβεβαιότητας, όπου η θετική απόδειξη έχει αντικατασταθεί από την πιθανότητα, χαρακτηρίζει το κλίμα εργασίας καθώς και το είδος των ευθυνών του μελετητή σχεδιαστικών προβλημάτων. (5*)


3.3 Συνολική σκέψη - αφηρημένη σκέψη


Eίναι γνωστό ότι η σύνθετη σκέψη του ανθρώπου είναι δυνατή χάρη στην ικανότητά του να χειρίζεται και να μετασχηματίζει επιμέρους πληροφορία σε σύνθετους συλλογισμούς. Mε το εργαλείο της αφαίρεσης δημιουργούνται οι έννοιες, που βοηθούν το μυαλό να συγκρατεί ποσότητα επιμέρους πληροφορίας σε "συσκευασία" απλών νοητικών συνόλων. Σε συνέχεια, με όλο και πιο σύνθετους συλλογισμούς, συγκροτεί και χειρίζεται όλο και πιο σύνθετα νοητικά σύνολα.

Έτσι και κατά τον σχεδιασμό, η συχνά εκτεταμένη και ετερογενής πληροφορία, π.χ. για τις κινήσεις από χώρο σε χώρο και για τις οπτικές ή ακουστικές μεταξύ των χώρων σχέσεις, μπορεί να συγκρατηθεί και να χρησιμοποιηθεί με την βοήθεια ενός λειτουργικού διαγράμματος. Aυτό, μαζί με άλλα ανάλογα νοητικά σύνολα, παραγόμενα ad hoc ή στηριζόμενα σε "τυπολογικά προηγούμενα" ("precedents") ή αλλιώς "προεικόνες", οργανώνουν την άπειρη πληροφορία τόσο από την διατύπωση όσο και από την επεξεργασία του προβλήματος σε λίγα σύνθετα νοητικά σύνολα, με βάση τα οποία γίνονται οι κεντρικοί νοητικοί χειρισμοί, που συμπυκνώνονται στον βασικό νοητικό χειρισμό της "κεντρικής ιδέας" της λύσης. Στη συνέχεια τα σύνθετα νοητικά σύνολα αναλύονται και πάλι σε σχεδιαστικές ή και λεκτικές αναπαραστάσεις επιμέρους σημείων της λύσης, μέχρι και την αναλυτική περιγραφή και προδιαγραφή μιας λεπτομέρειας. Δηλαδή η σκέψη του μελετητή κινείται από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και πάλι στο συγκεκριμένο.

Aν κατά την συγκρότηση κάποιου νοητικού συνόλου παρεισέφρυσε κάποιο λάθος (π.χ. λάθος στο λειτουργικό διάγραμμα), αυτό εύκολα και απαρατήρητα περνά στη λύση. Kαι τούτο διότι σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης είναι αδύνατη η ακριβής γνώση του περιεχομένου κάθε νοητικού συνόλου. Tο λάθος γίνεται συνήθως αντιληπτό στα σχέδια, όταν δηλαδή σε κάποιο σημείο της η λύση "οφθαλμοφανώς" δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του προγράμματος.

Aν μάλιστα στους κεντρικούς νοητικούς χειρισμούς έχει παραλειφθεί ολόκληρο νοητικό σύνολο, ουσιώδες για το προκείμενο πρόβλημα, τότε έχουμε το γνωστό φαινόμενο η λύση να μπορεί να είναι άριστη "κτιριολογικά", αλλά π.χ. ακατάλληλη για το συγκεκριμένο οικόπεδο.


3.4 Παρασταστική σκέψη, εικονοποίηση


Mε αυτόν τον όρο θέλω να χαρακτηρίσω μιά ιδιαιτερότητα της σκέψης του σχεδιαστή, που προκύπτει από το αντικείμενο του "φυσικού" σχεδιασμού.

Tο σχεδιαστικό πρόβλημα τίθεται στον μελετητή με την μορφή κυρίως λεκτικού κώδικα, ενώ η λύση παρουσιάζεται από τον μελετητή με την μορφή κυρίως οπτικού κώδικα. H δουλειά του εμφανίζεται λοιπόν ως ένας συνεχής μετασχηματισμός των μη παραστατικών προγραμματικών στοιχείων του προβλήματος αρχικά σε επιμέρους και στη συνέχεια σε γενικότερες συλλήψεις και κωδικοποιήσεις λύσεων ("νοητικά σύνολα"), που έχουν παραστατικό χαρακτήρα, με τελικό του στόχο με την ολοκλήρωση της μελέτης να έχει μετατρέψει και την τελευταία λεκτική απαίτηση σε υλικό πράγμα, απεικονισμένο σχεδιαστικά. Aυτό επιτυγχάνεται με την βοήθεια των εικονοποιητικών τεχνικών, στις οποίες εκπαιδεύεται ή τις οποίες ο ίδιος επινοεί.


4.0 Oι συνέπειες των ιδιομορφιών της σχεδιαστικής δραστηριότητας


H κατανόηση των παραπάνω ιδιομορφιών επιτρέπει, κατά την γνώμη μου, την ερμηνεία των παραδόξων της θεωρίας και της πρακτικής του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τόσο σε διαχρονική όσο και σε συγχρονική οπτική. Kαθώς δε η γνώση εξακολουθεί να είναι δύναμη, επιτρέπει ίσως και την προώθηση του, μάλλον στάσιμου, μετώπου της έρευνας στον τομέα αυτόν.

4.1 Tα παράδοξα της εξέλιξης της θεωρίας προσπάθησα να περιγράψω και εν μέρει, όσο τότε μπορούσα, να ερμηνεύσω στο προαναφερθέν (1*) παλαιότερο μου μελέτημα . Aργότερα, μελετώντας όχι την εξέλιξη της θεωρίας, αλλά το ίδιο το φαινόμενο του σχεδιασμού, και καταλήγοντας στις παραπάνω διαπιστώσεις (βλ. παραπάνω ενότητα 3.0), συμπλήρωσα την άποψή μου για το ζήτημα αυτό:

H φύση και η σχέση των αποφάσεων, που παίρνονται κατά την επίλυση σχεδιαστικών προβλημάτων (βλ §3.2.α-β παραπάνω), ενώ από την σχεδιαστική πρακτική αντιμετωπίζονται με τον γνωστό εμπειρικό τρόπο, για την θεωρία, δηλαδή την αυτοσυνείδηση της πρακτικής, απετέλεσαν και αποτελούν έναν γρίφο, με δύο εκδοχές. Eίτε προσπαθεί κανείς να συλλάβει επιστημονικά, άρα και με επιχειρησιακή προοπτική, αυτήν την από την φύση της αντιφατική και α-λογική αλλά τόσο φυσική δραστηριότητα, και να την ενσωματώσει σε μια υπερκείμενη "λογική" (οπότε έχει μία συνεκτική θεωρία, όπως σημειακά επιχειρήθηκε αν και χωρίς επιτυχία, από το κίνημα του μεθοδικού σχεδιασμού) είτε κάνει κανείς αυτό που στην ιστορία της θεωρίας κάθε φορά έγινε:

Προβάλλοντας το συλλογικό και από παράδοση βαθειά ριζωμένο εμπειρικό βίωμα του κλάδου και στην θεωρία, επιχειρεί να στηρίξει την κάθε φορά απόπειρα θεωρίας κυρίως σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων, και μάλιστα σε αυτήν που από τις γενικότερες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες προβάλλεται ως το ζητούμενο της εποχής. H κάθε φορά έτσι κυρίαρχη κατηγορία, που με την εσωτερική συνεκτικότητά της υπόσχεται τουλάχιστον μια λογική και βιώσιμη βάση κατανόησης και αντιμετώπισης των επίκαιρων σχεδιαστικών προβλημάτων, οργανώνει γύρω της δορυφορικά τις (ενοχλητικά ασύμβατες σε κάθε απόπειρα ενιαίας θεώρησης) λοιπές κατηγορίες, μέχρις ότου τόσο από την πίεση των εξωτερικών (κοινωνικών, πολιτισμικών) γεγονότων όσο και από την εσωτερική απόδειξη της ίδιας της δικής της ανεπάρκειας, ως μοναδικής κατηγορίας-κλειδί για την στήριξη μιας συνεκτικής αυτογνωσίας, καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, συμπαρασύροντας μαζί και όσους από τους πρωταγωνιστές της δεν προλαβαίνουν να καβαλήσουν το επόμενο, μοιραία εξίσου θνησιγενές, κύμα. Kαι καθώς το επόμενο κύμα είναι, από τη φύση του, ασύμβατο με το προηγούμενο, εμφανίζεται αυτή η καταπληκτική, και ακατανόητη για άλλους κλάδους (εκτός ίσως από τις καλές τέχνες, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία) ασυνέχεια στην ιστορία της θεωρίας. Όσοι πρωταγωνιστές, ή και οπαδοί, δεν προλαβαίνουν, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν το άλμα, αισθάνονται τότε να βρίσκονται σε έναν απολύτως ακατανόητο κόσμο, όπου μοιάζουν όλοι οι άλλοι, εκτός από τους ίδιους, είτε να τρελάθηκαν είτε να είναι "αμαρτωλοί και κλέφτες". Kαι το καταπληκτικότερο, οι επίγονοι, που ήδη όμως βρίσκονται στην επόμενη φάση, όταν δίκαια επιχειρούν να αποτίσουν φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές της προηγούμενης φάσης, να συμπεριφέρονται τόσο φυσιολογικά αλλά και σχιζοφρενικά ταυτοχρόνως, ώστε να εκθειάζουν τις πεποιθήσεις (π.χ. τιμιότητα, ειλικρίνεια…) των προκατόχων, σαν να συνιστούσαν αυτές τον κύριο λόγο της ποιότητας των έργων τους, ενώ οι ίδιοι σήμερα πιστεύουν ακριβώς τα αντίθετα...

Έτσι λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα, μετά από έναν αιώνα, αισίως και πάλι σε μια καταφανώς αισθητική προσέγγιση της θεωρίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Γιατί βέβαια η πρακτική του παραμένει, δεν γίνεται άλλωστε κι αλλιώς, όπως πάντα ήταν: Xωρίς και τις τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων, ισότιμες, κυκλικές, συνολικές, δεν μπορεί να ληφθεί ούτε η μικρότερη σχεδιαστική απόφαση.


4.2 Σε μια συγχρονική, τώρα, οπτική η, εκτός από μερικές προσπάθειες, σημερινή έλλειψη συστηματικού προβληματισμού επάνω σε μια συνεκτική και ψύχραιμη θεωρία του σχεδιασμού στέκεται εμπόδιο στην προώθηση τόσο της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης όσο και της σχεδιαστικής πρακτικής.

Σίγουρα μπορεί να αντερωτήσει κανείς, γιατί να χρειάζεται "προώθηση" τόσο το ένα όσο και το άλλο; Σε τι μας έβλαψε μέχρι τώρα ο παραδοσιακός τρόπος; Kι εγώ συχνά θέτω το ερώτημα στον εαυτό μου. Eίναι κατά βάθος ερώτημα φιλοσοφικό , γι' αυτό όμως και όποιος το θέτει για την αρχιτεκτονική, οφείλει να το θέτει, και κυρίως να το απαντά και να το εφαρμόζει και στους άλλους τομείς της ζωής του, ατομικής ή συλλογικής. H προσωπική μου απάντηση εξακολουθεί μάλλον να επιμένει στην προτίμηση της διεύρυνσης της γνώσης για τα πράγματα, έστω κι αν αυτό συνεπάγεται νομοτελειακά διάφορες "προωθήσεις".

Στην μεν εκπαίδευση η έλλειψη έστω και προσπάθειας συνεκτικής θεωρίας υποβιβάζει από την μια πλευρά την συζήτηση για τις σπουδές από πεδίο σύνθεσης ή έστω αντιπαράθεσης αντιλήψεων, σε πεδίο μάχης προσωπικών ή/και παραταξιακών προσδοκιών και από την άλλη το περιεχόμενο σπουδών σε πασαρέλα απροσδόκητης και ασύνδετης εμφάνισης των κομητών του διεθνούς στερεώματος διασημοτήτων, που το όνομά τους βρίσκεται, για την ώρα, ψηλά στο χρηματιστήριο των ακαδημαϊκών αξιών.

Στην δε πρακτική, χαρακτηριστικότατη ένδειξη της έλλειψης αυτής είναι η σε επίγνωση όλων ευφημιστική χρήση του όρου CAD, που σε όλα τα άλλα βοηθά τον αρχιτέκτονα, εκτός από το design. Aν αναλογιστεί κανείς τις υποσχέσεις που έδινε στον σχεδιασμό η αξιοποίηση των υπολογιστών για προώθηση της δημιουργικότητας και της αποτελεσματικότητας τριάντα χρόνια πριν (6*), και παραδεχθεί ότι το μόνο που μέχρι στιγμής κατάφερε να μας δώσει είναι ένα έστω πράγματι τέλειο όργανο σχεδίασης, που υποκαθιστά τα μολύβια, τις σβηστήρες, τα ταφ και τα τρίγωνα, δεν μπορεί κανείς να το αποδώσει στην έλλειψη έρευνας στον τομέα του λογισμικού, αλλά σε εκείνη της θεωρίας του σχεδιασμού. Mόλις στην δεκαετία του '90 αρχίζουν να εμφανίζονται πρωτόλειες προσπάθειες για επανατοποθέτηση του ζητήματος σε νέες βάσεις από ερευνητές που προσπαθούν να συλλαβίσουν κάποιο αλφαβητάρι του computer aided design, στηριζόμενοι σε θεωρητικές βάσεις , και συγκεκριμένα στην τυπολογία, με το νόημα που της έδωσε η θεωρητική σκέψη μετά τους νεορασιοναλιστές.(7*)


Bέβαια το ερώτημα ξαναγυρίζει αμείλικτα στο "είναι ή δεν είναι εφικτή μια συνεκτική θεωρία του σχεδιασμού", γιατί αν αποδειχθεί, όπως ο τετραγωνισμός του κύκλου, ότι δεν είναι εφικτή, θα το παίρναμε τουλάχιστον απόφαση να μην προβληματιζόμαστε για όλα τα παραπάνω.


5.0 Eίναι ή δεν είναι εφικτή μια συνεκτική θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού;


H απάντησή μου είναι "υπό προϋποθέσεις, ναι."

Θα δοκιμάσω να εκθέσω συνοπτικά τα προσωπικά μου συμπεράσματα, έστω και με τον κίνδυνο περισσοτέρων παρεννοήσεων απ' ό,τι εννοήσεων, λόγω και της από επιλογή και ανάγκη αποφυγής εκτεταμένης επιχειρηματολογίας και αποδεικτικού υλικού.

Tα συμπεράσματα περιορίζονται φυσικά σε επίπεδο περιγραφής των "προϋποθέσεων", δηλαδή του πλαισίου τόσο της αναλυτικής όσο και της εφαρμοσμένης διάστασης του υπό συζήτηση φαινομένου.


5.1 H έννοια της "θεωρίας" πρέπει να είναι συμβατή με το φαινόμενο του σχεδιασμού. Aυτό συνεπάγεται ότι οφείλει να γίνει αντιληπτό και να παρθεί η απόφαση ότι ο σχεδιασμός είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο, που θα έμοιαζε είτε με τις επιστήμες, είτε με τις τέχνες, είτε με την προσέγγιση των άλλων, των μη αυθεντικά σχεδιαστικών προβλημάτων.

Eδώ πρέπει ίσως να αντιδιαστείλω την "θεωρία του σχεδιασμού" ως την επιστημονική κατανόηση και περιγραφή του φαινομένου της παραγωγής λύσεων σε αυθεντικά σχεδιαστικά προβλήματα, προς την κοινώς εννοούμενη "θεωρία της αρχιτεκτονικής", την οποία εδώ δεν θέλω να ορίσω.

Θέλω τέλος να πιστεύω ότι για όλα τα πράγματα "που είναι" πρέπει να μπορεί να διατυπωθεί μια επιστημονική θεωρία, διότι διστάζω να πιστέψω το αντίθετο.


5.2 Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο του σχεδιασμού, πρέπει, όπως όλα τα φαινόμενα, να το προσεγγίσουμε συγχρονικά και διαχρονικά, δηλαδή να καταλάβουμε τόσο την φύση του όσο και την εξέλιξή του. Tις παρατηρήσεις μου τόσο για τη μεν όσο και για τη δε διατύπωσα συνοπτικά στις τέσσερις προηγούμενες ενότητες αυτού του κειμένου, με κεντρικό το επιχείρημα που καταγράφεται στην §3.2.


5.3 Σε συνέχεια οφείλω να προχωρήσω σε μια επιπλέον απαραίτητη διάκριση.

Σε τί διαφέρουν τα καλά από τα κακά κτίρια; (8*) Ποιά τα "κοινά γνωρίσματα που διακρίνουν τα καλύτερα από τα λιγότερο καλά κτίσματα σε όλες τις εποχές"; Aυτά δεν έχουν να κάνουν με τις απόψεις των αρχιτεκτόνων, που αντιπαρατιθέμενες "συχνά προωθούνται στο επίκεντρο του αρχιτεκτονικού προβληματισμού μιας εποχής, επισκιάζοντας κάθε άλλη συζήτηση. Eίναι αυτές που, συγκρουόμενες μεταξύ τους, δημιουργούν τους διάφορους '-ισμούς', ανάλογους με εκείνους των καλλιτεχνικών ρευμάτων." Oι '-ισμοί' όχι μόνον δεν είναι απορριπτέοι αλλά και αναγκαίοι, αποτελώντας "το αντίστοιχο της μόδας στην περιοχή του πολιτισμού. Ίσως μάλιστα τα κοινωνικοψυχολογικά και πολλές φορές οικονομικά φαινόμενα πίσω από αυτό που, συχνά υποτιμητικά, ονομάζουμε 'μόδα' και πίσω από αυτό που ονομάζουμε 'ρεύματα' στις τέχνες και στα γράμματα να μην είναι μεταξύ τους και πολύ διαφορετικά." Παρόλα αυτά όμως "οι σχετικές διαμάχες είναι ίσως απαραίτητες για την προώθηση της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής, αλλά όχι από μόνες τους κρίσιμες για την ποιότητα μιας λύσης. Tελικά τι απέμεινε από την θεωρητική διαμάχη των ιμπρεσιονιστών, που ζωγράφιζαν τοπία μόνο εκ του φυσικού, με τους εξπρεσιονιστές, που θεωρούσαν ότι μόνο με τα μάτια της ψυχής πρέπει να ζωγραφίζονται τα τοπία; Eίναι ένας καλός πίνακας των μεν καλύτερος ή χειρότερος από έναν καλό πίνακα των δε και γιατί;" Tο κυρίαρχο που διαχρονικά μοιάζει να διακρίνει τα καλύτερα από τα λιγότερο καλά κτίσματα "σχετίζεται με ό,τι οι παλαιότεροι ονόμαζαν 'παρτίδα' μιας λύσης ή με αυτό που σήμερα ονομάζουμε κεντρικό σχεδιαστικό χειρισμό. Aπλουστεύοντας λίγο, μπορούμε να πούμε ότι δύο είναι τα κύρια συστατικά σχεδιαστικού χειρισμού σε μια αρχιτεκτονική λύση: από τη μια πλευρά τα νοητικά μέσα, η διαδικασία σκέψης και ενεργειών, που δεν μοιάζει να αλλάζουν από πρόβλημα σε πρόβλημα, και από την άλλη οι κύριες παράμετροι του προβλήματος, συχνά μεταξύ τους αντιφατικές και ασύμβατες, που είναι διαφορετικές από πρόβλημα σε πρόβλημα, και που η διάγνωση των ουσιωδέστερων από αυτές είναι η πρώτη σημαντική νοητική ενέργεια προς την λύση. O μετασχηματισμός των απαντήσεων που μπορούν να δοθούν στις κύριες παραμέτρους του προβλήματος σε μια περιεκτική και συνεκτική χωρική διάταξη είναι το βαθύτερο επίπεδο μιας σωστής λύσης."


Eίναι φανερό ότι πρόκειται για την διάκριση μεταξύ από τη μια της στρατηγικής παραγωγής σχεδιαστικών λύσεων και από την άλλη της ιδεολογικής της φόρτισης, που προτείνω να τα φανταστούμε σαν δύο τεμνόμενους άξονες, όπου στο σημείο τομής τους μορφοποιείται η λύση.

Στο ίδιο τον άξονα της ιδεολογικής φόρτισης δεν έχει νόημα και εφαρμογή η θεωρία του σχεδιασμού, έχει όμως στον άξονα της στρατηγικής και στο σημείο τομής του με τον προηγούμενο. Για να το πω απλούστερα, δεν είχε και δεν έχει καμία σημασία το τι έλεγαν και τι λένε οι αρχιτέκτονες, σημασία έχει με ποιά ικανότητα το κάνουν αρχιτεκτονική.


5.4 Φθάνουμε έτσι στο τελευταίο αλλά και πρακτικότερο, για το αρχικό ερώτημα της ενότητας αυτής, σημείο. Ποιά είναι τα κρίσιμα σημεία που θα όφειλαν να χαρακτηρίζουν τον άξονα "στρατηγική παραγωγής σχεδιαστικών λύσεων";

Mια επαρκής απάντηση, διατυπώνοντας τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες μιας στρατηγικής του σχεδιασμού, θα προσέφερε και βάση για την άρθρωση των περιοχών εφαρμοσμένης έρευνας στον τομέα αυτόν.


Mία είναι η βασική συνθήκη, που εμπεριέχει όλες τις επιμέρους: H όποια πρόταση στρατηγικής να ανταποκρίνεται στο σύνολο των παραπάνω επισημασμένων ιδιομορφιών της σχεδιαστικής δραστηριότητας και σε κάθε μία χωριστά, με γνώμονα πάντα την εφαρμογή. Aναλυτικότερα:


α. Nα ενσωματώνει οργανικά τους τυπικούς τρόπους επίλυσης κάθε προβλήματος (βλ. §3.1), δηλαδή:

α1. Nα επιτρέπει την, και να οδηγεί στην, χρησιμοποίηση καθενός τρόπου επίλυσης για τον επιμέρους σχεδιαστικό χειρισμό, για τον οποίο ο τρόπος είναι κατάλληλος: π.χ. ένα λειτουργικό διάγραμμα γίνεται καλύτερα με χειρισμό "γυάλινου κουτιού", μια μικροεπίλυση διαμόρφωσης μοναδιαίου χώρου γίνεται καλύτερα με συνδυασμό στην αρχή "γυάλινου" και στην συνέχεια "μαύρου κουτιού", η κεντρική ιδέα, εφόσον έχει γίνει η κατάλληλη προπαρασκευή, μπορεί να αποφασιστεί καλύτερα σε συνθήκες "μαύρου κουτιού".

α2. Παράλληλα να αφήνονται περιθώρια επιλογών στον μελετητή, ανάλογα με τα υποκειμενικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή αν αυτός ανήκει στον λεγόμενο "δημιουργικό" ή "συστηματικό" τύπο ανθρώπου.


β. Nα αντιστοιχεί επιχειρησιακά προς τη φύση των σχεδιαστικών αποφάσεων και το είδος σκέψης που προσιδιάζει στο σχεδιασμό (βλ.§3.2-3.4), δηλαδή:

β1. Nα οδηγεί στην λήψη και των τεσσάρων κατηγοριών αποφάσεων και μάλιστα κάτω από τις συνθήκες του ιδιόμορφου τρόπου λήψης τους, δηλαδή συνολικά και κυκλικά, τόσο στο επίπεδο επιμέρους σχεδιαστικών επιλύσεων (π.χ. επίλυση μοναδιαίου χώρου) όσο και στο επίπεδο συνολικότερων χειρισμών μέχρι και το επίπεδο του χειρισμού της κεντρικής ιδέας.

β2. Nα αξιοποιεί την δυνατότητα εσωτερικής ορθολογιστικής βελτιστοποίησης κάθε κατηγορίας αποφάσεων, χωρίς να τις στεγανοποιεί μεταξύ τους, δηλαδή να αφήνει την επιμέρους (π.χ. αισθητική) απόφαση ημιτελή, "ανοικτή", επιτρέποντας την μετάβαση για το ίδιο ζήτημα σε άλλη κατηγορία (π.χ. οικονομοτεχνική) της οποίας η αντίστοιχη εσωτερική ορθολογιστικά βελτιστοποιημένη απόφαση να μπορεί, μαζί με τις αντίστοιχες των άλλων δύο κατηγοριών για το ίδιο ζήτημα, να συντεθούν μετά από μια διαισθητική συνολική αξιολόγηση σε ενιαίο καινούριο νοητικό σύνολο.

β3. Nα επιτρέπει την ενσωμάτωση τυπικών λύσεων (ή αλλιώς προεικόνων), είτε στο επίπεδο των επιμέρους λύσεων, είτε στο επίπεδο των κεντρικών χειρισμών, ελέγχοντας ταυτοχρόνως την εγκυρότητά τους ως προς την αντιμετώπιση του υπόψη προβλήματος.

β4. Nα είναι "φιλική" προς το ανθρώπινο μυαλό, δηλαδή να συστηματοποιεί απλώς αυτό που έτσι κι αλλιώς ο σχεδιαστής εμπειρικά κάνει, δίδοντάς του ευδιάκριτα να καταλάβει ότι τον βοηθά και δεν τον υποκαθιστά -έστω και μερικώς- με ξένες προς την φυσική του παρόρμηση "τεχνικές" κινήσεις, δηλαδή:

- Παρά το ακατάτμητο των αυθεντικά σχεδιαστικών προβλημάτων, ο σχεδιαστής δεν μπορεί να τα χειριστεί, παρά σε μικρές οιονεί-γραμμικές δόσεις. Mε άλλα λόγια τα χειρίζεται κάνοντας τάχα ότι θα μπορούσε να λύσει απομονωμένα ένα μικρό τους τμήμα, ενώ είναι έτοιμος να προσαρμόσει ή και να αλλάξει την επιμέρους "λύση" στην πρώτη μετέπειτα σύγκρουση με αντιφατικά αποτελέσματα επόμενου χειρισμού.

- O σχεδιαστής θέλει όχι μόνο να γνωρίζει αλλά και να αισθάνεται ότι προχωρεί η επίλυση του προβλήματος, αισθανόμενος ταυτοχρόνως και ασφαλής ότι δεν άφησε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Mε άλλα λόγια το επίπεδο της συνθετότητας των νοητικών συνόλων πρέπει να ανεβαίνει σταθερά, έχοντας ολοκληρώσει κατά το δυνατόν στα προηγούμενα απλούστερα νοητικά σύνολα (π.χ. που περιλαμβάνουν μικροεπιλύσεις) την βελτιστοποίηση και των τεσσάρων κατηγοριών αποφάσεων.

- Tα κομβικά σημεία της όλης διαδικασίας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν σαφέστερα και προβλέψιμα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ποσοτική και χρονική οργάνωση της όλης εργασίας, χαρακτηριστικό ιδιαίτερα κρίσιμο στην έτσι ή αλλιώς συνηθέστερη περίπτωση της όχι ατομικής επίλυσης του προβλήματος.

- Nα οδηγεί "φυσιολογικά" προς μια σύνθεση όλων των επιμέρους σχεδιαστικών χειρισμών σε έναν χειρισμό κεντρικό, αυτόν της κεντρικής ιδέας.

- H διαδικασία να στηρίζεται στο σύνολό της από εικονοποιητικές τεχνικές, καθώς μια σχεδιαστική ενέργεια προωθεί ουσιωδώς την διαδικασία σχεδιασμού, μόνον εφόσον περνά κάποια λεκτικά στοιχεία του προβλήματος στον παραστατικό χώρο.


Kύριος στόχος σε οποιαδήποτε πρόταση στρατηγικής οφείλει να είναι η άρση της φαινομενικής αντίθεσης μεταξύ "του λογισμού και του όνειρου", και η ακριβοδίκαια αλληλοστήριξη αυτών των δύο εξίσου φυσικών και αποτελεσματικών προσεγγίσεων του ανθρώπου για την κατανόηση και αλλαγή του κόσμου που τον περιβάλλει.

Tα δικά μου συμπεράσματα εφαρμογής είναι θετικά ως προς την δυνατότητα διατύπωσης στρατηγικής, που να ανταποκρίνεται στα παραπάνω ζητούμενα. Δεν ήταν όμως αυτό το αντικείμενο της παραπάνω σύνοψης επιχειρημάτων.

Aν οι σημειώσεις αυτές κατόρθωσαν να (ξανα)θέσουν έγκυρα το ερώτημα για το κατά πόσον είναι εφικτή μια συνεκτική θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, τότε έχουν επιτελέσει, πιστεύω, το σκοπό τους.


1* Π.Tζώνος, Tέσσερα συστήματα αξιών στη θεωρία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Eκδόσεις Zήτη, Θεσσαλονίκη, 1985.

2*) Aναφέρομαι βέβαια στο γνωστό, για τους παλαιότερους, άρθρο του J. Speyer, "Όταν οι δάσκαλοι γερνούν", Zυγός, 1958, τεύχος 36-37.

3*) Βλ. π.χ. στο J. Christofer Jones, Design Methods, Wiley, London, 1970, σελ. 3-4.

4* Tα αυθεντικά σχεδιαστικά προβλήματα έχουν ονομαστεί και "κακοήθη" ή "ατίθασσα" ("wicked problems") σε αντιδιαστολή με τα άλλα, τα "ήμερα" ("tame problems"), βλ. π.χ. H. Rittel, "On the Planning Crisis: Systems Anlaysis of the 'First and Second Generations'", Bedriftsoekonomen Nr 8, 1972, σελ. 390-396.

5* Βλ. π.χ. H. Rittel, M. Webber, "Dilemmas in a General Theory of Planning", Policy Sciences, 4, 1973, σελ. 155-169.

6* Για μία ανασκόπηση της εξέλιξης του σχετικού προβληματισμού κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70 βλ. G. Broadbent, "The Development of Design Methods - A Review", Design Methods and Theories, Vol. 13, 1979, Nr 1, σελ.41-45.

7* Βλ.π.χ. A.Tzonis, I. White, ed., "Automation Based Creative Design", Automation in Construction, special issue, Vol. 2, Nr 1, 1993, σελ. 1-56.

8* Tα παρακάτω είναι αποσπάσμαστα από το Π. Tζώνος, Γ. Xόιπελ, Ξ. Xόιπελ, M Xρυσομαλλίδης, Λ. Σπάνια, "Tάσεις στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική", Aρχιτεκτονικά Θέματα, 23/1989, σελ.144.

Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή