ΤΙ ΕΛΙΙΙΖΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Β' Σχόλιο στην εισήγηση του Μητροπολίτη Περγάμου κ.κ. Ιωάννη Ζηζιούλα

 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Κήρυκας τομ. Ζ΄ (1995), σελ. 201-208).

Όντας υποχρεωμένος να προσθέσω μερικές σκέψεις στην κύρια εισήγηση του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα για το θέμα «Τι ελπίζει η Εκκλησία από τη θεολογία», δεν μπορώ παρά να αρχίσω εκφράζοντας τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου για τις πραγματικά επαναστατικές και βαθυστόχαστες παρατηρήσεις του, αλλά και για την εν γένει συμβολή του στη θεολογική «ανασυγκρότηση» της Εκκλησίας, όχι μόνο της Ορθόδοξης, αλλά και της ανά την οικουμένη.

Στο μέτρο του δυνατού οι λιγοστές σκόρπιες σκέψεις και παρατηρήσεις μου ούτε ως «κριτικός» σχολιασμός των όσων ελέχθησαν θα πρέπει να εκληφθούν, ούτε ως «διαλεκτικός» εμπλουτισμός των — μολονότι στόχος του πειραματικού αυτού συμποσίου είναι η «συνάντηση» και ο δημιουργικός «διάλογος» των διαμορφωμένων εκφρασμάτων πνευματικότητας και θεολογικών τάσεων αυτού του τόποι», εκφρασμάτων και τάσεων που δυστυχώς με εμμονή και ενίοτε με φανατισμό και παρτιζάνικο τρόπο τις υπεραμύνονται οι θιασώτες των, χωρίς δυστυχώς να μπαίνουν στον κόπο να προβληματίζονται από την ύπαρξη και άλλων τάσεων αλλά και εκφρασμάτων της εκκλησιαστικής μας ζωής θεολογίας και πνευματικότητας.

Η σύντομη παρέμβαση μου, αντίθετα, θα επικεντρωθεί στις πρακτικές συνέπειες για το είναι και την ταυτότητα της Εκκλησίας που απορρέουν από το κατεξοχήν προφητικό της λειτούργημα, τη θεολογία. Πρακτικές συνέπειες, μα και κύριος άξονας του συνεδρίου μας είναι «ο λόγος περί της εν (ημίν) ελπίδος» (Α' Πετρ. 3:15). Ο λόγος, όμως, αυτός ούτε είναι ένα οποιοδήποτε σύστημα διδασκαλίας (ηθικής ή δογματικής με τη συμβατικής σημασία του όρου) του Χριστιανισμού, ούτε η μυστική εμπειρία του κάθε μεμονωμένου πιστού και της όποιας συγκεκριμένης ομάδας (μοναστικής κλπ), ούτε ακόμη η θεσμική έκφραση της Εκκλησίας, με τα όποια επίκτητα (ελληνικά κλπ.) στοιχεία της, ούτε τέλος ο πολιτισμός που δημιουργήθηκε ως συνέπεια και αποτέλεσμα του (ορθόδοξου) χριστιανικού τρόπου ζωής. Για να είναι λόγος ελπίδας θα πρέπει αποκλειστικά να αναφέρεται σ' αυτό που πραγματικά ελπίζει και προσδοκά η χριστιανικά κοινότητα, την «ερχόμενη» δηλαδή Βασιλεία του θεού.

Η χριστιανική θεολογία, και κυρίως η ορθόδοξη στην αυθεντική της μορφή, έχει διακηρύξει με πλείστους όσους τρόπους, και σε πλείστους όσους τόνους, ότι η Βασιλεία του θεού δεν σχετίζετα ούτε με καμιά ωφελιμιστική ουτοπία, ούτε με τη μελλοντική ατομική μας δικαίωση ή τιμωρία, ούτε καν με καμιά εσωτερική μυστική εμπειρία και πραγματικότητα, αλλά με αυτό καθαυτό το είναι της Εκκλησίας. Όχι βέβαια με την έννοια της πλήρους ταύτισης Βασιλείας και Εκκλησίας (εξέλιξη που παρατηρήθηκε και κορυφώθηκε κατά το μεσαίωνα στη Λύση), αφού η Εκκλησία ως η συνέχιση του σωτηριώδους έργου της θείας Οικονομίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά προστάδιο, πρόγευση και προληπτική φανέρωση της ερχόμενης Βασιλείας,                     

Επειδή όμως τα Έσχατα έχουν ήδη εισβάλει στην ιστορία —κι αυτή είναι μια βασική αν και ξεχασμένη κάπως διδασκαλία του χριστιανισμού, όπως έχουν διακηρύξει «πολυμερώς και πολυτρόπως» οι μεγάλοι θεολόγοι του αρχέγονου χριστιανισμού, συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και μεταγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας— η εσχατολογική αυτή Βασιλεία του Θεού γίνεται απτή πραγματικότητα όσες φορές η Εκκλησία, ο νέος Ισραήλ, ο διασκορπισμένος λαός του Θεού, συνέρχεται «επί το αυτό», σε έναν τόπο, κυρίως για να τελέσει τη θεία Ευχαριστία, όχι ως μαγική μυστική τελετή ή λατρευτική πράξη ατομικής σωτηρίας, αλλ' ως δυναμική έκφραση κοινωνίας, αντανάκλαση της τέλειας κοινωνίας της Αγίας Τριάδος και αναλαμπή, πρόγευση και προληπτική πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού. Η Εκκλησία, με άλλα λόγια, γίνεται αυτό που είναι, δηλαδή «σώμα» Χριστού, «λαός» του θεού, «κοινωνία» του Αγίου Πνεύματος, στην κυριακάτικη ευχαριστιακή σύναξη της κάθε τοπικής χριστιανικής κοινότητας. Κάθε φορά δηλαδή που συνάζεται για να πραγματώσει, έστω και προληπτικά, αυτό που αναμένει στην τέλεια και ολοκληρωμένη του εκδοχή κατά τα έσχατα. Αυτό εξάλλου είναι και το πραγματικό νόημα της ιωάννειας έκφρασης «αιώνιος ζωή», και της χριστιανικής ομολογίας «προσδοκώ άνάστασιν νεκρών καί ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

Ο ρόλος της θεολογίας ως συνείδησης της Εκκλησίας δεν είναι ούτε μόνο να μελετά κριτικά και να ερμηνεύει την παράδοση της Εκκλησίας, ούτε μόνο να υπενθυμίζει προφητικά αυτή την κεφαλαιώδους σημασίας διάσταση της ταυτότητας και αυ­τοσυνειδησίας της χριστιανικής κοινότητας. Είναι πρωταρχικά και πάνω απ' όλα να την πραγματώνει, να πρωτοστατεί δηλαδή στην υλοποίηση αυτής της βασικής πτυχής του είναι της Εκκλησίας, ως η κατεξοχήν φωνή του λαού του θεού, του μοναδικού εγγυητή της Ορθοδοξίας. Αλλιώς, η θεολογία δεν είναι έκφραση του Αγίου Πνεύματος (του «θεϊκού» δηλ. πνεύματος), το οποίο «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της εκκλησίας», αλλά απλά και μόνο εκδήλωση του «ανθρώπινου» πνεύματος.

Η πρώτη, επομένως, και κύρια συμβολή της θεολογίας στη φανέρωση της ελπίδας της Εκκλησίας πρέπει να αναφέρεται στην Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο της Εκκλησίας. Οποιαδήποτε άλλη συμβολή της στην αναγέννηση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής (την ποιμαντική, κοινωνική, μοναστική, ιεραποστολική, επιστημονική θεολογική κλπ. έκφραση της) δεν μπορεί παρά να είναι ελλιπής, ανεπαρκής και αναποτελεσματική, όσο χρόνο η Εκκλησία στην οντολογική και μαζική της έκφραση θα ταυτίζεται με μια σακραμενταλιστική τελετή και δεν θα είναι ζωντανή έκφραση ενότητας, κοινωνίας, ισότητας, αδελφοσύνης, προσφοράς και θυσίας, με άλλα λόγια προληπτική υπέρβαση της φθαρτότητας, διάσπασης και θνητότητας της ανθρώπινης ιστορικής πραγματικότητας, «εικόνα» δηλαδή της (μέλλουσας να φανερωθεί) «αλήθειας».

Δυστυχώς, για πολλούς αιώνες η έλλειψη υγιούς θεολογικού προβληματισμού (ισάξιου του δυναμικού θεολογικού των Πατέρων της χρυσής περιόδου του Χριστιανισμού) συνετέλεσε στο να θεωρείται θεολογικά αδιαπραγμάτευτο ό,τι σχετίζεται με το «μυστήριο». Τραγική συνέπεια αυτής της δυσλειτουργίας του σώματος της Εκκλησίας υπήρξε η πλήρης διάσταση «λειτουργίας» και «θεολογίας» (σάρκας δηλ. και πνεύματος της Εκκλησίας). Ο αείμνηστος π. Αλέξανδρος Σμέμαν ορθά επεσήμανε την τραγικότητα αυτής της θανατηφόρας για την επιβίωση της σύγχρονης χριστιανικής κοινότητας διάστασης, ιδιαίτερα στο χώρο της ανατολικής Ορθοδοξίας, δυστυχώς όμως επέμεινε στην αναγκαιότητα θεολογικής απλώς ερμηνείας των λειτουργικών καταβολών κατ όχι στη ριζική επαναφορά του λειτουργικού-ευχαριστιακού λόγου και της σύγχρονης λειτουργικής (και κυρίως της ευχαριστιακής) πράξης στην αρχική αυθεντική τους υπόσταση και λειτουργία.

Πώς όμως ελπίζει η θεολογία ότι μπορεί (και οπωσδήποτε πρέπει) να επανέλθει η κατεξοχήν έκφραση της Εκκλησίας, δηλαδή η Ευχαριστία (και σ' αυτήν μόνο θα επιμείνω, γιατί αυτή είναι η καρδιά και το κέντρο της λειτουργίας της Εκκλησίας, η Θεία Λειτουργία), στην αυθεντική οντολογική της υπόσταση; Πολύ σύντομα θα αναφερθώ στις άκρως απαραίτητες επαναρρυθμίσεις της ευχαριστιακής λειτουργικής τάξης, προκειμένου να επαναποκτήσει η κάθε τοπική χριστιανική ευχαριστιακή κοινότητα την αυθεντική «ορθόδοξη» έκφραση της.

1. Επαναφορά της καθολικής συμμετοχής στην εσχατολογική τράπεζα της Βασιλείας του Θεού, στη θεία δηλαδή «κοινωνία»· όχι απλώς συχνή «μετάληψη», ούτε συμμετοχή υπό προϋποθέσεις (αξιοσύνης, σωστής προετοιμασίας κλπ.), πολύ περισσότερο σε συνάρτηση με άλλα υποδεέστερα από άποψη ορθόδοξης θεολογίας «μυστήρια» (μετανοίας, ιερωσύνης κλπ).

2. Επιστροφή στο καθεστώς της πλήρους συμμετοχής του συνόλου του «λαού του θεού» (γενικής-λαϊκής και της ειδικής-χειροτονημένης ιερωσύνης) στα δρώμενα, αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα της λειτουργίας (λείτον και έργον = έργο του λαού), χωρίς φυσικά τον αποκλεισμό των γυναικών, που δυστυχώς ακόμη παραμένει αρνητικό προνόμιο μόνο της ελλαδικής Ορθοδοξίας.

3. Επαναφορά, έστω και σταδιακά, του «λαού» —όπως απαιτεί η ορθόδοξη λειτουργική παράδοση—στη θέση του «χορού», και πολύ περισσότερο του «ιεροψάλτη», μέχρις οριστικής αχρηστεύσεως των ενδιάμεσων και μόνο βοηθητικών αυτών παραγόντων της λειτουργικής μας ζωής.

4. Μέριμνα να επανέλθει η Ευχαριστία, αλλά και όλες οι συνδεόμενες με αυτήν ακολουθίες (τόσο του νυχθημέρου, όσο και οι μυστηριακές), σε μορφή (γλωσσική, θεατρική κλπ) προσιτή στο μέσο πιστό και κατανοητή από το σύνολο της κοινότητας, τους φυσικούς δηλαδή συλλειτουργούς των μυστηρίων της Εκκλησίας.

5. Κατάργηση της μυστικής ανάγνωσης των ευχών (και κυρίως της αναφοράς στο σύνολό της) και του μεταγενέστερου περιορισμού αποκλειστικά στον ανώτερο κλήρο του φιλήματος της ειρήνης (κατά το «άγαπήσωμεν αλλήλους»), της δυναμικής αυτής πράξης συμφιλίωσης της κοινότητας, και μοναδικής προϋπόθεσης συμμετοχής στην αληθινή λατρεία (Ματθ. 5:23 εξ).

6. Επαναφορά της ορθόδοξης ναοδομίας στην αρχική της μορφή, με ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που χαρακτηρίζουν την πρωτοποριακή επανάσταση της βυζαντινής τεχνοτροπίας της Αγίας Σοφίας, όπως είναι: (α) η φωτεινότητα του χώρου, σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη, μη υγιούς μυστικής επίδρασης υποβάλλουσα σκοτεινότητα, που αντί να προσανατολίζει προς τη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο της Βασιλείας συμβάλλει ακούσια στην εξατομίκευση του γεγονότος της σωτηρίας· και (β) η ευρύχωρη και λειτουργική διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, χωρίς τα ενδιάμεσα καθίσματα που μετατρέπουν το λαό από ενεργητικό συλλειτουργό σε απλό θεατή και παθητικό δέκτη των τελουμένων.

7. Ανάδειξη όλων των κινητών, λειτουργικών και συμμετοχικών στοιχείων της ορθόδοξης Λειτουργίας, (α) με επανενεργοποίηση του άμβωνα και μεταφορά σ’ αυτόν, έξω δηλαδή από το ιερό, όλων των σχετικών τμημάτων της λειτουργικής πράξης, όπως το «μυστήριο του λόγου» της θείας Λειτουργίας και οι μη-ευχαριστιακές ακολουθίες (εσπερινός, όρθρος κλπ.) σύμφωνα με την αρχαιότερη κανονική λειτουργική τάξη (που ευτυχώς διασώζεται κατά την αρχιερατική λειτουργική πράξη, όπου ο επίσκοπος «χοροστατεί», προΐσταται δηλαδή του χορού)· (β) με την επαναφορά στην αυθεντικότερη μορφή της μεγάλης εισόδου, με συμβολική συμμετοχή όλης της κοινότητας, όπου αυτός που προΐσταται της ευχαριστιακής σύναξης δεν μεταφέρει ο ίδιος αλλά υποδέχεται την προσφορά και μεταφορά (μόνο δια των διακόνων, της ενδιάμεσης τάξης μεταξύ του λαού και της πλήρους ιερωσύνης) των δώρων της κτιστής δημιουργίας (πρβλ. πάλι την τάξη της αρχιερατικής Λειτουργίας), και φυσικά μεταφορά της προσκομιδής πριν απ' αυτήν.

8. Κατάργηση του τέμπλου στη σημερινή του μορφή που επιτείνει τη διάκριση κλήρου και λαού, και επαναφορά του μετά το θρίαμβο των εικόνων καθεστώτος με «στήλους» (εξού και αναστήλωση των εικόνων) και χαμηλά θωράκια, στο ύψος της μέσης των οποίων θα τοποθετηθούν μικρές φορητές εικόνες στη θέση των γιγαντιαίων σημερινών.

9. Ανάδειξη του αποκλειστικά εσχατολογικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας ως μυστηρίου της Βασιλείας, και όχι ως μιας θρησκευτικής τελετής ανάμεσα σε άλλες, και της ευχαριστιακής σύναξης ως αναλαμπής της ογδόης ημέρας, με τη μεταφορά του όρθρου το βράδυ του Σαββάτου και τη σύνδεσή του με την ακολουθία του εσπερινού κατά το σαββαϊτικό τυπικό (νυχτερινή πανυχίδα της Κυριακής).

Οι πρακτικές αυτές προτάσεις της θεολογίας μπορεί να φαντάζουν για πολλούς δευτερεύουσας σημασίας, ποιμαντικού δηλαδή και όχι θεολογικού χαρακτήρα, ως theologia secunda και όχι ως theologia prima. Εδώ όμως πρόκειται για την ταυτότητα της Εκκλησίας, χωρίς την αυθεντική έκφραση της οποίας ο Χριστιανισμός εύκολα μπορεί να διολισθήσει (εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων και της κοινωνικής δυναμικής) σε ένα εξουσιαστικό και καταπιεστικό θρησκευτικό σύστημα. Χωρίς την προφητική φωνή της θεολογίας η λειτουργία, η κυρίαρχη δηλ. έκφραση του είναι της Εκκλησίας με κορωνίδα και κορύφωση την Ευχαριστία, μπορεί πολύ εύκολα να εκτραπεί στην καλύτερη περίπτωση σε μια άχρηστη και περιττή τυπολατρία και στη χειρότερη σε μαγική, σακραμενταλιστική (ακόμη και δαιμονική) εκδήλωση, που αντί να κατευθύνει τη χριστιανική κοινότητα προς το όραμα της Βασιλείας, να την αποπροσανατολίζει οδηγώντας την σε ατομιστικές, μυστικής υφής ατραπούς, στην αποστασιοποίηση από τον «άλλο» (και επομένως και από τον θεό, τον όντως  «Άλλον»), και τελικά στο θάνατο, στην κόλαση.

Το πρόβλημα της υπέρβασης του κακού στον κόσμο δεν είναι πρωταρχικά και αποκλειστικά ηθικό· είναι κατά βάση εκκλησιολογικό. Η ηθική και κοινωνική ευθύνη της Εκκλησίας τόσο ως οργανισμού, όσο και των μεμονωμένων μελών της, είναι η λογική συνέπεια της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Μόνο, λοιπόν, με το μαζικό επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της Εκκλησίας μέσα από μια ριζική λειτουργική αναγέννηση, μπορούν να αναδειχθούν βασικές ιδιότητες της Εκκλησίας όπως η ενότητα και η καθολικότητα, με την αναγνώριση της ανα­γκαιότητας της υπέρβασης της «αποκλειστικότητας» και την παραχώρηση της θέσης της στην προτεραιότητα της «κοινωνίας» με τους «άλλους» (επακόλουθα: η υπέρβαση των εθνικιστικών, φυλετικών εκδηλώσεων, η προώθηση της ενότητας της Ορθοδοξίας, η αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας και ο αγώνας για την ενότητα της ανθρωπότητας». Μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθεί η υπέρβαση της φθαρτής ιεραρχικής τάξης των ιερατικών χαρισμάτων, που είναι αντανάκλαση της πεπτωκυίας κοσμικής τάξης πραγμάτων και όχι της κενωτικής τριαδικής Θεϊκής υπόστασης (επακόλουθα: η επάνοδος στην παραδοσιακή «εικονική» ερμηνεία των ιερατικών λειτουργημάτων και στην αυθεντική «συνοδικότητα» σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής, και η πραγματική κοινωνία ανδρός και γυναικός).