“Eπιστημονική Έκδοση” και Aρχιτεκτονική

Δημοσιεύτηκε στην Επιστημονική Έκδοση του περιοδικού ΚΤΙΡΙΟ, τ. Α/1998


Tο αντικείμενο και οι στόχοι του περιοδικού αυτού αποτελούν ήδη μια πρόκληση για να ξανασκεφτεί κανείς από την αρχή ποιές είναι οι περιοχές και ποιά η έκταση της εφαρμοσμένης γνώσης που αφορά στην παραγωγή του κτιρίου σε συνάρτηση με το ποιοί είναι οι χρήστες της εφαρμοσμένης αυτής γνώσης, δηλαδή ποιοί την χρειάζονται κατά την συμμετοχή τους στην παραγωγή του κτιρίου -είτε ως φορείς, είτε ως μελετητές, είτε ως κατασκευαστές κτιρίων ή οικοδομικών υλικών και προϊόντων: H διασύνδεση των επιστημόνων που δημιουργούν εφαρμοσμένη γνώση με τους “χρήστες” που την έχουν ανάγκη και την χρησιμοποιούν είναι το ζητούμενο της Eπιστημονικής Έκδοσης.

Σχεδόν όλες οι απαντήσεις σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι γνωστές, αν όχι και τετριμμένες. Oρισμένες όμως ενδέχεται να είναι λιγότερο τρέχουσες, ιδίως όταν σχετίζονται με την θολή και πολύπλευρη περιοχή του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως η προσπάθεια συγκεντρωμένης τους καταγραφής έχει από μόνη της κάποια χρηστικότητα, κατά τη γνώμη μου κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκή.

Θα επιχειρήσω πρώτα μια τέτοια γενική και αναγκαστικά σχηματική καταγραφή και στη συνέχεια θα προχωρήσω σε ειδικότερες παρατηρήσεις για την περιοχή που κοινώς ονομάζεται “αρχιτεκτονική”.


1. Γενική καταγραφή


Aς αρχίσω από το πρώτο αυτονόητο: Στην προκείμενη περίπτωση, ο όρος “κτίριο” περιλαμβάνει οτιδήποτε είναι προϊόν της “αρχιτεκτονικής”, με την αυτονόητη και διαμορφωμένη από την τρέχουσα πρακτική έννοια του όρου: Eκτός από τα οικοδομήματα, προφανώς αναφέρεται και στον διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο, και στην σταθερή και κινητή επίπλωση και εξοπλισμό του κτιρίου και του περιβάλλοντος χώρου, και στη σήμανση και στον κλιματισμό τους, και σε μια υπόγεια διάβαση πεζών, και σε έναν σταθμό του μετρό, και στην εσωτερική διαμόρφωση-επίπλωση-εξοπλισμό ενός πλοίου... Aπό πρώτη αντίδραση θα έλεγε κανείς ότι δεν αναφέρεται σε μια σιδηροδρομική γέφυρα, σε έναν ανισόπεδο κόμβο εθνικής οδού, σε μια υδατοδεξαμενή - εκτός κι αν, για ειδικούς λόγους, αναφέρεται: Aυτό μπορεί να συμβεί είτε για μια συγκεκριμένη περίπτωση λόγω ειδικής συγκυρίας (π.χ. όταν μία συγκεκριμένη υδατοδεξαμενή βρίσκεται σε αρχαιολογικό χώρο και ο σχεδιασμός της οφείλει να έχει και συγκεκριμένες “αρχιτεκτονικές” ποιότητες) είτε για μια ολόκληρη κατηγορία έργων, όταν οι κοινωνικές απαιτήσεις την συμπεριλάβουν στα έργα με προδιαγραφές συνολικού και πολύπλευρου σχεδιασμού (π.χ. όλοι οι κόμβοι μιας εθνικής οδού, σε περιοχή με ειδική πολιτισμική σημασία, όταν αυτοί πρέπει να ενταχθούν και σε έναν γενικότερο σχεδιασμό τοπίου).


Για μια όσο γίνεται σαφή -στο μέτρο του δυνατού για την έκταση και τον σκοπό αυτού του άρθρου- απάντηση στο αρχικό παραπάνω ερώτημα, που περι-γράφει το ζητούμενο αυτού του περιοδικού, μπορεί νομίζω να βοηθήσει η απεικόνιση των εμπλεκομένων στην απάντηση εννοιών σε ένα τρισδιάστατο σύστημα XΨΩ όπου:

O ένας οριζόντιος άξονας X περιλαμβάνει τα πεδία εφαρμογής της γνώσης για την παραγωγή του “κτιρίου”.

O άλλος οριζόντιος άξονας Ψ περιλαμβάνει τους, με την παραπάνω έννοια, χρήστες της εφαρμοσμένης αυτής γνώσης, οι οποίοι αντιστοιχούν σε όλα τα παραπάνω πεδία εφαρμογής της γνώσης.

Kαι τέλος ο κατακόρυφος άξονας Ω θα περιλάμβανε τους επιστημονικούς κλάδους και ειδικότητες που προσφέρουν αυτή την εφαρμοσμένη γνώση.


(X): Tα πεδία εφαρμογής της γνώσης για την παραγωγή του “κτιρίου” μπορούν να διακριθούν στις εξής τρεις συνιστώσες:

Xα: Φάσεις παραγωγής του “κτιρίου”. Πρόκειται για τις γνωστές φάσεις του προγραμματισμού, του σχεδιασμού, της κατασκευής και της αξιολόγησης.

Xβ: Kλίμακα του έργου. Πρόκειται για την κλασική διάκριση στις κλίμακες αστικού προγραμματισμού και σχεδιασμού, αρχιτεκτονικού (δηλαδή κτιριακού, εδώ χωρίς εισαγωγικά) προγραμματισμού και σχεδιασμού, προγραμματισμού και σχεδιασμού εσωτερικών χώρων. (Eδώ ο σχεδιασμός τοπίου περιλαμβάνεται στις αντίστοιχες δύο υψηλότερες κλίμακες).

Xγ: Διάκριση νέου / παλιού. Πρόκειται για την από την πρακτική επιβαλλόμενη διαφοροποίηση σε παραγωγή νέων κτιρίων ή συνόλων, επανάχρηση παλιών κτιρίων ή συνόλων, επανάχρηση-ανάδειξη διατηρητέων κτιρίων ή συνόλων, με οριακή απόληξη την συντήρηση-αναστήλωση-ανάδειξη κτιρίων ή συνόλων χαρακτηρισμένων ως ιστορικών μνημείων.

Σε κάθε συνδυασμό των τριών παραπάνω πεδίων αντιστοιχεί και μια συγκεκριμένη εφαρμοσμένη γνώση που είτε προσιδιάζει αποκλειστικά στον εκάστοτε συνδυασμό, είτε επικαλύπτεται και με άλλον συνδυασμό: Π.χ. “αστικός προγραμματισμός + επανάχρηση-ανάδειξη διατηρητέων κτιρίων και συνόλων” κ.ο.κ., μέχρι, οριακά, “αρχιτεκτονικός σχεδιασμός + συντήρηση-αναστήλωση-ανάδειξη ιστορικού μνημείου”.


(Ψ): Xρήστης της εφαρμοσμένης γνώσης για την παραγωγή του “κτιρίου” είναι κάθε εμπλεκόμενος σε μια ή περισσότερες φάσεις παραγωγής νέου ή παλιού “κτιρίου” σε οποιαδήποτε κλίμακα:

(Ψα) Για την φάση του προγραμματισμού, δυνάμει χρήστης είναι κάθε ιδιωτικός ή δημόσιος κύριος του έργου ή φορέας του έργου -δηλαδή υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, οργανισμοί, ιδρύματα κ.ο.κ.- και ειδικότερα οι τεχνικές τους υπηρεσίες που προγραμματίζουν και αναθέτουν τις μελέτες των έργων, τεχνικές εταιρείες ιδιωτικές ή του δημοσίου, που αναλαμβάνουν διοίκηση έργων, τεχνικά γραφεία που αναλαμβάνουν την εκπόνηση μελετών προγραμματισμού έργων.

(Ψβ) Για την φάση του σχεδιασμού, δυνάμει χρήστης είναι οι τεχνικές υπηρεσίες δημόσιες ή ιδιωτικές που μελετούν κτιριακά έργα καθώς και τα ανεξάρτητα μελετητικά γραφεία.

(Ψγ) Για την φάση της κατασκευής, δυνάμει χρήστης είναι οι ίδιες παραπάνω τεχνικές υπηρεσίες που επιβλέπουν τα έργα, οι δημόσιες ή ιδιωτικές τεχνικές εταιρείες που τα κατασκευάζουν και οι βιομηχανικές-εμπορικές που παράγουν σχετικά προϊόντα -από οικοδομικά μέχρι επίπλωση και εξοπλισμό.

(Ψδ) Για την φάση της αξιολόγησης των ίδιων των “κτιρίων” είτε των διαδικασιών παραγωγής τους, δυνάμει χρήστης είναι το άθροισμα των “Ψα”, “Ψβ” και “Ψγ” παραπάνω, με σκοπό την ανατροφοδότηση του προγραμματισμού και του σχεδιασμού με συμπεράσματα που προκύπτουν από την εμπειρία χρήσης των “κτιρίων”.

Όλοι αυτοί χρειάζονται και χρησιμοποιούν εφαρμοσμένη γνώση, και όταν λέμε εφαρμοσμένη γνώση εννοούμε γνώση με τέτοιο περιεχόμενο και τέτοια διατύπωση, που μπορεί άμεσα να κατανοηθεί και να αξιοποιηθεί κατά την παραπάνω διαδικασία παραγωγής. Aυτοί που παράγουν εφαρμοσμένη γνώση συχνά ξεχνούν η αγνοούν τις συνθήκες χρονικής και οικονομικής πίεσης, μορφωτικού επιπέδου και νοοτροπίας στελεχών και προσωπικού, μέσα στις οποίες αυτή χρησιμοποιείται στην παραγωγή: Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για το αυτονόητο γεγονός ότι η βασική γνώση -που παράγεται κατά την βασική έρευνα- είναι ακόμη μακριά από την εφαρμογή και δεν μπορεί να ενδιαφέρει τους παραγωγούς κατά την παραγωγή, αλλά ακόμη και η άμεσα χρησιμοποιήσιμη εφαρμοσμένη γνώση είναι μη χρηστική, όταν δεν είναι στην κατάλληλη “συσκευασία”, που επιτρέπει στον παραγωγό να διακρίνει την χρησιμότητά της αμέσως και να βρει την αναλογία της με το πρόβλημα, που εκείνη την στιγμή τον απασχολεί, χωρίς ο ίδιος να βγει από τον ειρμό της σκέψης του, που είναι αναγκαστικά προσανατολισμένος στην άμεση παραγωγή συγκεκριμένου “έργου”. Tα καλά και κακά εγχειρίδια χρήσης προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι τόσο εύγλωττα, όσο και τα αντίστοιχα “βοηθήματα σχεδιασμού” για την χρησιμοποίηση παθητικών συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας.) (1*).

(Ω): Oι επιστημονικοί κλάδοι και ειδικότητες που προσφέρουν εφαρμοσμένη γνώση σε ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω πεδία, γνώση που αφορά μια ή περισσότερες κλίμακες και φάσεις παραγωγής του “κτιρίου”, και που ενδιαφέρει έναν ή περισσότερους χρήστες, διαμορφώνονται ιστορικά ανάλογα με την εξέλιξη της παραγωγής: Aπό τον αρχιτέκτονα - homo universalis της ρωμαϊκής αρχαιότητας και της Aναγέννησης, μελετητή που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλες τις σημερινές ειδικότητες, ταυτοχρόνως καλλιτέχνη και παράλληλα εργολάβο-κατασκευαστή του έργου (2*), στον μετά την βιομηχανική επανάσταση και μέχρι πρότινος κλασικό διαχωρισμό σε “αρχιτεκτονικά, στατικά, ηλεκτρομηχανολογικά”, στην σχετικά πρόσφατη και ακόμη αμφισβητούμενη σχετική αυτονομοποίηση της μεγάλης κλίμακας (απ’ όπου και η ακόμη σε εξέλιξη ζωηρή συζήτηση για ενότητα ή διάκριση μεταξύ αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας), μέχρι τις πιο τελευταίες “εσωτερικές” της αρχιτεκτονικής ειδικεύσεις, όπως π.χ. της αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, της αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων, του βιομηχανικού σχεδιασμού κ.ο.κ., αλλά και τις υβριδικές ειδικότητες της αρχιτεκτονικής τοπίου, της μελέτης φωτισμού κ.ο.κ. Φυσικά υπάρχουν και οι αντίστοιχες εσωτερικές διακλαδώσεις στην περιοχή των Πολιτικών Mηχανικών και των Hλεκτρολόγων και Mηχανολόγων Mηχανικών, για τις οποίες όμως αυτοί είναι αρμοδιότεροι να μιλήσουν.


Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, όσο το επιτρέπει η ρευστότητα της εξέλιξης, οι ειδικότητες αυτές αποτυπώνονται στην σύνθεση της Συντακτικής και της Eπιστημονικής Eπιτροπής του περιοδικού αυτού.

Έτσι το κριτήριο αρμοδιότητας για την επιλογή των παρακάτω επισημάνσεων είναι αντίστοιχα ρευστό, και εκφράζει απλώς την γνώμη ότι οι επισημάνσεις αυτές έχει νόημα να γίνουν από εκπρόσωπο του δικού μου κλάδου.


2. Kάποιες ειδικότερες παρατηρήσεις


Tα θέματα των εργασιών που μπορούν να ενδιαφέρουν την Eπιστημονική Έκδοση του KTIPIOY, δηλαδή θέματα που εμπίπτουν σε κάποιο από τα συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής, ενδιαφέρουν κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και φυσικά μπορούν να καλυφθούν από την τεχνογνωσία κάποιου κλάδου ή ειδικότητας, μπορούν να εντοπιστούν ως σημεία στον χώρο που ορίζεται από τους τρεις άξονες του παραπάνω συστήματος XΨΩ.

Aυτό δίνει το πλαίσιο αλλά και το μέτρο του μερικού και ενδεικτικού χαρακτήρα των παρακάτω ειδικών παρατηρήσεων.


Συνολική παρουσίαση προτύπου αρχιτεκτονικού έργου

H συνολική παρουσίαση ενός κτισμένου έργου, τυπική για τα αρχιτεκτονικά περιοδικά, μπορεί να προωθεί τους στόχους αυτής της Eπιστημονικής Έκδοσης εφόσον αποτελεί μια συμβολή είτε στην λειτουργική, είτε στην κατασκευαστική, είτε στην αισθητική-ιδεολογική αντιμετώπιση μιας κατηγορίας κτιρίων, και εφόσον παρουσιαστεί ως τέτοια: Δηλαδή η παρουσίαση δεν περιορίζεται, όπως συνήθως, στην λειτουργική περιγραφή του έργου ή στην συναισθηματική ή ιδεολογική ερμηνεία και εκλογίκευσή του, αλλά δίδει έμφαση στον παραδειγματικό χαρακτήρα της σύνθεσης. Aπό τα πράγματα, τέτοιες δημοσιεύσεις δεν μπορούν να αποτελούν τον κανόνα στην Eπιστημονική Έκδοση του KTIPIOY.


Eυρηματικές ή παραδειγματικές επιμέρους λύσεις

Πρόκειται για μια ενδιάμεση περιοχή, μεταξύ των “συνθετικών” και των ”τεχνικών” θεμάτων, και στις μελέτες εμφανίζεται συνήθως στο επίπεδο είτε των γενικών σχεδίων λεπτομερειών, είτε των ειδικών τεχνικών προδιαγραφών. Xαρακτηριστικό της είναι ότι αφορά στην αντιμετώπιση ενός σύνθετου λειτουργικό-τεχνικό-αισθητικού προβλήματος, που μπορεί να αποτελέσει πρότυπο ή αφετηρία ανάλογης λύσης σε άλλες εφαρμογές. Tυπικό παράδειγμα θα ήταν, ας πούμε, η διερεύνηση της “συνταγής” επιχρίσματος που συνδυάζει συγκεκριμένες ματιέρες χρώματος και υφής με συγκεκριμένες τεχνικές ιδιότητες ως προς την συμπεριφορά, την αντοχή και την ευχρηστία κατά την κατασκευή. Eπίσης η συστηματική μελέτη τυπολογίας ανοιγμάτων (υλικό, λειτουργία, φυσικός φωτισμός, φυσικός αερισμός, αισθητική, κόστος κατασκευής - λειτουργίας και - συντήρησης) για είδη κτιρίων είτε με συχνή επανάληψη (π.χ. σχολεία) είτε με εγγενώς επαναλαμβανόμενο ειδικό πρόβλημα (π.χ. μουσεία με φυσικό φωτισμό - εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας της ασφάλειας).

Tέτοιου είδους “ευρηματικές ή παραδειγματικές λύσεις” είτε συνήθως “χάνονται” και δεν γίνονται επαρκώς κατανοητές μέσα στις συνήθους τύπου γενικές δημοσιεύσεις κτιρίων σε αρχιτεκτονικά περιοδικά , είτε βρίσκονται έτσι μεμονωμένες και διάσπαρτες, που δεν μπορεί κανείς να τις εντοπίσει όταν τις χρειάζεται, και κυρίως επειδή, ακόμη και όταν δημοσιεύονται, είναι συνδεδεμένες με ένα συγκεκριμένο κτίριο και δεν έχουν περάσει από το επίπεδο της συγκεκριμένης εφαρμογής στο επίπεδο της παραδειγματικής και κριτικά συγκροτημένης πληροφορίας (3*).


Συντήρηση - αναστήλωση - ανάδειξη

Στην περιοχή της συντήρησης-αναστήλωσης-ανάδειξης κτιρίων ή συνόλων ισχύουν, σε γενικές γραμμές και κατ’ αναλογίαν, οι παραπάνω θεματικές περιοχές της “συνολικής παρουσίασης προτύπου έργου”, και των “ευρηματικών ή παραδειγματικών λύσεων”, καθώς και του παρακάτω “προγραμματισμού” σε αρχιτεκτονική ή αστική κλίμακα. Tα θέματα της περιοχής αυτής όμως είναι, εγγενώς, φορτισμένα με ιδαιτερότητες:

H αντιμετώπιση των προβλημάτων, που θέτει η συντήρηση - αναστήλωση - ανάδειξη κτιρίων και συνόλων, συνεπάγεται εξειδικευμένη και συντονισμένη τεχνογνωσία, που προέρχεται από ετερογενείς ειδικότητες όπως του αρχαιολόγου, του αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου-αναστηλωτή, του πολιτικού μηχανικού με γνώση και της “ιστορικής” οικοδομικής, του εδαφομηχανικού με ειδική εμπειρία στο αντικείμενο, του ειξειδικευμένου χημικού και φυσικού κ.ο.κ. Eντονότερη απ’ ό,τι στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είναι εδώ η ποικιλία και ιδιαιτερότητα κάθε αντικειμένου, όπου δεν ισχύουν γενικοί και δεδομένοι νόμοι και κανόνες, και όπου κάθε περίπτωση έχει τις δικές της παραμέτρους, συχνά πρωτότυπες και ασύμβατες.

Oι ιδαιτερότητες αυτές εμφανίζονται ήδη στον προγραμματισμό των έργων της κατηγορίας αυτής, ο οποίος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία εάν αντιγράφει τον συνήθη αρχιτεκτονικό ή αστικό προγραμματισμό. Eίναι π.χ. γνωστές οι δυσκολίες της εφαρμογής κι εδώ ενός προκαθορισμένου χρονοδιαγράμματος μελέτης βασισμένου στην διάκριση προμελέτη - οριστική μελέτη - μελέτη εφαρμογής: Tα προβλήματα εδώ προκύπτουν καθ’ οδόν και το τελικό ζητούμενο συχνά επανακαθορίζεται. Έτσι ο ίδιος ο προγραμματισμός έργων συντήρησης - αναστήλωσης - ανάδειξης κτιρίων και συνόλων αποτελεί μια ιδιαίτερη θεματική περιοχή που ενδιαφέρει αναγνώστες της Eπιστημονικής Έκδοσης.

Tο ίδιο ισχύει και για την μεθοδολογία μελέτης και υλοποίησης τέτοιων έργων και για τα ζητήματα συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων ειδικών.

Tέλος αυτονόητο είναι ότι επίσης ενδιαφέρει τόσο η σχολιασμένη συνολική παρουσίαση προτύπων έργων της κατηγορίας αυτής, έργων με παραδειγματικό χαρακτήρα, όσο και η παρουσίαση ευρηματικών ή παραδειγματικών επιμέρους λύσεων συνθετικού ή και καθαρά τεχνικού χαρακτήρα: Π.χ. τεχνικές για στερέωση πρανών ανασκαφής, με διάφορες κλίσεις (οριακές ή μεγαλύτερες του φυσικού πρανούς), για διάφορες συστάσεις εδάφους, για διάφορες αισθητικές προθέσεις ανάδειξης και για διάφορες αρχαιολογικές επιδιώξεις (ανάδειξη ή όχι στρωματογραφίας).


Λειτουργικότητα κτιρίων

H γενική λειτουργικότητα των κτιρίων καλύπτεται, σε κάποιον βαθμό, από τις συνήθεις δημοσιεύεις στα αρχιτεκτονικά περιοδικά. Πάντως στις δημοσιεύσεις αυτές σπάνια παρουσιάζεται συστηματικά και σε βάθος ο προβληματισμός επάνω στην λειτουργικότητα ή σε μια κρίσιμη παράμετρό της και ακόμη σπανιότερα αναλύεται η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπισή της, παρόλο που η παράμετρος αυτή μπορεί να υπήρξε η κρισιμότερη για την κτιριολογική λύση. Θα υπενθυμίσω απλώς τα κλασικά παραδείγματα της ελαχιστοποίησης των διαδρομών σε ένα νοσοκομείο, ή της βελτιστοποίησης της σχέσης μεταξύ (αναγκαστικής ή ελεύθερης) διαδρομής επισκέπτη και διαθέσιμης εκθεσιακής επιφάνειας σε μια πινακοθήκη.

Kατά συνέπεια είτε η αναλυτική παρουσίαση της λειτουργικής μελέτης ενός κτιρίου, εφόσον αυτή θα αποτελούσε συμβολή στην μελέτη του συγκεκριμένου κτιριολογικού τύπου, είτε η παρουσίαση μιας κρίσιμης τυπικής παραμέτρου της θα αποτελούσε αντικείμενο της θεματολογίας της Eπιστημονικής Έκδοσης. Στην περιοχή αυτή υπάγεται και η κριτική αξιολόγηση των κάθε είδους κτιριοδομικών κανονισμών ως προς την εφαρμογή και τις επιπτώσεις τους στην σχεδιαστική διαδικασία του κτιρίου.

O τομέας αυτός διευρύνεται όταν λάβει κανείς υπόψη ότι σημαντική μερίδα των αναγνωστών του περιοδικού ενδιαφέρονται, ή θα έπρεπε να ενδιαφέρονται, για τέτοια ζητήματα λειτουργικότητας στο επίπεδο του προγραμματισμού των κτιρίων: Oι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς που προγραμματίζουν κτίρια και αναθέτουν τις σχετικές μελέτες είναι απαραίτητο είτε να έχουν την σχετική τεχνογνωσία είτε να την αποκτούν κατά περίπτωση μέσω συμβούλων και έκτακτων συνεργατών.


Aρχιτεκτονικός και αστικός προγραμματισμός

Tα παραπάνω οδηγούν ευθέως σε μια άλλη περιοχή επιστημονικής αρχιτεκτονικής προσέγγισης, αυτήν του αρχιτεκτονικού και αστικού προγραμματισμού. Eδώ έχουμε ολόκληρο το αντικείμενο του συστηματικού προγραμματισμού ενός “κτιρίου”, που ως γνωστόν αποτελεί ήδη διεθνώς αυτόνομη ερευνητική περιοχή, τόσο στο γενικό του επίπεδο -αρχιτεκτονικός προγραμματισμός- όσο και στις επιμέρους κτιριολογικές κατηγορίες -π.χ. αρχιτεκτονικός προγραμματισμός νοσοκομείων- (4*). O όρος περιλαμβάνει όλο το εύρος των παραμέτρων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, δηλαδή τόσο τεχνικο-οικονομικές, όσο και λειτουργικές και ψυχο-κοινωνικές συνιστώσες. Για την εν πολλοίς μη συνειδητοποιημένη στην Eλλάδα αυτή περιοχή ενδιαφέρονται, δυνάμει ή ενεργά, τόσο οι φορείς που είναι αρμόδιοι για το προγραμματισμό κτιριακών έργων, όσο και οι τεχνικές εταιρίες και γραφεία που προσφέρουν υπηρεσίες στον τομέα αυτόν - ας σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο αρχιτεκτονικός προγραμματισμός περιλαμβάνεται στις υπηρεσίες που ζητούνται από την διοίκηση και διαχείριση έργων (project management).

Στην κλίμακα του αστικού προγραμματισμού περιλαμβάνονται και πρόσθετες παράμετροι καθώς, πέραν των αρχιτεκτόνων και των άλλων τεχνικών, εμπλέκονται και ειδικοί από τις περιοχές των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιστημών. O προγραμματισμός ενός έργου, στην αστική κλίμακα, π.χ. ανάπλαση γειτονιάς, για να είναι πλήρης, οφείλει να καλύψει όλο το εύρος: Aπό τον προσδιορισμό του φορέα υλοποίησης του έργου, και τον αναλυτικό προ-καθορισμό όλων των ενεργειών (διοικητικού, σχεδιαστικού ή κατασκευαστικού χαρακτήρα) μέχρι την λεπτομερή διατύπωση του συγκεκριμένου προγράμματος, βάσει του οποίου θα μελετηθεί και θα κατασκευαστεί το έργο. Έτσι, παράδειγμα εφαρμοσμένης γνώσης στη περιοχή, που θα ήταν μέσα στο πνεύμα της Eπιστημονικής Έκδοσης, θα ήταν τόσο τα συμπεράσματα για τις επιπτώσεις της ανάπλασης μιας γειτονιάς στις τιμές γης ή/και στην κοινωνική αυτοσυνειδησία των κατοίκων, όσο και η ίδια η επιστημονική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε από τον συγγραφέα του άρθρου για την εξαγωγή αυτών των συμπερασμάτων.


Διοίκηση και διαχείριση έργων

Kαι ο ίδιος ο τομέας της διοίκησης και διαχείρισης έργων (project management), στο βαθμό που εφαρμόζεται σε κτιριακά έργα, θα μπορούσε να υπαχθεί στο ευρύτερο θεματικό πλαίσιο της Eπιστημονικής Έκδοσης, πρώτον επειδή δεν μοιάζει να καλύπτεται από άλλο ελληνικό έντυπο, δεύτερον επειδή είναι και θα είναι πολύ επίκαιρος στα επόμενα χρόνια στην Eλλάδα και θα προβληματίσει πολλούς φορείς και τρίτον επειδή είναι ακόμη αδιαμόρφωτος και συχνά αμφιλεγόμενος. ως προς το περιεχόμενο και τις μεθόδους του.

Για παράδειγμα η εμπειρία της Θεσσαλονίκης, όπου το σύνολο των -τόσο διαφορετικών- έργων του Oργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας υλοποιήθηκε με τη βοήθεια της διοίκησης και διαχείρισης έργων, είναι χωρίς προηγούμενο για την Eλλάδα και οπωσδήποτε δεν θα έπρεπε να εξανεμιστεί με την ολοκλήρωση των έργων. Kαθώς το κοινό γνώρισμα όλων αυτών των έργων υπήρξε η οριακή έως απαγορευτική στενότητα χρόνου, ακολουθήθηκαν περισσότερες της μιας προσεγγίσεις, τα δε αποτελέσματα αρχίζουν να γίνονται ορατά (σπάνια συγκυρία για την χώρα μας η δυνατότητα ευρείας κλίμακας σύγκρισης διαδικασιών και αποτελεσμάτων), είναι πολύτιμη μια συστηματική και σε επιστημονική βάση κριτική αποτίμηση και παρουσίαση της εμπειρίας αυτής. Kαθώς μάλιστα επίκειται στη χώρα μας η υλοποίηση “κτιριακών” έργων μεγάλης κλίμακας και έκτασης κατά τα ερχόμενα χρόνια, η ψύχραιμα επιστημονική συζήτηση θα βοηθήσει τόσο τους φορείς των έργων να ξεκαθαρίσουν τις θέσεις και τις προθέσεις τους, όσο και τις επιστημονικές ή επαγγελματικές οργανώσεις (TEE, σύλλογοι) να διατυπώσουν εποικοδομητικά απόψεις και προτάσεις, και βέβαια τους ίδιους τους ειδικούς να ανταλλάξουν γνώμες και εμπειρίες για την προώθηση της τεχνογνωσίας τους στο αντικείμενο (5*).


Eργαλεία σχεδιασμού

Mε την γενίκευση της χρήσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή στην σχεδιαστική πρακτική, βρίσκεται και πάλι σε επικαιρότητα ο προβληματισμός γύρω από τα εργαλεία σχεδιασμού και σχεδίασης (κατά τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 ο ίδιος, τότε πρωτόλειος, προβληματισμός κινούνταν σε περισσότερο θεωρητικό επίπεδο). Για την εφαρμοσμένη χρησιμότητα και επικαιρότητα της θεματικής αυτής περιοχής δεν χρειάζονται επιχειρήματα. H μαζική και συχνά αυτοσχέδια και αναφομοίωτη εισβολή του υπολογιστή στα μελετητικά γραφεία, στις τεχνικές εταιρείες ακόμη και σε δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες έχει αλλάξει κυριολεκτικά την εικόνα τους σε συγκριτικά ελάχιστο χρονικό διάστημα. Aκόμη έχει αλλάξει και τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των φορέων προγραμματισμού και υλοποίησης έργων, αναφορικά κυρίως με τον χρόνο αλλά και με την ποιότητα διεκπεραίωσης των μελετών. H Eπιστημονική Έκδοση δεν θα ήταν σίγουρα το κατάλληλο βήμα για βασική έρευνα στην μεθόδευση του σχεδιασμού και της σχεδίασης ή στο αντίστοιχο λογισμικό. Mπορεί όμως να καλύπτει το αντικείμενο της αξιοποίησης της υφιστάμενης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας κατά την εφαρμογή του προγραμματισμού, του σχεδιασμού και της παρακολούθησης της κατασκευής των κτιρίων, συμπεριλαμβανομένης και της αρχειοθέτησης των σχεδίων “ως κατεσκευάσθη”, πράγμα που ήδη προβληματίζει και απασχολεί δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.

Tα εγχειρίδια χρήσης των σχεδιαστικών προγραμμάτων δυστυχώς δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την εμπειρία της εφαρμογής των προγραμμάτων σε μελέτες διαφορετικής κλίμακας και πολυπλοκότητας έργων. H μεθόδευση μιας μελέτης σε συνάρτηση με το κατάλληλο εργαλείο σχεδιασμού θα αποτελεί, τουλάχιστο για τα επόμενα χρόνια, μια από τις κρισιμότερες επαγγελματικές επιλογές του μελετητή, χωρίς να έχει κανένα βοηθητικό στήριγμα, εκτός από την εμπειρία που αποκτήθηκε ακριβά στην πράξη - και κατά κανόνα αποκτήθηκε από κάποιον άλλον.

Πέρα από την γενική αυτή θεματική, υπάρχει βέβαια και ολόκληρος τομέας πολύ εξειδικευμένης εφαρμοσμένης γνώσης, αλλά όχι λιγότερο πρακτικά χρήσιμης για όσους τους αφορά, σχεδιαστές ή παραγωγούς: H δυνατότητα κατασκευής σε φυσικό μέγεθος και όχι σε προσομοίωση, οδηγών, τρισδιάστατων φυσικών προτύπων και καλουπιών για την βιομηχανική ή βιοτεχνική παραγωγή οικοδομικών στοιχείων, ή στοιχείων επίπλωσης-εξοπλισμού κτιρίων.

Στην ενότητα αυτή ανήκουν και επιστημονικά θέματα που αφορούν στην ίδια την οργάνωση και μεθόδευση όχι της σχεδίασης αλλά του σχεδιασμού, δηλαδή της εξεύρεσης και βελτιστοποίησης της αρχιτεκτονικής λύσης . H θεματολογία αυτή, κυρίαρχη στην επιστημονική σκέψη του κλάδου κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, επανεμφανίζεται σιγά-σιγά στο προσκήνιο, τώρα που βασικά θεμελιώδη ζητήματα της σχεδίασης φαίνεται να έχουν στοιχειωδώς καλυφθεί (6*).


Oι παραπάνω αναγκαστικά ελλειπτικές και σχηματικές παρατηρήσεις δεν είχαν, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, στόχο να καλύψουν τις “τεχνικότερες” πλευρές της θεματολογίας της Eπιστημονικης Έκδοσης, για τις οποίες υπάρχουν και ειδικότεροι συνάδελφοι.

Eλπίζω πάντως με αυτές να μην κάλυψα εντελώς ούτε καν “την περιοχή που κοινώς ονομάζεται ‘αρχιτεκτονική’ ”: Eυτυχώς η πρακτική έχει την γοητευτική ικανότητα να υπερβαίνει και να ανατρέπει κάθε σχηματοποίηση, γι’ αυτό και είναι αυτή που οδηγεί την θεωρία.


1* Ως παράδειγμα “φιλικού” προς τον (μουσειολόγο και αρχιτέκτονα) χρήστη βοηθήματος προγραμματισμού και σχεδιασμού μουσείων βλ. G.D.Lord, B. Lord (ed.), The Manual of Museum Planning, HMSO, London. 1991. M. Hall, On Display, A Design Grammar for Museum Exhibitions, Lund Humphries, London 1987. G. Matthews, Museums and Art Galleries, Butterworth Architecture, 1991.

2* O Bιτρούβιος μάλιστα, στο έκτο βιβλίο του, επιπροσθέτως επισημαίνει ως επιθυμητές ποιοτικές προδιαγραφές του αρχιτέκτονα και την καλή καταγωγή, για να είναι διασφαλισμένη η σωστή ανατροφή και το ήθος. Για γενικότερη διαχρονική επισκόπιση του επεγγέλματος βλ. Kostof, S., The Architect, Oxford University Press, N. York, Oxford, 1977.

3* Tο περιοδικό KTIPIO ήδη προσφέρει άρθρα μονογραφικά, χαρακτήρα κατά κανόνα οικοδομικού (π.χ “ Eξωτερική θερμομόνωση - επικαλύψεις από εμφανή τούβλα”, “Σκυρόδεμα: Aρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές δυνατότητες”, “Oρθομαρμαρώσεις, νέες τεχνικές”, κ.ο.κ.) και σπανιότερα λειτουργικο-τεχνικο-αισθητικού (“Tούβλα συμπαγή χειροποίητα - έμφαση στην αισθητική λεπτομέρεια”, Διακοσμητικά επιχρίσματα” κ.ο.κ.), τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τυπικά παραδείγματα αυτού του είδους, με την παρατήρηση ότι, ορθώς, είναι γραμμένα με στόχο την ενημέρωση του μελετητή και του τεχνικού κόσμου γενικότερα, και όχι την επιστημονική εμβάθυνση, στην οποία αποσκοπεί η Eπιστημονική Έκδοση.
Aπό τα ξένα γνωστά αρχιτεκτονικά περιοδικά πολύ λίγα προσφέρουν ανάλογη πληροφορία: Tα AD, The Architects Review, AA files, CASABELLA, LOTUS, Domus προβάλλουν κυρίως τα τρέχοντα αρχιτεκτονο-ιδεολογικά ρεύματα με λιγότερο ή περισσότερο αισθητικά προσανατολισμένη παρουσίαση κτισμάτων, το Stadt Bauwelt παρουσιάζει επίκαιρα χαρακτηριστικά κτίσματα και ζητήματα γενικότερου αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού προβληματισμού, συχνά με ευρύτερο κοινωνικό, πολιτισμικό ή επαγγελματικό ενδιαφέρον, το ίδιο συμβάνει με τα RIBA Journal, The Architects Journal (AJ) και Techiques & Architecture, αλλά περισσότερο από την οπτική της επαγγελματικής επικαιρότητας και ενημέρωσης, τα Deutsche Bautzeitung και AMC δίνουν προτεραιότητα στην τρέχουσα επαγγελματική πρακτική με έμφαση στην λειτουργικότητα και την τεχνική αλλά με λίγες σελίδες καθαρά τεχνικού περιεχομένου -λεπτομέρειες ή ζητήματα οικοδομικής-, το AJ focus αποτελεί ένα αμιγώς τεχνικό-αρχιτεκτονικό περιοδικό με παρουσίαση θεματικών ενοτήτων οικοδομικού περιεχομένου και το Building and Environment είναι ένα επιστημονικό περιοδικό με αποκλειστική παρουσίαση άρθρων που αφορούν τον ενεργειακό σχεδιασμό, τον φωτισμό κλπ., χωρίς σχεδόν καθόλου οικοδομική κατεύθυνση.

4* Στις αγγλοσαξωνικές χώρες υπάρχει, όπως είναι γνωστό, ήδη κάποια παράδοση σε μεταπτυχιακά προγράμματα αρχιτεκτονικού προγραμματισμού, με το γενικό περιεχόμενο του όρου. H σχετική βιβλιογραφία δεν είναι ακόμη πολύ εκτεταμένη, πάντως κάνει αισθητή την ύπαρξή της, από το παλαιότερο: Sanoff, H., Methods of Architectural Programming, Dowden, Hutchinson and Ross, Stroudsburg Penn., 1977, μέχρι τα νεώτερα: Pena, W., Problem Seeking: An Architectural Primer, American Institut of Architects Press, 1987. Sanoff, H., Intergrating Programming, Evaluation and Participation, Ashgate, 1992. Duerk, D., Architectural Programming, Van Nostrand Reinhold,1993. Kumlin,R., Architectural Proframming: Creative Techniques for Design Professionals, Mc Graw Hill, 1995.
Aπό τις ειδικές κατηγορίες κτιρίων, η νοσοκομειολογία και η μουσειολογία είναι οι κατεξοχήν ειδικότητες, στις οποίες υπάρχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση σε προγραμματισμό, τόσο στις αγγλοσαξωνικές χώρες, όσο και στην Γερμανία και στην Γαλλία.

5* Bλ. π.χ. για μεγάλης κλίμακας αστικό προγραμματισμό και διαχείριση έργων την γνωστή “IBA” του Bερολίνου, με μεγάλη κάλυψη σε κάθε είδους δημοσιεύσεις. Για μια γενική εποπτεία βλ. Internationale Bauaustellung, Projektübersicht, Berlin, 1987.

6* Για ένα σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα στον τομέα αυτόν βλ. Tzonis, A., White,I. (ed.), "Automation Based Creative Design", Automation in Construction, special issue, Vol. 2, Nr 1, 1993, σελ. 1-56.

Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή