ΑΠΟΠΝΕΥΜΑΊΊΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ

(Δοκίμιο συσχετισμού «βιβλικής» και «φιλοσοφικής» ερμηνευτικής)*

    Με τον όρο «βιβλική ερμηνευτική» νοείται ο αυτοτελής κλάδος της ευρύτερης θεο- λογικής επιστήμης, που ασχολείται με τις αρχές, τις μεθόδους και την ιστορία της ερμηνείας και κατανόησης του λόγου του θεού και ειδικότερα των βιβλικών κειμέ- νων, η συλλογή των οποίων είναι γνωστή ως Αγία Γραφή ή Βίβλος.[1] Στο πάνθεο των επιστημών του ανθρώπου της νεώτερης ιστορίας η βιβλική ερμηνευτική προηγήθηκε χρονικά όλων των άλλων μορφών της φιλοσοφικής ερμηνευτικής. Όπως επιγραμματι- κά αναφέρει ο W. Dilthey, η δημιουργία της ερμηνευτικής με τη νεώτερη σημασία του όρου οφείλεται στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής.[2] Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι και η λέξη «ερμηνευτική» ήταν άγνωστη στη λατινική γραμματεία πριν από το ΙΖ' αιώνα,[3] ενώ η «ερμηνευτική» ως επιστημονικός όρος καθιερώθηκε από το Schleier- macher μόλις στις αρχές του Ιθ' αιώνα,[4] τότε θα πρέπει να δεχθούμε πως η ερμη- νευτική ως επιστήμη άνθισε πρώτα στο χώρο της θεολογίας. Και αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού κατά το μεσαίωνα, και ιδιαίτερα μετά τη μεταρρύθμιση, μοναδική αυθεντία για το σύνολο του επιστητού ήταν η Αγία Γραφή. Χρειαζόταν λοιπόν ένας επιστημονικός τρόπος κατανόησης αυτής της αυθεντίας. Με τον καιρό όμως καταργεί- ται σταδιακά η διάκριση που επικρατούσε πριν από το ΙΗ' αιώνα, ενώ για πρώτη φορά άρχισε να υποστηρίζεται η άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην «ερμηνευτική» και την «κριτική»,[5] θα πρέπει βέβαια να παρατηρήσουμε πως, ενώ η βιβλική ερμηνευτική αναγνωρίζεται ως η μητέρα της νεώτερης φιλοσοφικής ερμηνευτικής, στη συνέχεια η εξέλιξη της προσδιορίστηκε από τη φιλοσοφική σκέψη μεγάλων διανοητών όπως ο Schleiermacher, ο Dilthey, o Heiddeger, ενώ το ίδιο αναμένεται να γίνει και με τη φιλο- σοφία του Gadamer.

 Αν αυτή είναι η σχέση της βιβλικής ερμηνευτικής προς τις άλλες μορφές της φιλοσοφικής ερμηνευτικής, το ίδιο σημαντική είναι και η θέση της στα πλαίσια της [6],   [7]

της βιβλικής κριτικής πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον της βιβλικής ερμηνευτικής περι- στράφηκε γύρω από το πρόσωπο του Ιησού, όπως αυτός έζησε πραγματικά κι όχι όπως τον παρουσίαζαν οι διάφορες ομολογιακές δογματικές διδασκαλίες. Έτσι, με τη βοήθεια της ιστορικοκριτικής μεθόδου άρχισε τον περασμένο αιώνα στη Δύση μια τιτάνια προσπάθεια για την αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού (Leben-Jesu Forschung /Quest of the Historical Jesus).[8] Κι αυτό, από τη μια για να απαλλαγεί η δυτική θεο- λογία από την κηδεμονία και τις υπερβολές του εκκλησιαστικού δόγματος, κι από την άλλη για να θεμελιώσει πάνω σε γενικότερα αποδεκτά μεγέθη το γεγονός της ενα- νθρώπησης. Η χριστιανική θεολογία, όλων ανεξαίρετα των ομολογιών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στο δόγμα αυτό.

Σταθμός σ' αυτήν την προσπάθεια υπήρξε η ανάπτυξη της κριτικής των πηγών της ευαγγελικής παράδοσης και κυρίως της «συνοπτικής» (της παράδοσης δηλαδή των τριών πρώτων ευαγγελίων που στη γλώσσα της θεολογικής επιστήμης ονομάζονται «Συνοπτικά»), πόρισμα της κριτικής των πηγών ήταν η «περί δύο πηγών» θεωρία και συνακόλουθο της η λεγόμενη «μάρκεια υπόθεση». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το κατά Μάρκον ευαγγέλιο - που χρησιμοποίησαν ως κύρια πηγή τα δύο άλλα συνοπτικά ευαγγέλια, Ματθαίου και Λουκά - αποτελεί τη μόνη αντικειμενική και αξιόπιστη πηγή μελέτης του Ιστορικού Ιησού.

Από την εποχή που η βιβλική κριτική καταστάλαξε στην «περί δύο πηγών» θεω- ρία, άρχισε μια ανάστροφη προσπάθεια, αυτή τη φορά προς την ανακάλυψη των πρω- ταρχικών πηγών - κειμένων της συνοπτικής παράδοσης. Η προσπάθεια αυτή της σύγχρονης θεολογίας απέβλεπε στο να ανακαλύψει τον «πυρήνα» και να αποτινάξει το «κέλυφος» του αρχικού μηνύματος του Ιστορικού Ιησού, να το απαλλάξει δηλαδή από τις προσθήκες της πιστεύουσας Εκκλησίας των πρώτων χρόνων.

Με την είσοδο του Κ' αιώνα άρχισε να αμφισβητείται η εικόνα που είχε σχηματίσει για τα ευαγγέλια και το πρόσωπο του Ιησού η βιβλική επιστήμη του Ιθ' αιώνα, με τον ιστορισμό ως κατευθυντήρια δύναμη και τη Μάρκεια Υπόθεση ως αδιαφιλονίκητο πόρισμα. Η αμφισβήτηση αυτή έγινε ορατή τόσο επί φιλοσοφικού όσο και επί καθαρά ερευνητικού επιπέδου. Επί φιλοσοφικού επιπέδου ουσιαστική ήταν η επίδραση της φιλοσοφίας του Dilthey, ο οποίος πρώτος ασχολήθηκε με το φιλοσοφικό πρόβλημα της «ιστορικότητας» (Geschichtlichkeit).[9] Τον αποφασιστικότερο όμως ρόλο έπαιξε η φιλοσοφία του υπαρξισμού και κυρίως του Heiddeger. To φιλοσοφικό αυτό ρεύμα του Κ' αιώνα αμφισβήτησε τη δυνατότητα αναφοράς του ατόμου, ως υποκειμένου της κατανόησης, στο παρελθόν, ως κατανοούμενο αντικείμενο, από μια υπαρξιακά ουδέτερη άποψη. Επί καθαρά ερευνητικού επιπέδου η εμφάνιση της μορφοϊστορικής μεθόδου (Formgeschichte) άλλαξε ριζικά τον τρόπο επιστημονικής ανάλυσης των ευαγγελικών κειμένων. Κατά συνέπεια επηρεάστηκε σημαντικά και η προοπτική της αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού. Εγκαταλείπεται σιγά σιγά από τη βιβλική κριτική η αναζήτηση πρωταρχικών γραπτών πηγών και υιοθετούνται η Formgeschichte και η Traditions-geschichte με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Μ. Dibelius και τον R. Bultmann.[10] H Formgeschichte, που αποτελεί παραπέρα εξειδίκευση της Traditionsgeschichte, ερευνά τον τρόπο με τον οποίο παραδόθηκαν προφορικά, σχηματίστηκαν, μορφοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν/τροποποιήθηκαν ανάλογα με τους ιστορικούς και θεολογικούς παράγοντες, οι διάφορες ενότητες της προφορικής παράδοσης, πριν φτάσουν ως εμάς στην τελική γραπτή τους μορφή. Τις αρχικές αυτές ενότητες προφορικής παράδοσης η Formgeschichte τις διαχωρίζει, τις ταξινομεί και αναζητεί τις συγκεκριμένες ιστορικές και θεολογικές συνθήκες (Sitz im Leben) που συνέτειναν στη δημιουργία και ανάπτυξη τους.

Με την υιοθέτηση ευρύτερα της Formgeschichte η ελπίδα για μια λύση του προβλήματος της ανακάλυψης του Ιστορικού Ιησού άρχισε να απομακρύνεται σταθερά από τον ορίζοντα. Άρχισε με άλλα λόγια να γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό πως τα ευαγγέλια, τα μοναδικά δηλαδή κείμενα από τα οποία μπορούσε η επιστήμη να αντλήσει πληροφορίες για τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού, περιέχουν βασικά την παράδοση και το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας. Ο R.Bultmann διακηρύσσει-ανοιχτά ότι «δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τη ζωή και την προσωπικότητα του Ιστορικού Ιησού».[11] Εντούτοις το τελικό χτύπημα στην παλιά μέθοδο αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού επήλθε με την καθιέρωση της Redaktionsgeschichte, παραπέρα εξέλιξης της Formgeschichte. Ενώ η Formgeschichte θεωρούσε τους συγγραφείς των συνοπτικών ευαγγελίων απλούς συλλέκτες και συρραφείς παραδοσιακού υλικού, η Redaktionsgeschichte απέδειξε αρκετά πειστικά το ρόλο που διαδραμάτισαν οι συγκεκριμένοι ευαγγελιστές κατά την συγγραφή των ευαγγελίων τους, παρουσιάζοντας ειδικότερα τις θεολογικές τους προδιαθέσεις. Έτσι, κι αν ακόμα η Formgeschichte άφηνε κάποιο παραθυράκι για να ριχτεί λίγο φως στο μυστήριο που λέγεται Ιστορικός Ιησούς, κάποια πιθανότητα δηλαδή για Sitz im Leben Jesu, τώρα με τη Redaktionsgeschichte, δεν έμεινε τίποτε.

Με την εγκατάλειψη της αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού έγινε αντιληπτό πως υπήρχε κάποιο αδιέξοδο. Ο ίδιος ο Bultmann, ειλικρινής και τίμιος απέναντι στην επιστήμη, κατανοούσε το ιστορικό γίγνεσθαι, όπως και κάθε σύγχρονος του αντικειμενικός ερευνητής της ιστορίας, σα μια ενότητα, υπό την έννοια δηλαδή κλειστού συνόλου, όπου τα γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με βάση το νόμο της διαδοχής αιτίου-αιτιατού. Σε μια τέτοια θεώρηση, διείσδυση υπερφυσικών γεγονότων ή μεταφυσικών παραμέτρων είναι αδιανόητη. Όντας όμως παράλληλα ειλικρινής και τίμιος απέναντι στη θεολογία και αναγνωρίζοντας την αξία του βιβλικού μηνύματος, στράφηκε προς την υπαρξιακή ερμηνεία της Γραφής. Ο Bultmann, όπως και ο Dilthey, θεωρεί την ερμηνευτική ως την επιστήμη της τέχνης της κατανόησης (Kunstlehre des Verstehens)· επηρεασμένος όμως από την πρώιμη φιλοσοφική σκέψη του Heiddeger,[12] προχωράει ένα βήμα παραπέρα· εισάγει την έννοια της προ-κατανόησης(vorverstaendnis).

Κατά τον Bultmann τα ιερά κείμενα και η ιστορία προσδιορίζονται πάντοτε από μια προ-κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς μια τέτοια προ-κατανόηση τα ιερά κείμενα είναι βουβά.[13] Το ότι η υπαρκτική αυτή σχέση προς την ιστορία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την κατανόηση της, δε σημαίνει βέβαια ότι η κατανόηση της ιστορίας κατά τον Bultmann είναι «υποκειμενική». Απλώς το αντικειμενικό της περιεχόμενο μπορεί να κατανοηθεί μόνο από ένα υπαρκτικά κινούμενο υποκείμενο/ερμηνευτή. Κατά συνέπεια η περισσότερο υποκειμενική ερμηνεία ενός κειμένου είναι και η περισσότερο αντικειμενική.[14] Κατά τον Bultmann, αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτός καθαυτός ο Ιστορικός Ιησούς και το κήρυγμα του αλλά ο προαιώνιος λόγος του θεού. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει πρωταρχική και μοναδική ίσως σημασία δεν είναι αυτή καθαυτή η «κλήση» αλλά η «ανταπόκριση» του πιστού. Κατά συνέπεια, για τον Bultmann και τη Σχολή του απομυθεύεται η επίγεια δράση του Ιησού και απο-ιστορικεύεται το γεγονός της Ανάστασης.

Η ερμηνευτική του Bultmann είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού. Έγινε όμως αμέσως αντιληπτό, και όχι μοναχά από τους πολέμιους του αλλά και από τους ίδιους τους μαθητές του, πως κάτι τέτοιο ήταν ολέθριο για τη χριστιανική πίστη όλων ανεξαίρετα των ομολογιών. Όσοι απέρριπταν το μήνυμα του Ιστορικού Ιησού, όπως π.χ. ο ίδιος ο Bultmann, απομονώνοντας το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας, έκαναν το ίδιο ακριβώς ολέθριο σφάλμα που έκαναν και οι Δοκήτες. Το ίδιο και για κείνους από την αλιά σχολή που επέμεναν αποκλειστικά στον Ιστορικό Ιησού· αγνοώντας το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας έπεφταν στην ίδια αίρεση με τους Εβιωνίτες. «Το χαρμόσυνο άγγελμα του Ιησού και το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας είναι αδιαχώριστα».[15]

Ο ιστορικός αγνωστικισμός του Bultmann, η υποβάθμιση δηλαδή του Ιστορικού Ιησού στη σφαίρα του αγνώστου ή του μη δυναμένου να γνωστεί, έγινε αφορμή να στραφεί η νεώτερη βιβλική ερμηνευτική στην αναζήτηση νέων κατηγοριών ιστορίας, μια και η φύση της χριστιανικής πίστης και η μαρτυρία της Γραφής απαιτούν διαφορετική αντίληψη για την ιστορία. Δεν μπορεί δηλαδή να αποκλείεται ό,τι υπερβαίνει τη φύση της ορατής ανθρώπινης εμπειρίας. Χρειάζεται κάποιος συνδυασμός πίστης και ιστορικής κριτικής, μια και κατά τη χριστιανική διδασκαλία η αποκάλυψη έλαβε χώρα μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Κατά συνέπεια, αναζωπυρώθηκε ξανά το ενδιαφέρον της σύγχρονης θεολογίας για την αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού. Η νέα όμως αυτή αναζήτηση (New Quest) διέφερε πολύ από την παλιά. Το μονοπάτι που ήταν τώρα υποχρεωμένη η βιβλική ερμηνευτική να βαδίσει για να φτάσει σε σωστά συμπεράσματα, σε ό,τι αφορά την αυθεντική διδασκαλία του Ιησού, ήταν στενό και δύσβατο. Έγινε αντιληπτό πως στην περίπτωση αυτή η αναζήτηση θα γινόταν με βάση τους κανόνες των τελευταίων εξελίξεων της ιστορικο-κριτικής μεθόδου (φιλολογική κριτική, κριτική των πηγών, Formgeschichte, Redaktionsgeschichte).

Ο Ε. Kasemann, που στα 1951 έγινε αφορμή να ανακινηθεί το θέμα μέσα στους κύκλους της ίδιας της σχολής του Bultmann,[16] υποστήριξε πως, παρότι τα ευαγγέλια περιέχουν αποκλειστικά την πίστη της Πρώτης Εκκλησίας, πρέπει να υποθέσουμε οπωσδήποτε κάποια συνέχεια με τον Ιστορικό Ιησού, χωρίς την οποία η πίστη και το κήρυγμα της Πρώτης Εκκλησίας θα ήταν ακατανόητα και χωρίς σημασία. Και προχώρησε στη διαπίστωση πως μια ερμηνευτική που εγκαταλείπει την. αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού είτε από ιστορικό σκεπτικισμό είτε για δογματικούς λόγους, δεν μπορεί να έχει σχέση με τη θεολογία.

Παράλληλα, έγινε κατανοητό ότι τα όρια της ιστορικο-κριτικής μεθόδου είναι περιορισμένα, υπάρχει δηλαδή μια διάσταση όπου η παραπάνω μέθοδος υπερβαίνεται, μια και αδυνατεί να καθορίσει τη φύση της αποκάλυψης. «Η χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου», υποστηρίζει ο J. Μ. Robinson, «γίνεται αθέμιτη, μόνον όταν δεν μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα περιορισμένα της όρια».[17] Είναι η εποχή που εμφανίζεται η «Νέα Ερμηνευτική».[18] Οι μαθητές του Bultmann, G. Ebeling και Ε. Fuchs, που είναι και οι κύριοι εκπρόσωποι της «Νέας Ερμηνευτικής», προχώρησαν πέρα από τις ερμηνευτικές αρχές του δασκάλου τους. Υπό την επίδραση της ύστερης φιλοσοφίας του Heiddeger[19] τονίζουν την ύψιστη σημασία της γλώσσας (Sprache).[20] Η ερμηνεία πραγματοποιείται ως γλώσσα μάλλον παρά ως κατανόηση, αφού το κείμενο εξηγεί μόνο του τι θέλει να πει. Η ερμηνευτική δηλαδή είναι ένα γεγονός της γλώσσας (Sprachereignis). Έτσι, τονίζεται μια ξεχασμένη διάσταση των βιβλικών κειμένων: η αποκλειστική προτεραιότητα του λόγου του θεού. Το βιβλικό κείμενο δεν περιμένει τον ερμηνευτή να το ερμηνεύσει· μάλλον αυτό ερμηνεύει τον ερμηνευτή. Αυτό είναι που τον καλεί στην ύπαρξη, κι όχι αντίστροφα.

Για τον Ebeling, περιεχόμενο και αντικείμενο της ερμηνευτικής είναι το γεγονός του λόγου (Wortgeschehen). Γι' αυτό και η ερμηνευτική ως επιστήμη της τέχνης κατανόησης, καταντάει τέχνη της διδασκαλίας του λόγου. Έτσι, ο Ιστορικός Ιησούς δε θεωρείται απλώς ως ένα αντικειμενικό ιστορικό γεγονός, αλλά κυρίως ως ο λόγος της κλήσεως. Η σπουδαιότερη ίσως συμβολή της Νέας Ερμηνευτικής είναι ότι επανασυνδέονται ο Ιστορικός Ιησούς με τον κηρυττόμενο Χριστό της Πρώτης Εκκλησίας, που μέχρι τότε θεωρούνταν ως ασύμμετρα και ως ένα βαθμό αλληλοσυγκρουόμενα μεγέθη.

***

Αυτή είναι σε πολύ αδρές γραμμές η πορεία της βιβλικής ερμηνευτικής τα τελευταία κυρίως χρόνια. Κύριο πρόβλημα της παραμένει το ερώτημα για τον Ιστορικό Ιησού και σημείο αναφοράς όλων των επιμέρους σταθμών της η ιστορικοκριτική μέθοδος, η μέθοδος που στηρίζεται στη διαπίστωση πως η Κ.Δ. δεν πρέπει να διαβάζεται ως λόγος πεσμένος από τον ουρανό, αλλά ως συλλογή σχέσεων και ερμηνειών της υπερφυσικής ιστορίας και αποκάλυψης. Η κύρια αιτία ανάπτυξης στη Δύση της βιβλικής ερμηνευτικής υπήρξε αναμφίβολα η στενή σύνδεση Αποκάλυψης και Αγίας Γραφής, είτε με την απόλυτη μορφή της προτεσταντικής θεολογικής αντίληψης, της sola scriptura, σύμφωνα με την οποία μοναδική πηγή της χριστιανικής αλήθειας είναι η Αγία Γραφή, είτε με την εξύψωση της εκκλησιαστικής παράδοσης ως παράλληλης καθοριστικής αυθεντίας. Η ορθόδοξη εντούτοις ανατολική θεολογία ανέπτυξε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την αποκάλυψη και τη θεολογία (τον περί θεού δηλαδή λόγο), αντίληψη που ουσιαστικά στηρίζεται στη βιβλική θεολογία. Κατά την αντίληψη αυτή η αποκάλυψη του θεού δεν πραγματοποιείται, όπως σε πολλές ανατολικές θρησκείες, σε ένα αποφασιστικό σημείο της ιστορίας με ένα και μοναδικό τρόπο, ούτε είναι καταγραμμένος ο λόγος του θεού σε ένα μόνο βιβλίο. Ο λόγος του θεού αποκαλύπτεται «πολυμερώς καί πολυτρόπους» (πρβλ. Εβρ 1,1) μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, με αποκορύφωμα τη φανέρωση του ίδιου του θεού σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, («ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», Γαλ 4,4). Η ιστορική όμως αυτή στιγμή δεν αποτελεί το «τέλος», αλλά το «μέσον» του χρόνου της θεϊκής αποκάλυψης, η οποία συνεχίζεται μέσα στην Εκκλησία και μέσω της Εκκλησίας στον κόσμο. Η Αγία Γραφή αποτελεί την ιστορία της θείας αποκάλυψης από την αρχή («Εν αρχή», Γεν 1,1) μέχρι το τέλος («Αμήν έρχου», Απ 22,20), είναι δηλαδή ουσιαστικά ιστορική. Κύριο χαρακτηριστικό της Π.Δ. δεν είναι τόσο ο «λόγος» του θεού (διδαχές, εντολές, λόγοι), αλλά κυρίως οι «ενέργειες» του, ιστορικά δηλαδή γεγονότα μέσω των οποίων ο περιούσιος λαός και τα έθνη γνώρισαν τον αληθινό θεό. Και η Κ.Δ., το κατεξοχήν τμήμα της Αγίας Γραφής, δεν αποτελεί συλλογή και καταγραφή της διδασκαλίας του Ιησού αλλά ανάλυση και ερμηνεία του οριακού σημείου της θείας αποκάλυψης, του Σταυρού δηλαδή και της Ανάστασης του Ιησού. Έτσι, η Αγία Γραφή, μπορούμε σχηματικά να πούμε, αποτελεί ένα θεανθρώπινο κατασκεύασμα, μια ανθρώπινη δηλαδή καταγραφή και ερμηνεία θεϊκών ενεργειών και αποκαλύψεων.

Η ορθόδοξη ανατολική θεολογία προχώρησε ένα βήμα παραπέρα στην κατανόηση του μυστηρίου της θεϊκής αποκάλυψης. Κι αυτό το έκανε βασιζόμενη στην περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλία της. Είναι αναμφίβολα από τις ριζοσπαστικές θεωρήσεις του μυστηρίου της θεότητας - και εξίσου σπουδαία με τη δογματική διατύπωση του «ομοουσίου» του Λόγου προς τον Πατέρα - η οικουμενική διακήρυξη της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Τις συνέπειες της χριστιανικής πνευματολογίας η ορθόδοξη ανατολή τις εκδήλωσε καθοριστικά με την άρνηση της μεταγενέστερης βυζαντινής θεολογίας να δεχθεί υποβάθμιση του Αγίου Πνεύματος, που εκούσια ή ακούσια επιχειρήθηκε στη Δύση με το filioque.

Εκεί όμως που οι συνέπειες της ορθόδοξης πνευματολογίας φθάνουν σε ακρότατα όρια, είναι στην αναγνώριση του δικαιώματος και της δυνατότητας για τον κάθε πιστό να «θεωρεί» το θεό και να κατανοεί με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος την αλήθεια. Αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που δημιούργησε μια νέα δυναμική αντίληψη για την αποκάλυψη, εντελώς αντίθετη από εκείνη που αναπτύχθηκε στη δυτική φιλοσοφική σκέψη. Με την έννοια της «θεοπτίας», η θεολογία στην ύστερη βυζαντινή φιλοσοφική σκέψη δεν ορίζεται πια ως ένα κλειστό λογικό σύστημα προερχόμενο και βασιζόμενο σε «αποκαλυμμένες» οντότητες (Γραφή, Παράδοση, εκκλησιαστική ή και δογματική αυθεντία κλπ.), αλλά ταυτίζεται με την «πνευματική» εμπειρία του κάθε μέλους της Εκκλησίας (εξ ου και η εξύψωση στο χώρο της ορθόδοξης ανατολής του χαρισματούχου, του αγίου κλπ.).[21]

Ορίζοντας λοιπόν την αποκάλυψη σαν μια ζωντανή αλήθεια, προσιτή με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος κατευθείαν στην ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς τους απόλυτους περιορισμούς των γραφικών κειμένων ή των συνοδικών αποφάσεων, η ορθόδοξη πνευματολογία απέρριψε ουσιαστικά την έννοια της αυθεντίας, καταξιώνοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο.

***

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, με αυτή την αντίληψη για την αποκάλυψη που πολύ συνοπτικά σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, η ορθόδοξη ανατολική θεολογία απαγκίστρωσε τελεσίδικα την Αποκάλυψη από την Αγία Γραφή. Κατά συνέπεια, στην ορθόδοξη παράδοση ουσιαστικά καταργείται η έννοια της «βιβλικής» ερμηνευτικής και τη θέση της παίρνει η «θεολογική» ή καλύτερα «αγιοπνευματική» ερμηνευτική, κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στους προβληματισμούς της νεώτερης «φιλοσοφικής» ερμηνευτικής, όπως αυτή εκφράζεται στη φιλοσοφία του H.-D. Gadamer.[22]

 

 


* Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΔΒΜ ν.σ. 4 (1985) σελ. 51-61 και στα Πρακτικά της Α' Φιλοσοφικής Ημερίδας Θεσσαλονίκης με θέμα την Ερμηνευτική, σελ. 121-129.

[1] Από την ελληνική βιβλιογραφία ενδεικτικά σημειώνουμε τα έργα των Μ. Σιώτη, «Ερμηνεία, ερμηνευτική», ΘΗΕ τομ. 5 στ. 847εξ· Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβλημα του «ιστορικού Ιησού» εν τη ερμηνευτική της Κ.Δ. υπό το φως της θεολογίας Κυρίλλου του Αλεξανδρείας 1975· Σ. Αγουρίδη. Ερμηνευτική των ιερών κειμένων' Π. Βασιλειάδη, Θέματα Ορθόδοξης Ερμηνευτικής, 1985.

[2] W.Dilthey, «Die Entstehung der Henneneutik», Gesammelte Schriften, τόμ. V, 1924, σελ. 323.

[3] Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «ερμηνευτική» ήταν ο J.C. Dannhauer στο έργο του Hermeneutica sacra sive methodus sacrarum litterarum, 1654.

[4] Βλ. F.D.E. Schleiennacher, Henneneutik, που μεταθανάτια (1959) εξέδωσε ο Η. Kimmerle.

[5] Πρβλ. F. Lucke, Samtliche Werke 1, 7, 1838. Κατά το Μ. Heiddeger η αναγνώριση του γεγονότος ότι η άσκηση της κριτικής προϋποθέτει την ερμηνευτική και αντίστροφα προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των ερμηνευτικών μεθόδων που επικράτησαν μεταγενέστερα (Unterwegs zur Sprache, 1959, σελ. 97εξ.).

[6]

[7]

[8] Θαυμάσια ανάλυση της αναζήτησης του Ιστορικού Ιησοϋ βρίσκουμε στη μεταφρασμένη και στα ελληνικά εργασία του A. Schweitzer, Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, 1982.

[9] Για το θέμα αυτό βλ. R. Bultmann, «Das Problem der Henneneutik», Glauben und Verstehen, τόμ. II, 19613, σελ. 211εξ.

[10] Περισσότερα στο «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία».

[11] R. Bultmann, Jesus, 1925, σελ. 11. Πρβλ. και την ομολογία του R. H. Lightfoot, ο οποίος πρώτος μεταλαμπάδευσε τη Formgeschichte στην κατά παράδοση συντηρητικότερη Βρετανία: «παρόλη την ανεκτίμητη (ιστορικά) αξία των ευαγγελίων, μας αποκαλύπτεται σ' αυτά κάτι παραπάνω από τον ψίθυρο της φωνής του Ιησού· δε μας περιγράφεται σ' αυτά τίποτε πέρα από τον περίγυρο της δράσης του» History and Interpretation in the Gospels, 1935, σελ. 225).

[12] Sein und Zeit, 1927.

[13] R. Bultmann, «Das Problem...», σελ. 228εξ.

[14] Στο ίδιο· επίσης του ίδιου, «1st Voraussetzunglose Exegese moglich?», ThZ 13 (1957) σελ. 411εξ.

[15] J. Jeremias, «The Present Position in the Controversy Concerning the Problem of the Historical Jesus», ExpT 69 (1958) σελ. 333εξ, ιδιαίτερα σελ. 339.

[16] Πρβλ. Ε. Kasemann, «Das Problem des Historischen Jesus», ZTK 51 (1954), σελ. 125εξ.

[17] J.M.Robinson, A New Quest of the Historical Jesus, 1959, σελ. 100.

[18] Αρκετά αναλυτική παρουσίαση του θέματος στο έργο του Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβλημα του «Ιστορικού Ιησού», σελ. 107εξ.

[19] Πρβλ. Μ. Heiddeger, Unterwegs zur Sprache, 1959.

[20] Πρβλ. Ε. Fuchs, Hermeneutik, 19704· επίσης του ίδιου, Jesus. Wort und Tat,1971· G. Ebeling, «Hermeneutik», RGG, τόμ. III, σελ. 242εξ.· επίσης του ίδιου Wort und Glaube. 1960.

[21] Μια παραπλήσια θεώρηση της ορθόδοξης ανατολικής θεολογίας πάνω στο θέμα αυτό παρουσιάζει ο συνάδελφος Ν. Ματσούκας στο δίτομο έργο του Δογματική και Συμβολική θεολογία, 1985.

[22] Wahrheit und Methode. Grundzuge einer philoshophischen Hermeneutik, 1960.