Τομέας Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού-Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ

Συζήτηση με θέμα: «Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική και Ελληνικό Πανεπιστήμιο.»
Τρίτη, 11 Νοεμβρίου 2003

Εισηγητής: Καθηγητής Π. Τζώνος

Θέμα εισήγησης:

Παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική και οι ‘δικές μας’ επιλογές


Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι μεταγραφή σημειώσεων για προφορική εισήγηση προς τα μέλη του Τομέα. Η εισήγηση ετοιμάστηκε εκ περιουσίας και δανείστηκε στοιχεία από πρόσφατα διαβάσματα. Δεν διεκδικεί καμία πληρότητα ή εγκυρότητα, εκφράζει βέβαια τις για την ώρα επικρατούσες απόψεις του εισηγητή. Κατά την μεταγραφή δεν έγιναν ουσιώδεις αλλαγές ή προσθήκες.
Δημοσιεύτηκε στην Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, τόμ. Ιθ’, 2003-4.


Περιεχόμενα
0. Το ερώτημα του Αθηναίου σοφιστή
1. Έχει νόημα η ιστορική αναλογία;
2. Μπροστά στην μετανεωτερικότητα
3. Παγκοσμιοποίηση και Pax Americana
4. Ο σημερινός κόσμος κι εμείς
5. Επιμύθιο



ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΗ


Ας φανταστούμε έναν σοφιστή στην Αθήνα του 1ου μ.Χ. αιώνα, μέσα στην Pax Romana. Τι φροντίδες μπορεί να είχε για την σχολή του και τους μαθητές του και βέβαια για την δική του πνευματική ακεραιότητα; Τι προοπτικές δικαιούνταν -ως μορφωμένος και σώφρων άνθρωπος- να οραματίζεται και να επιδιώκει; Ποια εκπαιδευτική πολιτική είχε νόημα να προωθεί;



1. ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ;


Το να περιγράψει κανείς την σημερινή παγκόσμια κατάσταση είναι πολύπλοκο και δυσπρόσιτο για έναν κανονικό εκτός αντικειμένου διανοούμενο. Βέβαια εξίσου δύσκολο είναι να κάνει κανείς συνειδητές επιλογές για την δική του στάση και με το δικό του μυαλό – οι οποίες να μην είναι είτε ιδεοληψίες είτε ρωσική ρουλέτα.

Είναι πράγματι δυσπρόσιτο και δύσκολο; Ή ίσως είναι σχετικά απλό;

Το ζήτημα είναι, πιστεύω, να ξέρει κανείς πόσα χρειάζεται να ξέρει για να μπορεί να σκεφτεί με το δικό του μυαλό τις δικές του επιλογές και ενέργειες. Κι αυτό που χρειάζεται, νομίζω, να γνωρίζει είναι τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά του κόσμου που τον περιβάλλει καθώς και το δικό του στίγμα μέσα σ’ αυτόν.

Σ’ αυτό πάντοτε βοηθάει και μια ματιά στην ιστορία…


Δύο προκαταρκτικά ερωτήματα:

(α) Γιατί έθεσα το ερώτημα για τον αθηναίο καθηγητή του 1ου αιώνα και όχι ευθέως για εμάς σήμερα; Πιστεύω ότι η θέση ερωτημάτων εκ του ιστορικού ασφαλούς (όταν βέβαια αυτά είναι θεμιτά) έχει ορισμένα πλεονεκτήματα: Κάνει προφανείς τις μεγάλες κουταμάρες. Π.χ. είναι λογικό να φανταστούμε τον άμοιρο τον σοφιστή να έχει μια μικρή ή μεγάλη δόση αντιρωμαϊσμού, ενώ όμως, αν τον φανταστούμε να σκέφτεται πως θα καταλύσει την ρωμαϊκή αυτοκρατορία (μερικούς αιώνες πριν την ώρα της) για να λύσει το εκπαιδευτικό του πρόβλημα, τότε κάποιο σοβαρό πρόβλημα έχει είτε αυτός είτε εμείς.

(β) Αμέσως προκύπτει το επόμενο ερώτημα: Έχει κάποια αξία η ιστορική αναλογία; Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Το ερώτημα είναι ξεπερασμένο, καθότι απλουστευτικό και δεν μπορεί να απαντηθεί με ναι ή όχι. Θεμελιώδη ιστορικά σχήματα και συμπεριφορές επαναλαμβάνονται. Συγκεκριμένες αιτιώδεις εξαρτήσεις γεγονότων όχι. Έτσι, π.χ. μπορούμε να βρούμε ισχύουσες αναλογίες στις τυπικές συμπεριφορές που προκύπτουν από τις βασικές σχέσεις εξουσίας. Αρκεί να θυμηθούμε την γνωστή αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων, που περιγράφει ο Θουκυδίδης, ή τις κοινωνικές συγκρούσεις στην Φλωρεντία, που περιγράφει ο Μακιαβέλι και να τα αντιληφθούμε αυτά σωστά, κάτω από το πρίσμα της οντολογικής ανεξαρτησίας πολιτικής και ηθικής που μελαγχολικά υποστηρίζουν και οι δύο.

Ο Emmanuel Todd (από τον οποίο πήρα αρκετά στοιχεία για την παρουσίαση αυτή) περιγράφει την εκπληκτική βασική ομοιότητα -και τις σημαντικές βέβαια διαφορές- μεταξύ αυτοκρατορικής Ρώμης και Αμερικής του Bush. Πιστεύω ότι, δυστυχώς, η αναλογία αυτή θα πάψει να υπάρχει, δηλαδή η ιστορία θα αλλάξει χαρακτήρα και νομοτέλεια, όταν και αν αλλάξει ο υπάρχων ανθρωπολογικός τύπος. Όταν και αν αποκρυσταλλωθεί ένας νέος homo μετά τον homo sapiens.

Το μεγαλύτερο ιστορικό εγχείρημα για την κατάργηση της γνωστής ιστορίας, μέσα από την δημιουργία ενός ανθρώπου νέου τύπου, υπήρξε ο σοσιαλισμός, ο οποίος δυστυχώς το μόνο που κατάφερε ήταν να αποδείξει την ισχύ των κανόνων που πήγαινε να καταργήσει. Δηλαδή να αποδείξει ότι τα διδάγματα του πελοποννησιακού πολέμου εξακολουθούν να ισχύουν και να είναι «κτήμα ες αεί», μέχρις ότου «αλλάξει η φύση του ανθρώπου». Του ανθρώπου που οι πράξεις του έχουν ως κίνητρα την τιμή, τον φόβο και την ωφέλεια…


2. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον αθηναίο σοφιστή, δηλαδή σ’ εμάς. Κι ας δούμε την εποχή μας στην μεγάλη της κλίμακα.

Πιστεύω ότι κινούμαστε προς το τέλος μιας μεγάλης κοσμοϊστορικής φάσης, ενός μεγάλου πολιτισμικού κύκλου, της νεωτερικότητας. Κατά Kuhn, βρισκόμαστε στην διερεύνηση των συσσωρευμένων ανωμαλιών που προέκυψαν από την εκμετάλλευση του παραδείγματος της νεωτερικότητας, και τώρα υποψιαζόμαστε αλλά ακόμη δεν ακουμπάμε το μετανεωτερικό παράδειγμα. Ενδείξεις αυτού του τέλους εποχής είναι η επιστήμη, η φιλοσοφία, η τέχνη και βέβαια η αρχιτεκτονική. Ο μεταμοντερνισμός και η αποδόμηση είναι το πνευματικό και εικαστικό στιλ της φάσης αυτή. Η κατανόηση του κόσμου μας συντίθεται από την κατανόηση σειράς αδιεξόδων, με πιο προφανές το οικολογικό. Το οικολογικό αδιέξοδο είναι οδυνηρό, γιατί δείχνει τα όρια της νεωτερικότητας, τα όρια του καπιταλισμού –μαζί και του υπάρξαντος σοσιαλισμού: Το μοντέλο της ανεπτυγμένης Δύσης δεν είναι οικουμενικό. Αν γενικευτεί θα υπάρξει οικολογική καταστροφή, θα καταστρέψει τον εαυτό του –πράγμα που πιθανόν θα συμβεί.

Το όριο της νεωτερικότητας, η αδυναμία οικουμενικής γενίκευσης του παραδείγματός της, είναι, κατά την γνώμη μου, το κρισιμότερο αδύναμο σημείο όλων των τρεχουσών θεωριών για πρόβλεψη του ιστορικού μέλλοντος: Της πρόβλεψης του Φουκουγιάμα ότι η οικουμενοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας φέρνει το τέλος της ιστορίας. Της πρόγνωσης του Todd ότι «νομοτελειακός παγκόσμιος αλφαβητισμός + νομοτελειακός παγκόσμιος έλεγχος γεννήσεων = γενίκευση φιλελεύθερων καθεστώτων» όπου, κατά τον νόμο του Ντόυλ, τα φιλελεύθερα καθεστώτα είναι αναγκαστικά φιλειρηνικά, από λειτουργική αδυναμία για διεξαγωγή πολέμου μεταξύ τους.

Το τείχος αυτών των αδιεξόδων, στα οποία αναφέρθηκα ενδεικτικά, τείχος που παρά την συνεχή προσβολή του από την παγκόσμια διανόηση και τεχνογνωσία παραμένει αδιαπέραστο, η πρωτοφανής για την νεωτερικότητα αδυναμία διατύπωσης έστω και ενός συζητήσιμου σφαιρικού μοντέλου για το μέλλον, ενός έστω και αμυδρά λογικού νέου παραδείγματος, με κάνει να μην έχω άλλη επιλογή από το να καταλήξω σε όσα παραπάνω σημείωσα.

Έτσι κι εμείς, οι Έλληνες δάσκαλοι της αρχιτεκτονικής, ούτε μπορούμε αλλά ούτε και χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά, για να διαμορφώσουμε την στάση μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική, η οποία θα επηρεάσει και την στάση για την διαμόρφωση της πορείας του Τμήματος και της Σχολής μας.

Αφού δεν μπορούμε να διαβλέψουμε πού πάμε, ας έρθουμε λοιπόν να καταλάβουμε πού σήμερα βρισκόμαστε.


3. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ PAX AMERICANA


Παγκοσμιοποίηση κάτω από την Pax Americana. Δηλαδή pax στο εσωτερικό της επικράτειας και πόλεμος στα σύνορα. Όπως ακριβώς συνέβαινε πάντοτε: Η κεντρική δύναμη της αυτοκρατορίας προσφέρει με το ζόρι προστασία, δημιουργεί ένα ελεγχόμενο πεδίο προσπορισμού ωφέλειας, οι περιφερειακές δυνάμεις επωφελούνται από τα υπόλοιπα των κερδών αλλά και την βρίζουν, κατά βάθος εποφθαλμιούν τη θέση της, αλλά όσο δεν μπορούν να την καταλάβουν, ηθικολογούν ανέξοδα, προσπαθώντας συγχρόνως να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερα -σε αίμα και σε χρήμα- για την εθελοντική ή αναγκαστική συμμετοχή τους στο στρατόπεδο της ευμάρειας. Ένα μοντέλο τυπικό.

Εμείς, οι Έλληνες, καταφέραμε να κρεμαστούμε την τελευταία στιγμή στις περιφερειακές δυνάμεις. Καταφέρνουμε να μην στέλνουμε -ακόμη- τα παιδιά μας στους πολέμους στα σύνορα του imperium, να επωφελούμαστε -σε μικρό φυσικά μερτικό- από την εκμετάλλευση του κόσμου εκτός, να κρατούμε τα χέρια μας φαινομενικά καθαρά και να βρίζουμε την υπερδύναμη ή και τις άλλες περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες είναι πάνω από εμάς και κερδίζουν περισσότερα. Μιλάω για την Αθήνα του 1ου μ.Χ. αιώνα και την Ελλάδα του 21ου μ.Χ. αιώνα.


Για όποιον δυσπιστεί στην αναλογία, θα γίνω λίγο αναλυτικότερος:

Ο τελευταίος μετασχηματισμός των ΗΠΑ παρατηρείται τα τελευταία 15 χρόνια, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός μπορεί να χαρακτηριστεί «αυτοκρατορικού τύπου», πολύ ανάλογος με τον Ρωμαϊκό των «ώριμων» αυτοκρατορικών χρόνων.

Οι ΗΠΑ ήταν μια εθνική υπερδύναμη με διεθνή σφαίρα επιρροής, αντίστοιχη με την εθνική υπερδύναμη της Ρωσίας που είχε κι αυτή δημιουργήσει την δική της σφαίρα επιρροής. Και οι δύο αναδύθηκαν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, όπου έδυσε το άστρο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, με τις δικές τους σφαίρες επιρροής και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Η άμεσα μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από τον «οικουμενισμό» της αμερικάνικης αυτοσυνείδησης και συμπεριφοράς, εκφραζόμενο σε τάση πολιτικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης των περιφερειακών δυνάμεων της σφαίρας στρατιωτικής της επιρροής (Ευρώπη-Ιαπωνία) με ένα σχετικό fair play, και μια με το αζημίωτο γενναιοδωρία απέναντι στις χώρες της σφαίρας επιρροής. Χαρακτηριστικό του «οικουμενισμού» είναι μια τάση σχετικής ισότητας μεταξύ των «ημετέρων», δηλαδή μια τάση σχετικής ισότητας των elites των ημετέρων λαών, όπου βέβαια η υπερδύναμη είναι πιο ίση μεταξύ ίσων, αλλά οι άλλες elites αισθάνονται ότι μπορούν να ενσωματωθούν σχετικά ισότιμα στην μοιρασιά των ωφελειών και στην κατανομή των ευθυνών για την απαραίτητη εσωτερική και εξωτερική καταπίεση.

Η φάση που διανύουμε σήμερα χαρακτηρίζεται από αυταρχική συγκέντρωση της εξουσίας στην υπερδύναμη, που βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της, με την ταυτόχρονη εμφάνιση εκφυλιστικών φαινομένων. Για την ακρίβεια τα εκφυλιστικά φαινόμενα εξωθούν την υπερδύναμη στην αυταρχική διαχείριση του imperium.

Θα αναφέρω ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της φάσης αυτής:

Η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η οικονομική ενοποίηση της ζώνης επιρροής (δηλ. σήμερα όλου του κόσμου) επάνω στο υπόβαθρο ενός πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου, δεν είναι κάτι καινούριο. Συνέβαινε κάθε φορά στην εκάστοτε «οικουμένη» της εκάστοτε αυτοκρατορίας. Η σημερινή πρωτοτυπία είναι ότι η οικουμένη της Pax Americana καλύπτει την υδρόγειο και δεν αναμένεται (όπως με όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις) κάποιος εξωτερικός βάρβαρος να καταλύσει την εκφυλιζόμενη κεντρική υπερδύναμη. Αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση και έχει σχέση με την εκπνοή του παραδείγματος της νεωτερικότητας… Σημαντικό πάντως είναι να καταλάβουμε ότι η οικονομία δεν είναι κάτι τόσο αυτόνομο και αυτονομοποιημένο, όσο συχνά λέγεται. Είναι συνάρτηση ενός σαφούς πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου.

Με ποιόν τρόπο η εκάστοτε υπερδύναμη ελέγχει στρατιωτικά την επικράτειά της και προσπορίζεται οικονομικά οφέλη; Ο τρόπος είναι κλασικός: (α) Πουλάει προστασία από πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς – στο τέλος και από τον εαυτό της – και (β) Μαζεύει φόρους υποτέλειας.

Μπορεί, μάλιστα, να διαπιστωθεί μια διαλεκτική μεταξύ συγκέντρωσης ισχύος και εκφυλιστικών φαινομένων: Αρχικά, στη φάση της εθνοκεντρικής της ανόδου, η υπερδύναμη είναι παραγωγική. Όσο περισσότερο απλώνει την κυριαρχία της, τόσο περισσότερο παρασιτική γίνεται, δηλαδή ζει εις βάρος των άλλων, με άλλα λόγια εξαρτάται από το ότι οι άλλοι θα εξακολουθούν να την τρέφουν.

Η Ρώμη, μετά τους Καρχηδονιακούς πολέμους, κυριάρχησε στη Μεσόγειο. Είχε απεριόριστους πόρους σε γη, χρήμα και σκλάβους. Εισέπραττε φόρους από το σύνολο της σφαίρας επιρροής της. Εισήγαγε μαζικά και φθηνά προϊόντα διατροφής και βιοτεχνικά προϊόντα. Οι αγρότες και βιοτέχνες της Ιταλίας αχρηστεύτηκαν λειτουργικά, η ρωμαϊκή κοινωνία πολώθηκε σε πλουτοκράτες και πληβείους. Οι μεσαίες τάξεις κατέρρευσαν, η δημοκρατία καταλύθηκε και εγκαθιδρύθηκε η αυτοκρατορία. Η οικονομία της κεντρικής υπερδύναμης έγινε ελλειμματική και παρασιτική.

Οι ΗΠΑ, από υπερπαραγωγική χώρα μέχρι και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, καταναλώνουν σήμερα περισσότερο απ’ ό,τι παράγουν. Η σημερινή ελλειμματική οικονομία τους εκφράζεται με εμπορικά ελλείμματα προς όλες τις χώρες με τις οποίες η χώρα συναλλάσσεται: Κίνα, Ιαπωνία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Μεξικό, Κορέα, Ισραήλ, Ρωσία, Ουκρανία. Παράλληλα αυξάνει και η εξάρτησή της από την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων, δηλαδή μειώνεται η βιομηχανική παραγωγικότητα. (Το 1929 συγκεντρωνόταν στις ΗΠΑ το 44% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, στην Γερμανία το 11,6%, στη Μ. Βρετανία το 9,3 %, στη Γαλλία το 7%, στην ΕΣΣΔ το 4,6%, στην Ιταλία το 3,2%, στην Ιαπωνία το 2,4%. Σήμερα το αμερικανικό βιομηχανικό προϊόν είναι λίγο κατώτερο από αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λίγο ανώτερο από εκείνο της Ιαπωνίας).

Από πού βγάζει τα λεφτά της η Αμερική, ώστε να είναι η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο και να μπορεί να χρηματοδοτεί πολέμους στις παρυφές της αυτοκρατορίας, που η Ευρώπη δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει; Από την συγκέντρωση φόρων υποτέλειας – αλλού περισσότερο κομψά και αλλού το ίδιο άκομψα όπως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή η Αθηναϊκή «συμμαχία». Οι «φόροι» προέρχονται από διάφορες πηγές:


- Συντήρηση των δυνάμεων «προστασίας» από τις ίδιες τις προστατευόμενες χώρες (Γερμανία 60.000 στρατιώτες, Ιαπωνία 40.000 στρατιώτες).

- Άμεσες χρηματικές εισφορές συμμάχων που δεν θέλουν να πολεμήσουν (π.χ. στον πόλεμο του Κόλπου, ενώ επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία με το Ιράκ).

- Εξαγωγές όπλων (κατέχει το 58% των παγκοσμίων πωλήσεων) κατά κανόνα όχι με φιλελεύθερα οικονομικά κριτήρια, αλλά με επιβολή τιμών μέσα από άμεσο ή έμμεσο καταναγκασμό.

- Έλεγχος ζωνών παραγωγής πετρελαίου και αξιοποίηση του ελέγχου αυτού μέσα από την κυρίαρχη οικονομική και πολιτική θέση των αμερικανικών πολυεθνικών του πετρελαίου.

- Όμως η είσπραξη του μεγαλύτερου μέρους του «φόρου» γίνεται με φιλελεύθερο και αυθόρμητο τρόπο, μέσα από την νομισματική διαχείριση της σχέσης του δολαρίου με άλλα νομίσματα και μέσα από την λειτουργία του αμερικανικού χρηματιστηρίου ως ακόμη αξιόπιστου μαγνήτη για ασφαλείς επενδύσεις.

Η εξέλιξη αυτή έχει ήδη επιφέρει «αυτοκρατορικού τύπου παραμορφώσεις» στην αμερικανική κοινωνία και βέβαια αντίστοιχες στις σύμμαχες και στις αντίπαλες χώρες. Διαβάζουμε συνεχώς στις εφημερίδες για την όξυνση των οικονομικών αντιθέσεων μέσα στην αμερικανική κοινωνία: Το τμήμα του εθνικού εισοδήματος που απορροφάται από το 5% των πιο πλουσίων ήταν, το 1980, 15,5% και είναι, το 2.000, 21,9%. Οι 400 πιο πλούσιοι αμερικανοί του 2000 είναι 10 φορές πλουσιότεροι από τους 400 του 1990, ενώ το εθνικό προϊόν απλώς διπλασιάστηκε. Τα αντίστοιχα αλλά αντίστροφα φαινόμενα εμφανίζονται και στις ασθενείς οικονομικά τάξεις.

Παράλληλα, η απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών επιφέρει άνοδο ανισοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα: Ο διεθνής ανταγωνισμός προκαλεί στασιμότητα μισθών και πτώση κοινωνικών παροχών, με συνακόλουθο φαινόμενο την παρακμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η μείωση του εισοδήματος οδηγεί στην μείωση της ζήτησης και επομένως σε οικονομική κρίση. Αυτό είναι που καθιστά την αμερικανική υπερκατανάλωση αναγκαίο ρυθμιστή της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται για μια έξοχη ιστορική ειρωνεία, ότι ο ιδεολογικός πολέμιος του κρατισμού καταλήγει να παίζει το ρόλο του κλασικού κεϊνσιανού παρεμβατικού κράτους. Ολόκληρη η αμερικανική κοινωνία γίνεται μια πλανητική «κρατική μηχανή», ένα πλανητικό «κράτος», που παρεμβαίνει ως καταναλωτής για να ρυθμίσει την πτώση της ζήτησης στην αγορά. Οι πλανητικοί υπήκοοι είναι κι από επάνω ευχαριστημένοι, γιατί έτσι ανακουφίζεται η οικονομική τους κρίση, η οποία βέβαια έχει προκληθεί από την πολιτική και οικονομική συμπεριφορά της υπερδύναμης.


Βέβαια η Αμερική δεν έχει ακριβώς όλες τις προϋποθέσεις να παίξει μοναχικά το παιχνίδι της υπερδύναμης αυτοκρατορικού τύπου, όπως το έπαιξε με επιτυχία για μεγάλο χρονικό διάστημα η Ρώμη - και για μικρό χρονικό διάστημα και άτεχνα η Αθήνα. Η όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από τους εξαρτώμενους, και μάλιστα σε μια περίοδο που δεν έχει και να προσφέρει προστασία από πραγματικούς εχθρούς αλλά είναι υποχρεωμένη να τους κατασκευάζει –γινόμενη ελάχιστα πιστευτή- την έχει ευλόγως εξωθήσει σε μεγάλο άγχος. Θεατρικός μικρομιλιταρισμός ονομάστηκε το φαινόμενο της απειλής ακόμη και των μεγάλων (Ρωσία-Κίνα) αλλά της επίθεσης στους μικρούς- και μάλιστα με τελική αποτυχία.

Αυτή η αναγκαστική αδεξιότητα της πανίσχυρης-παρακμάζουσας αυτοκρατορίας έφερε ακριβώς τα αντίθετα πολιτικά αποτελέσματα απ’ ό,τι σκόπευε.

Ζήσαμε όλοι τα τελευταία χρόνια το σκωτσέζικο ντους. Προς στιγμή ο Μπους και ο Ράμσφελντ φάνηκαν να κερδίζουν το στοίχημα. Τώρα πάλι φαίνεται να το χάνουν. Όλα αυτά, όμως, δεν είναι παρά επουσιώδη μικροσυμβάντα στην εξέλιξη της ιστορίας. Και αυτή φαίνεται να κινείται στον άξονα της απομόνωσης της Αμερικής από έναν άτυπο συνασπισμό Ευρώπης, Ρωσίας, Ιαπωνίας με επόμενο αναδυόμενο παγκόσμιο συνομιλητή την Κίνα.

Θα ήταν, αν γινόταν «τυπικός» και επιβαλλόταν, ένας τέτοιος συνασπισμός «καλύτερος» από την Αμερική; Τι σημαίνει «καλύτερος»; Σημαίνει «αποτελεσματικότερος στην άσκηση της παγκόσμιας εξουσίας για όφελός του»; Σημαίνει «δικαιότερος», δηλαδή λιγότερο καταπιεστικός καθότι λιγότερο ικανός για καταπίεση –κατά τον νόμο του Ντόυλ; Σημαίνει «σοφότερος ιστορικά», δηλαδή καλύτερος διαχειριστής της οικολογικής κρίσης και πιο ευαίσθητος στην οδό προς μια ανθρωπολογική μετεξέλιξη του homo sapiens; Μέχρις όμως να βγάλουμε συμπέρασμα γι’ αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Θουκυδίδη - και τον Μέρφι: Αν κάποιος λαός ή συνασπισμός λαών μπορεί να καταπιέζει τους άλλους για όφελός του, θα τους καταπιέζει.

Και τώρα στα δικά μας.


4. Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ


Ο S. Zizek, στο δοκίμιό του «Η ευτυχία μετά την 11η Σεπτεμβρίου» σημειώνει (σ.85) : «Συνεπώς, χρησιμοποιώντας τον όρο με την αυστηρά λακανική σημασία του, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η «ευτυχία» βασίζεται στην ανικανότητα ή έλλειψη ετοιμότητας του υποκειμένου να αντιμετωπίσει πλήρως τις συνέπειες της επιθυμίας του: το τίμημα της ευτυχίας είναι ότι το υποκείμενο παραμένει κολλημένο στην ασυναρτησία της επιθυμίας του. […] Παραδείγματος χάριν, όταν οι «ριζοσπαστικοί» πανεπιστημιακοί απαιτούν πλήρη δικαιώματα για τους μετανάστες και άνοιγμα των συνόρων, έχουν άραγε επίγνωση ότι, για ευνόητους λόγους, η άμεση εφαρμογή αυτού του αιτήματος θα κατέκλυζε τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης με εκατομμύρια νεοφερμένους, προκαλώντας έτσι μια βίαιη ρατσιστική αντίδραση της εργατικής τάξης, η οποία εν συνεχεία θα έθετε σε κίνδύνο την προνομιούχα θέση αυτών των ίδιων των πανεπιστημιακών; Και βέβαια έχουν επίγνωση, αλλά ποντάρουν στο γεγονός ότι δεν θα υπάρξει ανταπόκριση στο αίτημά τους – κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούν υποκριτικά να διατηρούν καθαρή τη ριζοσπαστική συνείδησή τους, εξακολουθώντας να απολαμβάνουν την προνομιούχα θέση τους.»


«Βυθίσατε το Χόρα». «Εδώ και τώρα έξω από το ΝΑΤΟ». «Ο τρίτος δρόμος…».

Με αυτήν την έννοια εμείς οι Έλληνες είμαστε ευτυχείς - όπως άλλωστε το δείχνουν και όλες οι διεθνείς στατιστικές. Και οι πανεπιστημιακοί -ειδικότερα δε οι αρχιτέκτονες- ακόμη ευτυχέστεροι.

Ποιοί είμαστε εμείς, οι Έλληνες πανεπιστημιακοί, και τι θέλουμε;

Είμαστε οι Αθηναίοι σοφιστές του 21ου αιώνα. Σοφιστές μιας χώρας, η οποία άρον άρον και μόλις σύρθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή σε μια από τις περιφερειακές δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Βρισκόμαστε βέβαια στον πυθμένα της εσωτερικής ιεραρχίας της περιφερειακής δύναμης, και συμμετέχουμε εκόντες άκοντες στα καλά και στα κακά της περιφερειακής δύναμης. Πάντως βρισκόμαστε μέσα. Και κρυφά ή φανερά είμαστε ευτυχείς που δεν είμαστε έξω, δηλαδή που η Μεγάλη Πρόνοια -ή η Μεγάλη Συγκυρία- δεν μας έκανε Πακιστανούς ή Αλβανούς.

Μέσα στην χαμηλή αυτή θέση μας στην ιεραρχία, έχουμε ακόμη νωπά τα ιστορικά μας βιώματα του «εκτός» (η επόμενη γενιά, η γενιά των φοιτητών μας, μάλλον θα τα έχει ξεχάσει), έχουμε ακόμη εν λειτουργία τα δημοκρατικά μας αντανακλαστικά και την αίσθηση αλληλεγγύης προς την εσωτερική ή διεθνή κοινωνική αδικία. Και βέβαια έχουμε ακόμη, λόγω των υπόγειων ρευμάτων που μας συνδέουν ακόμη με τις πολιτισμικές μας παραδόσεις, μια μοναδική στην Ευρώπη συνείδηση του τραγικού στην ιστορία. Διαφέρουμε από τους Άγγλους όσο ο Όμηρος κι ο Αισχύλος διαφέρουν από τον Σέκσπιρ: Όταν ο Ριχάρδος ο ΙΙ κλαίει, κλαίει γιατί έχασε το παιχνίδι της εξουσίας από τον οίκο των Λάνκαστερ, κατά την μετάβαση από τον ύστερο Μεσαίωνα στην πρώιμη Αναγέννηση. Όταν ο Αχιλλέας κλαίει παρέα με τον Πρίαμο, δηλαδή τον πατέρα του φονιά του φίλου του και ικέτη για να του αποδοθεί πίσω το νεκρό σώμα του γιού του που τον σκότωσε ο φίλος του νεκρού φίλου, κλαίει γιατί βιώνει την ασυμβατότητα μεταξύ ανεπάρκειας του ανθρώπου και απεραντοσύνης των οραμάτων του. Πρόκειται για έναν καημό υπαρξιακό: Ο άνθρωπος είναι περισσότερο απ’ αυτό που μπορεί να κάνει. Από έναν τέτοιο καημό ζει, αν ζει ακόμη, το όραμα του σοσιαλισμού, το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενός οντολογικού ατόπου, όπως δείχνει η ιστορία.

Αλλά ξανά πίσω στον σοφιστή: Τι βλέπουμε να θέλουν οι έταιροι μας της Ε.Ε. και γιατί το θέλουν;

- Ένα πράγμα θέλουν κατά βάθος (δια στόματος Υπουργών Παιδείας): «making Europe the most competitive and dynamic knowledge-based economy in the world” (Σύνοδος του Βερολίνου 2003).

- Η αξιολόγηση της εκπαίδευσης είναι ένα αναγκαίο μέσο για την μέτρηση της προσέγγισης του στόχου. Και γι αυτό οι δυτικοευρωπαΪκές χώρες την έχουν ήδη καταστήσει μία από τις ακαδημαϊκές ρουτίνες τους.

- Οι δύο κύκλοι σπουδών είναι (κατά την δική μου πάντα εκτίμηση) μια δευτερεύουσα τεχνική ρύθμιση, που όταν την προσδιορίσουμε ακριβώς και καταλάβουμε την λειτουργικότητά της, θα μπορέσουμε να αποφασίσουμε αν μας αρέσει ή όχι, από τον βαθμό που εξυπηρετεί ή όχι την επίτευξη του στόχου.

- Γιατί τα θέλουν αυτά οι Ευρωπαίοι εταίροι μας; Αυτό ελπίζω να φάνηκε ήδη από την παραπάνω ανάλυση. Τα θέλουν:

(α) Για να μην εξαφανιστεί εντελώς η Ευρώπη, όσο κρατάει η παντοδυναμία της κεντρικής υπερδύναμης. Η Ε.Ε. είναι υποχρεωμένη να παίξει με τους όρους της ιστορικής συγκυρίας, τους οποίους ορίζει ο ισχυρότερος, όσο δεν μπορεί η ίδια να μεταβάλλει την συγκυρία αυτή. Αν οι πολιτικοί των ισχυρών βάλουν το κεφάλι στην άμμο, όπως θα μπορούσε να κάνει φαινομενικά ανέξοδα ένας καθηγητής της Αρχιτεκτονικής, τότε όταν το ξαναβγάλουν μπορεί να τους έχουν πάρει από γύρω τους όλη την άμμο και να έχουν τοποθετήσει του ίδιους, με την λίγη άμμο που απέμεινε γύρω από το κεφάλι, μέσα στο κλουβί. Μπορούν ίσως να σκέφτονται άλλα τραγούδια, αλλά είναι υποχρεωμένοι να χορεύουν τον κρατούντα χορό.

(β) Για να προετοιμάσουν συνθήκες, όπως οι δελφίνοι, οι οποίοι βλέπουν τον γίγαντα (προσωρινά; μόνιμα;) σε δυσκολίες, και περιμένουν να πιάσουν το τιμόνι και να οδηγήσουν (πιστεύουν) καλύτερα την κούρσα. Ξέρουν βέβαια ότι τότε αυτοί θα αναλάβουν και τις δυσκολίες. Το πολιτικο-στρατιωτικό υπόβαθρο της ισχύος κοστίζει αίμα και χρήμα.

(γ) Γιατί, για να έρθουμε στα δικά μας, οι πολιτικοί των ισχυρών γνωρίζουν ακριβώς τον ρόλο που παίζει η εκπαίδευση στην οικονομική ισχύ και στην κοινωνική συνοχή. Όσο πιο ισχυρή στον διεθνή καταμερισμό εξουσίας είναι μια χώρα, τόσο λιγότερο ρισκάρει στο ζήτημα της εκπαίδευσης. (Αρκεί να συγκρίνουμε Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα μετά το ’68).

Η «ακαδημαϊκή αντίσταση» που προβάλλουν δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια στην realpolitik των υπουργών εικονογραφεί ακριβώς τις οπτικές, στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω.


Και φθάνουμε σ’ εμάς τους Έλληνες πανεπιστημιακούς. Ν’ αρχίσω με μια παραβολή από την πρόσφατη ιστορία: Όσο ο Ανδρέας μπορούσε να εκφράζεται και με κανένα ζεϊμπέκικο φλερτάροντας (στα λόγια) και με τον τρίτο κόσμο, μπορούσαν και οι καθηγητές αρχιτεκτονικής πιο εύκολα να κάνουν τον τρελό. Όταν ο Σημίτης οφείλει να προεδρεύει (με επιτυχία) στη Ε.Ε., αν κάνουμε εμείς τον τρελό θα ήταν σαν ο πρωθυπουργός της χώρας να χόρευε το ζεϊμπέκικο στην αίθουσα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Ποιο είναι, λοιπόν, το εύρος των επιλογών μας, απ’ όπου απορρέει και η στάση μας απέναντι στο σύνολο και στα επιμέρους του Bologna process;

  • Α) Το πρώτο καθήκον του αδύναμου είναι να επιβιώσει βιολογικά. Ο πιο αδύνατος βρίσκεται πάντα κοντύτερα στο όριο της εξαφάνισης. Ο ρόλος του είναι αμυντικός.

Το τι σημαίνει βιολογική επιβίωση για το ελληνικό πανεπιστήμιο, και για το Τμήμα μας, είναι για μένα σαφές: Ο μέσος όρος (ακόμη καλύτερα: οι ασθενέστεροι) απόφοιτοί μας να μπορούν να βρίσκουν δουλειά σε μια Ευρώπη του αύριο. Δηλαδή να γνωρίζουν σύνθεση, οικοδομική και μελέτη εφαρμογής. Πράγματα όχι εντελώς απαραίτητα μέχρι τώρα στην ελληνική αγορά της παρασιτικής οικονομίας και των πελατειακών σχέσεων.

Θυμίζω ότι η εισήγηση αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την συζήτηση των ίδιων των εκπαιδευτικών ζητημάτων, παρά μόνον του πλαισίου τους. Και όσα εδώ σημειώνω δεν είναι παρά ενδεικτικά των επιπτώσεων του πλαισίου επί της προσέγγισης των ζητημάτων.

Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να προωθήσουμε μία θετική στάση απέναντι σε μια τέτοια αξιολόγηση, η οποία θα μπορεί να μας αξιολογήσει πραγματικά και όχι να θάψει τις όποιες ανεπάρκειές μας. Αυτό θα μας εξωθήσει στην ποιότητα - όπως η ΟΝΕ εξώθησε στο 3,5% τον πληθωρισμό του 18% της εποχής του «βυθίσατε το Χόρα». Η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης θα πρέπει να είναι το «τεχνικό» κριτήριο για το αν αυτή θα πρέπει να είναι «εξωτερική» ή «εσωτερική». Ποιός, αλήθεια, και πώς μπορεί να αντιληφθεί ακριβώς το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχουμε στο Τμήμα μας;

Υπάρχει βέβαια και ένα σημαντικότατο «ακαδημαϊκό» κριτήριο, το οποίο όμως προτείνω να μην το συζητήσουμε ιδεολογικά, αλλά τεχνικά, καθώς, πιστεύω, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα. Ποιός μπορεί, αλήθεια, να αξιολογήσει το πανεπιστήμιο; Το ερώτημα είναι ταυτόσημο με το ποιός μπορεί να πει σ’ εμένα, έναν καθηγητή αρχιτεκτονικής, τι είναι αρχιτεκτονικός σχεδιασμός. Για να φθάσω κατ’ ευθείαν στο τέλος, θέλω να πω ότι αν το πανεπιστήμιο δεν είναι αυτοπροσδιοριζόμενο, τότε δεν είναι πανεπιστήμιο, δεν μπορεί να παράγει νέα γνώση και να αναπαράγει το στελεχειακό του δυναμικό και άρα δεν μπορεί να στηρίξει, ως τέτοιο, κανέναν πολιτισμικό, πολιτικό ή οικονομικό στόχο.

Από την άλλη πλευρά, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα τα πάμε άσχημα με οποιουδήποτε τύπου αξιολόγηση (εκτός βέβαια από τις πλαστές) αν δεν θεωρήσουμε λογικά και πρακτικά αυτονόητη την ύπαρξη ορισμένων προαπαιτουμένων μαθημάτων και δεν συγκρουστούμε με όποιον την αρνείται, είτε από άγνοια είτε από δημοκοπία. Ούτε έχω καμία αμφιβολία ότι πρέπει να εξακολουθήσουμε να προωθούμε τον γενικό χαρακτήρα των σπουδών του αρχιτέκτονα, χωρίς παράλληλα να αγνοούμε τους καθιερωμένους στην μελετητική πρακτική και στην αγορά τομείς ειδίκευσης σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Αναφορικά με τους δύο κύκλους σπουδών πρέπει, χωρίς προκατάληψη ή ιδεοληψίες, να καταλάβουμε την ουσία του ζητήματος. Προσωπικά, παρά την προσπάθεια, δεν την έχω καταλάβει, καθώς μου λείπουν κρίσιμα στοιχεία: Είναι ή δεν είναι χρήσιμη για την ευρωπαϊκή οικονομία η ύπαρξη «ανώτερης εκπαίδευσης» (διαφοροποιημένης από την «ανώτατατη») και αν ναι ποιός την παρέχει; Σημειώνω ότι δεν θα ήμουν εκ των προτέρων αρνητικός για την παροχή (αν είναι αναγκαία) μιας τέτοιας εκπαίδευσης από τα πανεπιστήμια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν μειώνει την ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ίσως, μάλιστα, η σωστή παροχή και των δύο βαθμίδων στο ίδιο εκπαιδευτικό ίδρυμα να προσφέρει σημαντικά πολιτιστικά και πολιτικά πλεονεκτήματα. Στο τέλος όμως οφείλουμε να προωθήσουμε αυτό που συμφέρει την ευρωπαϊκή επαγγελματική κατοχύρωση των αποφοίτων μας , δηλαδή αυτό που βοηθά στο ανέβασμα του μέσου όρου των αποφοίτων μας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

  • Β) Το δεύτερο καθήκον του αδύναμου είναι να επιβιώσει πνευματικά , δηλαδή πολιτισμικά.

Φοιτητές μας διαπιστώνουν συχνά ότι ο Έλληνας φοιτητής είναι ιστορικά και κοινωνικά «σοφότερος» από τον Άγγλο ή Αμερικανό συνάδελφό του.

Ο Αμερικανός φοιτητής, μπορεί βέβαια να είναι ως προς την κατανόηση της ιστορίας και της κοινωνίας, υποδεέστερος σε σύγκριση με τον Έλληνα, εκείνον όμως τον οδηγεί ο αυτόματος πιλότος του συστήματος, τον κατευθύνει ο ιστορικός του ρόλος ως πολίτη της κεντρικής υπερδύναμης της αυτοκρατορίας. Ο Έλληνας φοιτητής δεν έχει «σύστημα» να τον στηρίξει. Δεν θέλω τώρα να θέσω το κρίσιμο ερώτημα του αν η κοινωνική ηλιθιότητα είναι αναγκαίο συστατικό του πολίτη του αυτοκρατορικού κέντρου ή, αλλιώς, αν η κοινωνική σοφία είναι προνόμιο των αδύνατων της περιφέρειας… Πάντως αυτή η εσωτερική αίσθηση της πολιτισμικής υπεροχής των Αθηναίων μαθητών έναντι των Ρωμαίων συναδέλφων τους, πρέπει να διατηρηθεί. Είναι το μοναδικό αντίδοτο στον νομοτελειακό εκρωμαϊσμό τους.

Σε αυτό βοηθάει η αντίστασή μας στην όποια τεχνοκρατική αντίληψη για τις σπουδές ενδέχεται να επικρατήσει σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ήδη σε σοβαρές αρχιτεκτονικές σχολές της Αγγλίας δεν διδάσκεται καθόλου η ιστορία της τέχνης. Πρέπει δηλαδή, παρά τις δυσκολίες, να μην πέσουμε στον πειρασμό να εξοβελίσουμε από υποχρεωτικά τα μαθήματα της ιστορίας (του πολιτισμού, της αρχιτεκτονικής, της τέχνης) της θεωρίας (της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας) της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας. Οι «δυσκολίες» είναι ήδη ορατές, σε σχέση με την αναγκαία παρουσία όλο και περισσότερων τεχνικών μαθημάτων. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα και όχι η λύση του. Ο αδύναμος πρέπει να τα έχει όλα για να έχει τα μισά. Αυτό έχει κόστος τόσο για τους φοιτητές μας όσο και για τους διδάσκοντες. Κυρίως δε για τους κοινωνικά ευαισθητοποιημένους. Κι αν η ηλικία των πιο ευαίσθητων φοιτητών μας δεν τους επιτρέπει να κάνουν την απαραίτητη ανάλυση κόστους ωφελείας, τότε φταίμε εμείς αν δεν την εξηγούμε σωστά.


Ίσως το “finis Graeciae“ να μην μπορεί να αποτραπεί τελικά, στην ορατή προοπτική της ιστορίας. Δεν πρέπει όμως, νομίζω, να είμαστε συνεργοί στην επιτάχυνση του φαινομένου. Άλλωστε το «τέλος της Ελλάδας» δεν θα είναι εντοπισμένο στον ελλαδικό χώρο. Αν συμβεί, θα είναι ένα κοσμοϊστορικό φαινόμενο, όπου θα εξαφανιστεί η ουμανιστική καταβολή του δυτικού πολιτισμού. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία και ανήκει στη συζήτηση για το μετανεωτερικό πολιτισμικό παράδειγμα και τις προοπτικές του.

Προτού κλείσω, θα ήθελα να θυμίσω ότι η διάκριση μεταξύ της ιδιότητας του πανεπιστημιακού και του πολίτη έχει αναλογία με το παλιό γνωστό μαρξικό δίλημμα του εργάτη που εργάζεται σε βιομηχανία όπλων… Ένας «προοδευτικός» πανεπιστημιακός μπορεί να βρίσκεται σε ανάλογο δίλημμα: Να είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αλλά να εργάζεται σε ένα παγκοσμιοποιούμενο πανεπιστήμιο, και ο ίδιος να πρέπει να επιβιώνει βιολογικά και πνευματικά εργαζόμενος σ’ αυτό. Κατά βάθος δεν πρόκειται για δίλημμα, γιατί έχει μόνο μία, έστω και δύσκολη, λύση. Ούτε είναι και τόσο καινούργιο, όπως μας διηγείται η ιστορία του Λιβάνιου και του Θεμίστιου, δύο χριστιανών σοφιστών της ύστερης αρχαιότητας.


5. ΕΠΙΜΥΘΙΟ


Ο Αριστοτέλης έγραφε στα Ηθικά Νικομάχεια ότι οι γενικές ρήσεις έχουν τόσην αξία, όσην αξία έχει η εφαρμογή τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ασφαλώς πρέπει, αφού προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, να πάρουμε θέση για τα μείζοντα προβλήματα της ανώτατης παιδείας, όπως η αξιολόγηση, η διάρθρωση σπουδών κλπ. Κι αυτό πρέπει να το κάνουμε με το δικό μας μυαλό και για το δικό μας συμφέρον, με γνώμονα την βιολογική και πνευματική επιβίωση του πανεπιστημίου μας.

Από την άλλη πλευρά:

- Αν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, 20 χρόνια τώρα, την κάποια ισοκατανομή των φοιτητών σε ομάδες, έτσι ώστε να είναι τεχνικώς δυνατή η πραγματοποίηση του μαθήματος.

- Αν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την οφθαλμοφανή ανάγκη προαπαίτησης ορισμένων μαθημάτων και δεν αρνούμαστε αυτά να υπάγονται τάχα στην ελευθερία της μάθησης, όπως άλλωστε οφείλουμε να αρνούμαστε και την υπαγωγή της παράνομης στάθμευσης στις ελευθερίες του πολίτη.

- Αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε την συνεχή καταστροφή των χώρων και της αισθητικής της Σχολής μας και την συνακόλουθη υλική, εργασιακή και ψυχική αιμορραγία του Τμήματος, και δεν διαχωρίσουμε δραστικά την θέση μας από την αντίληψη ότι αυτό υπάγεται στα δημοκρατικά δικαιώματα του φοιτητή.

- Αν δεν αντισταθούμε, μέχρι κλεισίματος της Σχολής, στην πρακτική του Υπουργείου να διπλασιάζει τους φοιτητές χωρίς να αυξάνει ούτε την υποδομή, ούτε τα κονδύλια, ούτε το προσωπικό και δεν πάψουμε να θεωρούμε κάτι τέτοιο ως μια ίσως δυσάρεστη, πάντως θεμιτή πολιτική πρακτική.

- Αν δεν αποφασίσουμε ότι η αξιοκρατική ιεραρχία των διδασκόντων τόσο στην διοίκηση όσο και στην ευθύνη των μαθημάτων είναι μια αυτονόητη προϋπόθεση για την σταθεροποίηση της ποιότητας των σπουδών σε ένα επίπεδο, που δεν θα φοβάται καμία εσωτερική ή εξωτερική αξιολόγηση,

- Κι αν δεν διαχωρίσουμε τη θέση μας από μια συντεχνιακή αντίληψη περί συναδελφικής αλληλεγγύης, συνδυασμένη με μια στρεβλή αντίληψη εφαρμογής της δημοκρατίας, πέρα από κάθε δίδαγμα που μας παρέχει η ιστορία για πώς πορεύτηκαν όλα τα γνωστά μέχρι τώρα στον κόσμο συστήματα και οργανισμοί.

- Τότε δεν έχει κανένα νόημα να χάνουμε τον καιρό μας για να ψάχνουμε συλλογικές απαντήσεις σε μείζοντα ερωτήματα της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αλλά μας μένει είτε ο δρόμος μιας ηθελημένης ή αθέλητης μαχητικής ψυχοθεραπείας, είτε ο δρόμος της ατομικής σωτηρίας.



Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή