Πάνος Tζώνος

Aρχιτέκτων, Dipl.Ing.Arch., Grad.Dipl.AA, Δρ Aρχ.
Ομότιμος Kαθηγητής Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Αυτοβιογραφικό σημείωμα


Γιός του Προκοπίου και της Αναστασίας Τζώνου, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη προπολεμικά, την άνοιξη του 1940.

Όλα τα χρόνια του σχολείου τα πέρασα στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για το οποίο ακόμη πιστεύω ότι μου πρόσφερε πολλά.


Δεκαοκτώ χρονών, το Σεπτέμβριο του 1958, γράφτηκα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Καρλσρούης, όπου τότε δέσποζε η μορφή του Egon Eiermann. Όλα τα φοιτητικά μου χρόνια, με εξαίρεση ένα εξάμηνο στο Μόναχο για πρακτική εξάσκηση, τα έζησα εκεί, εργαζόμενος, από το προδίπλωμα και μετά, ως «βοηθητικός βοηθός» στην έδρα του καθηγητή I. Kroeker και εκπονώντας όλες τις συνθετικές μου εργασίες και τη διπλωματική μου στην έδρα του E. Eiermann. Συμφοιτητές και φίλους στο ίδιο εξάμηνο είχα τον Gerhard Heupel και την Ξανθίππη Σκαρπιά, μετέπειτα Heupel. Το σύστημα σπουδών στη Σχολή ήταν πολύ ελεύθερο ως προς τις επιλογές του φοιτητή και πολύ αυστηρό ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης. Μπορούσε ο καθένας να επιλέξει το ρυθμό των σπουδών και τους συνθέτες καθηγητές κατά την κρίση του, ενώ μια δεύτερη αποτυχία σε ένα μάθημα συνεπαγόταν εγκατάλειψη της σχολής, πράγμα που άλλωστε πραγματικά τηρούνταν. Τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν πολύ ευχάριστα και παραγωγικά. Ιδίως μετά το τέταρτο εξάμηνο που ξαφνικά, στη μέση μιας σπουδαστικής εργασίας, κατάλαβα τι σημαίνει αρχιτεκτονική. Παρά την προσκόλλησή μου στον Egon Eiermann, τα τελευταία χρόνια ο ήρωάς μου ήταν ο Louis Kahn - ο κλασικός μοντερνισμός όδευε ήδη προς τη δύση του. Ολοκλήρωσα τη διπλωματική μου εργασία και πήρα το δίπλωμα του Dipl. Ing. Architekt στις αρχές του 1965, σε κατάσταση αρχιτεκτονικής ευφορίας.

Εν τω μεταξύ είχα ξεκινήσει επαφές στην Καρλσρούη και στο Άαχεν για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Αυτό ήταν, και είναι ακόμη, απολύτως ασυνήθιστο για τη γερμανική ακαδημαϊκή παράδοση, για αρκετούς δε αρχιτέκτονες, μεταξύ αυτών και του Eiermann, «αντι-αρχιτεκτονικό». Η εμμονή μου οφειλόταν από τη μια μεριά στη σύσταση του πατέρα μου και του θείου μου, τότε καθηγητή και πρύτανη του ΑΠΘ Σταύρου Παξινού, να ενδιαφερθώ για την αρχιτεκτονική σχολή του ΑΠΘ, η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. Παράλληλα όμως, από τα μικρά ήδη έτη των σπουδών μου, είχα διαπιστώσει ότι είχα απορίες σχετικά με το γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι. Ας πούμε, τι είναι η αρχιτεκτονική κεντρική ιδέα, από πού έρχεται και πώς μπορούμε να την ελέγξουμε, γιατί και με ποια μέσα ένα κτίσμα μεταδίδει την ιδιάζουσα αίσθηση που μεταδίδει, κ.ο.κ. Είχα μάλιστα εξελίξει και ένα προσωπικό μου σύστημα παραγωγής «ελεγχόμενης έμπνευσης». Όλα αυτά ήταν βέβαια τότε εκτός κλίματος σχολής Καρλσρούης, εγώ πάντως δήλωσα έναρξη εκπόνησης διδακτορικής διατριβής και γύρισα στην Ελλάδα για σύντομες διακοπές. Ήταν άνοιξη του 1965.


Στη Θεσσαλονίκη - δεν ήξερα καν πού βρίσκεται η Πολυτεχνική σχολή - πήγα να επισκεφθώ έναν πρώην συμφοιτητή από την Καρλσρούη, τον αρχιτέκτονα Γιώργο Καλογιαννίδη, μαθητής κι αυτός του Eiermann, ο οποίος δούλευε σε κάποια έδρα κάποιου νέου τότε καθηγητή. Στο ημιτελές ακόμη κτίριο της Πολυτεχνικής η έδρα στεγαζόταν σε μια άδεια αίθουσα διδασκαλίας και ο καθηγητής ονομαζόταν, μου είπαν, Δημήτρης Φατούρος. Έτυχε μάλιστα να συναντηθούμε εκεί για λίγο. Μετά έφυγα για την Αθήνα, να τακτοποιήσω τα στρατολογικά μου και να γυρίσω στην Καρλσρούη. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι μια γραφειοκρατική εμπλοκή απέκλειε τη νόμιμη επιστροφή στη Γερμανία. Ο φίλος μου από τη Θεσσαλονίκη μου έδωσε την ιδέα να μεταφέρω τη διατριβή στη Θεσσαλονίκη και μεσολάβησε σχετικά στον Δημήτρη Φατούρο. Η συνέχεια ήταν γρήγορη και σχεδόν προδιαγεγραμμένη: άρχισα να βοηθώ άτυπα και στα διδακτικά καθήκοντα της νέας και όχι ακόμη στελεχωμένης έδρας και σε λίγο βρέθηκα διορισμένος βοηθός. Τα φοιτητικά μου υπάρχοντα μετακομίστηκαν στη Θεσσαλονίκη και συγχρόνως μετακόμισαν και οι φίλοι και συμφοιτητές μου Γκέρχαρτ και Ξανθίππη. Αμέσως ανοίξαμε μαζί αρχιτεκτονικό γραφείο. Μια από τις απορίες, που από νωρίς μου είχε γεννηθεί και με ακολούθησε σε όλα τα κατοπινά χρόνια, είναι, ποια η σχέση της συγκυρίας με τη νομοτέλεια στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ζωής. Με αυτήν έτυχε να καταπιαστώ πολλά χρόνια αργότερα, κατά την ενασχόλησή μου με τον Όμηρο.

Η πολιτικά ταραγμένη δεκαετία του ’60 κύλισε για μένα επίπονα και συχνά ανεπιτυχώς μοιρασμένη σε πολλά και ετερογενή πράγματα: εκπόνηση διατριβής στη θεωρία του σχεδιασμού, στήσιμο γραφείου, διδασκαλία στη Σχολή, στρατιωτική θητεία, προσωπική ζωή. Διδάκτορας πια, εκτός στρατεύματος, έγγαμος και καταπονημένος έφυγα για δύο χρόνια στο Λονδίνο, απόφαση που αποδείχτηκε σωτήρια. Ασχολήθηκα με ένα μόνο πράγμα, να λύνω τις απορίες μου για την αρχιτεκτονική, γνωρίζοντας παράλληλα την αγγλο-αμερικανική οπτική, τόσο διαφορετική από τη γερμανική. Παρακολούθησα τη μεταπτυχιακή σχολή της ΑΑ και δίδαξα για ένα χρόνο στο τότε μόλις αναβαθμισμένο σε πανεπιστήμιο Polytechnic of Central London. Όπως ήταν αναμενόμενο, επάνω στα δυο χρόνια, μου τέθηκε το ερώτημα, να γυρίσω -μεσούσης δικτατορίας- στην Ελλάδα ή να συνεχίσω μια πανεπιστημιακή και επαγγελματική ζωή στο Λονδίνο. Δεν ξέρω αν η συγκυρία ή η νομοτέλεια με έφεραν, το 1973, πίσω.

Το αποτέλεσμα πάντως ήταν, με την προτροπή και την υποστήριξη του Δημήτρη Φατούρου, να βάλω υποψηφιότητα στην τότε προκηρυχθείσα Έδρα Κτιριολογίας και να εκλεγώ «έκτακτος καθηγητής επί τριετή θητεία» – χωρίς ανταγωνισμό. Ήμουν τριαντατεσσάρων ετών και το καλοκαίρι του 1974, επιστρατευμένος, σκεφτόμουν αν θα προλάβαινα να ετοιμάσω τα μαθήματά μου για το χειμερινό εξάμηνο ‘74-‘75.


Με την πτώση της δικτατορίας άνοιξε μια κρίσιμη περίοδος για το ελληνικό πανεπιστήμιο. Έπρεπε να αναπληρώσει το έλλειμμα δημοκρατίας και εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και βέβαια το δικό του. Αυτό δεν το κατάφερε μέχρι σήμερα. Κι αυτό ένα ερώτημα νομοτέλειας και συγκυρίας, για το οποίο πολύ αργότερα θα έβγαζα συμπέρασμα… Τότε όμως, νέος, ενθουσιώδης και κατά βάθος άπειρος πολίτης και καθηγητής ρίχτηκα στη δουλειά.

Παραμελώντας συνειδητά το αρχιτεκτονικό μου γραφείο προσπάθησα, σε μια ακαδημαϊκή υπερδραστηριότητα, να οργανώσω μια αξιοπρεπή πανεπιστημιακή Έδρα. Την στελέχωσα με αξιοκρατικά επιλεγμένους βοηθούς -ευτυχώς εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι για κανέναν δεν είχα πέσει έξω ως προς την επιστημονική του ποιότητα- οργάνωσα τις δραστηριότητές της σε συλλογική βάση, έγραψα διδακτικές σημειώσεις επιχειρώντας να θέσω σε συστηματικές βάσεις το γνωστικό αντικείμενο της Κτιριολογίας (1*) -όπου και πάλι, ευτυχώς, δεν άλλαξα γνώμη μέχρι τώρα, όπως φαίνεται και σε σχετική αναφορά του τελευταίου μου βιβλίου με θέμα το Μουσείο- ανέπτυξα ένα συνεκτικό και εκτεταμένο διδακτικό πρόγραμμα σε περισσότερα έτη, προώθησα σειρά εκδόσεων Έδρας με πρότυπες φοιτητικές εργασίες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως βιβλιογραφία από επόμενους φοιτητές, αρχείο διπλωματικών εργασιών, για τους ίδιους λόγους και δανειστική βιβλιοθήκη, συστηματικά ενημερωνόμενη με όλους του σχετικούς με την κτιριολογία τίτλους.

Μέσα στο κλίμα του ομόφωνου αιτήματος του (τότε άτυπου, μη θεσμοθετημένου) Τμήματος Αρχιτεκτόνων για ανανέωση του πανεπιστημίου, αμέσως μετά την ανάληψη της Έδρας, εισηγήθηκα μια άτυπη, εθελοντική, «προκαταβολική» λειτουργία του Τμήματος προς την κατεύθυνση του επιθυμητού Νόμου Πλαίσιου. Καταλήξαμε σε ένα σχήμα το οποίο να είναι μεν σύννομο απέναντι στη Σχολή και στο Πανεπιστήμιο, να επιτρέπει όμως τη λειτουργία του Τμήματος σε μια πιο συντονισμένη, συλλογική και διαφανή βάση. Συγκροτήθηκε η «ΕΚΤΑ», (Επιτροπή Καθηγητών του Τμήματος Αρχιτεκτόνων), η οποία σε μια προσομοίωση Τμήματος (με τη σημερινή του έννοια), συζητούσε όλα τα θέματα, τα οποία μετά οι καθηγητές θα έφερναν στη Σχολή. Η ΕΚΤΑ λειτούργησε μέχρι την εφαρμογή του Νόμου Πλαισίου και καθ’ όλη αυτή την περίοδο διετέλεσα πρόεδρός της.

Παράλληλα συμμετείχα στον Πανεπιστημικό Όμιλο, την ομάδα των περίπου σαράντα καθηγητών από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, που είχαν δημόσια ταχθεί υπέρ της ουσιαστικής ανανέωσης του πανεπιστημίου. Είχαμε τακτικές συναντήσεις εργασίας, διοργανώναμε δημόσιες εκδηλώσεις, δημοσιεύαμε ανακοινώσεις και επεξεργαζόμασταν θέσεις για ένα νέο νόμο χωρίς τα στεγανά της έδρας, με τη συμμετοχή όλων των πανεπιστημιακών στη διοίκηση και την προώθηση της αξιοκρατίας. Απ’ όσο θυμάμαι, θεωρούσαμε τότε ως κύριο αντίπαλο της ανανέωσης τις συντηρητικές πολιτικές και ακαδημαϊκές δυνάμεις και μόνο προς το τέλος της δεκαετίας αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι κι άλλοι κίνδυνοι μπορούν να προέρχονται και από αλλού. Άλλωστε οι σκιές αυτές είχαν ήδη εμφανιστεί, μεταξύ των υποστηρικτών της ανανέωσης, στην καθημερινή ζωή στο πανεπιστήμιο και στο Τμήμα.


Το 1981, τέλος, ήρθε ο νέος Νόμος, βαλλόμενος από παντού, με εντελώς αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους αξιολογήσεις του. Τα μέλη του Πανεπιστημιακού Ομίλου ήταν από τις λίγες φωνές που δήλωσαν ότι, ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή όχι σε όλες τις διατάξεις του, πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια θετική βάση, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί. Στις πρώτες εκλογές πανεπιστημιακών αρχών, το Τμήμα με εξέλεξε, ως μόνο υποψήφιο, Πρόεδρό του. Η εναρκτήρια δήλωσή μου ήταν μία φράση: Καθήκον μου είναι να εφαρμόσω το Νόμο, και να οδηγήσω έτσι σε πλήρη μετασχηματισμό το Τμήμα μας. Άρχισε λοιπόν μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μου. Από τη μια μεριά έπρεπε να οικοδομηθεί ένας ριζικά νέος οργανισμός, χωρίς κανένα προηγούμενο και χωρίς τη στοιχειώδη υποδομή. Από την άλλη εξαπολύθηκε μια -αναμενόμενη- διελκυστίνδα ελαστικής εφαρμογής του νόμου με βάση τις θέσεις ατόμων, ομάδων ή φορέων. Παράλληλα το υπουργείο και οι πανεπιστημιακές αρχές παρέμειναν θεατές. Μετά από λίγους μήνες υπέβαλα την παραίτησή μου, την οποία ανακάλεσα μετά από παρέμβαση του πρύτανη.

Σε πανελλήνια κλίμακα η εφαρμογή του Νόμου ακολούθησε αυτό το σχήμα. Το νέο πλαίσιο εφαρμόστηκε επιλεκτικά, ελαστικά, ανεξέλεγκτα, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια νέα πανεπιστημιακή κατάσταση που δεν την θέλησε κανείς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, εκτός του παρόντος θέματος, ιστορία για την οποία έχω επανειλημμένα γράψει τις απόψεις μου (2*), χωρίς βέβαια να θέλω εδώ να ισχυριστώ ότι είναι οι σωστές, αν και φοβάμαι ότι είναι.

Σε όλη την παραπάνω περίοδο ασκούσα βέβαια μια κανονική διδακτική δραστηριότητα. Για την υποστήριξή της έγραψα διδακτικά βιβλία, με κριτήριο τις κατά τη γνώμη μου ανάγκες του εκπαιδευτικού μας προγράμματος, τα οποία πίστευα ότι θα είναι χρήσιμα και για τους αποφοίτους μας στην επαγγελματική τους πρακτική. (3*) Χαίρομαι που ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούνται και έξω από το πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα. Πάντως ένα άλλο βιβλίο, με αντικείμενο τη μεθόδευση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, επίκεντρο του επιστημονικού μου ενδιαφέροντος ήδη από το τέλος των σπουδών και τη διδακτορική μου διατριβή, τη συγγραφή του οποίου είχα ολοκληρώσει το 1982, δεν το εξέδωσα ποτέ, χρησιμοποιώντας μόνο το περιεχόμενό του για τα μαθήματά μου της τελευταίας δεκαετίας. Είχα πολύ έντονο το αίσθημα της αχρηστίας του μέσα σε εκείνες τις συνθήκες… Τύπωσα όμως, με προσθήκη επιλόγου, ένα παλιό μου κείμενο για τη θεωρία της αρχιτεκτονικής, γιατί το βρήκα χρήσιμο για τα μαθήματά μου. (4*)

Το 1986 εκλέχθηκα και πάλι πρόεδρος του Τμήματος. Στόχος μου αυτή τη φορά ήταν, αντλώντας συμπεράσματα από τη μέχρι τότε εμπειρία λειτουργίας του, το Τμήμα να συγκεντρώσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις του σε ένα consensus για ένα συνεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα σπουδών. Η προσπάθεια απέτυχε και, αυτή τη φορά, αρχές του 1987, παραιτήθηκα, βαθειά απογοητευμένος για τη δυνατότητα αξιοποίησης των πολύ αξιόλογων δυνάμεων του Τμήματός μας προς τη δημιουργία μιας συντεταγμένης «σχολής», έστω σε πείσμα των γενικότερων προβλημάτων του πανεπιστημίου. Η απογοήτευσή μου προέκυπτε περισσότερο από το ότι είχα πια καταλάβει σε βάθος τους λόγους για τους οποίους το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι και δεν θα είναι σε θέση να ορθοποδίσει με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς να υπάρχει και άλλη δύναμη στην Ελλάδα να αναλάβει ρόλο μοχλού. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχω αλλάξει γνώμη, όπως δείχνουν πρόσφατα σχετικά γραπτά μου. (5*)

Τότε, την άνοιξη του ’87, αποφάσισα να μην αναλάβω πια κανένα διοικητικό αξίωμα στο Τμήμα ή στο Πανεπιστήμιο, ούτε και άλλη πρωτοβουλία για οποιαδήποτε βελτίωση, προσφέροντάς όμως αμέριστα τη βοήθειά μου σε όποιον θα το επιχειρούσε σοβαρά. Θα περιόριζα τα μαθήματά μου σε εκείνα, η ποιότητα της πραγματοποίησης των οποίων θα εξαρτιόταν μόνο από τις προσωπικές μου δυνάμεις και τα οποία θα με ενδιέφεραν κι εμένα προσωπικά. Και αυτό έκανα μέχρι τέλους.

Άκουσα από φίλους την κριτική ότι αυτό ήταν μια εγωιστική, ίσως και υποκρύπτουσα ελιτισμό, απόφαση, και ότι σίγουρα θα βοηθούσε περισσότερο το Τμήμα, αν εξακολουθούσα να προσπαθώ. Μάλλον έτσι θα είναι. Πιστεύω όμως ότι είχα κι εγώ τα δίκια μου. Φοβόμουν αληθινά ότι για το όποιο λίγο όφελος του Τμήματος το αντίτιμο θα ήταν η πλήρης δική μου υποβάθμιση. Είχα παραμελήσει την αρχιτεκτονική πρακτική, θεμέλιο κάθε θεωρίας και διδασκαλίας. Είχα παραμερίσει τα κύρια ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, δίνοντας προτεραιότητα σε βιβλία χρήσιμα για τη διδασκαλία και την πρακτική. Είχα απωθήσει πίσω από μια μάχιμη εμπλοκή στα μείζονα πανεπιστημιακά ζητήματα την καθημερινή πανεπιστημιακή μου ζωή. Και τώρα ήμουν πλέον πεπεισμένος ότι η άποψή μου για τα πανεπιστημιακά, είτε λάθος είτε σωστή, δεν περιλαμβανόταν στα ζητούμενα και δεν θα επηρέαζε τα πράγματα. Η αποστασιοποίησή μου, μάλιστα, θα αποφόρτιζε και το κλίμα στο Τμήμα, και θα επέτρεπε να διαφανούν άλλες πρωτοβουλίες, εφόσον υπήρχαν. Έτσι λοιπόν, σ’ αυτές τις συνθήκες, και λίγος εγωισμός δεν θα έβλαφτε κανέναν ενώ θα ωφελούσε εμένα. Όσο για τον ελιτισμό, ποτέ δεν έκρυψα την πεποίθησή μου ότι ο πολιτισμός, η παιδεία και η έρευνα είναι ο φυσικός χώρος των -κάθε είδους- ελίτ, και ότι ο αντίθετος ισχυρισμός προδίδει δημοκοπία και λαϊκισμό.

Ρίχτηκα λοιπόν στη στρατευομένη αρχιτεκτονική και το πρώτο πράγμα που βρέθηκε μπροστά μου, το καλοκαίρι ήδη του 1987, ήταν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εμπειρία της αρχιτεκτονικής μου ζωής. Η συγκυριακά ακραία ιδιορρυθμία του τρόπου εμπλοκής μου στο έργο μου έδωσε μοναδικά πολύτιμο υλικό για πραγματικά όλες τις πτυχές, αρχιτεκτονικές και μη, που συνιστούν ένα σύνθετο έργο και με ανάγκασε να σκεφτώ επάνω σ’ αυτές. Ήδη επεξεργάζομαι αυτό το υλικό για το επόμενό μου βιβλίο. Η ενασχόληση με το έργο αυτό πυροδότησε τη μελέτη -σε συνεργασίες ή μη- σειράς έργων σχετικών με τον πολιτισμό, τα οποία αποτελούν και τα κύρια σημεία της δουλειάς μου την τελευταία δεκαπενταετία: Από την ενασχόληση, το 1992, με την Εθνική Πινακοθήκη τις μεγάλες περιοδικές εκθέσεις και τη μόνιμη συλλογή της μέχρι και το πρόσφατο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη.(6*) Και πάλι η νομοτέλεια και η συγκυρία. Στην αλυσίδα αυτήν ο κακός κρίκος ήταν το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη δεύτερη κατά σειρά δύσκολη περίοδο της ζωής μου, που με έκανε δυστυχέστερο και σοφότερο. Από τα λίγα πράγματα που θα ήθελα να μπορούσα να είχα αποφύγει. Μπορεί κανείς να αποφύγει πράγματα; Και πάλι ο Όμηρος αργότερα θα μου το πει με σαφήνεια και ακρίβεια: Και μπορεί και δεν μπορεί.

Στο παιχνίδι της συγκυρίας και της νομοτέλειας συνέβαλε αποφασιστικά και η επιστροφή της Ματούλας Σκαλτσά από το Λονδίνο, τέλος 1990, με μουσειολογικές αποσκευές. Χωρίς να το καταλάβω διολίσθησα σταδιακά και στην περιοχή αυτή, στην οποία βέβαια βρισκόμουν ήδη μισός μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν από τη μια μεριά η όλο και συστηματικότερη ενασχόλησή μου με τον εκθεσιακό σχεδιασμό, πράγμα που, σε συνεργασία μαζί της, κατέληξε σε μια σειρά σχεδιασμού μονίμων εκθέσεων μουσείων, και από την άλλη η συμμετοχή μου στον προγραμματισμό και στη συνέχεια στην υλοποίηση του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία».

Πρόκειται για τη δεύτερη, μετά το στήσιμο της Έδρας Κτιριολογίας, ανταποδοτική ακαδημαϊκή εμπειρία. Επιβεβαίωσα την πεποίθησή μου ότι και μέσα στο αδιέξοδο και παραπαίον ελληνικό πανεπιστήμιο μπορεί κανείς να στήσει οργανώσεις και διαδικασίες υψηλού διεθνούς επιπέδου, όταν ακολουθήσει τις αυτονόητες ακαδημαϊκές επιταγές. Και βέβαια, εφόσον μου το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν πρόκειται να σταματήσω την εμπλοκή μου σε αυτό. Οι ανάγκες του μεταπτυχιακού με ώθησαν να κατευθύνω το υλικό που είχα επεξεργαστεί και γράψει ήδη από τη δεκαετία του ’70 προς την κατεύθυνση των μουσείων, πράγμα που αποτυπώνεται στο πρόσφατο σχετικό βιβλίο (7*).

Κατά την τελευταία αυτή δεκαπενταετία όπου, όπως προανέφερα, περιόρισα τη διδασκαλία στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα και στις ατομικές μου δυνάμεις, κέρδισα πολλά, όπως ελπίζω και οι λίγοι φοιτητές που παρακολούθησαν τα μαθήματά μου. Ξανάπιασα το νήμα του πρώτου και βασικού επιστημονικού μου ενδιαφέροντος, της -γειωμένης στην πρακτική- θεωρίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και βρήκα έτσι το κίνητρο και την ευκαιρία να καταγράψω τις απόψεις μου σε δύο σχετικά βιβλία (8*). Μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου από αυτά έχω την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να καταπιαστώ ξανά με αυτό το θέμα. Όπως το είχα προγραμματίσει, το πάντοτε αμείωτο ενδιαφέρον μου για το Τμήμα και το Πανεπιστήμιο το περιόρισα σε συνεχή και επίμονη διατύπωση γνώμης, τόσο μέσα όσο και έξω από το πανεπιστήμιο. Αυτό με βοήθησε να ξεκαθαρίσω ο ίδιος τις σκέψεις μου και με οδήγησε σε κάποια κατά τη γνώμη μου από τα πιο καίριά μου κείμενα για τα πανεπιστημιακά πράγματα (9*).


Βέβαια ασχολήθηκα και με πράγματα έξω από το πανεπιστήμιο και την αρχιτεκτονική. Έκανα κατά καιρούς μαθήματα πιάνου και κλασικής κιθάρας, ασχολιόμουν με τη φωτογραφία (στην Καρλσρούη ήμουν μεταξύ άλλων υπεύθυνος του σκοτεινού θαλάμου της Έδρας), ζωγράφισα πολύ (είναι δέκα χρόνια που έχω σταματήσει), τύπωσα ένα βιβλίο με καρικατούρες (κι έχω ένα σωρό ανέκδοτες), έγραψα και εξέδωσα σε περιορισμένες σειρές λίγα «αντι-ποιήματα» και μετέφρασα ορισμένα, θαύμαζα ανέκαθεν τον Όμηρο, τον Θουκυδίδη και τον Μακιαβέλι και προσπαθούσα να μάθω από αυτούς, τελευταία μάλιστα έγραψα ένα βιβλίο για την Ιλιάδα -αλλά κατά βάθος για εμάς- (10*), και το τελευταίο μου βιβλίο αναφέρεται στο κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο της σύγχρονης τέχνης (11*), ζήτημα που με απασχολούσε για μια εικοσαετία. Από πολύ νέος ασχολήθηκα με την ιστιοπλοϊα, είχα δικό μου σκάφος και επιμένω ακόμη. Όλα αυτά μου έδωσαν ευχαρίστηση και πληρότητα τουλάχιστον ίση με εκείνην της αρχιτεκτονικής και του πανεπιστημίου, χωρίς να πρέπει να το πληρώσω αυτό με δυσαρέσκεια.


Κοιτάζοντας όλα αυτά τα χρόνια μαζί, αισθάνομαι ότι το πανεπιστήμιο, παρά το αίσθημα δυσφορίας που με συνόδευε στο μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιακής μου ζωής, μου προσέφερε περισσότερα απ’ ό,τι μπόρεσα εγώ να του προσφέρω. Κατά βάθος δεν πέτυχα τίποτε απ’ όσα θα ήθελα ως καθηγητής να επιτύχω. Κι αυτό είναι ένα γενικό συμπέρασμα που προσπαθώ να περάσω στους νεότερους συναδέλφους και ακόμη περισσότερο στους φοιτητές: ότι οφείλουμε να προσέχουμε πολύ πώς διαχειριζόμαστε αυτό το πολύτιμο και ευαίσθητο πράγμα, του οποίου έχουμε την κύρια ευθύνη.


1* Εισαγωγή στην τυπολογία των κτιρίων, Εκδόσεις Έδρας Κτιριολογίας Π.Σ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1975
Κατοικία, Εκδόσεις Έδρας Κτιριολογίας Π.Σ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1976.
2* Βλ. για παράδειγμα: Τέσσερα κείμενα για την ιστορία του Τμήματος Αρχιτεκτόνων, Θεσσαλονίκη, 1998, (κατατεθειμένο στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Αρχιτεκτόνων)
3* H Oργάνωση της αρχιτεκτονικής μελέτης, Εκδόσεις Ζήτη, 1982.
Tυπολογία της κατοικίας, Εκδόσεις Ζήτη, 1983.
Hλιασμός, Θεσσσαλονίκη Εκδόσεις Παρατηρητής, 1985.
4* Tέσσερα συστήματα αξιών στη θεωρία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις Ζήτη, 1985.
5* Βλ. για παράδειγμα: «Στο έσχατο σημείο τα πανεπιστήμια», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10-07-2006.
6* Ανακαίνιση και διαμόρφωση εσωτερικών χώρων της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου και παρουσίαση της μόνιμης συλλογής, Αθήνα, / Αποκατάσταση διατηρητέων κτιρίων για τη δημιουργία Εθνικής Γλυπτοθήκης και παρουσίαση της μόνιμης συλλογής, Αθήνα, / Αποκατάσταση του βιομηχανικού συγκροτήματος ΥΦΑΝΕΤ για την στέγαση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη (μελέτη) /, Mελέτη συνολικής ανάδειξης αρχαιολογικών περιοχών Πελλαίας χώρας, Πέλλα (υπό κατασκευή), / Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (NOESIS), Θεσσαλονίκη, / Ένταξη της ζωφόρου του Χ. Καπράλου «η Μάχη της Πίνδου» στο περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, / Εκκλησιαστικό Μουσείο Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, Αλεξανδρούπολη, / Λαογραφικό Μουσείο Βελβεντού, Βελβεντό, / Εκκλησιαστικό Μουσείο Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, / Διαμόρφωση εκθεσιακών αιθουσών, αίθουσας λόγου και μουσικής και λοιπών χώρων του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, / Μουσείο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης (υπό μελέτη), / Μουσείο Καπνού Ξάνθης (υπό μελέτη), / Μουσείο Οίνου Γεροβασιλείου, Θεσσαλονίκη (υπό μελέτη), / Μουσείο επιφανών Λευκαδίων, Λευκάδα (υπό μελέτη).
7* Μουσείο και Νεωτερικότητα, Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία», Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2007.
8* Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό; , Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1996.
Επιστήμη και Σχεδιασμός ή δεν είμαστε εντελώς μόνοι, Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2002.
9* Βλ. για παράδειγμα: Δύο κείμενα για το Πανεπιστήμιο και το Τμήμα Αρχιτεκτόνων, «Παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική και οι ‘δικές μας’ επιλογές», «Ποιοι είμαστε, τι θέλουμε και τι μπορούμε να κάνουμε ως έλληνες αρχιτέκτονες πανεπιστημιακοί», Θεσσαλονίκη, 2004 (κατατεθειμένο στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Αρχιτεκτόνων, το πρώτο από αυτά δημοσιεύθηκε συντομευμένο και στην Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Αρχιτεκτόνων, Α.Π.Θ., Τόμος ΙΘ.).
10* Η Ιλιάδα – ο κόσμος μας, Εξάντας, 2003.
11* Σημειώσεις φιλότεχνες για τη σύγχρονη τέχνη – Για όσους η σύγχρονη τέχνη είναι συχνά ανιαρή, Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσειολογία, Εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2007.

Επιστροφή στην αρχή