Αρχιτεκτονική και μουσειολογία

Το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον του σχεδιασμού μουσείων και εκθέσεων

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΤΙΡΙΟ, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006


Η έκρηξη του μουσείου


Στις σημερινές βιομηχανικά ανεπτυγμένες και εύπορες κοινωνίες της «ύστερης νεωτερικότητας» (κατά άλλους δε ήδη «μετανεωτερικές» ή «μεταβιομηχανικές» κοινωνίες), κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, παρατηρείται μια πρωτοφανής και συνεχώς επιταχυνόμενη ανάπτυξη των μουσείων από πλευράς τόσο θεσμού όσο και κτιριακής υποδομής. Η ανάπτυξη αυτή είναι τόσο ποσοτική (αριθμός νέων μουσείων που ιδρύονται και εγκαθίστανται είτε σε νέα είτε σε μετασκευασμένα κτίρια, αριθμός επισκεπτών, οικονομικά μεγέθη) όσο και ποιοτική (μετεξέλιξη του θεσμού, νέες λειτουργίες, νέες μουσειολογικές αντιλήψεις και πρακτικές). Το μουσείο έχει γίνει ένα από τα sine qua non ιδρύματα πολιτιστικού εξοπλισμού, και μάλιστα αυτό με την ασύγκριτα μαζικότερη επισκεψιμότητα, χρησιμοποιούμενο ως ναυαρχίδα μεταξύ των κτιρίων κύρους τόσο σε μητροπόλεις όσο και σε κωμοπόλεις ή κώμες με στοιχειώδεις φιλοδοξίες προβολής και ανάπτυξης. Μόνο από τις αρχές του 19ο αιώνα, που δημιουργήθηκε ο θεσμός του μουσείου με τη σημερινή του έννοια και κτίστηκαν τα πρώτα κτίρια μουσείων, μέχρι το τέλος του αιώνα, παρατηρήθηκε, τηρουμένων των αναλογιών, ανάλογη έκρηξη.

Λίγα ενδεικτικά στοιχεία: Το 1800 υπήρχαν στην Ευρώπη περίπου 12 μουσεία, το 1850 εντοπίζονται 60, το 1887, 240. Μόνο στην Μ. Βρετανία, σύμφωνα με έρευνα του 1988, το 57% των τότε εν λειτουργία μουσείων, είχε ανοίξει μετά το 1970. Δηλαδή σε 18 χρόνια είχαν εγκαινιαστεί 1.214 μουσεία, περισσότερα απ’ όσα στα προηγούμενα 170 χρόνια. (βλ. Max Hanna, Sightseeing in 1988, London, British Tourist Authority / English Tourist Board.) 75 εκατομμύρια επισκέπτες μπήκαν το 1987 στα βρετανικά μουσεία, 300 εκατομμύρια το 1984 στα αμερικανικά. Στην 51η Μπιεννάλε της Βενετίας ο Rem Koolhaas παρουσίασε συνταρακτικά στοιχεία: Μεταξύ του 1995 και του 2005 προγραμματίστηκαν 244.075 τετραγωνικά μέτρα νέων μουσειακών χώρων, επιφάνεια ισόποση με 43 γήπεδα ποδοσφαίρου. Η σε παγκόσμια κλίμακα έκρηξη των μουσείων υπήρξε ευθέως ανάλογη με την ανάπτυξη των χρηματιστηρίων (1*). Παράλληλα, η τέχνη τα πήγε καλύτερα από τις μετοχές εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών (2*).


Τα τελευταία χρόνια το μουσείο είναι το πιο περιζήτητο αντικείμενο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για το διεθνές αρχιτεκτονικό star system, έχει αναχθεί σε αιχμή του δόρατος για πειραματισμό κάθε νέας αρχιτεκτονικής ιδέας ή τάσης, με απόσταση περισσότερο από κάθε άλλη κτιριακή κατηγορία. Έχει γίνει όργανο αστικής ανάπλασης σε υποβαθμισμένες περιοχές μεγάλων πόλεων, εργαλείο δημοτικής ή κρατικής πολιτικής για τη διαμόρφωση ή αναβάθμιση προσώπου ολόκληρων μεγαλουπόλεων όπως η Φρανκφούρτη, το Παρίσι ή το Βερολίνο, ή και περιφερειακών πρωτευουσών, όπως το Μπιλμπάο.

Στην Ελλάδα, με τη συνήθη χρονική υστέρηση μιας εικοσαετίας, το φαινόμενο έχει ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του, με λίγα μεν καλά, αλλά ήδη διεθνώς βραβευμένα σύγχρονα μουσεία, όπως το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη.

Το μουσείο μπήκε στη ζωή μας για τα καλά…


Γιατί;

Πώς ερμηνεύεται αυτή η έκρηξη τόσο του θεσμού, όσο και της κεντρικής παρουσίας των μουσείων στο αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι;

Πού οφείλονται τόσο τα σταθερά χαρακτηριστικά που διέπουν τα κτίρια των μουσείων από την πρώτη τους εμφάνιση μέχρι σήμερα, όσο και οι όποιες αλλαγές και μετασχηματισμοί στη λειτουργία και εμφάνιση; Για παράδειγμα οι αλλαγές από τη φάση του Μοντερνισμού στην φάση του Μεταμοντερνισμού;

Ποια είναι «καλά μουσεία», αυτά που προβάλλουν με τον καλύτερο τρόπο τα εκθέματά τους ή εκείνα που τα καταπιέζουν για αλλότριους σκοπούς;

Είναι καν θεμιτό ένα ερώτημα σαν το τελευταίο και αν ναι, από πότε; Και ποιος είναι τότε ο προορισμός και ο ορισμός του μουσείου;

Σε τι μπορεί να συμβάλει η μελέτη των μουσείων στη γενικότερη κατανόηση των κτιριολογικών φαινομένων και των φαινομένων του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού γενικότερα;


Η περιγραφή και η ερμηνεία του φαινομένου συνεπάγεται την χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και της μουσειολογίας. Διότι έχουμε μπροστά μας ένα τυπικό φαινόμενο της γέννησης, της ανάπτυξης και της ωρίμανσης μιας κατηγορίας κτιρίων, ενώ από την μεριά της μουσειολογίας, έχουμε την αντίστοιχη πορεία των θεσμών, της εκθεσιακής τεχνικής και ιδεολογίας. Και όλα αυτά μέσα από την κατανόηση του μείζονος πολιτισμικού και κοινωνικού φαινομένου της νεωτερικότητας και μέσα σ’ αυτό της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής θεωρίας-ιδεολογίας και πρακτικής.

Είναι φανερό ότι σε ένα κείμενο όπως αυτό δεν είναι δυνατό όχι μόνο να αναπτύξω, αλλά ούτε καν να θίξω τα βασικά σημεία του όλου θέματος. Αυτό το έχω ήδη κάνει σε ένα σχετικό υπό έκδοση βιβλίο μου (3*).


Η μουσειολογία


Εντωμεταξύ, το επαγγελματικό προφίλ του ειδικού για τα μουσεία, με δίπλωμα οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών, δημιουργήθηκε μόλις πριν τριάντα περίπου χρόνια και ο όρος «νέα μουσειολογία» μόλις πριν περίπου είκοσι, ακριβώς παράλληλα με την τελευταία έκρηξη του μουσείου.

Ποιος είναι «μουσειολόγος»;

Κατ’ αρχήν ο όρος «μουσείο» περιλαμβάνει, για το κείμενο αυτό, όλα τα είδη και όλες τις κλίμακες συγκέντρωσης, φύλαξης, προστασίας, ερμηνείας και παρουσίασης μιας συλλογής: από τις μικρές περιοδικές εκθέσεις, ως τα κτίρια μουσείων και την παρουσίαση των μονίμων συλλογών τους, και μέχρι την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και συνόλων (open air museums). Αν το μεταφέρουμε σε αρχιτεκτονική ορολογία, περιλαμβάνει το «interior design”, το “architectural design” και το “urban design” των μουσείων.

Το κάθε είδους και κλίμακας «μουσείο» δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν συλλογικής εργασίας επιστημονικών εκπροσώπων των αλληλένδετων συνιστωσών του: Της πραγματολογικής/εννοιολογικής/ερμηνευτικής, της παιδαγωγικής, της οικονομικής/οργανωτικής και της χωρικής/αντιληπτικής του διάστασης. Kατά συνέπεια, όχι μόνον η υλοποίηση, αλλά ούτε καν η σύλληψη του «μουσείου» μπορεί να γίνει από τον εκπρόσωπο ενός κλάδου και μόνον.

Με άλλα λόγια, ο “επιμελητής συλλογής μουσειολόγος”, ο “παιδαγωγός μουσειολόγος”, ο “μάνατζερ μουσειολόγος”, ο «επικοινωνιολόγος μουσειολόγος» και ο “αρχιτέκτονας μουσειολόγος” είναι συμπληρωματικές εκδοχές της ίδιας ενιαίας σχεδιαστικής δραστηριότητας. Δηλαδή Μουσειολογία είναι μια ειδικότητα-ομπρέλα, την οποία προσθέτουν στο βασικό τους πτυχίο επιστήμονες πολλών προελεύσεων και κατευθύνσεων, εμπλουτίζοντας τις βασικές τους γνώσεις με ειδική γνώση για τα «μουσεία», αλλά κυρίως αποκτώντας εμπειρία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος «μουσείο» μέσα από την συνεργασία τους. Mουσειολόγος είναι κάποιος που παραμένει ό,τι ήταν και πριν, μόνο που ξέρει να συνεργάζεται με άλλους μουσειολόγους, έχοντας επαρκή εποπτεία στο πεδίο τους.

Μετά από αυτά θα περίμενε κανείς οι μεταπτυχιακές σπουδές μουσειολογίας, που από τόσα χρόνια υπάρχουν στο εξωτερικό, να είναι οργανωμένες ανάλογα. Δηλαδή να εκπαιδεύουν όλους του μουσειολόγους, που προέρχονται από διαφορετικές και ετερογενείς πτυχιακές σπουδές, σε μία ενιαία εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία να τους υποχρεώνει να συνηθίσουν στην ιδέα ότι μόνο από την συνεργασία τους μπορεί να προκύψει «μουσείο». Περιέργως αυτό δεν συμβαίνει, για λόγους που και δεν είναι του παρόντος και είναι διαφορετικοί στις διάφορες χώρες. Για παράδειγμα σε χώρες με μεγάλη αρχαιολογική παράδοση –της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας-, μεταξύ αυτών π.χ. η Ιταλία και η Ελλάδα, η ιστορικά προσδιορισμένη ταύτιση του μουσείου με το αρχαιολογικό μουσείο και η συνακόλουθη μοναχική πορεία των αρχαιολόγων, δυσκόλεψε μια ενσωμάτωση της αντίληψης της «νέας μουσειολογίας» για την ισοτιμία συμμετοχής των ειδικοτήτων στο μουσείο. Αυτό κατά βάθος αναπαρήγαγε το μοντέλο του παραδοσιακού αρχαιολογικού μουσείου και του παραδοσιακού μουσείου τέχνης, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις σε εκείνες τις μεταπτυχιακές σπουδές, που ελέγχονται από την αντίληψη της μονοκρατορίας του επιμελητή συλλογών ιστορικού τέχνης ή αρχαιολόγου.


Απ’ ό,τι γνωρίζουμε, η πρώτη προσπάθεια στην Ευρώπη για δημιουργία ενός νέου τύπου μεταπτυχιακού προγράμματος στη μουσειολογία, ήταν αυτή που κάναμε με την ίδρυση του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσιεολογία» (ΔΠΜΣ Μουσειολογία), το οποίο στηρίζεται οργανωτικά και διδακτικά από περισσότερες Σχολές και Πανεπιστήμια: Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στα οποία υπάγονται δύο παιδαγωγικά τμήματα (αυτό της Αισθητικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ και εκείνο της Δημοτικής εκπαίδευσης του ΠΔΜ), το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ με τον τομέα Οργάνωσης-Διοίκησης, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και με προσωπική συμμετοχή αρχαιολόγων του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Το ΔΠΜΣ Μουσειολογία έχει έδρα το Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ. (βλ. ιστοσελίδα: ma-museology.web.auth.gr).

Φιλοσοφία του μεταπτυχιακού μας είναι η εκπαίδευση να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στην πρακτική του «μουσείου», χωρίς αυτό να μειώνει την επιστημονικότητα της προσέγγισης.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου οφείλουν να ισχύουν δύο προϋποθέσεις: (α) το διδακτικό του προσωπικό συντίθεται από όλες τις ειδικότητες, που συνθέτουν την συνολική υπόσταση του «μουσείου», και συγκροτούν την τελική του ποιότητα και (β) όλοι οι φοιτητές του, ανεξαρτήτως κεκτημένης και μελλοντικής ειδικότητας, εκπαιδεύονται μαζί στην παραγωγή του ενιαίου τελικού επιθυμητού προϊόντος.

Αυτό έχει σημαντικές επιστημονικές, εκπαιδευτικές και οργανωτικές συνέπειες: (ι) Εγκαθίδρυση μιας επικοινωνίσιμης επιστημολογικής βάσης για φοιτητές -αλλά και διδάσκοντες- με διαφορετικά επιστημολογικά υπόβαθρα. (ιι) Σχεδιασμός μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, κοινής για όλους τους φοιτητές, που ισορροπεί μεταξύ γενικής γνώσης, που πρέπει να έχει κάθε ειδικότητα για τις άλλες, και εμβάθυνσης, που οφείλει να έχει κάθε ειδικότητα για τον εαυτό της. (ιιι) Οργάνωση εκπαιδευτικού προγράμματος, που επιτρέπει και προωθεί την παραπάνω διαπλοκή, χωρίς να χάνει την συνοχή του.

Και πάλι είναι φανερό ότι, λόγω του χαρακτήρα του παρόντος κειμένου, δεν μπορώ να προχωρήσω σε περισσότερες λεπτομέρειες για τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του προγράμματος και τις μέχρι τώρα εμπειρίες που είχαμε από αυτό.

Κάποιες παρατηρήσεις


Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν σε κάποιες γενικές σκέψεις σχετικά με την κατανόηση των μουσείων και σε κάποιες ακόμη γενικότερες για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής και την κοινωνίας που την εκτρέφει.

Όπως σε κάθε κατηγορία κτιρίων, έτσι και στα μουσεία, η αρχιτεκτονική ποιότητα (κι εδώ εννοώ μια ευσυνείδητη, κοινωνικά ευαίσθητη αρχιτεκτονική και όχι δημιουργίες μόδιστρων του lifestyle) είναι συνάρτηση όχι μόνο των δεξιοτήτων του αρχιτέκτονα, αλλά και της γνώσης και επίγνωσης του πυρήνα, του λόγου ύπαρξης του κτιρίου-μουσείου ή της έκθεσης. Ο λόγος ύπαρξης των μουσείων και των εκθέσεων είναι η (αναγκαστικά διαμεσολαβημένη) επικοινωνία μεταξύ συλλογής και κοινού.

Αν το ταλέντο είναι θείο δώρο, η γνώση και στάση απέναντι στα πράγματα προέρχεται από μια σωστή μαθητεία είτε στη κοινωνική πρακτική είτε στην εκπαίδευση.

Από την έλλειψη είτε της πρώτης είτε της δεύτερης είτε και των δύο προκύπτουν παταγώδη λάθη και σε μουσεία. Η έλλειψη της «γνώσης» έχει οδηγήσει, παρά τις καλές προθέσεις αρχιτεκτόνων και κριτικών επιτροπών διαγωνισμών ή επιτροπών παρακολούθησης μελετών, σε μουσεία στα οποία δεν μπορεί κανείς να εκθέσει τίποτε, ή στην καλύτερη περίπτωση μόνο το ίδιο το κτίριο του μουσείου. Η έλλειψη της «στάσης», δηλαδή του κοινωνικού και αρχιτεκτονικού ήθους, έχει οδηγήσει στα ίδια ακριβώς παραπάνω ατοπήματα, μόνο αυτή τη φορά εκ προμελέτης.

Βέβαια, αυτό δεν έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική φήμη των μουσείων. Αυτή κατά κανόνα προέρχεται από την κατάταξή τους σε «καλή» και «κακή» αρχιτεκτονική, με βάση την αισθητική τους ποιότητα ή την συμβολή τους στην «Αρχιτεκτονική». Και πάλι τίθεται ένα θεμελιώδες ερώτημα: Μπορεί να είναι ένα στιλιστικά ωραίο νοσοκομείο καλή αρχιτεκτονική, όταν δεν νοιάζεται για την υγεία των ασθενών του; Αρχιτεκτονικό αριστούργημα μόνο με την αποτίμηση της συμβολής του στην εικόνα της πόλης και στην εικονογράφηση των αρχιτεκτονικών περιοδικών;

Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μπορεί κανείς να σχεδιάσει ένα καλό κτίριο μουσείου αν δεν μπορεί να σχεδιάσει και μια καλή έκθεση συλλογής. Απόδειξη της θετικής πλευράς του παραπάνω είναι το έργο μεγάλων αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών τόσο του μοντερνισμού όσο και της μετά το μοντέρνο εποχής, που δοκιμάστηκαν τόσο στον εκθεσιακό σχεδιασμό (exhibition design), θεωρώντας τον κύριο έργο τους, όσο και στον σχεδιασμό κτιρίων: Του El Lissitzky, του Mies van der Rohe, του Herbert Bayer, του Lászlό Moholy-Nagy, του Frederick Kiesler, του Kasimir Melnikov, του Aleksandr Rodchenko, του Alvar Aalto, του Carlo Scarpa, του Philippe Simounet, του Andrea Bruno. Kαι απόδειξη της αρνητικής είναι κτίρια που έγιναν διάσημα, όπως το Guggenheim στο Μπιλμπάο, ή το Jüdisches Museum στο Βερολίνο, ή που (ευτυχώς) δεν πρόλαβαν να γίνουν, όπως ορισμένες επιφανείς συμμετοχές στον προτελευταίο και στον τελευταίο διαγωνισμό του δικού μας μουσείου της Ακρόπολης.


Θα κλείσω με την τελευταία φράση του προαναφερθέντος βιβλίου μου: Πάντως, όπως και να είναι, ίσως δε επειδή είναι όπως είναι, τα μουσεία είναι συναρπαστικά και ο σχεδιασμός τους ακόμη συναρπαστικότερος.


Εικόνα 1
H. Bayer, από το γερμανικό περίπτερο του Deutscher Werkbund, στην Exposition de la Société des Artistes Décorateurs, 1930, Παρίσι.
  Εικόνα 2
A. Aalto, φινλανδικό περίπτερο στην Παγκόσμια Έκθεση, 1939, Nέα Υόρκη.
  Εικόνα 3
F. Kiesler, Surrealist Gallery, Art of this Century, 1942, Nέα Υόρκη.
       
Εικόνα 4
C. Scarpa, Museo di Castelvecchio, Βερόνα, 1964.
  Εικόνα 5
Ph. Simounet, Musée Picasso, Hotel Salé, Παρίσι, 1984.
  Εικόνα 6
Α.Bruno, Castelo di Rivoli, Τορίνο, 1986.
        
Εικόνα 7
F. O. Gherry, Guggenheim Bilbao Museoa, Μπιλμπάο, 1997.
  Εικόνα 8
D. Libeskind, Jüdisches Museum, Βερολίνο, 1999.
   
       

1* Το συνολικό εμβαδόν των μουσείων: Louvre, Hermitage, Metropolitan Museum of Art, Guggenheim (N.Y., Las Vegas, Berlin, Bilbao), Tate (London, Liverpool, St. Ives), Los Angeles County Museum of Art, Whitney Museum of Art το 1965 ήταν 420.000μ2, το 2005 ήταν 820.000μ2. Ο δείκτης Dow Jones Industrial Average το 1965 ήταν 5.500, το 2005 ήταν 10.000 μονάδες.

2* 100 δολάρια επενδεδυμένα τον Ιανουάριο 1996 σε έργα τέχνης αξίζουν, τον Ιανουάριο του 2003, 134 δολάρια. Χρήμα επενδυμένο σε μετοχές το 2000, δεν παράγει κέρδος. (βάση: Artprice TM και Dow Jones Industrial Average). Αύξηση αξίας έργων τέχνης των καλλιτεχνών: L. Bourgeois 1999/100€, 2005/166€. L. Freud 1977/100€, 2005/279€., J. Koons 1998/100€, 2005/251€., D. Hirst 1997/100€, 2005/565€, κ.ο.κ

3* Π. Τζώνος, Μουσείο και Νεωτερικότητα, Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2007

Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή