ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ

 

Πέτρος Βασιλειάδης

 

Το αίτημα της «λειτουργικής αναγεννήσεως» απoτελεί πρωταρχικό καθήκον της Εκκλησίας. Χωρίς διαρκή «αναγέννηση» της «λειτουργικής» ταυτότητας της Εκκλησίας η οποιαδήποτε «ιεραποστολική» μαρτυρία της στον κόσμο καθίσταται αναποτελεσματική και φυσικά αναξιόπιστη. Αν η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με τα έργα ή με το κήρυγμά της, αλλά κατά κύριο λόγο με αυτό που είναι, τότε είναι απολύτως φυσικό αυτό της το «είναι», με άλλα λόγια η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της, να αντιστοιχεί, και μάλιστα πλήρως, με εκείνο το οποίο εικονίζει. Και αυτό που εικονίζει η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα της προσδοκώμενης Βασιλείας του Θεού, το όραμα δηλαδή ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε.

Αυτή την εναλλακτική πρόταση ζωής, η Εκκλησία την εκφράζει αυθεντικά στην (ευχαριστιακή κυρίως) λειτουργία της, στην οποία ο πιστός βιώνει ως πρόγευση και προληπτική φανέρωση το μεγαλείο της Βασιλείας του Θεού, καλούμενος ταυτόχρονα κατά τη μετα-λειτουργία,  τη λειτουργία δηλαδή μετά τη (θεία) λειτουργία, να τη μεταλαμπαδεύει προς τα έξω, να την καταθέτει με άλλα λόγια ως ζωντανή «μαρτυρία» στον κόσμο. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή «αποστολή» της απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο.

Η λειτουργική αναγέννηση, αφορά και στα δύο αυτά διαδοχικά στάδια της ζωής της Εκκλησίας, τόσο δηλαδή στη «λειτουργία» της, όσο και στη «μετα-λειτουργία» της. Με αυτή τη λογική η λειτουργική αναγέννηση δεν μπορεί να είναι επιλογή, κάτι δηλαδή που μπορεί να υπάρχει ή να λείπει από τις επιδιώξεις και τον προγραμματισμό των κατά τόπους Εκκλησιών. Η λειτουργική αναγέννηση αποτελεί sine qua non και επιτακτική ανάγκη της κάθε ιεραποστολικά προσανατολισμένης Εκκλησίας.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινήσουμε πως η λειτουργική αναγέννηση δεν αφορά στην ατομική προσευχή, αλλά σ’αυτή καθαυτή τη λειτουργία, την κοινή δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως στην Ευχαριστία, η οποία αποτελεί το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο. Γι’αυτό και η απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να συστήσει ειδική συνοδική επιτροπή «λειτουργικής αναγεννήσεως» ήταν αναμφίβολα σοφή και ενδεδειγμένη κίνηση.

Βεβαίως, ο όρος ο οποίος επελέγη προκειμένου να καθοριστούν τα όρια και να προσδιοριστεί ο ρόλος αυτής της επιτροπής, αναφέρεται σε ένα πολύ ευρύτερο της καθ’ αυτό λειτουργικής (αλλά και της εν γένει λατρευτικής) ζωής της Εκκλησίας τομέα. Η λειτουργική αναγέννηση στη σύγχρονη θεολογική επιστήμη δεν περιορίζεται μόνον στο πώς η Εκκλησία οφείλει να «λατρεύει ευαρέστως τω Θεώ», αλλά επεκτείνεται και στο τι εκφράζει το καθόλου λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας. Αναφέρεται, δηλαδή, στα αναγκαία μέτρα, τα οποία οφείλει διαρκώς να λαμβάνει η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα, προκειμένου να επαναπροσδιορίζει ορθοδόξως την ταυτότητά της.

Με άλλα λόγια, ο όρος «λειτουργική αναγέννηση», σε παγκόσμιο μάλιστα επιστημονικό επίπεδο, έχει πλέον εφαρμογή στο σύνολο του θεολογικού επιστητού, σε όλους τους τομείς της θεολογικής επιστήμης, από τους καθαρά πρακτικούς έως τους αυστηρά θεολογικούς. Με τον όρο αυτό: (α) προσδιορίζεται η σπουδαιότητα του «εκκλησιακού»/«ευχαριστιακού» γεγονότος, πέρα και πάνω από την όποια «θεολογική» παραγωγή της χριστιανικής κοινότητας. (β) υπογραμμίζεται η προτεραιότητα της «εμπειρίας» έναντι του «λόγου». (γ) τονίζεται η μοναδικότητα της «κοινωνίας» σε σύγκριση με το «μήνυμα», με την «ομολογία». ενώ (δ) επαναπροσδιορίζονται και οι σχέσεις «Ευχαριστίας»-«Αγίας Γραφής» (περισσότερα για το θέμα αυτό στο βιβλίο μου Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία. Η πρόκληση της Ορθοδοξίας, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2002, σελ. 88εξ).

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η λειτουργία, και κυρίως το κέντρο της η Ευχαριστία, δεν αποτελούν απλώς τελεστικές εκφράσεις του λόγου του Θεού, δεν είναι δηλαδή ιεραποστολικά μόνο στοιχεία του εκκλησιακού γεγονότος. Αντίθετα, ο λόγος του Θεού, το κήρυγμα, η Αγία Γραφή, ακόμη και η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και σε τελευταία ανάλυση η ιεραποστολή, προσδιορίζονται καθοριστικά από την Ευχαριστία, η οποία βέβαια, αυτή και μόνον αυτή, καθορίζει το είναι και την ταυτότητα της Εκκλησίας, όπως αυθεντικά διατυπώνεται στη γνωστή ρήση του Νικολάου Καβάσιλα, ότι «η εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται».

 

Ι.

 

 Η ευχαριστιακή, λοιπόν, αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας απαιτεί μια καθαρά θεολογική προσέγγιση του προβλήματος της λειτουργικής αναγεννήσεως. Απαιτεί συγκεκριμένες θεολογικές αρχές, οι οποίες πρέπει να διέπουν την όποια παρέμβαση στα λειτουργικά πράγματα της Εκκλησίας. Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια θεολογική προσέγγιση υποδηλώνει εξ υπαρχής και διαφοροποίηση από κάθε απόπειρα απλής εκσυγχρονιστικής μεταρρυθμίσεως των λειτουργικών πραγμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμη και υπό τη μορφή λειτουργικής ανανεώσεως παραδοσιακών θεσμών. To ζητούμενο σε μια γνήσια και ειλικρινή προσπάθεια αυθεντικής λειτουργικής αναγεννήσεως δεν είναι απλώς ελκυστικότερες λειτουργικές τελετές (περισσότερο κατανοητές, προσαρμοσμένες στις σημερινές συνθήκες διαβίωσης κλπ.), προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ατομικές ψυχολογικές ανάγκες των πιστών, ή προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα τα μυστήρια της Εκκλησίας ως «αγωγοί της θείας χάριτος» (μια σχολαστική, αντορθόδοξη, και ευτυχώς ξεπερασμένη σήμερα κατανόηση των μυστηρίων). Το ζητούμενο δεν είναι, επίσης, η ευχερέστερη χειραγώγηση του λαού δια της συναισθηματικής δυναμικής της λειτουργικής πράξεως της Εκκλησίας σε καταφύγια «ιδεών» ή σανατόρια και νοσοκομεία «θεραπείας των ψυχών». Το ζητούμενο είναι η επαναφορά στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική, μια πρακτική βέβαια τη οποία δε θα πρέπει να αναζητήσουμε στους τελευταίους μόνον αιώνες της εκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά διαχρονικά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας. Το ζητούμενο είναι η κοινή λατρεία και κατά κύριο λόγο η Ευχαριστία να εκφράζει αυθεντικά το «είναι» της Εκκλησίας, να εκφράζει το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, κάθε φορά που οι πιστοί συνέρχονται επί το αυτό να γίνεται η Εκκλησία αυτό που είναι: «σώμα» Χριστού, «λαός» του Θεού, «κοινωνία» του Αγίου Πνεύματος.

Συνοπτικά, λοιπόν, μοναδικό κριτήριο της λειτουργικής αναγεννήσεως οφείλει να είναι το εκκλησιολογικό. Οποιαδήποτε παρέμβαση στα λειτουργικά πράγματα της Εκκλησίας θα πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυθεντική Ορθόδοξη εκκλησιολογία. Και αυτός ακριβώς υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος, αλλά και η κατευθυντήρια γραμμή, των εργασιών της ειδικής συνοδικής επιτροπής λειτουργικής αναγεννήσεως από την πρώτη στιγμή της θεσμοθετήσεώς της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι όσοι αντιτίθενται προς την ιδέα της αναγκαιότητας λειτουργικής αναγεννήσεως στην Εκκλησία της Ελλάδος δεν απετόλμησαν μέχρι σήμερα να εισέλθουν στην καρδιά του εκκλησιολογικού προβλήματος. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις εισηγήσεις του γνωστού λειτουργικού αντι-συνεδρίου (Α΄ Λειτουργικό Συνέδριο το ονόμασαν υπερφίαλα, ωσάν να μη είχαν προηγηθεί τρία παρόμοια, και μάλιστα από την επίσημη Εκκλησία!), που διοργάνωσαν πέρσι στη Θεσσαλονίκη οι επικριτές του αρχιεπισκόπου για τους χειρισμούς του σχετικά την επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα.

ΙΙ.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα πρέπει να δοθεί καποια εξήγηση για το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων αντιδράσεων. Γιατί δεν είναι κενοί θεολογικού προβληματισμού όσοι καλή τη πίστει αντιτίθενται στην ιδέα της λειτουργικής αναγεννήσεως. Άλλωστε σπασμωδικές και πολλές φορές εν θερμώ αντιδράσεις, παρατηρούνται ανέκαθεν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ορθόδοξης εγκαταβίωσης, όσες φορές οι Ορθόδοξες κοινότητες ευαισθητοποιούνται ιεραποστολικά και προγραμματίζουν έστω και δειλά βήματα λειτουργικής αναγεννήσεως. Τέτοιες αντιδράσεις οφείλονται σε πολλούς λόγους, δύο από τους οποίους θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε στη συνέχεια.

α) Η ατομοκεντρική θεώρηση της χριστιανικής λατρείας. Υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρήσεις της χριστιανικής λατρείας. Σύμφωνα με τη πρώτη η λατρεία δεν προσδιορίζεται από τον (κυρίαρχο στην Ορθόδοξη Ανατολή) όρο λειτουργία (λείτον+΄εργον=έργο του συνόλου της εκκλησιαστικής κοινότητας), αλλά κατανοείται και βιώνεται ως ιδιωτική υπόθεση. Κατά την ατομοκεντρική αυτή θεώρηση η λατρεία λειτουργεί ως μέσο αντιμετώπισης συγκεκριμένων θρησκευτικών αναγκών: τόσο των αναγκών της πνευματικής ηγεσίας της Εκκλησίας (θεολογίας, μοναχισμού, ιερατείου κλπ.) ασκήσει έλεγχο και εξουσία επί των μελών της, όσο και των αναγκών των μεμονωμένων ατόμων για τον προσωπικό «εξαγιασμό» τους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτή τη θεώρηση της λατρείας δικανική (juridical).

Σύμφωνα με τη δεύτερη θεώρηση η λατρεία λειτουργεί ως μέσο δημιουργίας σχέσεων και ανάπτυξης πραγματικής κοινωνίας μεταξύ των μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας, ως συστατικό οικοδομής της. Με τρόπο αυτό η εκκλησιαστική κοινότητα παύει να κατανοείται με θεσμικούς όρους, ή ακόμη και ως λατρευτικός οργανισμός, και θεωρείται ως χαρισματική κοινωνία, ως τρόπος ζωής. Κι’ αυτή είναι η κοινοτική (communal) θεώρηση της λατρείας.

 Οι πολέμιοι της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι συνήθως εγκλωβισμένοι σε μια τέτοια δικανική και ατομοκεντρική θεώρηση της λατρείας, μια θεώρηση η οποία ενθαρρύνει – και στην ουσία προάγει – το σαφή διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του σώματος της Εκκλησίας (π.χ. κληρικοί-λαϊκοί, κοινωνικά ανώτεροι και κατώτεροι, θεολογικά επαΐοντες και απλοί πιστοί, πνευματικοί και κοσμικοί, άνδρες και γυναίκες κλπ.). Είναι εμφανές από την επιχειρηματολογία τους ότι ελάχιστα προβληματίζονται για το ότι με τον τρόπο αυτό συντηρούνται στοιχεία υπεροχής και υποταγής εντός της λατρείας, στοιχεία δηλαδή εντελώς ξένα και ασυμβίβαστα προς το εσχατολογικό όραμα της Βασιλείας του Θεού. Κάτι τέτοιο – πέραν του ότι είναι εκτός της λογικής της Ορθόδοξης λειτουργικής παραδόσεως – συμβάλλει και στη διατήρηση όθνιων στοιχείων κοινωνικής διαστρωμάτωσης και κοινωνικών δομών εντός του σώματος της Εκκλησίας, και κατ’ επέκταση εντός της ευρύτερης κοινωνίας. Επιπροσθέτως, μια τέτοια αντίληψη (και λατρευτική βεβαίως πρακτική) συμβάλλει στη δημιουργία διαχωριστικών γραμμών, επιτείνοντας έτσι φαινόμενα μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας και φανατισμού.

Η κοινοτική, αντίθετα, θεώρηση της λατρείας αποθαρρύνει πλήρως κάθε διάκριση, τόσο εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, όσο κατ’ επέκταση και εντός της ευρύτερης κοινωνικής ζωής. Η αντίληψη αυτή (και λατρευτική βεβαίως πρακτική) δεν υψώνει εχθρικά τείχη μεταξύ των μελών των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, αντίθετα προωθεί την ειρήνη και τη θρησκευτική ανεκτικότητα.

Σε σύγχρονα Ορθόδοξα περιβάλλοντα διαπιστώνει δυστυχώς κανείς και τις δυο αυτές θεωρήσεις και αντιλήψεις περί λατρείας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κοινό σημείο αναφοράς και στις δύο περιπτώσεις είναι το εάν και σε τι βαθό οι εν λόγω Ορθόδοξες εκκλησιαστικές κοινότητες έχουν βιώσει τις συνέπειες μιας γνήσιας και αυθεντικής λειτουργικής αναγεννήσεως. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς σχηματικά να χαρακτηρίσει την ατομοκεντρική και δικανική θεώρηση (και πρακτική) της λατρείας ως την αντίληψη εκείνη που ταιριάζει καλύτερα σε όσους λυσσαλέα αντιδρούν στην ιδέα λειτουργικής αναγεννήσεως. Αντίθετα, η κοινοτική θεώρηση (και πρακτική) της λατρείας διακατέχεται και προσδιορίζεται από την εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας, αφού η έννοια της κοινωνίας είναι εξ ορισμού (βλ. Β΄ Κορ 13.13) συστατικό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο στη βιβλική παράδοση συνδέεται με την έλευση των εσχάτων (πρβλ. Πραξ 2.1εξ, Ιωήλ 2.28εξ κλπ.). Κυρίως όμως γιατί κέντρο της Ορθόδοξης λατρείας με την έννοια της κοινωνίας αποτελεί η Ευχαριστία, η οποία πάντοτε κατανοούνταν ως η προληπτική φανέρωση της Βασιλείας του Θεού, ως εικόνα μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, διαφορετικής από την ιστορική, τη συμβατική, την καθημερινή, η τέλεια και αυθεντική έκφραση της οποίας αναμένεται να ολοκληρωθεί στα έσχατα.

β) Η εσφαλμένη θεώρηση της χριστιανικής εσχατολογίας.  Η δεύτερη αιτία αντιδράσεων οφείλεται σε εσφαλμένη θεώρηση της βασικής πτυχής της Ορθόδοξης θεολογίας, δηλαδή της εσχατολογίας. Επειδή, λοιπόν, κυκλοφορουν πλείστες όσες αυθαίρετες ερμηνείες, με αποτέλεσμα ούτε λίγο ούτε πολύ να θεωρείται πιστότητα στην Ορθόδοξη παράδοση η εναντίωση στο αίτημα της λειτουργικής αναγεννήσεως, ως δείθεν έξωθεν προερχόμενο, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη της θεολογίας και πνευματικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η αυθεντική, λοιπόν, θεολογία και πνευματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν μπορεί παρά να προσδιορίζονται από τη διδασκαλία, και κυρίως τη ζωή και το έργο, του Ιησού Χριστού, του «κεχρισμένου», δηλαδή, Μεσσία και απεσταλμένου από το Θεό Πατέρα στον κόσμο Υιού και Λόγου του. Όπως με σαφήνεια διατυπώνεται στην προφητική παράδοση του Παλαιάς Διαθήκης (Ιωήλ 3:1; Ησ 2:2, 59:21; Ιεζ 36:24 κλπ.), η έναρξη της μεσσιανικής περιόδου χαρακτηρίζεται από τη σύναξη όλων των εθνών και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματός στο σύνολο του λαού του Θεού («επί πάσαν σάρκα, επί υιούς και θυγατέρας», Ιωήλ 2.28). Με άλλα λόγια, έργο του Χριστού κατά τις «έσχατες» μέρες  της ιστορίας ήταν η εγκαθίδρυση της «Βασιλείας» του, η οποία βέβαια δεν ήταν καμιά κοσμικού τύπου εξουσιαστική δυναστεία, αλλά προσδιοριζόταν πολύ απλά από την ενότητα και τη «σύναξη» του διεσπαρμένου και ταλαιπωρημένου λαού του Θεού σε έναν τόπο (επί το αυτό), προκειμένου να αποτελέσει «ένα σώμα» γύρω από το πρόσωπό του. Ο συγγραφέας του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ερμηνεύοντας τους λόγους του ιουδαίου αρχιερέα sumfšrei Ømnna eŒj ¥nqrwpoj ¢poq£nV Øpr toà laoà kaˆ m¾ Ólon tÕ œqnoj ¢pÒlhtai»), αφήνει να διαφανεί καθαρά ότι στόχος της θείας οικονομίας και εν ταυτώ βασικός σκοπός της επί γής παρουσίας του Χριστού ήταν η ενότητα και σωτηρία των πάντων, με άλλα λόγια η «ευχαριστιακή» (με την ευρεία βέβαια σημασία του όρου) αποστολή του, αφού η σταυρική του θυσία πραγματοποιήθηκε «na kaˆ t¦ tškna toà qeoà t¦ dieskorpismšna sunag£gV ejn» (11:51-52).

Με βάση αυτήν ακριβώς την εσχατολογική αυτοσυνειδησία του ιδρυτού της χριστιανικής πίστεως αναπτύχθηκε η εκκλησιολογική διδασκαλία της Πρώτης Εκκλησίας. Στην αρχέγονη χριστιανική γραμματεία (παύλεια, ιωάννεια, κλπ.) η διδασκαλία αυτή αντικατοπτρίζεται στις εκκλησιολογικές εικόνες περί σώματος του Χριστού ή περί της αμπέλου με τις κληματόβεργες, και κυρίως στις αναφορές περί ενότητας της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα στον απόστολο Παύλο είναι έντονη η πεποίθηση, ότι όσοι πίστεψαν στο Χριστό ενσωματώθηκαν διά του βαπτίσματος στο σώμα του. Η ενσωμάτωση αυτή στο ένα σώμα του Χριστού εμφανώς ολοκληρωνόταν με την Ευχαριστία, μια σημαντική πράξη ταυτότητας, την οποία οι πιστοί δεν εξελάμβαναν ως συμμετοχή σε κάποια μυστηριακή λατρεία, αλλ’ ως την πραγμάτωση και συμμετοχή (για την ακρίβεια πρόγευση) στην εσχατολογική Βασιλεία του Θεού.

Η εξέλιξη αυτή στο θεολογικό στοχασμό της Εκκλησίας απετέλεσε αναμφισβήτητα και το σημείο εκκίνησης της κατανόησης της χριστιανικής ιεραποστολής, Με άλλα λόγια, η εσχατολογική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, η πεποίθησή της δηλ. ότι αποτελούσε την εικόνα της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού, απετέλεσε και το εφαλτήριο της μαρτυρίας της Εκκλησίας, της εξόδου δηλαδή της Εκκλησίας στον κόσμο. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι η αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι η μετάδοση θρησκευτικών πεποιθήσεων, δογματικών αληθειών ή συγκεκριμένων ηθικών και κοινωνικών επιταγών, αλλά η εξαγγελία της ερχόμενης Βασιλείας, η διακήρυξη δηλαδή του χαρμόσυνου μηνύματος (του ευαγγελίου) μιας νέας εσχατολογικής πραγματικότητας, που έκανε βέβαια ήδη την εμφάνισή της στο κόσμο στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού, αλλά μέλλει να ολοκληρωθεί στα έσχατα.

 Η ιεραποστολική ευθύνη της Πρώτης Εκκλησίας προέρχεται από αυτήν ακριβώς την κατανόηση και συνειδητοποίηση της Εκκλησίας ως μιας εσχατολογικής, δυναμικής, ριζοσπαστικής και συλλογικής οντότητας, της οποίας χρέος ήταν να μαρτυρήσει, αλλά και να αγωνιστεί να εφαρμόσει, το όραμα αυτής της εσχατολογικής Βασιλείας «ως εν ουρανώ και επί της γης» (Mατθ 6:10 παρ). Είναι πολύ χαρακτηριστικό το σχόλιο του ιερού Χρυσοστόμου στην Κυριακή προσευχή: “Kaˆ p£lin t¾n Øpr tÁj okoumšnhj prÒnoiankaston ¹mîn tîn proseucomšnwn ¢nadšcesqaipštaxen. OÙd g¦r epe, Genhq»tw tÕ qšlhm£ sounmoˆ, À ™n ¹mn,  ¢ll¦, pantacoà tÁj gÁj, éste luqÁnai t¾n pl£nhn, kaˆ futeuqÁnai t¾n ¢l»qeian, kaˆ ™kblhqÁnai kakan ¤pasan, kaˆ ™panelqen ¢ret¾n, kaˆ mhdn taÚtV diafšrein loipÕn tÕn oÙranÕn tÁj gÁj» (Ομιλία 19 στο κατά Ματθαίον pg  57 στ. 280).

Παράλληλα προς την πεποίθηση αυτή, μια άλλη αντίληψη άρχισε να αναπτύσσεται στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας, αρχής γενομένης από το συγγραφέα της προς Εβραίους επιστολής (Ski¦n g¦r œcwn Ð nÒmoj tîn mellÒntwn ¢gaqîn, oÙk aÙt¾n t¾n ekÒna tîn pragm£twn, Εβρ 10:1), η οποία αναπτύχθηκε λεπτομερέστερα στα συγγράμματα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, κατά την οποία τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν παρά σκιά των μελλόντων αγαθών, και ότι η παρούσα εκκλησιαστική κατάσταση δεν είναι παρά εικών της αληθείας, η οποία όμως αλήθεια πρόκειται να αποκαλυφθεί μόνο στα έσχατα. Με άλλα λόγια  η «αλήθεια» έπαψε στο χριστιανισμό να συνδέεται με το παρελθόν, όπως συνέβενε στην κλασική ελληνική φιλοσοφία (πρβλ. τον όρο α-λήθεια ως κατάσταση μη λήθης), αλλά με το μέλλον, δηλαδή με τα έσχατα, με άλλα λόγια με τη Βασιλεία του Θεού ως την πραγματική αλήθεια. Γι’αυτό και στη Θεία Ευχαριστία κατά την επίκληση οι πιστοί δεν ενθυμούνται μόνον τα παρελθόντα γεγονότα της Θείας Οικονομίας («του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας»), αλλά και μελλοντικές εσχατολογικές καταστάσεις («της δευτέρας και ενδόξου παρουσίας»).

Οι αντιδράσεις κατά της λειτουργικής αναγενήσεως οφείλονται εν μέρει και σε παραποίηση ή παρανόηση της αυθεντικής χριστιανικής εσχατολογίας. Στο θέμα αυτό πειστικότατη υπήρξε η ανάλυση του μακαριστού π. Ιωάννης Mέγεντορφ («Έχει μέλλον η χριστιανική παράδοση;» Σύναξη τ. 46 1993) σελ. 5-21), ο οποίος διέκρινε τρία είδη εσχατολογίας στη ζωή της Εκκλησίας, τα οποία σχετίζονται άμεσα τόσο με τη χριστιανική ιεραποστολική νοοτροπία, όσο και με τη λειτουργική αναγέννηση. Καί τα τρία αυτά είδη εσχατολογίας έχουν ασφαλώς κάποιο σημείο αναφοράς στη ζωή της Εκκλησίας, όχι όμως όλα και την ανάλογη αυθεντική θεολογική θεμελίωση.

Το πρώτο είδος είναι ο αποκαλυπτικός  τύπος εσχατολογίας. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή η Βασιλεία του Θεού είναι επί θύρας, και επομένως δεν υπάρχει τίποτε το οποίο θα μπορούσε κανείς να περιμένει απ’ την ιστορία. Οι χριστιανοί δεν είναι σε θέσει να βελτιώσουν την ιστορική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ούτε δυνατότητα ούτε επιθυμία για ουσιαστική ιεραποστολή, κοινωνική ευθύνη, λειτουργική αναγέννηση, ακόμη για δημιουργία πολιτισμού. Ο Θεός υποτίθεται ότι είναι ο μοναδικός κύριος της ιστορίας, ενεργών χωρίς την οποιαδήποτε ανθρώπινη συνεργία  (πρβλ. Α΄ Κορ 3:9). Η Νέα Ιερουσαλήμ αναμένεται να κατεβεί απ’ τον ουρανό έτοιμη σε κάθε της λεπτομέρεια  (Αποκ 21:2), γι’ αυτό και οι πιστοί δεν έχουν να συμβάλουν σε τίποτε. Είναι φυσικό μια τέτοια εκδοχή εσχατολογίας – την οποία δοκίμασε και απέρριψε η Εκκλησία – να αφήνει περιθώριο μόνο στην ατομική σωτηρία, τη μετάνοια, την ασκητική ζωή και την καταπολέμηση των παθών. Αυτή η εκδοχή της εσχατολογίας κατανοεί καθαρά μαγικά και σακραμενταλιστικά τη λατρεία, απορρίπτει μετά βδελυγμίας και την ιδέα ακόμη λειτουργικής ανανεώσεως, και αφήνει περιθώριο μόνο για πιθανή αποκάθαρση της λειτουργικής πρακτικής. Έτσι όμως τη χριστιανική λατρεία καθίσταται μουσειακό – ή ακόμη και πολιτιστικό αποκλειστικά – γεγονός, και όχι δυναμική έκφραση του είναι της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την περίπτωση (της μουσειακής αξίας της λατρείας) δεν μπορεί να γίνει λόγος για «αναγέννηση», αλλά μόνο για ... «απονέκρωση».

Η δεύτερη εκδοχή, η οποία αποτελεί τον αντίποδα της πρώτης, είναι η ανθρωπιστική  εσχατολογία. Αυτός ο τύπος εσχατολογίας εμφανίζει μια αισιόδοξη κατανόηση της ιστορίας και είναι αυτή που επικράτησε ευρύτατα στις δυτικές κοινωνίες κατά τη νεωτερική εποχή από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετά. Στη σφαίρα επιρροής της Ορθοδοξίας αυτό το είδος εσχατολογίας πήρε τη μορφή αναβίωσης του παλαιού «παραδείγματος» της λεγόμενης «βυζαντινής σύνθεσης», αυτήν όμως τη φορά στα πολύ στενά πλαίσια εθνικιστικών θρησκευτικών εκφρασμάτων: Αγία Ρωσία, Μεγάλη Σερβία, ελληνο-ορθόδοξος πολιτισμός κ.ο.κ. Αυτή η εκδοχή της εσχατολογίας κατανοεί τη λειτουργική αναγέννηση καθαρά εκσυγχρονιστικά. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση από «αναγέννηση» μετατρέπεται σε «αλλοίωση».

Ο τρίτος τύπος εσχατολογίας είναι η προφητική εσχατολογία. Είναι ο μόνος αποδεκτός τύπος εσχατολογίας, και βασίζεται στη βιβλική έννοια της προφητείας, η οποία τόσο στη Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη δεν προλέγει απλώς τα μέλλοντα να συμβούν, ούτε προαναγγέλλει το μοιραίο, αλλά θέτει τους ανθρώπους προ των ευθυνών τους, μπροστά στη δυνατότητα δυο επιλογών προσωπικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο λαός του Θεού είναι ελεύθερος να επιλέξει, αλλά ο ορών/προφήτης πάντοτε τους πληροφορούσε για τις συνέπειες των επιλογών του. Αυτό τον προφητικό ρόλο στις μέρες μας τον παίζει η αυθεντική λατρεία, και στην περίπτωση αυτή ο ρόλος της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα, που κάνουν εμφανή την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας, έχει με άλλα λόγια και έντονα ιεραποστολικό χαρακτήρα.

 

ΙΙΙ.

Το πρόβλημα της υπέρβασης του κακού στον κόσμο, με άλλα λόγια ό απώτερος στόχος της αποστολής της Εκκλησίας, δεν είναι πρωταρχικά και αποκλειστικά θέμα ηθικό· είναι κατά βάση εκκλησιολογικό. Η ηθική και κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας τόσο ως οργανισμού, όσο και των μεμονωμένων μελών της, είναι η λογική συνέπεια της εκκλησιακής αυτοσυνειδησίας. H Ορθόδοξη λατρεία, και ιδιαίτερα το κέντρο της και ο συνεκτικός της δεσμός, δηλαδή η Θεία Eυχαριστία ως το μοναδικό αυτό γεγονός της εδώ και τώρα βίωσης των εσχάτων, ως αντανάκλαση της Bασιλείας του Θεού, ως αυθεντική «εικόνα» της (μέλλουσας να φανερωθεί) «αλήθειας», απαιτεί διαρκή επαναπροσδιορισμό με βάση την αυθεντική Ορθόδοξη εκκλησιολογία (κάτι που άλλωσε μαρτυρείται και από τη μακραίωνη ιστορία της Ορθόδοξης λειτουργικής τάξεως), γιατί αλλιώς κινδυνεύει να καταστεί ψευδές είδωλο της πραγματικότητας που εικονίζει.

Και είναι προφανές ότι, αν η Ορθόδοξη λατρεία δεν εκφράζει πιστά τις ιδιότητες της Βασιλείας του Θεού:

- αν δηλαδή τα στοιχεία της πλήρους και ισότιμης συμμετοχής του λαού του Θεού δεν είναι εμφανή·

- αν η ευχαριστιακή σύναξη δεν αποτελεί δυναμική έκφραση ενότητας, ισότητας, αδελφοσύνης, θυσίας και προ παντός αληθούς κοινωνίας, αντανάκλαση της τέλειας κοινωνίας της Αγίας Τριάδος·

- αν δεν πραγματώνεται προληπτικά υπέρβαση της φθαρτότητας, της διάσπασης και της θνηνότητας της ανθρώπινης ιστορικής και της εν γένει κτιστής πραγματικότητας·

τότε οφείλουμε να προβληματιστούμε σοβαρά και με ειλικρίνεια και τόλμη να δούμε τι φταίει, όπως έπραξε προ ετών ο μακαρισμός (Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης) Διονύσιος Λ. Ψαριανός («Μετά αιδούς και ευλαβείας», Αναφορά εις μνήμην μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986, τομ. Β΄ Γενεύη 1989, σελ. 147-64.) Η αποτροπή της εκκοσμίκευσης στο χώρο της λατρείας και της ιεραποστολικής μαρτυρίας της Εκκλησίας μας μπορεί να επέλθει, μόνον όταν η τελευταία στην οντολογική (από πλευράς θεολογικής) και καθολική (από πλευράς μαζικής συμμετοχής του λαού) έκφραση της, δηλαδή την ευχαριστιακή λειτουργία, αρχίσει μέσω της λειτουργικής αναγέννησης να αναπαριστά και πάλι δυναμικά αυτή την πραγματικότητα της Bασιλείας του Θεού. Αν, αντίθετα, με πρόσχημα την πιστότητα στη Ορθόδοξη παράδοση (στην ουσία παραχαράσσοντας την Παράδοση) αρκεστούμε σε μια λειτουργία που εξαντλείται σε μια απλή – σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις σακραμενταλιστική/μαγική – τελετή, τότε αναμφίβολα και όλες οι επί μέρους πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής (ποιμαντική, κοινωνική, μοναστική, ιεραποστολική, επιστημονική θεολογική κλπ.) θα διολισθαίνουν νομοτελειακά προς προς τον αντίποδα της εσχατολογικής υπόστασης της Εκκλησίας, δηλαδή την εκκοσμίκευση.