Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ

Συζήτηση με θέμα: «Σχολή - Πανεπιστήμιο - Ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική.»
Δευτέρα, 10 Μαΐου 2004

Εισηγητής: Καθηγητής Π. Τζώνος

Θέμα εισήγησης:

Ποιοί είμαστε, τι θέλουμε και τι μπορούμε να κάνουμε ως έλληνες αρχιτέκτονες πανεπιστημιακοί


Là où nous sommes,
il n' y a pas de crainte urgente.
René Char


Την Τρίτη, 11 Νοεμβρίου 2003, και με αφορμή το ζήτημα της αξιολόγησης των ΑΕΙ, είχαμε οργανώσει στο Τομέα μας μια συζήτηση με θέμα «Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική και Ελληνικό Πανεπιστήμιο». Η δική μου συμμετοχή ήταν η ανάπτυξη ενός θέματος με τίτλο «Παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική και οι ‘δικές μας’ επιλογές». Σε συνέχεια κατέγραψα την αρχικώς προφορική μου εισήγηση, και την έθεσα στη διάθεση των μελών του Τομέα. Είναι το ίδιο κείμενο που μοίρασα πρόσφατα, λίγες μέρες πριν την σημερινή συζήτηση, ώστε να μην χρειαστεί να επαναλάβω σήμερα τα εκεί αναπτυσσόμενα, αλλά να προχωρήσω παρακάτω.


Πρώτα όμως θα θυμίσω τηλεγραφικά το επιχείρημα της εισήγησης εκείνης, προτού πω αυτά που έχω σήμερα να πω:


Παρομοιάζοντας εμάς, εμένα, το ερωτώντα και διερωτώμενο, με αθηναίο σοφιστή κατά την Pax Romana, θέλησα να υπαινιχθώ δύο πράγματα: Πρώτα να φέρω στα ιστορικά μέτρα της την προσπάθεια ενός διανοούμενου να αντιληφθεί και να αντιδράσει μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει. Και δεύτερο να δηλώσω την θέληση και την πίστη μου, ότι ο διανοούμενος μπορεί και έχει νόημα να σκέφτεται και να αντιδρά, όταν αυτό γίνει μέσα από την ψύχραιμη κατανόηση του κόσμου που τον περιβάλλει.

Η δική μου περιγραφή του κόσμου, ο οποίος περιβάλλει το μικρό μας Τμήμα Αρχιτεκτόνων, προσπάθησα να είναι τουλάχιστον ψύχραιμη. Το αν είναι και ορθή εναπόκειται στην κρίση και της σημερινής συζήτησης.


Συνοψίζω επιγραμματικά:

- Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι κινούμαστε προς το τέλος της κοσμοϊστορικής φάσης της νεωτερικότητας, αλλά ακόμη δεν ακουμπάμε το μετανεωτερικό παράδειγμα, κολλημένοι μέσα στις τυπικές ανωμαλίες μια τέτοιας μεταβατικής πολιτισμικής φάσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ούτε μία πειστική, ή έστω μη πειστική, θεωρία για το πώς περίπου μπορεί να είναι το μέλλον, ενώ όλες οι προεκτάσεις του παρόντος οδηγούν σε αδιέξοδα. Αυτό είναι και ο ορισμός μιας μείζονος κρίσης, μιας κρίσης κοσμοαντίληψης,

- Κάτω από αυτήν την γενικότερη συνθήκη έχει εγκαθιδρυθεί ένα νέο παγκόσμιο μοντέλο, μια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας κάτω από τον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της Pax Americana.

- Η Αμερική έχει φθάσει στο απόγειο της ισχύος της ενώ παρουσιάζει ήδη εκφυλιστικά φαινόμενα "αυτοκρατορικού τύπου". Παρόλα αυτά ούτε είχε ούτε έχει τη δυνατότητα να παίξει το παιχνίδι της μοναχικής παγκόσμιας υπερδύναμης. Μεγάλος αντίπαλος πόλος διαμορφώνεται στην Άπω Ανατολή, ενώ η Ευρώπη, με εφεδρεία την ανασυγκροτούμενη Ρωσία, προσπαθεί να μείνει στο παιχνίδι, τουλάχιστο ως περιφερειακή δύναμη πρώτης τάξεως.

- Αυτό εκφράστηκε πολιτικά στη Σύνοδο της Λισσαβόνας, όπου τέθηκε ο στόχος, μέχρι το 2010 να καταστεί η Ευρώπη η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία. Στη Βαρκελώνη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διατύπωσε την πρόσκληση προς τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα να γίνουν "παγκόσμια αναφορά" μέχρι το 2010. Εκπαιδευτικά αυτό εκφράστηκε με τις συνόδους των ευρωπαίων υπουργών Παιδείας στην Bologna το 1999 ("Bologna process"), στη Πράγα το 2001 και στο Βερολίνο το 2003. Η διατύπωση-κλειδί της Συνόδου του Βερολίνου 2003 είναι «making Europe the most competitive and dynamic knowledge-based economy in the world” με όριο πάλι το 2010. Δεν έχει σημασία αν ο στόχος είναι επιτεύξιμος. Σημασία έχει ότι δηλώνει φόβο, αν όχι πανικό.


Αυτή είναι η γενική περιβάλλουσα κατάσταση κατά την δική μου εκτίμηση.

Το ερώτημα λοιπόν είναι ποιοι είμαστε εμείς, η έλληνες πανεπιστημιακοί και ειδικότερα εμείς οι αρχιτέκτονες και τι θέλουμε ή τι μπορούμε να κάνουμε.


Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να καταλάβουμε ποιο είναι το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούμε. Και το δεύτερο, να κρίνουμε ποιες είναι οι καταλληλότερες ενέργειες, που εμείς μπορούμε να κάνουμε.


Θα δώσω συνοπτικά τις δικές μου απαντήσεις στα γενικά αυτά ερωτήματα, για να προχωρήσω σε ειδικότερα ζητήματα, που μας ενδιαφέρουν αμεσότερα.

Πιστεύω ότι από την μια πλευρά πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά, δηλαδή ως δεδομένες και νομοτελειακές, τις γενικές πολιτικές τάσεις που αναπτύσσονται στην ΕΕ, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά. Δηλαδή, δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν βλέπουμε τι συμβαίνει και τι μας έρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το μεγάλο δυνάμει κράτος, του οποίου είμαστε μια μικρή επαρχία. Μια τέτοια μάχη οπισθοφυλακών δεν είναι παρά μια μάχη φθοράς και απώλειας χρόνου.

Από την άλλη μεριά, πρέπει να καταλάβουμε ότι μια μικρή επαρχία έχει κι αυτή τις ιδιαιτερότητές και τα δικά της ειδικότερα συμφέροντα, που ενδεχομένως αντιτίθενται σε ορισμένα γενικότερα. Απλώς, αν δεν έχει συνειδητοποιήσει, η επαρχία, τις ιδιαιτερότητες και τα ειδικά της συμφέροντα, δεν υπάρχει κανείς άλλος να το κάνει γι' αυτήν. Και απλούστατα θα μαραζώσει βουλιαγμένη μέσα στην γκρίνια της.


Σε πόσα επίπεδα αυτού του πλέγματος ζητημάτων μπορεί κανείς να δράσει; Στα γνωστά τέσσερα και με τους συνήθεις τρόπους:

- Στο επίπεδο της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής δρα κανείς με τους τρόπους που μπορεί να δράσει ένας πολίτης.

- Στο επίπεδο της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής επίσης, αλλά εδώ μπορεί να δράσει και μέσα από το -αμέσως χαμηλότερο- πανεπιστημιακό επίπεδο.

- Στο επίπεδο της πανεπιστημιακής πολιτικής του πανεπιστημίου του, μπορεί κανείς να δράσει μέσα από τον πανεπιστημιακό συνδικαλισμό, τις θεσμικές δυνατότητες επέμβασης που παρέχουν οι Σχολές και τα Τμήματα, και το προσωπικό του ενδιαφέρον για ανάληψη πανεπιστημιακών αξιωμάτων.

- Στο επίπεδο την πολιτικής του Τμήματος, βρίσκεται κανείς ενώπιος ενωπίω. Βρίσκεται εκεί με την προσωπική του ευθύνη απέναντι στην προσωπική ευθύνη των άλλων μελών του Τμήματος.


Θέλω να δηλώσω απερίφραστα ότι, στην φάση που βρισκόμαστε, θα αισθανόμουν να χάνω τον χρόνο μου αν εμπλεκόμουν σε μια συζήτηση για την αξιολόγηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και των εκεί σπουδών.

Πεποίθησή μου είναι ότι υπάρχουν για εμάς, για όλους, δύο τρόποι μετασχηματισμού: Ο από κάτω προς τα επάνω (ο ενεργητικός) και ο από επάνω προς τα κάτω (ο παθητικός). Με απλά λόγια, ο πρώτος συνίσταται στο ότι πρώτα απ' όλα πρέπει να φτιάξουμε το σπίτι μας, για να μπορούμε όχι μόνο να μιλάμε, αλλά σκεφτόμαστε καν για παραπάνω. Η εσωτερική αταξία δεν είναι μόνο τεχνικό αλλά και διανοητικό πρόβλημα. Ο δεύτερος μετασχηματισμός, που έρχεται από επάνω, σημαίνει ότι κάποια μέρα θα γίνουμε κάτι άλλο, χωρίς ακριβώς να ξέρουμε γιατί, καθώς θα έχουμε αναγκαστικά και άτακτα εξωθηθεί σ' αυτό από την αλλαγή του περιβάλλοντός μας.


Θα συνεχίσω με ορισμένες απόψεις μου για το επίπεδο του Πανεπιστημίου και το επίπεδο του Τμήματος, από την οπτική του πρώτου, του ενεργητικού μετασχηματισμού. Οι απόψεις μου αυτές καταστάλαξαν από τα βιώματα των τελευταίων δεκαετιών.


Στο σημείωμα που σας μοίρασα ορίζω τα δύο βασικά καθήκοντα κάθε αδύναμου (και εμείς ανήκουμε στους αδύναμους), κάπως έτσι:

(α) Βιολογική επιβίωση. Αυτή, στην περίπτωση ενός Τμήματος Αρχιτεκτόνων, πιστεύω ότι ορίζεται ως εξής: Ο μέσος όρος των αποφοίτων μας να μπορεί να βρει δουλειά σε μια Ευρώπη του αύριο. Αν αυτό είναι έτσι, τότε ακολουθεί η ερώτηση τι μας εμποδίζει να το πετύχουμε, ή τι πρέπει να κάνουμε για να το πετύχουμε - πάση θυσία, γιατί είναι ζήτημα βιολογικής επιβίωσης.

(β) Πνευματική επιβίωση. Αυτό είναι κάπως δυσκολότερο. Συνεπάγεται να επιδιώξουμε την πολιτισμική επιβίωση ως Έλληνες, ή ως Ευρωπαίοι, ή ως οποιαδήποτε πολιτισμική ομάδα με την οποία τέλος πάντων νομίζουμε ότι ταυτιζόμαστε. Δηλαδή να καλλιεργήσουμε, μέσα στα πλαίσια του εφικτού, κάποιες αξίες που θεωρούμε ότι προτιμούμε να μην εγκαταλείψουμε.


Είμαι απολύτως βέβαιος για την απόλυτη και δραματική προτεραιότητα των παραπάνω καθηκόντων. Αλλά δηλώνω απολύτως ανίκανος να κάνω οποιαδήποτε συνθετική πρόταση. Αυτό είναι σίγουρα δείγμα ανησυχητικής καθίζησης, την οποία δεν αισθανόμουν τις προηγούμενες δεκαετίες.


Θα προσεγγίσω λοιπόν την αναζήτηση από την ανάποδη, αποφατικά, προσπαθώντας να σκιαγραφήσω τα κύρια σημεία των δυσκολιών που στις προηγούμενες δεκαετίες μας οδήγησαν ή με οδήγησαν σε αδιέξοδο. Θα είμαι συνοπτικός, σχεδόν αφοριστικός.


1. Ο εκσυγχρονισμός-εκδημοκρατισμός του ελληνικού πανεπιστημίου από την παλιά του δομή, την δομή της έδρας, στην νέα του δομή, αυτήν του 1268, εξελίχθηκε ανώμαλα. Τέτοιου είδους στρεβλώσεις βέβαια δεν συναντώνται μόνον στην ανώτατη παιδεία, αλλά είναι χαρακτηριστικές για τις περισσότερες προσπάθειες εκσυγχρονισμού (εδώ με τον κοινωνιολογικό όρο…) της ελληνικής κοινωνίας και οφείλονται σε δομικά της χαρακτηριστικά, που δεν έχει νόημα να τα συζητήσουμε εδώ.

Η ουσία πάντως είναι ότι ούτε ο νόμος ήταν σοφός (από ανεπάρκεια των συντακτών του) ούτε η εφαρμογή του φρόνιμη (από ανεπάρκεια του σώματος των πανεπιστημιακών). Έτσι, ενώ οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν στις αρχές του '70 στα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια ισορρόπησαν γρήγορα και λειτούργησαν ικανοποιητικά επί 30 χρόνια, μέχρι που εμφανίστηκε η σημερινή νέα κρίση, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ισορρόπησε ποτέ, ή μάλλον τα τελευταία 10 χρόνια τείνει να ισορροπήσει σε μία ανισόρροπη ισορροπία, την οποία ζούμε σήμερα.

Ποιο ήταν το κύριο πρόβλημα του νόμου; Η γνώμη μου είναι ότι ο νόμος δεν ήταν "πανεπιστημιοκεντρικός" αλλά "πολιτικοκεντρικός". Δηλαδή δεν υπήρξε πρωτευόντως προϊόν γνώσης του τι ήταν και τι είναι «πανεπιστήμιο» ούτε και παράγωγο σύλληψης ενός πανεπιστημίου για την Ελλάδα. Αυτό έδωσε περιθώρια σε κάθε είδους τάσεις και συμφέροντα, προσωπικά ή συνδικαλιστικά, να μεγεθύνουν και όχι να απαλύνουν τα εγγενή του προβλήματα. Έτσι μετά από διάφορες όλες εξίσου ιδιόρρυθμες φάσεις, που όλοι θυμόμαστε, φθάσαμε σε εκλογές πανεπιστημιακών οργάνων, τέτοιες που φθάσαμε, φθάσαμε σε εξατομίκευση της πανεπιστημιακής ζωής μέσα στα Τμήματα με την συνακόλουθη ακινητοποίηση κάθε δυνατότητας δημιουργικής λήψης συνθετικών αποφάσεων, στην εκτός αξιοκρατικού ελέγχου διεκπεραίωση των κρίσεων του διδακτικού προσωπικού, στην αποδιοργάνωση της λειτουργίας του οργανωμένου φοιτητικού σώματος.

Αυτά όλα καταλήγουν σε αποσάθρωση των ίδιων των εννοιών. Τι σημαίνει για μένα σήμερα "οι φοιτητές"; Κάποτε νόμιζα ότι το ήξερα, σήμερα δεν το γνωρίζω. Τι σημαίνει κατάστρωση και κυρίως έλεγχος λειτουργίας εκπαιδευτικού προγράμματος; Τι σημαίνει πανεπιστημιακός χώρος; Οι έννοιες είναι το βασικό εργαλείο της σκέψης και της συνεννόησης.

Προσωπικά πιστεύω ότι σήμερα χρειαζόμαστε μια δραστική ανανέωση του νόμου πλαίσιο. Αλλά αν με ρωτούσαν προς τα πού, δεν θα είχα να απαντήσω. Γιατί οι απαντήσεις σε τέτοια ζητήματα δεν είναι προσωπικές, και οι συλλογικές απαντήσεις, εκτός από την πρόθεση, χρειάζονται και κοινά εννοιολογικά εργαλεία. Νομίζω ότι αυτό δοκιμάζουμε να κάνουμε στις συζητήσεις αυτές.


Συνεχίζοντας την αποφατική προσέγγιση, θα προσπαθήσω να εντοπίσω και άλλα επιμέρους αρνητικά φαινόμενα, τα οποία δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν το Πανεπιστήμιο και το Τμήμα μας.


2. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, το ερώτημα για μένα υπήρξε βασικό: Θα ήταν δυνατό, μέσα στην ασαφή κατάσταση που δημιουργήθηκε, να υπάρξει στο Τμήμα μας ένα μίνιμουμ κονσένσους για ορισμένα βασικά ζητήματα, όπως π.χ. το πρόγραμμα σπουδών; Ένας θύλακος συλλογικής αντίστασης στην αποδιοργάνωση; Φαίνεται ότι αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό. Και όμως, το Τμήμα μας έχει επαρκή αριθμό σημαντικών στελεχών, που λογικά θα έπρεπε να μην διαφωνούν στα αυτονόητα. Επίσης, αν εξαιρέσουμε τα τελευταία χρόνια του τελειωτικού χτυπήματος με τον διπλασιασμό των φοιτητών, δεν μας έλειπε ούτε ο χώρος ούτε τα χρήματα. Ένα ποσοστό αποφοίτων μας είναι τόσο καλοί, που έχουμε γίνει οι συνήθεις τροφοδότες περιώνυμων μεταπτυχιακών σχολών Ευρώπης και Αμερικής. Η πρόσφατη εμπειρία του διατμηματικού μεταπτυχιακού μουσειολογίας, στο οποίο μετέχω, συνηγορεί στην διαπίστωση ότι δεν έχουμε αντικειμενικό πρόβλημα για την επίτευξη καλών, μέχρι πολύ καλών ευρωπαϊκών στάνταρτς. Τι συμβαίνει;

Ο βασικός λόγος, τον οποίον έχω εδώ και πολύν καιρό διατυπώσει, είναι το "πρόβλημα εξουσίας". Δυστυχώς ποτέ στην ιστορία πολυάνθρωπος οργανισμός δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως άθροισμα προσωπικών προτιμήσεων, δηλαδή με βάση την καθολική συναίνεση. Δεν θέλω να επεκταθώ σ' αυτό. Πάντως και το πανεπιστήμιο ήταν και είναι, και πρέπει να είναι, ένας χώρος αντιπαλότητας, αντιπαράθεσης απόψεων, όπου η δημοκρατικότητα δεν συνίσταται στην αλληλοεξουδετέρωση των αντιπαρατιθέμενων απόψεων, με αποτέλεσμα την ακινησία, αλλά στην ελεύθερη ανάπτυξή τους, γύρω από συγκροτημένους πυρήνες, οι οποίοι ανάλογα με τον συσχετισμό δύναμης, δίνουν το πρωτεύοντα τόνο, τον χαρακτήρα στην Σχολή, στο πρόγραμμα σπουδών κ.ο.κ., αφήνοντας χώρο ύπαρξης και στους άλλους. Αλλιώς η σχολή καταλήγει σε γελοιογραφία της αντιστροφής του συστήματος της έδρας, με περισσότερα λειτουργικά μειονεκτήματα απ' ό,τι εκείνο.

Ο νόμος πλαίσιο επεφύλασσε τον ρόλο αυτόν στον τομέα, αν θυμάστε ακόμη την μαγική αλλά και ασαφή λέξη κλειδί της εποχής εκείνης. Ο ρόλος αυτός συμπληρωνόταν με την ιεράρχηση των βαθμίδων των διδασκόντων, που θα αντιστοιχούσαν σε αξιολογικές κρίσεις. Και τα δύο ούτε καλά σχεδιασμένα από τον νόμο ήταν, ούτε λειτούργησαν έστω όπως ο νόμος τα όριζε.

Αν τα ξεχάσουμε όλα αυτά, και ρωτήσουμε ποιο είναι το ζητούμενο σήμερα, τι απάντηση θα δίναμε; Και πάλι δεν την γνωρίζω. Μπορώ μόνο ίσως να περιγράψω τα χαρακτηριστικά της απάντησης: α. Απλή και λειτουργική, δηλαδή εκπαιδευτικό-κεντρική, οργάνωση της διοίκησης και της διδασκαλίας σε εκπαιδευτικές-διοικητικές μονάδες. β. Δοτή, δηλαδή ανακλητή και εκ περιτροπής εξουσία σε μέλη του Τμήματος ανεξαρτήτως βαθμίδας, που κατά τη συνείδηση της πλειοψηφίας έχουν την σχετική ικανότητα και το κύρος για την υπεύθυνη διεύθυνση των εκπαιδευτικών-διοικητικών μονάδων, με υποχρέωση ενημέρωσης και απολογισμού στους Τομείς και στην Γενική Συνέλευση. γ. Το σύνολο αυτών των υπευθύνων, μπορεί να συγκροτεί ένα διευρυμένο ΔΣ, με διοικητικό και εκπαιδευτικό αντικείμενο. Ξέρω ότι δεν λέω τίποτε πρωτότυπο. Λέω πράγματα αυτονόητα και σε εφαρμογή σε όλες τις "λογικές" σχολές της Δύσης.

Βέβαια έχω πλήρη συνείδηση ότι σε εμάς σήμερα, λόγω των παραπάνω ιδιομορφιών, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συναίνεση και τη συνεχή στήριξη της ποιοτικής και αριθμητικής πλειοψηφίας των διδασκόντων.


3. Όπως παντού, ο τρόπος επίλυσης του κεντρικού προβλήματος εξουσίας χαρακτηρίζει και τον τρόπο επίλυσης των επιμέρους προβλημάτων, διοικητικών και εκπαιδευτικών. Θα αναφέρω ορισμένα ενδεικτικά, από πρόσφατα βιώματα. Και θα προσπαθήσω να δείξω ότι κανένα δεν είναι αμιγές, αλλά περιλαμβάνει και εκφράζει το σύνολο των προβλημάτων του Τμήματος.

Ας πάρουμε τα ζητήματα την σχετικής ισοκατανομής των φοιτητών σε ομάδες διδασκόντων και της προαπαίτησης μαθημάτων. Προφανώς η ελευθερία της διδασκαλίας και της μάθησης είναι υψηλού επιπέδου αποδεκτές αρχές στην πανεπιστημιακή ζωή. Όπως και οι ελευθερίες του πολίτη, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κ.ο.κ. Εδώ η ερώτησή μου είναι απλή: Θα αποφασίσουμε ή όχι ότι στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη δεν συμπεριλαμβάνεται και η ελευθερία της κατά βούλησιν στάθμευσης, όπως δεν συμπεριλαμβάνεται και η χωρίς άδεια δόμηση σε ιδιόκτητο οικόπεδο; Και αν αποφασίσουμε το αυτονόητο, τι θα κάνουμε στην περίπτωση που ομάδα εποχουμένων καταλάβει με τα αυτοκίνητά της τον κόμβο της πλατείας Βαρδαρίου, διεκδικώντας το δικαίωμα του ελεύθερου πάρκινγκ και θεωρώντας ότι αυτή είναι η ελεύθερη επιλογή της; Θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε το υπόλοιπο οδικό δίκτυο της πόλης με την πλατεία Βαρδαρίου γεμάτη σταθμευμένα οχήματα ελευθέρων πολιτών; Ποιοι είναι "οι πολίτες";

Η απάντηση είναι κρίσιμη. Υπάγεται στο προηγούμενο ζήτημα της εξουσίας. Η σύγκρουση είναι μέσα στην λειτουργία κάθε συστήματος. Και την ευθύνη της σύγκρουσης έχει η εκάστοτε εξουσία. Αν δεν υπάρχει διαμορφωμένο σύστημα εξουσίας, κανείς δεν αισθάνεται αρμόδιος, όχι να ενεργήσει, αλλά ούτε καν να σκεφτεί …


Ας δούμε τις συνέπειες των παραπάνω χωριστά για τους διδάσκοντες και τους φοιτητές.

Η νομοτελειακή κατάληξη της συμπεριφοράς κάθε διδάσκοντα, όταν βρίσκεται ατομικά απέναντι στο πρόβλημα να μην μπορεί, λόγω της ανισοκατανομής, να κάνει στοιχειωδώς το μάθημά του, είναι η απελπισία και η ακύρωση, που εκφράζεται πρακτικά ανάλογα με την προσωπικότητά του: Είτε βρίσκει τρόπο να εγκαταλείψει το μάθημα, είτε το υφίσταται ρίχνοντας την ποιότητα, σε βαθμό που να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του. Αντίστοιχη συμπεριφορά έχει και στην περίπτωση που επωμιστεί την ανακαίνιση ορισμένων χώρων διδασκαλίας, δουλεύει γι αυτό ένα εξάμηνο, και σε έναν μήνα οι χώροι είναι διαλυμένοι. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι οι, έτσι κι αλλιώς περιορισμένοι πόροι που αναλώθηκαν, αλλά το γεγονός ότι αναλώθηκε ο διδάσκων. Και πιστεύω, από παρατήρηση και από προσωπική εμπειρία, ότι ένας διδάσκων δεν μπορεί στην πανεπιστημιακή του ζωή να αναλωθεί περισσότερο από μία, δύο, τρεις φορές χωρίς να φθάσει στην εσωτερική παραίτηση. Για να μην επέλθει το μοιραίο, είναι απαραίτητος λοιπόν κάποιος μηχανισμός με την δυνατότητα να δημιουργεί συνθήκες μη ανάλωσης των διδασκόντων. Αυτόν ονόμασα παραπάνω μηχανισμό εξουσίας.


Ας έρθουμε τώρα στην πλευρά των φοιτητών. Δεν έχω αλλάξει την γνώμη που ανέκαθεν είχα για τους φοιτητές. Έχουν πάντα, ή σχεδόν πάντα, δίκιο, αλλά κατά κανόνα δεν ξέρουν πού και πώς να το βρουν. Να πω ένα απλό παράδειγμα: Έχουν δίκιο να προτιμούν έναν πιο άξιο από έναν λιγότερο άξιο διδάσκοντα. Και προφανώς βλέπουν μπροστά τους μόνο την λύση της ελεύθερης επιλογής διδάσκοντα, καταστρέφοντας όμως τον ίδιο τον λόγο της επιλογής τους, αφού ακριβώς έτσι ακυρώνουν την ποιότητα του "άξιου" διδάσκοντα. Η λύση δεν βρίσκεται φυσικά στα χέρια των φοιτητών αλλά των διδασκόντων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την λύση ενός διττού προβλήματος: από την μια μεριά αξιολόγηση των διδασκόντων και σύμφωνα με αυτήν ανάθεση ή μη ανάθεση αυτόνομης διδασκαλίας, και από την άλλη, οργανωτική αντιμετώπιση του φυσικού και παγκοσμίου φαινομένου, ορισμένοι διδάσκοντες να είναι πιο άξιοι από άλλους (το δεύτερο λύνεται προφανώς μέσω ενός ισχυρού συντονισμού).

Ο νόμος σωστά δίνει στους φοιτητές εξουσία στην συνδιοίκηση του πανεπιστημίου. Πρέπει όμως να συμφωνήσουμε, ή να διαφωνήσουμε, ότι αυτή η συνδιοίκηση έχει από τα πράγματα διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνη των διδασκόντων. Θα κατέγραφα τις διαφορές ως εξής: Η εξουσία των φοιτητών δεν μπορεί ποτέ να καταργήσει την σχέση μαθητείας με τους διδάσκοντες, η οποία νομοτελειακά είναι από μόνη της μια μορφή εξουσίας, που μόνο οι διδάσκοντες μπορούν να έχουν. Η εξουσία των φοιτητών έτσι είναι περισσότερο μια χρήσιμη εξουσία ελέγχου, αναδραστική της εξουσίας των διδασκόντων. Οι φοιτητές έχουν δύο ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τους διδάσκοντες: α. είναι περαστικοί και β. δεν έχουν το βίωμα της παραγωγής. Αυτό τους κάνει συχνά δημιουργικούς στην ελεγκτική τους λειτουργία, και από την άλλη όμως τους προστατεύει από την ανάλωση αλλά και από την ανάληψη των συνεπειών των πράξεών τους για την μετά την αποφοίτηση χρονική περίοδο. Δηλαδή τους προστατεύει από το κόστος των συνεπειών των πανεπιστημιακών τους πράξεων για το πανεπιστήμιο.

Τέλος μένει και το κρίσιμο ερώτημα του τι σημαίνει "φοιτητές". Έχουν κι αυτοί τα εσωτερικά δικά τους συστήματα εξουσίας, τα οποία ανάλογα με το πώς λειτουργούν, δημιουργούν συνθήκες έγκυρης ή στρεβλής εκπροσώπησης του συνόλου του φοιτητικού σώματος. Οι διδάσκοντες δεν απαλλάσσονται από την ευθύνη να έχουν δική τους γνώμη για το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη της εκπροσώπησης, οχυρωνόμενοι πίσω από τα τυπικά επιφαινόμενα, πρώτα γιατί έχουν μια άμεση αίσθηση του συνόλου του φοιτητικού σώματος, και δεύτερο γιατί ανάλογα με την γνώμη τους αυτή, συνεκτιμούν την ελεγκτική και αναδραστική λειτουργία των φοιτητών.


Τελικό συμπέρασμα;

Προσπάθησα να θίξω όλα τα κύρια ζητήματα, τα οποία δεν μπορούμε να παρακάμψουμε, αν θέλουμε να καταπιαστούμε σοβαρά με το Τμήμα μας. Αν είπα πράγματα αυτονόητα, τόσο το χειρότερο. Γιατί αυτή είναι η μοναδική μου πρόταση. Να συζητήσουμε τα αυτονόητα.

Αν δεν το καταφέρουμε "Τότε δεν έχει κανένα νόημα να χάνουμε τον καιρό μας για να ψάχνουμε συλλογικές απαντήσεις σε μείζοντα ερωτήματα της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αλλά μας μένει είτε ο δρόμος μιας ηθελημένης ή αθέλητης μαχητικής ψυχοθεραπείας, είτε ο δρόμος της ατομικής σωτηρίας", όπως κλείνει και το επιμύθιο του κειμένου που σας μοίρασα.

Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξος. Φοβάμαι, μαζί με τον René Char ότι "Εκεί που είμαστε, δεν επείγει η ανησυχία ".

Παρ' όλα αυτά, προσωπικά δεν αισθάνομαι ήσυχος.



Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή