Μοριακή βιολογία του παράγοντα
Willebrand
Εισαγωγή
Ο παράγοντας Willebrand είναι μια
γλυκοπρωτεϊνη του πλάσματος η
οποία ουσιαστικά λειτουργεί για τα
φυσιολογικά αιμοπετάλια. Ο
παράγοντας συντίθεται από τα
ενδοθηλιακά κύτταρα και τα
μεγακαρυοκύτταρα και ίσως με
συγκυτιοτρόπο και ίσως από τα
συγκυτιοποβλάστη του πλακούντα. Η
βιοσύνθεση του παράγοντα Willebrand
είναι εξαιρετικά σύνθετη. Η πρώτη
μεταγραφή του παράγωγου είναι ένας
πρεπρο Willebrand ένα πρεπρο Willebrand
πολυπεπτίδιο 370.000 daltons ύστερα από
μετακίνηση ενός πεπτιδίου
σημαντόδη ο von Willebrand σχηματίζει
διμερή με σουλφιδικούς δεσμούς
κοντά στο καρβοξυτελικό άκρο και οι
υποομάδες που βοηθούν σε ένα
πρωτόμερο των 600.000 και σχηματίζει
τελικά υποομάδες, συνδέονται
πολλές υποομάδες με την βοήθεια
ενός πρωτομερούς της τάξης των 600.000
dalton . Περισσότερο δισουλφιδικοί
δεσμοί σχηματίζονται σε μια σειρά
ολιγομερών την οποία το πρωτόμερο
είναι η βασική επαναλαμβανόμενη
μονάδα. Μια περίπου τον ίδιο χρόνο
που σχηματίζονται τα ολιγομερή ένα
προπεπτίδιο των 100.000 daltons
αποκόπτεται από το αζωτοτελικό
άκρο όλων σχεδόν των υποομάδων.
'Ετσι ο ώριμος παράγοντας Willebrand
είναι ετερογενής είναι μια συλλογή
ετερογενής, ολιγομερών τα οποία
ποικίλουν από πρωτομερή των 500.000
daltons, που σχηματίζονται από 20
υποομάδες και περίπου και φθάνουν
τα 10.000.000 daltons. Επιπρόσθετα
μεταγραφικές τροποποιήσεις
περιλαμβάνουν την προσθήκη
αζωτοτελικό και οξυγόνο
αζωτοσυνδεμένου υδρογονάνθρακα
και η ενσωμάτωση θείου είναι μια
άγνωστη δομή. Ο ώριμος Willebrand
αποθηκεύεται στα ενδοθηλιακά
κύτταρα στα μοναδικά οργανίδια που
καλούνται σωματίδια. πίσης
βρίσκονται τα α σωματίδια των
αιμοπεταλίων. Ο παράγοντας Willebrand
εκκρίνεται στο πλάσμα όπου σε
συγκεντρώσεις 10 περίπου
μικρογραμμαρίων / ml και βρίσκεται
επίσης στο υπενδοθηλιακό συνδετικό
ιστό. Ο παράγοντας Willebrand δεν έχει
γνωστή ενζυματική δραστηριότητα
αλλά παίρνει μέρος συμμετέχει στην
αιμοστατική λειτουργία διαμέσου
αντιδράσεων σύνδεσης που παίρνει
μέρος. Σχηματίζει γέφυρες
μεταξύτης επιφάνειας των
αιμοπεταλίων και περιοχές του
τραυματισμένου αγγειακού
ενδοθηλίου βοηθώντας το σχηματισμό
του πρωτοπαθούς αιμοπεταλιακού
θρόμβου. Δύο διαφορετική
διακριτική υποδοχείς έχουν
ταυτοποιηθεί στα αιμοπετάλια. Στα
αιμοπετάλια μια γλυκοπρωτεϊνη η ΙΒ
φαίνεται να μεσολαβεί στην
προσκόλληση των ομαλών των ήρεμων
αιμοπεταλίων. Στον ακινητοποιημένο
παράγοντα Willebrand στο υπενδοθηλιακό
συνδετικό ιστό και ένας υποδοχέας
επίσης υπεύθηνος για την σύνδεση
και τη ανεξαρτημένη από τον
παράγοντα Willebrand συσσώρευση των
αιμοπεταλίων η οποία εισάγεται in
vitro από το αντιβιοτικό ριστοσετίνη.
'Ενας δεύτερος υποδοχέας το
σύμπλεγμα γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α των
αιμοπεταλίων εκτίθεται στα
ενεργοποιημένα αιμοπετάλια. Μια
σημαντική λειτουργία αυτού του
συμπλέγματος είναι να μεσολαβεί
στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων με
αντιδράσεις διαμέσου αντιδράσεων
στο ινωδογόνο του πλάσματος αυτός ο
υποδοχέας επίσης μπορεί να
διεγείρει να διευκολύνει την
προσκόλληση του εξαρτημένου
παράγοντα Willebrand από τα αιμοπετάλια
στην επιφάνεια. Μεταξύ αρκετών
συστατικών του συνδετικού ιστού το
κολλαγόνο έχει επίσης φανερώσει
έχει δείξει ότι μπορεί να συνδέει
τον παράγοντα Willebrand και να
προσφέρει να συμμετέχει στην
προσκόλληση των αιμοπεταλίων την
εξαρτημένη από τον παράγοντα Willebrand.
Η φιμπρονεκτίνη και άλλα
μακρομόρια του τοιχώματος των
αγγείων μπορεί να συμμετέχει σε
αυτή την λειτουργία. Η κληρονομική
έλλειψη της λειτουργίας του
παράγοντα Willebrand ή η νόσος Willebrand
φαίνεται να είναι η πιο κοινή
γενετικά μεταδιδόμενη αιμορραγική
ασθένεια σε όλον τον κόσμο. Βρειά
Willebrand είναι σχεδόν σπάνια και
επιρεάζει 1/2 έως 3% στο εκατομύριο
την Δυτική Ευρώπη και την
Σκανιναθία. Εάν όλες οι περιπτώσεις
οι οποίες έτυχαν της προσοχής των
ειδικών κέντρων αναφοράς
περιλαμβάνοντες η συχνότητα
φθάνειτα 125 άτομα στο εκατομύριο.
Εντούτοις η ανίχνευση μη
επιλεγμένου πληθυσμού σε παιδιά
σχολικής ηλικίας στην Ιταλία
έδειξε ότι η πραγματική συχνώτητα
είναι πλησιάζει τις 8.000 στο
εκατομύριο. Είναι φανερό ότι η
νόσος είναι μια πολύ ετερογενής
ασθένεια.
Τα τελευταία χρόνια έχει
πραγματοποιηθεί μεγάλη πρόοδος
στην ομαδοποίηση των νόσων της
ετερογένειας της νόσου Willebrand. 'Ετσι
σήμερα αναγνωρίζονται δύο μεγάλες
υπομάδες της νόσου. Η Willebrand τύπου Ι και
Willebrand t;ypoy II. Κάθεμιά από αυτές
περιέχει αρκετές διαφορές
διακριτές ποικιλίες ίσως δεν είναι
πια σε έκπληξη, δεν εκπλήσει το
γεγονός ότι η λειτουργία αυτών των
σύμπλοκών των σύνθετων μορίων όπως
είναι ο Willebrand το μόριο του
παράγοντα Willebrand μπορεί να
καταστρέφεται με διάφορους τρόπους
όπως με αρκετή ανεξαρτησία μπορεί
να εμφανίζεται γενετικές απώλιες
οι οποίες αντιτοίθουν στον
φαινότυπο της νόσου Willebrand. Προς το
παρόν έχει αρχίσει η μελέτη εδώ και
αρκετά χρόνια της νόσου Willebrand με τη
χρησιμοποίηση μεθόδους
ανασυνδιασμένου DNA . Οι σχετικές
χαμηλές συγκεντρώσεις του
παράγοντα στο πλάσμα φαίνεται να
εμποδίζουν τις μεθόδους
καθαρισμούς του και η ποσότητα της
πρωτεϊνης να μην είναι αρκετή και
να μην επιτρέπει την πλήρη δομική
ταυτοποίηση με χαμηλές μεθόδους με
πρωτεϊνικές μεθόδους. Το μόριο των
υπομονάδων είναι πολύ μεγάλο που
πιο σύνθετο και μπερδεμένο και
δύσκολα περιορίζεται η δομική
αλληλουχία της πρωτεϊνης. Επιπλέον
είναι σύνθετη και δύσκολη η
μεταγραφική διαδικασία για τον
παράγοντα φανερώνοντας ότι η δομή
που υπάρχει στο ώριμο πρωτεϊνη του
πλάσματος μπορεί μόνο σε ένα μέρος
της να είναι μέρος του πρόδρομου
και η γνώση ότι η δομή του προδρόμου
μορίου βοηθάει στο να
προσχεδιαστούν για τους τρόπους
και τους συνδυασμούς οδηγούν των
πολυμερών. Η πρόδρομη δομή είχε
θεωρηθεί προφανής από την πλήρη
αλληλουχία του cDNA. 'Ετσι το cDNA
απομονώνεται θα μπορούσε να
σχηματισθεί μια αλληλουχία του
γονιδίου δομής και επίσης να
προσδιρισθεί το μόριο το βασικό
μόριο του παράγοντα Willebrand. Να
προσδιορισθεί η μοριακή βάση της
νόσου Willebrand. Αρκετές από αυτές τις
αρχικές σκέψεις έχουν
επιβεβαιωθεί.
Απομόνωση των κλώνων cDNA για τον
ανθρώπινο
Willebrand
Ο και οι συνεργάτες του το 1982
κατάφεραν να προσδιορίσουντην
αλληλουχία του ανθρώπινου
παράγοντα Willebrand με μεθόδους
χημείας των πρωτεϊνών. Η πλήρη
πρωτοταγής δομή είχε υποτεθεί ότι
έπαιρνε λίγο θα έπαιρνε κάποιο
χρόνο και ότι συμπληρωματική
προσπέλαση με την κλωνοποίηση του
DNA θα διασαφήνιζε τη δυναμική της
αλληλουχίας των αμινοξέων και θα
εγκαθιστούσε μια μεταξύ των
πεπτιδίων. Επιπλέον η cDNA αλληλουχία
θα μπορούσε επίσης να προείπει τις
σχέσεις μεταξύ προδρόμων και
τελικών υπομονάδων. 'Ετσι
αποφασίστηκε να ληφθούν κλώνοι cDNA
ταυτόχρονα επειδή ο παράγοντας
Willebrand συντίθεται στο ενδοθήλιο
αποφασίστηκε η κατασκευή μιάς DNA
βιβλιοθήκης χρησιμοποιώντας πολύ
και RNA και καλλιέργειας ομφαλικής
φλέβας ενδοθηλιακών κυττάρων.
Καλλιέργειες ενδοθηλιακών
κυττάρων από ομφαλική φλέβα έχει
επιλεγεί ως στο ΛΖΤ 11 το οποίο τον
ίδιο καιρό με μια καινούργια
τεχνολογία είχε δείξει ότι μπορεί
να χρησιμοποιηθεί από τους. Με
αυτόν τον το cDNA εισήγαγε ή
κομμάτια μπορούσαν ακόμα να
κλωνοποιηθεί σε Escherichia coli και σε
γονίδια β-γαλακτοξυδάσης οι οποίες
ήταν υπό έλγχο από αυτό από έναν
κατασταλτή. Η μεταγραφή αυτού του
μπορούσε να εισάγει με ανάλογγ
γαλακτόζης όπως είναι η
ισοπροπυλ-θείο βήτα γαλακτοσίδη.
Εάν το προστιθέμενο cDNA ήταν σεσωστό
προσανατολισμό και εύκολα
αναγνώσιμο το αποτέλεσμα mRNA
μπορούσε να μεταφρασθεί σε μια
δεδομένη για να δώσει μία πρωτεϊνη
η οποία θα περιείχε αλληλουχίες
ανθρώπινες πρωτεϊνης
προσκολλημένες σε άνθρακα τελικό
άκρο ενός μεγάλου τμήματος
β-γαλακτοσιδάσης. Οι κλώνοι
εξέφραζαν ένα μέρος από αυτήν την
ανθρώπινη πρωτεϊνη που ενδιέφεραι
και μπορούσε να ταυτοποιηθεί με
ανάλογα αντισώματα. Η στρατιγική
ήταν: α) να παρθούν κλώνοι με
αντισώματα μ και να
χρησιμοποιηθούν ως πληροφορίες
στην αλληλουχία των πρωτεϊνών για
να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα των
κλώνων. Χρησιμοποιώντας ιώδιο 125
για τη σύμβαση των αντισωμάτων κατά
του παράγοντα Willebrand έγινε
καθαρίστηκαν από με ιώδιο
σημασμένα αντισώματα καθαρίστηκαν
με χρωματογραφία συγγένειας του
παράγοντα Willebrand ελέχθηκαν περίπου
σε 2.5 εκ. ανασυνδυασμένα ανάλογα.
Δύο από αυτά απομονώθηκαν στο ΛΗ von
Willebrand factor 1 και LH von Willebrand factor III,
ανθρώπινης δηλ. παράγοντα ΙΙΙ τα
οποία ταυτοποιήθηκαν και στη
συνέχεια έδειξαν να κωδικοποιούν
ανθρώπινο παράγοντα Willebrand με
σύγκριση μεταφρασμένης cDNA
ακολουθίας με πρωτεΙνες με
προγενικές αλληλουχίες οι οποίες
προσδιορίστηκαν ανεξάρτητα. Αυτές
οι απομονωμένα μόρια περιέχουν ένα
συνολικό αριθμό από 5,1 Κιλομπάσεων
cDNA αλληλουχίες συν μια πολυ
περιφέρεια από 150 νουκλεοτίδια που
συγκρίνεται προς 8.5 -9 Κιλομπάσεις
mRNA ταυτοποιημένου με την τεχνική.
Τρεία άλλα εργαστήρια , δύο της
Βοστώνης και ένα του Αμστερντάμ
επίσης δημοσίευσαν ουσιαστικά
ταυτόχρονες μελέτες απομόνωσεις
μερικού cDNA που κλώνων cDNA ανθρώπινου
παράγοντα Willebrand. Το υπόλοιπο από
τις αλληλουχίες του cDNA μπορούσε
συνεπώς κατ'ακολουθία να
απομονωθεί χρησιμοποιώντας
μερικές ενσωματώσεις cDNA και τον
επανέλεγχο της cDNA βιβλιοθήκης με
υβριδοποίηση, βοηθώντας έτσι στη
συλλογή ενός cDNA τα οποία μαζί με τον
μπορούσαν να σχηματίσουν ολόκληρη
την αλληλουχία του mRNA του παράγοντα
Willebrand.