Το Μουσείο Τεχνολογίας Θεσσαλονίκης – Μια κριτική παρουσίαση

Δημοσιεύθηκε στο ΚΤΙΡΙΟ, Ιούνιος 2005 από τους αρχιτέκτονες Π. Τζώνος, Γ.Χόιπελ, Ξ. Χόιπελ, Λ. Σπάνια


Το κείμενο αυτό δεν θέλει να προβάλλει ούτε το έτσι κι αλλιώς ψευδές βίωμα κάποιων καλολογικών φωτογραφιών του κτίσματος, ούτε έστω μια κάποια αναπαράσταση της ζωντανής εικόνας του στον επισκέπτη, αλλά να προσεγγίσει αυτό που λέμε «αρχιτεκτονική», δηλαδή το συνολικό βίωμα του χτισμένου χώρου σε όσους ήρθαν ή έρχονται σε επαφή με αυτόν. Με άλλα λόγια επιχειρεί να δει κριτικά τα ίχνη που το συγκεκριμένο κτίσμα άφησε και αφήνει, από την αρχική σύλληψή του μέχρι και την τωρινή λειτουργία του, σε όσους είχαν την εμπειρία της δημιουργίας του, αφήνοντας τα γενικότερα, και κρισιμότερα, συμπεράσματα στον αναγνώστη.


1. Η πρόταση και η προειδοποίηση.


Όταν ο τότε πρόεδρος του Μουσείου, ο καθηγητής Ν. Οικονόμου, μας παρουσίασε το όραμά του και μας πρότεινε να μελετήσουμε το έργο σε επίπεδο προμελέτης (στη συνέχεια το έργο θα δημοπρατούνταν με το σύστημα «μελέτη-κατασκευή», για λόγους που αφορούν τις διαδικασίες της ΕΕ και όχι το παρόν κείμενο), μαζί με τον ενθουσιασμό μας για το εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο, του εκφράσαμε και το δισταγμό μας να το αναλάβουμε. Και τούτο γιατί δεν θα θέλαμε να υποστούμε πάλι την ψυχοφθόρα διαδικασία να βλέπουμε το πνευματικό μας τέκνο να αλλοιώνεται κάτω από τα μάτια μας και, ακόμη χειρότερα, ίσως και με τη δική μας συμβολή. Αφού λοιπόν περιγράψαμε αναλυτικά τους τρόπους που η διαδικασία αυτή μπορεί να πάρει τον στραβό τον δρόμο, εξηγήσαμε ότι αυτό μπορεί να αποτραπεί με την κατάλληλη επιλογή ενός διευθυντή έργου (“project manager”), ο οποίος θα προωθούσε μια τέτοια διαδικασία της δημοπράτησης και της κατασκευής, όπου και τα πλεονεκτήματα του συστήματος «μελέτη-κατασκευή» θα αξιοποιούνταν, και τα μειονεκτήματα θα περιορίζονταν.


Κατά τη δική μας γνώμη, όπως και κατά τη συλλογική εμπειρία του κλάδου, τα βασικά μειονεκτήματα του συστήματος μελέτη-κατασκευή, όταν αυτό χρησιμοποιείται λάθος, είναι ότι:
(α) αποκόπτει τον αρχιτέκτονα, που συνέλαβε τη λύση, από την κατασκευαστική της επεξεργασία και την υλοποίηση, με όλα τα αυτονόητα επακόλουθα που θα είχε και η ανάθεση περαιτέρω επεξεργασίας ενός πίνακα ζωγραφικής σε άλλον ζωγράφο από εκείνον που έκανε την αρχική σύνθεση και τις αρχικές σπουδές του πίνακα (ας φανταστούμε ποιο θα ήταν το περιεχόμενο των μουσείων του δυτικού πολιτισμού αν αυτό είχε συμβεί…), και
(β) αποστερεί τον ιδιοκτήτη του έργου από τον φυσικό του σύμβουλο και σύμμαχο για την ποιότητα του έργου, καθώς στη σκηνή μένουν μόνοι τους ο project manager και ο εργολάβος, υπό την ευθύνη και τα συμφέροντα του οποίου (στην καλύτερη περίπτωση) είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι αρχιτέκτονες συνεχιστές του έργου.
Με άλλα λόγια οι συνέπειες για το έργο είναι πολιτισμικές και οικονομικοτεχνικές.

Η διαδικασία που προτείναμε (την είχαμε άλλωστε επεξεργαστεί και δοκιμάσει στην περίπτωση μελέτης της ΥΦΑΝΕΤ για την «Θεσσαλονίκη ’97») ήταν και απλή και νόμιμη και δεν κόστιζε περισσότερο στον ιδιοκτήτη. Είχε βέβαια το σοβαρό μειονέκτημα να μην αφήνει αποκλειστικό «κυρίαρχο του παιχνιδιού» τον project manager και να μην καθιστά τις αρχιτεκτονικές υπηρεσίες στοιχείο της επιχειρηματικής συναλλαγής και αντιπαλότητας.

Με αυτή τη προοπτική, σε στενή και δημιουργική συνεργασία με τον Ιδιοκτήτη, εκπονήσαμε την προμελέτη.


2. Η αρχιτεκτονική σύλληψη.


H μουσειολογική φιλοσοφία, η οποία απετέλεσε τη βάση για την αρχιτεκτονική λύση, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Tο Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τις σήμερα διεθνώς επικρατούσες απόψεις, έχει έναν ζωτικό κοινωνικό ρόλο. Eίναι κέντρο πολιτισμού, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, που όχι μόνο παρουσιάζει τις σύγχρονες εξελίξεις της Eπιστήμης και της Tεχνολογίας, αλλά διαφυλάσσει και διατηρεί την επιστημονική και τεχνολογική παράδοση. H βιωσιμότητα και η απήχησή του απαιτούν να προσελκύει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, να είναι ταυτοχρόνως σοβαρό αλλά και παιγνιώδες, εντυπωσιακό αλλά και φιλικό, σύγχρονο αλλά και διαχρονικό και να εκφράζει με την αρχιτεκτονική του αυτές τις ποιότητες.

H αρχιτεκτονική λύση επιδίωκε [Εικ. 1]:
- Nα ανταποκριθεί στη μουσειολογική φιλοσοφία και να καλύψει τις ανάγκες του κτιριολογικού προγράμματος.
- Nα σεβαστεί το genius loci του οικοπέδου, αυτόν το μοναδικό για την περιοχή επιμήκη λόφο με την ανεμπόδιστη θέα προς τη Θεσσαλονίκη, το Θερμαϊκό και την πεδιάδα που ενώνεται με τη Xαλκιδική.
- Να δημιουργήσει τη μικρότερη δυνατή για τον όγκο του κτίσματος επέμβαση στο περιβάλλον.

Έτσι, η αρχιτεκτονική σύνθεση χαρακτηριζόταν από τα εξής:

- Tο μουσείο αναπτύσσεται γραμμικά κατά μήκος της από βορρά προς νότο κορυφογραμμής του λόφου.
- Σπονδυλική στήλη του μουσείου, που το διαπερνά από άκρο εις άκρο, είναι το φουαγιέ, το οποίο εμφανίζεται ως ένα κεκλιμένο γυάλινο ορθογωνικό πρίσμα, τοποθετημένο στην κλίση της κορυφογραμμής. O επισκέπτης έχει έτσι την αίσθηση ότι κινείται επάνω στην κορυφογραμμή.
- Γύρω από αυτή την σπονδυλική στήλη διατάσσονται οι χώροι του μουσείου: H βιβλιοθήκη CD, το αμφιθέατρο, οι εκθεσιακοί χώροι (περιοδικές εκθέσεις, μουσείο, τεχνοπάρκο), πλανητάριο, προσομοιωτής, κοσμοθέατρο, εστιατόρια, καταστήματα. Όλοι αυτοί οι χώροι βρίσκονται κάτω από ένα μεγάλο επίμηκες οριζόντιο πλατό, που “στεγάζει” το λόφο στο επίπεδο της κορυφογραμμής του. Δηλαδή οι χώροι αυτοί είναι κατά μεγάλο μέρος βυθισμένοι στο έδαφος.
- H αλληλοτομία του κεκλιμένου πρίσματος με το οριζόντιο πλατό δημιουργεί τη βάση για την αντιληπτική και λειτουργική σύνθεση του κτιρίου. Κάτω από το πλατό και βυθισμένος στο έδαφος είναι ο κύριος όγκος του μουσείου, ενώ ό,τι φαίνεται, αποτελεί το αφηρημένο γεωμετρικό σήμα του μουσείου, που παραπέμπει στον τεχνικό και επιστημονικό του χαρακτήρα.
- H όλη διάταξη επιτρέπει δύο μελλοντικές επεκτάσεις του συγκροτήματος.
- Στον κηποτεχνικά διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο διατάσσονται οι χώροι στάθμευσης επισκεπτών και προσωπικού, οι υπαίθριοι εκθεσιακοί χώροι καθώς και χώροι περιπάτου και αναψυχής.

Η βασική αρχιτεκτονική σύλληψη εκφράζεται πολύ καλά στο σήμα του Μουσείου [Εικ. 2].


Εικόνα 1
Εικόνα 1
  Εικόνα 2
Εικόνα 2
Εικόνα 1   Εικόνα 2

3. Η διαδικασία ολοκλήρωσης της μελέτης και της υλοποίησης.


Κατά τη δημόσια διαδικασία επιλογής project manager (με την οποία δεν είχαμε κανενός είδους επαφή), επελέγη η ομάδα Ελληνοτεχνική- Κίων ΑΤΕ, με επικεφαλής τον πολιτικό μηχανικό Ν. Πανδή.

Μόλις πληροφορηθήκαμε για την επιλογή αυτή, και παρά την επιμονή του προέδρου του μουσείου, ο οποίος ειλικρινά πίστευε ότι θα μπορούσαμε ακόμη να βοηθήσουμε, δηλώσαμε ότι δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση με τη συνέχεια του έργου, γιατί γνωρίζαμε τι θα επακολουθήσει και εγκαίρως είχαμε προειδοποιήσει.

Έτσι δεν έχουμε εικόνα των όσων εσωτερικά συνέβησαν κατά τη μελέτη εφαρμογής και την υλοποίηση του έργου, εκτός από όσα δημόσια έγιναν γνωστά, όπως π.χ. ότι σύντομα αποχώρησε από το Μουσείο ο πρόεδρος και μέσα στη διετία και ο διευθυντής μουσείου, με τους οποίους κυρίως είχαμε συνεργαστεί κατά την προμελέτη.

Πληροφορηθήκαμε επίσης ότι ο project manager προετοίμασε, συντάσσοντας ο ίδιος τη «μελέτη δημοπράτησης», τέσσερις διαδοχικές εργολαβίες με το σύστημα «μελέτη-κατασκευή»: Εκσκαφές, Φέροντες Οργανισμοί, Οικοδομικά-Ηλεκτρομηχανολογικά, Ειδικός Εξοπλισμός, τις οποίες ανέλαβαν, μελέτησαν και εκτέλεσαν ισάριθμες εργολαβικές εταιρίες με τους δικούς τους κάθε φορά μελετητές.

Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 2004 και έχει τη μορφή που παρακάτω θα περιγράψουμε.


4. Το αποτέλεσμα.


Δεν θα παρουσιάσουμε εδώ το ολοκληρωμένο έργο, μια και αυτό είναι προϊόν μιας «συνεργασίας» αρχιτεκτόνων που ποτέ δεν συναντήθηκαν, κατά βάθος δε ούτε γνωρίζει ακριβώς ο ένας τον άλλον. Άλλωστε από την αρχή δηλώσαμε ότι το παρόν είναι ένα επιστημονικό άρθρο και όχι μια παρουσίαση αρχιτεκτονικού έργου. Το επιστημονικό του αντικείμενο είναι (όπως άλλωστε κάθε επιστημονική δραστηριότητα) η περιγραφή και η ερμηνεία ενός φαινομένου, φυσικού και κοινωνικού. Κι εδώ το μεν φυσικό αντικείμενο είναι το τελειωμένο κτίσμα (πώς είναι και γιατί είναι όπως είναι) και το κοινωνικό αντικείμενο είναι η «συλλογική εμπειρία» (πώς είναι και γιατί είναι όπως είναι).


4.1 Το φυσικό αντικείμενο.


Σε γενικές γραμμές τηρήθηκε η λειτουργική διάταξη και η γενική γεωμετρία του κτίσματος της αρχικής μελέτης, με ορισμένες όμως ουσιώδεις διαφορές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι, όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, (σύγκρινε την αρχική μελέτη με αεροφωτογραφία κτίσματος, [Εικ. 3], και με πλευρική άποψη, [Εικ. 4]) ότι καταργήθηκε η σαφήνεια του μεγάλου οριζόντιου πλατό και μεγάλο μέρος από τους βυθισμένους στο έδαφος όγκους εμφανίστηκε στην πλευρική όψη του κεκλιμένου πρίσματος. Δεν επιμένουμε εδώ στις επιμέρους ασχήμιες της διαμόρφωσης των όγκων αυτών [Εικ.5] , αλλά παραμένουμε στο ουσιώδες. Αυτός και μόνο ο αρχιτεκτονικός χειρισμός άρκεσε για να ακυρώσει την καθαρότητα της αρχικής κεντρικής ιδέας, να μετατρέψει το γυάλινο πρίσμα-σύμβολο σε φόντο προσκτισμάτων.

Καθώς τα αρχιτεκτονικά λάθη εκδικούνται, ο ίδιος χειρισμός, μαζί με άλλους ατυχείς μικρότερης εμβέλειας, ακύρωσε και εσωτερικά την διαφάνεια του πρίσματος, ελαχιστοποιώντας την αρχικώς αποσκοπούμενη αίσθηση της κίνησης του επισκέπτη στην κορυφογραμμή του λόφου, με ανεμπόδιστη θέα προς το Θερμαϊκό [Eικ. 6].

Βέβαια, η εσωτερική εικόνα του φουαγιέ [Eικ. 7] είναι αξιοπρεπής, έχει μια ως προς τον εαυτό της συνέπεια, είναι όμως βαριά, στεγνή και πιεστική, μην έχοντας σχέση με το ανάλαφρο τεχνολογικό και κάπως παιγνιώδη χαρακτήρα της αρχικής μελέτης.

Δεν περισσεύει εδώ χώρος για να προχωρήσουμε και σε πλείστα άλλα δυσάρεστα σημεία του κτίσματος, (όπως π.χ. η απαράδεκτη αρχή και το άδοξο τέλος του πρίσματος, [Εικ. 8 και 9], όλα απόρροια της αδυναμίας κατανόησης και κατασκευαστικής έκφρασης της κεντρικής ιδέας της αρχικής μελέτης.


Εικόνα 3
Εικόνα 3
  Εικόνα 4
Εικόνα 4
  Εικόνα 5
Εικόνα 5
Εικόνα 3   Εικόνα 4   Εικόνα 5
Εικόνα 6
Εικόνα 6
  Εικόνα 7
Εικόνα 7
  Εικόνα 8
Εικόνα 8
Εικόνα 6   Εικόνα 7   Εικόνα 8
Εικόνα 9
Εικόνα 9
   
Εικόνα 9       

4.2 Η συλλογική εμπειρία.


Η έννοια «συλλογική εμπειρία» για ένα κτίσμα είναι κατά βάθος μια αφηρημένη διατύπωση, που χρειάζεται κάποια συγκεκριμενοποίηση. Πιστεύουμε λοιπόν ότι πρόκειται για μια συνειδητοποίηση του φυσικού χώρου, όπως αυτός μετασχηματίζεται κάτω από την επέμβαση του ανθρώπου, η οποία οδηγεί και σε μια αυτοσυνειδησία του κοινωνικού χώρου, ο οποίος παράγει τον πρώτο.

Αυτό δεν συμβαίνει ενιαία, δεν υπάρχει δηλαδή μία «συλλογική εμπειρία», αλλά τόσες όσες οι σχετικά ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες χρηστών που συμμετέχουν σε αυτήν. Οι χρήστες μπορούν να διακριθούν σε άμεσους (π.χ. στην προκείμενη περίπτωση ο επισκέπτης, ο διευθυντής, ο αρχιτέκτων μελετητής του μουσείου) και έμμεσους (π.χ. ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής που περνάει απ΄έξω, οι κάτοικοι του γειτονικού συγκροτήματος). Είναι φανερό ότι η περιγραφή και αξιολόγηση όλης αυτής της συλλογικής εμπειρίας θα αποτελούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διατριβή, πολύ διδακτική για τους αρχιτέκτονες, την οποία προφανώς το περιοδικό ΚΤΙΡΙΟ και οι αναγνώστες του δεν αναμένουν από το άρθρο αυτό.

Για το σαφή προσδιορισμό των ορίων του παρόντος, δηλώνουμε ότι εδώ δεν μπορούμε να αναφερθούμε παρά μόνο στη συλλογική εμπειρία τμήματος των αμέσων και τμήματος των εμμέσων χρηστών, και να συγκρατούμε στο μυαλό μας την μερικότητα της προσέγγισης. Θα αναφερθούμε λοιπόν στην συλλογική εμπειρία αυτών που συμμετείχαν άμεσα στην δημιουργία του μουσείου και εκείνων που λόγω ειδικότητας βιώνουν έμμεσα τόσο τη διαδικασία δημιουργίας του όσο και το προϊόν.

Τι κατάλαβαν λοιπόν οι πρώτοι από τους παραπάνω: ο πρώην πρόεδρος και ο πρώην διευθυντής έργου του μουσείου, τα λοιπά μέλη του ΔΣ και τα στελέχη του μουσείου και ειδικότερα όσοι προώθησαν τη διαδικασία εναντίον της οποίας τους προειδοποιήσαμε, οι αρχιτέκτονες της αρχικής μελέτης, του αναδόχου και του project manager, ο ίδιος ο project manager, ο ανάδοχος του έργου, οι λοιποί μηχανικοί και τεχνικοί;

Εμείς δεν μπορούμε να γράψουμε τι κατάλαβαν οι πρώην και οι νυν του μουσείου, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης όμως μπορεί να τους ρωτήσει. Μπορούμε πάντως να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τους επόμενους:

α. Πρώτα απ’ όλα όλοι οι συντελεστές του έργου, που είναι και μηχανικοί, κατάλαβαν ότι το έργο έγινε με την εξής περίπου διαδικασία: Ο project manager, με δικούς του αρχιτέκτονες και λοιπούς μηχανικούς, προωθεί την αρχική, δική μας, προμελέτη σε επίπεδο δημοπράτησης, και μάλιστα διαδοχικής.

- Το πρώτο εδώ ερώτημα θα ήταν, ποιος παρέλαβε για λογαριασμό του ιδιοκτήτη από τον project manager τη «μελέτη δημοπράτησης», συγκρίνοντας τη συμβατότητά της με την αρχική μελέτη; Αν την παρέλαβε ο ίδιος ο project manager, τότε, εκτός από τα άλλα, ποιος ήταν ο ελέγχων και ποιος ο ελεγχόμενος; Αμέσως παρακάτω θα φανεί πόσο καθοριστική ήταν αυτή η μελέτη δημοπράτησης.

- Το δεύτερο ερώτημα θα ήταν με ποιόν τρόπο, εφόσον δεν υπάρχει πριν από την έναρξη και των τεσσάρων εργολαβιών μια σοβαρή, επώνυμη και υπεύθυνη οριστική μελέτη για ολόκληρο το κτίσμα, με ποιόν λοιπόν τρόπο είναι δυνατόν να προβλεφθούν οι ακριβείς συνέπειες της μελέτης εφαρμογής της πρώτης εργολαβίας (της θεμελίωσης), επί της μελέτης εφαρμογής π.χ. της τρίτης εργολαβίας (δηλαδή των οικοδομικών-ηλεκτρομηχανολογικών); Είναι γνωστό ότι σε αυτήν την ανευθυνότητα οφείλεται, παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις, η ντουλάπα που κληρονόμησαν στο Θερμαϊκό τα οπίσθια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.

- Το τρίτο ερώτημα θα ήταν, ποιοι ήταν τέλος πάντων, αυτοί οι μηχανικοί, αρχιτέκτονες, πολιτικοί και μηχανολόγοι, που συνέταξαν με τόση αγάπη τις μελέτες εφαρμογής των διαδοχικών εργολαβιών; Ο καλόπιστος αναγνώστης θα αναφωνήσει, μα φυσικά αυτοί που κατέβηκαν στους διαδοχικούς διαγωνισμούς ως μελετητές των αναδόχων εργολαβικών εταιρειών. Ας προσπαθήσει να το διαπιστώσει, και θα βρεθεί στην ίδια αμήχανη ασάφεια που βρεθήκαμε κι εμείς.

- Από τα παραπάνω προκύπτει ότι θα ήταν μάταιο να δοκιμάσουμε και ένα τελευταίο ερώτημα, για το ποιος μελετητής τελικά είναι χρεωμένος με τους παραπάνω (κατά τη γνώμη μας κακούς, κατά τη γνώμη άλλων έστω καλούς) αρχιτεκτονικούς χειρισμούς. Η αρχιτεκτονική ευθύνη και αποπροσωποποιείται και διαχέεται.

Ας συνεχίσουμε όμως να απαντάμε στο ερώτημα για τα βιώματα που απεκόμισαν οι «τεχνικοί» συντελεστές του έργου.

β. Οι αρχιτέκτονες της αρχικής μελέτης είχαν (ξανά…) την εμπειρία της αδυναμίας τους μπροστά στην νομοτέλεια του συστήματος, κι εδώ πρόκειται για την προϊούσα εμπορευματοποίηση της αρχιτεκτονικής στη χώρα μας, δηλαδή την υπαγωγή και της αρχιτεκτονικής δημιουργίας και ποιότητας κάτω από τον εξωαρχιτεκτονικό επιχειρηματικό έλεγχο. Κάτι κάπως ανάλογο συμβαίνει βέβαια και στους ευρωπαίους εταίρους μας, εκεί όμως αφήνονται (ακόμη) άθικτα τα κτίρια δημοσίου ενδιαφέροντος, όπου η αρχιτεκτονική ποιότητα δεν παίζεται, καθώς έχει γίνει κατανοητό το κοινωνικό, πολιτικό και τελικά και αναπτυξιακό της όφελος. Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η κερκόπορτα για την εμπορευματοποίηση της αρχιτεκτονικής ήταν ακριβώς τα κτίρια δημοσίου ενδιαφέροντος, τα οποία τράβηξαν το ενδιαφέρον του project management, με την ανοχή της πνευματικής και της πολιτικής ηγεσίας.

γ. Οι αρχιτέκτονες του αναδόχου εργολάβου και του project manager (αν η διάκριση είναι καν δυνατή), είχαν (ξανά…) την εμπειρία της αρχιτεκτονικής παραγωγής κάτω από τη διεύθυνση εξωαρχιτεκτονικών σκοπιμοτήτων. Εδώ θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν πιστεύουμε ότι οι καλοί συνάδελφοι μελετητές μείωσαν από αρχιτεκτονική ανεπάρκεια την όποια αρχική ποιότητα της αρχιτεκτονικής λύσης. Κι εμείς, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ίσως τα καταφέρναμε και χειρότερα. Ούτε θα μπορούσε να περάσει από την σκέψη κανενός να συστήσει σε επαγγελματικούς οργανισμούς, όπως είναι τα αρχιτεκτονικά γραφεία, να απέχουν από έναν, όπως κατέληξε, από τους κύριους επαγγελματικούς τομείς του κλάδου.

δ. Ο ίδιος ο project manager του έργου θα είχε, και δικαίως, για ακόμη μια φορά την εμπειρία της επιτυχίας. Άλλωστε η αίσθηση επιτυχίας σε σχέση με ένα αρχιτεκτονικά υποβαθμισμένο έργο, είναι κατανοητή και τελικά θεμιτή για ανθρώπους με τεχνικές ικανότητες, αλλά με δικαιολογημένη, λόγω επαγγέλματος και έλλειψης παιδείας, ανεπαρκή πολιτισμική συνείδηση. Ένας τεχνοκρατικά σκεπτόμενος project manager δεν μπορεί παρά να μην έχει επίγνωση της κοινωνικής, πολιτικής, αναπτυξιακής κλπ. σημασίας των προϊόντων πολιτισμού, κι αν του το επιτρέπανε θα χειριζόταν έτσι και το περιεχόμενο π.χ. μουσείων σύγχρονης τέχνης. Ποιος τον άφησε εδώ να το κάνει;

ε. Τέλος ο ανάδοχος του έργου έκανε βέβαια τη δουλειά του, προσαρμοζόμενος φυσιολογικά στις συνθήκες της αγοράς. Αν η δημοπράτηση του έργου είχε διαφορετική μορφή, θα είχε με το ίδιο σίγουρα ενδιαφέρον, συμμετάσχει με άλλον τρόπο.


Ας έρθουμε τώρα στην συλλογική εμπειρία των εμμέσων χρηστών, και ειδικότερα όπως προαναφέραμε, εκείνων που λόγω αρμοδιότητας βιώνουν έμμεσα, πάντως επαρκώς, τόσο το αρχιτεκτονικό προϊόν όσο και την διαδικασία δημιουργίας του.

Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στο ότι οι σημαντικότεροι από αυτούς προτιμούν να βλέπουν τους εαυτούς τους κοντύτερα στον επισκέπτη του μουσείου, στον κάτοικο του γειτονικού συγκροτήματος ή στον οδηγό του λεωφορείου, παρά κοντά στους έχοντες ευθύνη για την ποιότητα του μουσείου. Ας δούμε μερικούς από αυτούς:

στ. Ποιο είναι ο συλλογικό βίωμα όσων, ως αρμόδιοι πολιτικοί ή εκπροσώποι συνδικαλιστικών φορέων των μηχανικών, είτε εισήγαγαν είτε δεν τροποποίησαν καθ’ οδόν κατάλληλα το νομικό πλαίσιο που προωθεί τέτοιες διαδικασίες, παρά την επανειλημμένη διαμαρτυρία επαγγελματικών ή πανεπιστημιακών οργάνων των αρχιτεκτόνων;

ζ. Ποιο είναι το συλλογικό βίωμα όσων, από υψηλές θέσεις, περίοπτες αρμοδιότητες και προβεβλημένη δημόσια εικόνα επιστήμονα ή πνευματικού ανθρώπου, έκλειναν τα αφτιά τους, όταν αναλυτικά και εγκαίρως ενημερώθηκαν (αν δεν ήξεραν), έκλειναν τα μάτια τους, όταν μπροστά τους εξελίσσονταν τα γεγονότα (αν δεν θυμούνταν) και έκλειναν το στόμα τους, όταν όφειλαν να μιλήσουν; Θα αναφερθώ μόνο ενδεικτικά σε παλιούς και πεπειραμένους πανεπιστημιακούς, που είτε ως μέλη του ΔΣ του Θεσσαλονική ’97, είτε ως μέλη ΔΣ πολιτιστικών οργανισμών κλπ., αρνούνταν τη γνώμη άλλων παλιών και πεπειραμένων, και προωθούσαν και νομιμοποιούσαν τους νέους άρχοντες της νέας συλλογικής αρχιτεκτονικής εμπειρίας, και εξακολούθησαν να το κάνουν από όποια μετέπειτα κρίσιμη θέση κι αν βρέθηκαν.

Όλοι αυτοί απέκτησαν μια συλλογική εμπειρία συμμετοχής στη δημιουργία αρχιτεκτονικής στη χώρα μας και καθόρισαν τη συλλογική εμπειρία και των άλλων.


5. Ένα ατελές συμπέρασμα.


Αν μας ρωτούσανε, μάλλον θα προτιμούσαμε να είχαμε εδώ παρουσιάσει ένα αρχιτεκτονικό έργο και όχι να γράψουμε ένα επιστημονικό άρθρο, δηλαδή μια περιγραφή και ερμηνεία ενός αρνητικού φαινομένου, κατά βάθος φαινομένου κοινωνικού και πολιτισμικού.

Θα προτιμούσαμε, μαζί με άλλους συναδέλφους αρχιτέκτονες, συν-μελετητές ή συν-επιβλέποντες, να παρουσιάζαμε την κοινή μας εμπειρία από το σημαντικό αυτό το έργο -αρκεί όμως να τους ξέραμε…- και μαζί με άλλους παράγοντες της διαμόρφωσης της ελληνικής αρχιτεκτονικής σκηνής, να παρουσιάζαμε την κοινή μας εμπειρία από τη λειτουργία του θεσμικού πλαισίου, μέσα στο οποίο κινήθηκε το έργο -αρκεί όμως να το ξέρανε…-.

Όταν όμως μια τέτοια αρχιτεκτονική παρουσίαση είναι προβληματική, όταν είναι βέβαιο ότι και άλλα αρχιτεκτονικά έργα καθώς και άλλοι αρχιτέκτονες θα εξακολουθήσουν να υφίστανται τα πάνδηνα (sic) από την επικρατούσα αρχιτεκτονική παθολογία, είναι τουλάχιστον χρήσιμο να διερευνά κανείς το γιατί, μήπως και συμβάλλει στη γενίκευση κάποιας συνειδητοποίησης για τα αίτια και μήπως ξαναθυμίσει λίγο την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών.



Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή