λόγος για την Εκκλησιαστική μας μουσική, που συνηθίσαμε να την ονομάζουμε απλά Βυζαντινή, επειδή διαμορφώθηκε και ήκμασε στην ομώνυμη περίοδο, και που αδιαμφισβήτητα κατάγεται από την Αρχαία Ελληνική Μουσική, αφού οι τρόποι της τελευταίας, δώριος, φρύγιος, λύδιος και οι παράγωγοι τους, βρίσκονται σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, σε στενή σχέση με τα γένη και τους ήχους της Οκταηχίας.
Από τα βάθη των αιώνων συνδεδεμένη άρρηκτα με τον ικετευτικό, δοξολογικό αλλά και δογματικό θεολογικό λόγο και παλεύοντας με ποικίλου είδους αντιξοότητες και δυσκολίες, προσπαθεί να διατηρηθεί άσπιλη και ανόθευτη από προσμείξεις και επιδράσεις ξένες προς τη φύση της και προς τον σκοπό, τον οποίο εξυπηρετεί.
Παρατηρούμε, λοιπόν, στις αρχέγονες μορφές της στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, να απορρίπτεται από τους Αγίους Πατέρες η χρήση συνοδευτικού οργάνου, όπως γινόταν π.χ. στην Εβραϊκή μουσική, παρόλο που πολλά από τα ψαλλόμενα ήταν δανεισμένα απ' αυτή, π.χ. Ψαλτήριον του Δαβίδ.
Η εξήγηση είναι το ότι η ιεροπρέπεια και ο μυστηριακός χαρακτήρας του εκκλησιαστικού χώρου επιβάλλει στον προσευχόμενο άνθρωπο την προσωπική του και μόνο συμμετοχή στο διάλογο με το Θείο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τη χρήση κάθε τεχνητού μέσου.
Η σταδιακή οργάνωση της Εκκλησίας, με τη θέσπιση και καθιέρωση ανεξάρτητων και αυτοτελών ακολουθιών, π.χ. θειας Λειτουργίας, καθώς και η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι διάφοροι αιρετικοί, οι οποίοι καλλιεργούσαν τη μουσική, ακριβώς για να μεταδώσουν πιο εύκολα τα μηνύματα και τις κακοδοξίες τους, οδήγησε στην ανάπτυξη της Εκκλησιαστικής μουσικής ιδιαίτερα από τον 4ο μ.Χ. αιώνα κ.ε.
Αξίζει να αναφέρουμε τον Αθανάσιο τον Μέγα, τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων, τον Εφραίμ το Σύρο, καθώς επίσης τους τρεις Ιεράρχες: Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο, αλλά και άλλους μελωδούς, υμνογράφους και πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι εργάσθηκαν συμβάλλοντας ο καθένας, είτε στο λειτουργικό και πρακτικό μέρος, είτε στο θεωρητικό μέρος της.
Στα μετέπειτα χρόνια η εξέλιξη της ήταν ραγδαία και παράλληλη με την ανάπτυξη της Βυζαντινής λειτουργικής ποίησης.
Έτσι κατά τους 5ο και 6ο αιωνα, των οποίων η περίοδος έχει ονομαστεί και 'Χρυσός Αιώνας' της Εκκλησιαστικής υμνογραφίας, έχουμε τη γένεση και την ακμή των Κοντακίων και φυσικά τη δεσπόζουσα μορφή του κυριότερου ποιητή αυτών, του Ρωμανού του Μελωδού. Στη συνέχεια την υμνογραφική σκυτάλη την παίρνουν το σύντομον, του οποίου εισηγητής ήταν ο Μελωδός Κυπριανός, και ο κανόνας, του οποίου σημαντικότεροι εκπρόσωποι ήταν: ο Ανδρέας Κρήτης, ο Κοσμάς Επίσκοπος Μαϊούμα (Μελωδός) και η πρώτη πηγή της Βυζαντινής μουσικής, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός εισήγαγε την αγκιστροειδή παρασημαντική συνθέτοντας τον οκτώηχο, καθώς επίσης και πολλές θεωρητικές μελέτες, με αντιπροσωπευτικότερη εκείνη που φέρει τον τίτλο «Αγιοπολίτης».
Ο επόμενος σταθμός στον 12ο αιώνα με έναν μεγάλο Μαϊστορα, ρυθμιστή της Βυζαντινής Εκκλησιατικής Μουσικής, αλλά συγγραφέα και συνθέτη ταυτόχρονα, θεωρητικών και πρακτικών μουσικών πονημάτων. Πρόκειται για τον Άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη. Έργα του: «Μέγα Ίσον της Παπαδικής», Ανοιξαντάρια, «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα ημών», πολυέλεοι κ.α. Επίσης μεταξύ των άλλων, δημιουργεί σημαντικές καλοφωνικές συνθέσεις προς τιμήν της υπεραγίας Θεοτόκου και των αγίων, και συμβάλλει επίσης στη διαμόρφωση της ακολουθίας του Εσπερινού.
Η τρίτη πηγή της Εκκλησιαστικής μας Μουσικής είναι ο Ιωάννης ο Κλαδάς, λαμπαδάριος στο Ναό της του Θεού Σοφίας κατά το τέλος 14ου, αρχές 15ου αιώνα.
Χαρακτηριστικά του έργα: «Γεύσασθε και ίδετε», άλλα Κοινωνικά, Χερουβικά, μελοποίηση του Ακάθιστου ύμνου κ.α. Αξίζει επίσης να τονίσουμε τη συμβολή του Μανουήλ Βρυέννιου, ως του μεγαλύτερου και εγκυρότερου θεωρητικού της Μεσαιωνικής περιόδου, ο οποίος στη θεωρία του συμφωνεί. Με την ύπαρξη των οκτώ ήχων, την καταγωγή και συγγένεια των τετράχορδων της Βυζαντινής μουσικής με αυτών της Αρχαίας Ελληνικής, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τη μουσική των Αρχαίων Ελλήνων σύμφωνα με τον Πυθαγορικό πίνακα.
Στη συνέχεια και ιδιαίτερα μετά την άλωση της Πόλεως, παρατηρελιται μουσική στασιμότητα στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές. Κάποια μικρή μουσική άνθηση φαίνεται στην Κρήτη και Κύπρο καθώς και στη Σερβία και Μολδαβία. Χαρακτηριστικοί τυπικοί εκπρόσωποι αυτής της περιόδου και των παραπάνω περιοχών είναι αντίστοιχα είναι οι: Αντώνιος και Βενέδικτος Επισκόπουλοι, Ιερώνυμος Τραγωδιστής, Ευστάθιος Μοναχός και Αντώνιος Ιερομόναχος. Η αναγέννηση της Βυζαντινής μελοποιΐας συντελείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, όπου έχουμε καταλυτική την παρουσία των:
Είναι η μέθοδος, που ακολουθούμε έως και σήμερα και της οποίας τα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι:
Από τα λίγα στοιχεία, που παραθέσαμε, μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
Από υπεύθυνους παράγοντες και φορείς έχει δίκαια λεχθεί πως το έθνος μας μπροστά στην πρόκληση της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία οδηγεί σε σταδιακή εξαφάνιση της πολιτισμικής ταυτότητας των χωρών μελών της, μεταξύ των ισχυρών αντισωμάτων που έχει να προβάλλει για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτό, είναι και ζωντανή παρουσία της Βυζαντινής μας μουσικής, που ως φορέας των ορθόδοξων αληθειών και δογμάτων μπορεί να αποτελέσει ισχυρό και ικανό μέσο για την εθνική πνευματική μας εγρήγορση, αλλά και να επηρεάσει στο μέτρο και το βαθμό που μπορεί, μεταλαμπαδεύοντας, γιατί όχι, και στους άλλους λαούς τα βιώματα της μυστηριακής μας ζωής και πολιτείας.
Χωρίς υπερβολή θα μπορούσαμε να πούμε πως κατέχουμε έναν από τους μακροβιότερους και πιο πλούσιους, σε περιεχόμενο και βιώματα, μουσικούς πολιτισμούς του κόσμου. Κάνοντας όμως μια αντικειμενική κρίση για το βαθμό, που τον έχουμε αξιοποιήσει, και τη θέση, που του έχουμε δώσει σε σχέση με προτεραιότητες και άλλους στόχους, δυστυχώς θα συμπεράνουμε ότι τον έχουμε εγκαταλείψει.
| Πρόλογος | Ύμνοι | Οι Οκτώ Ήχοι | Έρευνα |
| Θεσσαλονίκη | FTP Server | Σχετικοί Σύνδεσμοι |