Η ικανότητα δέσμευσης των β2 ιντεγκρινών  είναι παροδική. Γενικά εξαφανίζεται μετά από 30' μετά από την διέλευση των λευκοκυττάρων. Αυτά τα μόρια είναι ουσιαστικά κριτικά για τη μετανάστευση των ουδετεροφίλων  στους ιστούς όπως αποδείχθηκε από την έλλειψη των φαγοκυτταρικών κυττάρων να σε φλεγμονόδεις ιστούς ασθενούς με έλληψη της προσκόλλησης των λευκοκυττάρων .Και αυτό υπάρχει όταν η β2 ιντεγκρίνη λείπουν. μετανάστευση των ουδετεροφίλων και μονοκυττάρων μπορεί να εξαρτάται αρχικά από την προσκόλληση των διεγερμένων λευκοκυττάρων σταενδοθηλιακά κύτταρα τα οποία δηλ. δεν έχουν εκφράσει την         140 ή την ΕΛΑΜ 1. Αυτή η εντόπιση της προσκόλλησης σε ιστούς που εκφράζουν μεσολαβητές όπως η θρομβίνη ή οι κυτοκίνες οι οποίες μπορούν να εισάγουν μια περιοχή προφλεγμονώδη επιφάνεια επάνω στο ενδοθήλιο προσκολλημένα λεμφοκύτταρα μπορεί στη συνέχεια να είναι σε θέση να ενεργοποιηθούν από άλλους μεσολαβητές. Ενδοθηλιακά κύτταρα διεγερμένα με θρομβίνη ή ισταμίνη συνθέτουν νέους λιπιδικούς μεσολαβητές όπως είναι  ο PAF. Μετά από του PAF. Ο PAF παρουσιάζεται ταχύτατα επάνω στη ενεργοποιημένη ενδοθηλιακή επιφάνεια όπου μπορεί να διεγείρει δεσμούς ουδετεροφίλων σε επιφάνειες που εκθέτουν  GMP 140. Ανάλογα μόρια είναι ικανά να ενεργοποιούν λεμφοκύτταρα μπορεί να συνθέτουν να συντίθενται από διεγερμένα με κυτοκίνη ενδοθηλιακά κύτταρα όπως η ΕΑΛΜ 1. Διεγερμένα ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα μπορούν στην συνέχεια να εκφράσουν λειτουργικά  β2 ιντεγκρίνες οι οποίες μεγιστοποιούν την προσκόλληση και διευκολύνουν κατ ' ακολουθία τη μετανάστευση διαμέσου του ενδοθηλίου. Η μετακίνηση των λευκοκυττάρων στις χρόνιες φλεγμονώδεις ιστούς δεν είναι δεν επιρεάζεται σε ασθενείς με έλληψη των β2 ιντεγκρινών. Αυτό φανερώνει την παρουσία μιας πρόσθετου μόριου το οποίο διευκολύνει αυτό το. Αυτό το μόριο είναι το ΒΕΚΑΜ 110, το ΒΕΚΑΜ 1 για τύπου ένας τύπος IgG υποδοχέα ο οποίος εμφανίζεται στις επιφάνειες των ενδοθηλιακών λαυκοκυττάρων μετά τη διέγερση με κυτοκίνες. Ο ΒΕΚΑΜ 1 δεσμεύται στην β1 ιντεγκρίνη, ο 4 των λευκοκυττάρων. Για σχετική ιντεγκρίνη με ένα ταυτόσημο με μια ταυτόσημη α υποομάδα αλλά διαφορετική β υποομάδα μπορεί να μεσολαβεί για τη προσκόλληση των λευκοκυττάρων για στα σωμάτια. Οι ανταδράσεις κάποιων λευκοκυττάρων με το ενδοθήλιο μπορούν να μη χρησιμοποιούν σελεκτίνες. Η εικόνα 3 φανερώνει τον χρόνα που απαιτείται για τη εμφάνιση των μορίων των λευκοκυττάρων επάνω στην επιφάνεια των εδοθηλιακών κυττάρων ύστερα από διέγερση. Δύο σελεκτίνες η GMP 140 και η ΕΛΑΜ 1 φαίνονται αρχικά να διευκολύνουντην προσκόλληση σε μη διεγερμένα ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα. Το μόριο το       φαίνεται αργότερα να μεσολαβεί στην προσκόλληση των λευκο-κυττάρων . Η επιφανειακή έκφραση του ΕΛΑΜ 1 ένας από τους αντιπέρα υποδοχείς για τη β2 ιντεγκρίνες αυξάνεται μετά από διέγερση των ενδοθηλιακών κυττάρων με κυτοκίνες. Εντούτοις ΙΚΑΜ 2 και βασικά επίπεδα του ΕΚΑΜ 1 είναι συστατικά παρόντα στη επιφάνεια των ενδοθηλιακών κυττάρων. Προφανώς δεν προσφέρουν, δεν διευκολύνουν δεν μετέχουν στην προσκόλληση των λευκοκυττάρων μέχρις ότου αυτά ενεργοποιηθούν. 'Αλλοι αντιπέρα υποδοχείς για τις β2 ιντεγκρίνες μπορεί επίσης να υπάρχουν. Επιπρόσθετα ένας ακόμη υποδοχέας για το ΕΛΑΜ 1 στο νεοενεργο-ποιημένο ενδοθήλιο παραμένει να ταυτοποιηθεί. Η έκφραση η ρυθμιζόμενη, η ρυθμιστική έκφραση της προσκολλητικής επιφάνειας προς το προσκολλητικό μορίων το ενδοθήλιο μπορεί να βρεθεί σε ακριβή έλεγχο παροδικά διαφορετική μετανάστευση των υποπληθυσμών των λευκοκυττάρων σε μολυσμένους ή τραυματισμένους ιστούς.

 

   Ο ρόλος των σελεκτινών στις ασθένειες

 

Ο δυναμικός ρόλος των σελεκτινών στις παθολογικές συνθήκες είναι απαραίτητο να συζητηθεί επειδη έχουν γίνει αρκετές in vivo μελέτες της λειτουργίας τους. Εντούτοις υπάρχει ένας αριθμός ασθενειών τις οποίες συμμετέχουν οι σελεκτίνες. Ανώμαλη παθολογική συσσώρευση ουδετε-ροφίλων έχει ενοχοποιηθεί σε διάφορες φλεγμονώδεις καταστάσεις περιλαμβάνοντας την   της επανέγχυσης, όπως επίσης από αυτοάνοσες ασθένειες όπως η ρευματοειδή αρθρίτιδα και οξείες ασθένειες του αναπνευστικού όπως είναι το οξύ αναπνευστικό σύνδρομο. Παραμονή συσσώρευση ουδετεροφίλων μπορεί να οδηγεί στη απελευθέρωση τοξικών ριζών οξυγόνου οι τοξικές ρίζες και πρωτεασών

οι οποίες μεγαλώνουν των τραυματισμό των ιστών. Αντισώματα κατά των β2 ιντεγκρινών ελατώνουν την βλάβη των ιστών σε ζωϊκά μοντέλα επανεγχυσης της βλάβης. GMB 140  και ΕΛΑΜ 1 μπορούν επίσης να δυναμόνουν να μεγαλώνουν την συσσώρευση των ουδετεροφίλων σε πλευρές εκτός φλεγμονώδους περιοχής και είανι πολύ πιθανό να απεργάζονται μεσολαβητές όπως η θρομβίνη, οι κυτοκίνες, στις οποίες μπορούν να εισάγουν την έκφραση αυτών των σελεκτινών. Ενεργοποίηση του συμπηρώματος μπορεί να οδηγήση σε εναπόθεση στο τελικό στις πρωτεϊνες του τελικού συμπληρώματος, στα αιμοπετάλια και στα ενδοθηλιακά κύτταρα με επακόλουθη κυτταρική ενεργοποίηση και έκφραση του GMB 140. Μικρά επίπεδα οξειδωτικών μπορούν επίσης που προέρχονται από προσκόλλημα , ουδετερόφιλα μπορούν επίσης νεα εισάγουν και να διευκολύνουν την έκφραση της GMB 140 πάνω στα ενδοθηλιακά στην επιφάνεια των εδοθηλιακών κυττάρων για αρκετές ώρες. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου παραμονής προσκόλλησης ουδετεροφίλων και ενεργοποίησης. Οι σελεκτίνες μπορεί επίσης να συμμετέχουν σε θρομβωτικές ασθένειες. Επιπλέοννα διευκολύνουν την σύνθεση της ΕΛΑΜ 1 σε φλεγμονώδεις ενώ οι κυτοκίνες μπορούν να ελλατώνουν τη ρύθμιση την αντιπηκτικής πρωτεϊνης θρομβομολυβίνης και εισάγουν μια έκφραση του ιστικού παράγοντα στην επιφάνεια των ενδοθηλιακών κυττάρων. Ενεργοποιημένα αιμοπετάλια συσσωρεύονται στους θρόμβους σε πλευρές αθηροσκληροτικών πλακών εκφράζοντας την GMB 140. Επιπρόσθετα διευθεντική δύναμη σε καταστάσεις όπου η διατμητική δύναμη είναι τέτοια που να διευκολύνει την προσκόλληση των ουδετεροφίλων και μονοκυττάρων αυτό βοηθάει στην αύξυση του θρόμβου. Οι αντιδράσεις αιμοπεταλίων και ουδετεροφίλων μπορεί να διευκολύνουν στην σύνθεση νέων λευκοτριενίων και άλλων λιπιδικών παραγώγων στο διακυτταρικό μεταβολισμό και αρκετά από αυτά όπως οι αγγειοσυσπαστικές αμίνες μεγιστοποιούν την αγγειακή απόφραξη. Αιμοπετάλια, αντιδράσεις των αιμοπεταλίων με μονοκύτταρα μπορούν να επιταχύνουν την αναγέννηση του ιστικού παράγοντα από ενεργοποιημένα μονοκύτταρα. Τελικά οι σελεκτίνες μπορούν να διευκολύνουν αιματογενή κατάσταση κακοήθων όγκων σε αρκετές καταστάσεις. Μία μεγάλη βιβλιογραφία φανερώνει ότι τα καρκινικά κύτταρα εκφράζουντροποποιημένες μορφές ολιγοσακχαριτών. Οι αντιδράσεις λεκτίνης υδρογο-νανθράκων υποδύλωσαν ότι μπορούν να μεσολαβήσουν τη μετάσταση σε πειραματόζωα μολονότι οι δομές οι υπεύθυνες δεν έχουν διασαφανιστεί. Το λιγότερο μια σειρά από ανθρώπινο καρκίνωμα  από κύτταρα ανθρώπινου  καρκι-νώματος του παχέος εντέρου δεσμεύται στο ΕΛΑΜ 1 μετά από διέγερση ενδοθηλιακών κυττάρων με κυτοκίνες φανερώνοντας έναν μηχανισμό εκλεκτικής προσκόλλησης των καρκινικών κυττάρων στο ενδοθήλιο και σε πλευρές φλεγμονής. Αυτά και άλλα κακοήθη κύτταρα μπορεί να εκφράζουν δομές ολιγοσακχαριτών φυσιολογικά παραμένουσες στα λευκοκύτταρα που μπορούν να αναγνωρίζονται την ΕΛΑΜ 1 και την GMB 140 ή άλλες     ενδοθηλιακά μόρια τα οποία τείνουν να ταυτοποιηθούν. Κακοήθη κύτταρα λεμφώματος είναι υποψίφια να εκφράζουν την ΕΛΑΜ 1 αφού διευκολύνουν το άπλωμα το μεταστατικό άπλωμα.

 

Συμπέρασμα

 

Οι σελεκτίνες διευκολύνουν μια ποικιλία αντιδράσεων λευκοκυττάρων με το τοίχωμα των αγγείων. Αυτές οι κυτταρικές αντιδράσεις είναι θεμελιώδους σημασίας για τις φλεγμονώδεις απαντήσεις αλλά επίσης παρέχουν σημεία επικάλυψης με το σύστημα της αιμόστασης. Το μέλον θα δείξει οι ιδιότητες των σελεκτινών μπορούν. Ξεκινώντας από τη μελέτη δομής και λειτουργίας η ανάλυση της ρύθμισεις αυτών των μορίων και της in vivo μοντέλα φλεγμονής θρόμβωσης και μετάστασης αυτό αποτελεί μελοντικό σχέδιο μελέτης.

 

           Η δομή της βιτρονεκτίνης και ο βιολογικός της ρόλος                                                                                                                        

                                                   στην αιμόσταση

 

Η βιτρονεκτίνη είναι μία μείζονα προσκολλητικά γλυκο-πρωτεϊνη η οποία βρίσκεται στην κυκλοφορία και η οποία σχετίζεται με αρκετές εξωκυττάριες πλευρές. Η βιτρονεκτίνη μπορεί αρχικά να έχει σαν ένας παράγοντας πρόσδεσης του ορού και μολονότι νομικά διαφέρει από τη φιμπρονεκτίνη φαίνεται να μοιάζει με αυτήν την προσκολλητική γλυκο-πρωτεϊνη στην ικανότητα της να διευκολύνει την προσκόλληση και το άπλωμα. Η βιτρονεκτίνη είναι ταυτόσημη με την πρωτεϊνη του συμπληρώματος όπως έδειξαν με την τεχνική του cDNA αναπαραγωγής των αλληλουχιών και με ανοσολογικές και λειτουργικές μελέτες. Αφού η βιτρο-νεκτίνη αναστέλει το συμπλήρωμα και μεσολαβεί στην κυτταρόλυση. Αναστέλει στην κυτταρόλυση που μεσολαβείται από το συμπλήρωμα. 'Ετσι υποτίθεται ότι προφυλάσει τον οργανισμό από ανεπιθύμητες χημικές και κυτταρολογικές αντιδράσεις. Ηιαθεσιμότητα των διαφώρων πλευρών σύνδεσης όπως αυτών οι οποίες είναι μόνο αποδεκτές σε ορισμένες δομές των μορίων ξανά ώθησε στην επανεκτίμηση της βιτρονεκτίνης σαν ένα συστατικό νέας ρύθμισεις ειδικά σημαντικές για τις κυτταρικές αντιδράσειςτων αγγείων των τοιχωμάτων των αγγείων του αίματος.

Η βιτρονεκτίνη παρέχει έναν μοριακό δεσμό ανάμεσα στα κύτταρα, μεταξύ των κυττάρων μοριακούς δεσμούς των κυττάρων στην προσκόλληση πρωτεολιτικάγεγονότα στο σύστημα της προσκόλλησης. Αυτή η συμμετοχή μπορεί να συνοψιστεί σαν δομική και λειτουργικά πλευρά του μορίου της φιμπρονεκτίνης και συνεπώςνα εξηγήσει μια πιθανή σημασία που έχει για τη προσκολλητική πρωτεϊνη στις φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις.

 

                 Η δομή της βιτρονεκτίνης

 

Το μοριακό βάρος, μοριακή δομή της βιτρονεκτίνης έχει πρόσφατα διασαφανιστεί με την τεχνική του ανασυνδιασμού τουDNA αλληλουχίες ανθρώπινου και κουνελίσιου μορίου. Την ανάλυση της οργάνωσης των εξονίων και των νετρονίων στο ανθρώπινο ογκίδιο τησ βιτρονεκτίνης. Τα ανθρώπινα γονίδια περίπου 4,5 αποτελούνται από 8 εξόνια και 7 νετρόνια. Το πρώτο εξόνιοκωδικοποιή για 19 υπόλοιπα αμινοξέων του οδηγού πεπτιδίου και το πρώτο από δύο υπόλοιπα από τα 559 αμινοξέα του όριμου πολυπεπτιδίου. Το δεύτερο εξόνιο κωδικοποιεί υπόλοιπα από 23 μέχρι 42 του αμινοτελικού άκρου αποκαλύπτουν σωματομεδίνηβ, περιοχή σωματομεδίνης β, από υπόλοιπα 1 έως 44 και περνάει σε κάθε πλευρά την      των νετρονίων. 'Εχει διατηρηθεί επανελειμένα αυτής της περιοχής της σωματομεδίνης β με 8 εσωτερικούς δεσμούς κυστεϊνης και ένα οξυδοτικό χαρακτήρα στη μεμβράνη των γλυκοπρωτεϊνών που ονομάζεται και εκφράζεται στην επιφάνεια των εκκρινόντων αντισώματα κύτταρα του πλάσματοςτα οποία λειτουργούν προς το παρών άγνωστα. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι η περιοχή της σωματομεδίνης β είναι μια ανεξάρτητη δομικά περιοχή η οποία διπλασιάζεται στη διάρκεια της εξέλιξης. Το πεπτίδιο της σωματομεδίνης β βρίσκεται στον ορό σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις και από λάθος έχει αποδεχθεί μια δραστηριότητα που διευκολύνει την αύξηση. Ιδανική ακολουθία της βιτρονεκτίνης στο αζωτοτελικό άκρο της παρουσιάζει 4 εικόνες στις οποίες είναι λειτουργικά έχουν μια λειτουργική ανεξαρτησία ένα αργινίνη-γλυκίνη-ασπαραγίνη αλληλουχία η οποία υπάρχει στην οποία βρίσκονται τα υπόλοιπα αμινοξέων στα από το 45 έως το 47, μία υψηλά οξειδοτική περιοχή με υπόλοιπα από το 53 έως το 64 η οποία δυναμικά διασταυρώνει με δεσμούς πλευρές       93 και μια δυναμική και μια πλευρά που δυναμικά συνδέει το κολλαγόνο. Η αλληλουχία εντοπίζεται ακριβώς στο α αζωτοτελικό άκρο της αλληλουχίας της περιοχής της σωματομεδίνης β και φάνηκε ότι μεσολαβεί στη σύνδεση της βιτρονεκτίνης με ξεχωριστά μέλη υποδοχέων ιντεγκρίνης. Ειδικά οι υποδοχείς της βιτρονεκτίνης παρουσιάζουν τα ανθρώπινα αιμοπετάλια ενδοθηλιακά κύτταρα και επίσης σε αρκετά κύτταρα χοίρων καρκινικών χοιρών. Αφού η βιτρονεκτίνη φαίνεται να είναι υπέρτερη της φιμπρονεκτίνης σ'ότι αφορά την προσρόφηση από το πλάσμα ή από το ορό στο υπόστρωμα η πλειοψιφία των κυττάρων που προσδένουν και παρουσιάζουν μια δραστηριότητα σε μέσα  σε καλλιεργητικά μέσα κυττάρων περιέχει βόειο ή ανθρώπινο ορό αυτήν μεσολαβείται με βιτρονεκτίνη και ένα και σε ένα μικρότερο βαθμό η φιμπρονεκτίνη. Εντούτοις αρκετά εξαρτημένες κυτταρικές σειρές προσδένονται και αυξάνουν σε πλαστικούς δεσμούς μόνον όταν η βιμπρονεκτίνη παρέχεται στα καλλιεργητικά υλικά των κυττάρων. Η περιοχή η ελεύθερη κυστεϊνης μεταξύ υπολοίπων 48 και 130 είναι μοναδική βιμπρονεκτίνη και περιέχει έναν υψηλά οξειδοτικό τμήμα στο οποίο η τυροσίνη 56 και πιθανώς η τυροσίνη 59 είανι μεταγραφικά σου λφιδριλιωμένα διαμέσου της δράσης της τυροσινοπρωτεϊνης, σουλφοτρανσφαιράσεις, ένα μια ακέραια πρωτεϊνη της μεμβράνης στο σύστημα Golgi. Αυτή η σου λφιδική τυροσίνης υπόλοιπο αμινοξέων σχετικά με σε σχέση με τα οξειδοτικά παρακείν\μενα οξειδοτικά υπόλοιπα αμινοξέων της νιτρονεκτίνης μπορεί να έχουν ιδιότητες δέσμευσης σε μια πολυαμιονική πλευρά και μπορεί μερικά να έχει το φορτίο μιας πολυκατιονικής περιοχής στην οποία το μονομερές μόριο της βιτρονεκτίνης δεν είναι πλήρης. Ο παράγοντας XIIIa, μια τρανζοαμινάση καταλύει διασταυρομένους δεσμούς της νιτρονεκτίνης οι οποίοι οδηγούν στο σχηματισμό δισθενών δεσμών ανθρώπινων αίμα ολιγομερών δυναμικά τα οποία παρουσιάζουν δυναμικά διασταυρομένες περιοχές δέσμευσης σε και δύο παρακείμενες γλουταμίνες ενέχουν. Αντίδραση της βιτρονεκτίνης με τους διάφορους τύπους κολλαγόνου προτιμώντας την τριών φυσικά κατάσταση έχει επίσης ντοκουμενταριστεί. Συναγωνιστικά και μελέτες με συναγωνιστικά αντισώματα αποκάλυψαν ότι αυτό το συμπλεκτικό τμήμα του ομίλου μπορεί να ενέχεται σε δεσμούς με κολλαγόνο. Μια χαρακτηριστική εικόνα της δομής της βιτρονεκτίνης είναι οι ομολογίες προς την αιμοπηξήνη οι οποίες επαναλαμβάνονται σε άλλες πρωτεϊνες και πρώτα-πρώτα περιγράφτηκαν σε ανθρώπινη αιμοπηξίνη μία πρωτεϊνη του πλάσματος που συνδέει με την ΕΜΥ. Η αιμοπηξίνη έχει μια συμαντική δομή, αποτελείται από δυο περιοχές συνδεδεμένες με μία εύθραθστη περιοχή και οι οποίες συνοδεύεται με δεσμούς μια αλλαγή δομής της αιμοπηξίνης. Αυτό συμληρώνεται με μία κίνηση των δύο περιοχών σχετικά η μία προς την άλλη οδηγώντας προς την έκθεση των δεσμών σύνδεσης για τις προσκολλητικές ουσίες. Σε αναλογία την αιμοπηξίνη μία όμοια ένα όμοιο λειτουργικά μοντέλο έχει προταθεί για το μόριο της βιτρονεκτίνης έτσι τέτοιο που η βιτρονεκτίνη να φαίνεται λιγότερο σε δύο διαφορετικούς δομικούς τύπους. Φυσικό πλάσμα η φυσική βιτρονεκτίνη του πλάσματος δεν δεσμεύεται στην ηπαρίνη και τα γλυκοζαμινοκάνες μολονότι βιτρονεκτίνη που επεξεργάζεται με ουσία σε χαμηλό pH, ή προσροφάται στις επιφάνειες υφίσταται μια δομικά μεταβολή και εκθέτουν μία δεσμούςπρος τις πλευρές προς σύνδεσή της με ηπαρίνη και επιπλέον πλευρές επιτόπια δηλ. τα οποία είανι κριτικά στο φυσικό μόριο. Αντίθετα προς την αιμοπηξίνη το καρβοξυτελικό άκρο της βιτρονεκτίνης παρουσιάζει μόνο δύο τυπικές επαναλήψεις χωριστές από το τμήμα που συνδέει την ηπαρίνη το οποίο μπορεί να έχει από ένα κύριο επανάληψη της αιμοπηξίνης. Οι δεσμοί, Η περιοχή που δεσμεύει η ηπαρίνη, αναπαρίσταται, βρίσκεται από το 40 αμινοξέων τα οποία αίναι πλούσια σε βασικά υπόλοιπα. Αυτή είναι υπεύθυνη για τη δέσμευση της βιτρονεκτίνης στην ηπαρίνη και της γλυκαζαμινογλυκάνες. Ετεροπολικές αντιδράσεις αυτού του μοναδικής πολυκατιονικής πλευράς με το αζωτοτελικό άκρο εντοπίζει περιοχή οξειδοτική περιοχή μεταξύ των υπολοίπων 1-60 οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν άριστα στην εσωτερική σταθεροποίηση του συνολικού μορίου της πρωτεϊνης. Πράγματι η κριτική εντόπιση των δεσμών της περιοχής δεσμών ηπαρίνης στο φυσικό μόριο συγκρίνεται προς το εκτιθέμενη θέση σε επεκτεινόμενει βιτρονεκτίνη μπορεί να ενοχοποιηθεί

Πράγματι η περιοχή των κρυφών δεσμών που βρίσκεται στην περιοχή των δεσμών ηπαρίνης στο φυσικό μόριο συγκεκριμένο με τη θέση την εκτεθειμένο μόριο βιτρονεκτίνης φάνηκε ότι ενέχεται το ίδιο καλά για τις διαφορές τόσο στην άμεση σύνδεση γλυκοζαμινογλυκάνων και των άλλων προσκολλητικών ουσιών όσο και με τις λειτουργικές διαφορές των δύο τύπων της βιτρονεκτίνης υπογραμίζοντας έτσι τη δομική αστάθειά τους. Σχετιζόμενη με την ευπλαστικότητα τη δομικήευπλαστικότητα στην παρουσία των δισουλφιδικών δεσμών ανάμεσα στην κυστεϊνη 2 274 και στην κυστεϊνη 274 οι οποίες είναι επίσης

εικόνα 2. Στο οποίο είναι συμβατό με μια δομή παροδική της βιτρονεκτίνης ένα προξεσ που μπορεί να εισάγει την μετουσίωση εισάγεται από μετου σιωτικές ή αναγωγικές ουσίες οι οποίες εκτίθενται σε δεσμούς συναγωνιστικά στις πλευρές για τις β ενδορφίνες και μια δομικά εξαρτημένη μονοκλωνικά αντισώματα.' Αλωστε διεγέρτες οι οποίοι μπορούν να είναι η ηπαρίνη, η γ θρομβίνη, η θρομβίνη, η αντιθρομβίνη III και σχετικά συμπλέγματα μεταξύ των οποίων πρωτεϊνικά συμπλέγματα και στο συμπλήρωμα τελικής φάσης. Εντούτοις υψηλά γλυκοζαμινογλυκάνες που έχουν σουλφιδιδωθεί μπορούν να αυξήσουν in vitro την διασταυρούμενη σύνδεση νιτρονεκτίνης 

εισάγοντας την αποδοχή των ήδη των περιοχών των φορτομένων εισάγοντας την ταυτόχρονη αποδοχή των δύο φορτισμένων περιοχών της  στη διάρκεια εξέλιξης στηριγμένες στην in vitro δεδομένα. Ο εκτεταμένος τύπος της βιτρονεκτίνης πιστεύεται ότι είναι

Στηριγμένοι λοιπών σε in vitro δεδομένα διαπίστωσαν ότι ο εκτεταμένος της βιτανεκτίνης βρίσκεται σε μια δομική προτιμώμενη κατάσταση του μορίου κυρίος όταν σχετίζεται αυτό με την εξωκυττάρια μήτρα.Μολονότι συντίθεται στο ή σαν μια απλή αλυσίδα γλυκοπρωτεϊνική μερικά αποδομώμενη σε δύο αλυσίδες βιτρονεκτίνης Μ.Β. 65.000 και 10.000 οι οποίες προέρχονται από περιορισμένη πρωτεόλυση στην αργινίνη 375 και άλλα 379 και άλλα 379 και άλλα 380 περιοχή βρέθηκε να ποικίλουν σε ένα ποικίλοντα βαθμό στην κυκλοφορία. Η κατανομή των μοριακών και των δύο μοριακών τύπων της βιτρονεκτίνης βρέθηκε στο πλάσμα σε διάφορα υγιή άτομα τα οποία στα αθροιστικά εξήγησαν και ήσαν συμβατά με το ισοζύγιο των δύο . Πράγματι μία αντίστοιχη γενετικός διμορφισμός δύουπολοίπων από το κόψιμο της πλευράς βρισκόταν κάτω από την κομμένη πλευρά όπως δείχνει η εικόνα 1β μπορεί να επιρεάζει την πρωτεολυτική ευαισθησία της βιτρονεκτίνης και να φαίνεται σαν υπεύθυνη για την εμφάνισητων δύο μορφών της βιτρονεκτίνης στο ανθρώπινο πλάσμα. Η υπεύθυνη θέση με αυτήν την τροποποίηση που παίρνει μέρος σ'αυτήν την τροποποίηση δεν φαίνεται να έχει τακτοποιηθεί in vivo. Αλλ'ά πλασμίνη ή άλλες θρυψίνες όμοια ένζυμα in vitro προσδένονται αρχικά στην βιτρονεκτίνη σ'αυτές τις πλευρές. Στο άνθρακα τελικό άκρο της περιοχής που συνδέει η ηπαρίνη μία δυναμική, μία πλευρά δυναμικής φωσφορυλίωσης εντοπίζεται έτσι με αυτόν τον τρόπο η βιτρονεκτίνη μπορεί να φωσφορυλιά in vitro με την παρουσία του  ATP από μία πλασματική πρωτεϊνική κινάση. Εντούτοις εάν το κυκλικό ΑMP , ο τρόπος ο εξαρτώμενος από το κυκλικό AMP σε ένα μιας πρωτεϊνικής κινάσης προερχόμενης από τα αιμοπετάλια φαίνεται εκλεκτικά να φωσφορυλιώνει τη νιτρονεκτίνη στο PRP και στο ίδιο δεσμό 338.

Πώς αυτή τροποποίηση της νιτρονεκτίνης μπορεί να έχει συνέπειες για τις λειτουργικές για τις εμβρυϊκές δραστηριότητες χρειάζεται περισσότερο ανάλυση.

 

            Κατανομή της βιτρονεκτίνης

 

Η βιτρονεκτίνη βρίσκεται στην κυκλοφορία σε μια συγκέντρωση 0,25 - 0,45 mg/ml και επίσης στο ενάμιο υγρό και στα ούρα.  'Οπως το ινωδογόνο και η φιμπρονεκτίνη , η συγκέντρωση της βιτρονεκτίνης στον ορό δεν είναι  σημαντική από αυτόν του πλάσματος μετά από τη λήψη του αίματος. Η βιτρονεκτίνη του πλάσματος προέρχονται κυρίως από το ήπαρ αλλά αιμοπετάλια, μεγακαρυοκύτταρα και μονοκύτταρα-μακροφάγα επίσης περιέχουν μια ανοσοχημική ταυτόσημη πρωτεϊνη. Με την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων η βιτρονεκτίνη αποτελεί περίπου 1% των απελευθερούμενων πρωτεϊνών και βρέθηκε να εκκρίνεται με διάφορους μουλτιμερείς πολυμερείς τύπους. Καλλιέργειες κυττάρων ηπατώματος είναι μια μεγάλη πηγή νιτρονεκτίνης πάνω από 0,5 mg/10 6 κύτταρα στο 24ωρο βρέθηκαν. Επιπρόσθετα άλλα κύτταρα καλλιεργειών όπως τα μεοσθηλιακά κύτταρα, τα μυϊκά κύτταρα, τα κύτταρα λείων μυϊκών ινών αρτηριών ή κύτταρα κυλιογαστρώματος έχουν ότι  συνθέτουν και εκκρίνουν βιτρονεκτίνη ενώ άλλα μη κυτταρικής σειράς μη ηπατικής σειράς κύτταρα δεν παράγουν. Διάφορες ανοσοφθορίζουσες μελέτες υποδήλωσαν ότι η εναπόθεση βιτρονεκτίνης στο ινώδες μοντέλο συνδετικών ιστών όπως του πνεύμονα, του στόματος και των σκελετικών ινών του νεφρού και της καλυπτήριας επιφάνειας όλων των αγγείων σε σχέση με την δερματική δραστικούς δερματικές δραστικές ίνες του δέρματος όπως επίσης του νεφρικού παρεμχύαμτος και τοιχώματος των αγγείων. 'Οχι βέβαια όπως η φιμπρονεκτίνη,η βιτρονεκτίνη φαίνεταινα είναι από τη βασική μεμβράνη των περισσότερων μελετών ιστών εκτός από τη ασθένεια των νεφρικών σωληναρίων, τη βασική μεμβράνη των νεφρικών σωληναρίων. Αυτές η πληροφορίες απέδειξαν ότι ακριβή ποσά βιτρονεκτίνης μπορούν να αναποτεθούν σε πλευρές μακρυά βιοσύνθεσης του οργανισμού φανερώνοντας ότι το προσκολλητικό συστατικό δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι ένα ακέραιο συστατικό της εξωκυττάριας μήτρας όπως η φιμπρονεκτίνη. Ακόμα η βιτρονεκτίνη βρέθηκε να συντοπίζεται με τη συσσωρευμένα συμπλέγματα του συμπληρώματος στα νεφρά, στο νεφρικό ιστό από ασθενείς με σπειραματονεφρίτιδα. Επίσης σε ινώδη και νεκροτική εναπόθεση της αθηροσκληροτικής πλάκας του αίματος βρέθηκε η νιτρονεκτίνη. Τα τελευταία δεδομένα σημειώνουν ότι ένας πιθανός αλλά μέχρι τώρα μη χαρακτηρισμένος ρόλος της βιτρονεκτίνης είναι αυτός της παθογένεσης της αρτηριοσκληρωτικής πλάκας. Ο μηχανισμός της εναπόθεσης της εξωγενούς νιτρονεκτίνης από την κυκλοφορία ή από τα υγρά σε διάφορους ιστούς ή σε κύτταρα καλλιεργιών αντίστοιχα παραμένουν μη σαφείς προς το παρόν. Εντούτοις η αντίδραση νιτρονεκτίνης με γλυκοζαμινογλυκάνες και με διάφορους τύπους κολλαγόνου όπως των τρανσγλουταμινασών/παράγοντας XIIIα είναι αντίδραση η οποία φαίνονται να λαμβάνονται το ίδιο σε in vivo δεδομένα. Μία πλήρη γενετική έλειψης της φιμπρονεκτίνης μέχρι στιγμή δεν έχει παρατηρηθεί. Εντούτοις με πάνω 50% ελλάτωση της φιμπρονεκτίνης του πλάσματος δεν. Στα επίπεδα της φιμπρονεκτίνης του πλάσματος έχει διαγνωστεί σε ασθενείς που υποφέρουν από διάχυτη ενδαγγειακή πήξη και χρόνια ενεργό νόσοτου ήπατος.

Η εικόνα 1α παριστά τη δομή της βιτρονεκτίνης αρχίζοντας από το αζωτοτελικό άκρο με τις διάφορες περιοχές, την περιοχή σύνδεσης της ηπαρίνης, τις δυο ομολογίες που αναπαριστούν τις αλυσίδες της αιμοπηξίνης και την περιοχή της γλυκοπρωτεϊνης της μεμβράνης. Επίσης μέσα στην εικόνα 1β φαίνεται η αλληλουχία των αμινοξέων που υπέρχει στην περιοχή της σύνδεσης της ηπαρίνης. Στην εικόνα 2 υπάρχει μία υποθετική μοντέλο της δομικής παρουσίας του μορίου της φιμπρονεκτίνης.

 

                  Βιολογικός ρόλος της βιτρονεκτίνης στην αιμόσταση                 

    

    Ο βιολογικός ρόλος της βιτρονεκτίνης στην αιμόσταση οφείλεται στην δομή με πολλαπλές περιοχές καθώς επίσης και στο πρόγραμμα σύνδεσης με διάφορες προσκολλητικές ουσίες σε διάφορες πλευρές σύνδεσης οι οποίες είναι πολύ πιθανόν να αυξάνουν την ικανότητα να διατηρεί διαφορετική δομή η βιτρονεκτίνη φαίνεται να είναι μία προσκολλητική ουσία με πολλαπλές αντιδράσεις στο αίμα, στο τοίχωμα των αγγείων αλλά επίσης και στις σφαιροκυτταρικές πλευρές . Η βιτρονεκτίνη συμμετέχει στο να εκφράζει διάφορες να εκφρασθούν διάφορες ρυθμιστικές λειτουργίες της πήξης, της ινωδόλυσης ή ενεργοποίησης του συστήματος των πλασμινογόνου στη γενετική αλλά και στη γενικά αλλά και στην έκφραση ιδιοτήτων προπηκτικών προσόμοια προπηκτικών ή και των

Είναι λοιπών η βιτρονεκτίνη μια ένα μόριο προσκολλητικών λειτουργιών. Η παρουσία της ελέγχεται από

Ο έλεγχος λοιπών της λειτουργίας του συστήματος της αιμόστασης στην αρχική φάση εξαρτάται από την προσκολλητικότητα των κυττάρων όπως είναι τα αιμοπετάλια, τα ενδοθηλιακά κύτταρα που προσκολλώνται στις εξωκυττάριες μήτρες και αυτό το φαινόμενο είναι κεντρικό για το σχηματισμό του αιμοστατικού θρόμβου και σε σε τροπικό αλλά και κυρίαρχα κεντρικό, σε τοπικό αλλά και σε διατήρηση της κυτταρικής συμμετοχής της ακεραιότητας των ιστών και της εξωκυττάριας αναγνώρισης διαδικασιών άλλων βιολογικών συστημάτων. Η παρουσία της βιτρονεκτίνης στην τοπική προσκόλληση κυττάρων καλλιεργιών κυττάρων έχει αποδειχθεί με ανοσοφθορίζουσες τεχνικές και έχει προσδιορισθεί με χαρακτιριστικές κατανομές των ιντεγκρινών. Η κυτταρική, η δραστηριότητα της κυτταρικής πρόσδεσης της νιτρονεκτίνης οδηγεί στην σύνδεσης με τα επίπεδα της περιοχής η οποία επίσης πραγματοποιείται με άλλες προσκολλητικές γλυκοπρωτεϊνες όπως είναι η φιμπρονεκτίνη, το ινωδογόνο, ο παράγοντας Willebrand, η θρομβοσκολίνη, η αμινίνη, το κολλαγόνο και τα οποία αναγνωρίζονται από έναν σημαντικό αριθμό μειντεγκρινών. Μια ποικιλία των κυτταρικών τύπων που εκφράζουν αυτούς τους υποδοχείς και αυτοί οι οποίοι υπάρχουν και συντίθενται από μη σχετιζόμενες α και β υποομάδες οι οποίες υπάρχουν 50% σε δομικές ομολογίες μεταξύ των διαφόρων ομάδων και της συσχέτισής τους με διεθνή κατιόντα η οποία πριμοδοτείται με τη συσχέτιση τους με διεθνή κατιόντα . Τα προκύπτοντα ετεροδιμερή όχι μόνο εκφράζουν διάφορες προσκολλητικές και αναγνωρίζουν διάφορες προσκο-λλητικές συνδέσεις αλλά επίσης συνδέουν με διαφορετική συγγένεια και σε ξεχωριστές πλευρές μεταξύ προσκολλητικών ουσιών και η πολλαπλότητα των περιοχών αναγνώρισης της σύνδεσης δεν είναι απλή αντανάκλαση της του κυτταρικού τύπου ειδικότητας των διαφορών, των διαφορών των ειδικών διαφορών του κυτταρικού τύπου. Δύο συγκεκριμένα μέλη του β3 υποοικογένεια η γλυκοπρωτεϊνη 2β3α, το σύνδρομο το σύμπλεγμα δηλ. της γλυκοπρωτεϊνης 2β3α ή α2ββ3 και οι υποδοχείς της νιτρονεκτίνης ή αλοιώς ανβ3 εκφράζονται από ένα περιορισμένο αριθμό κυτταρικών τύπων που σχετίζονται με το σύστημα της αιμόστασης όπως είναι τα μεγακαρυοκύτταρα, τα αιμοπετάλια και τα ενδοθηλιακά κύτταρα και αναγνωρίζουν τη βιτρονεκτίνη μεταξύ διαφόρων προσκολλητικών συνδέσμων παρά το ότι α5β1 αποτελούν τηνκλασσικό υποδοχέα της βιτρονεκτίνης. Στηριγμένοι σε μελέτες in vitro όπως ιστοχημικές πληροφορίες έχουν υπομνησθεί από ιστοχημικές πληροφορίες η παρουσίατης βιτρονεκτίνης σαν μια προσκολλητική γλυκοπρωτεϊνη μεταξύ του τοιχώματος των κυττάρων φαίνεται να ντοκουμεντάρεται από διάφορους ερευνητές.Μολονότι τα ενδοθηλιακά αγγειακά κύτταρα των αγγείων δεν είναι υπεύθηνα για την διατήρηση για τη παρατεταμένη de novo σύνδεση της βιτρονεκτίνης. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η κυκλοφορούσα βιτρονεκτίνη μπορεί να προέρχεται να μεταφέρεται στο κυτταρικό τοίχωμα μέχρι στιγμής άγνωστες διαδικασίες. Στο μικροπεριβάλλον η δέσμευση της βιτρονεκτίνης στους υποδοχείς των ενδοθηλιακών κυττάρων ειδικά της προς τους υποδοχείς της βιτρονεκτίνης ανβ3 ιντεγκρίνη είναι έχει δειχθεί ότι είναι υπεύθηνη για την διευκόλυνση της πρόσδεσης και του απλώματος αυτών των κυττάρων στους υπεύθηνες για την προσκόλληση πρωτεϊνες οι οποίες περιέχουν συμπλέγματα νιτρονεκτίνης. Ενώ το ινωδογόνο και ο von Willebrand factor

Μολονότι  το ινωδογόνο και ο παράγοντας Willebrand συναγωνίζονται την νιτρονεκτίνη μόνο η φιμπρονεκτίνη μπορεί να ανστέλει τη σύνδεση της βιτρονεκτίνη στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Επίσης η βιτρονεκτίνη φαίνεται να εισάγουν ανεξάρτητα και να οργανόνουν τις αντίστοιχες πλευρές σύνδεσης συμπλέγματα με τις ιντεγκρίνες στη διάρκεια της αρχικής πρόσδεσης και σε ενδοθηλιακά κύτταρα καλιεργειών. Αυτό δείχνει τη διαφορά της ειδικότητας των δύο προσκολλητικών συνδετικών ουσιών για την α προς τους αντίστοιχους υποδοχείς του στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Εντούτοις μια ποοδευτικ'η αντικατάσταση της τοπικής επαφής που περιέχει φιμπρονεκτίνη υποδοχείς φιμπρονεκτίνης δηλ. α5β1 ιντεγκρίνη με την έκθεση τους σε υποδοχείς βιντρονεκτίνης, δηλ. α3β3 ιντεγκρίνη σημειώνεται κάτω από φυσιολογικές καλλιέργειες κυττάρων να υποδηλώνουν ότι η ανβ3 βιτρονεκτίνη αντίδραση είναι η κύρια σύνδεση κυττάρων προς την μήτρα προς την εξωκυττάρια μήτρα σε τοπικές προσκολλητικές επιφένειες, σε τοπικήπροσκόλληση των ενδοθηλιακών κυττάρων. Είναι δεν έχει διασαφηνιστεί προς το παρόν σε ποιά έκταση η νιτρονεκτίνη συμμετέχει στις συνεχείς των ενδοθηλιακών κυττάρων προς τις εξωκυττάριες μήτρες τους ή από που η βιτρονεκτίνη πώς η βιτρονεκτίνη συμμετέχει στη διατήρηση της τοιχωματικής ακεραιότητας της μονόσιβης επιφάνειας των κυττάρων.

Σε αντίθεση με τα ενδοθηλιακά κύτταρα η ανβ3 υποδοχείς των αιμοπεταλίων δεν είναι μια μειζονα ιντεγκρίνη και δεσμοί της σύνδεσης της βιτρονεκτίνης ή της θρομβοσπονδίνης στα μη ενεργοποιημένα αιμοπετάλια μπορεί να σχετίζονται με την ενεργοποίηση ανεξάρτητης πρόσδεσης των αιμοπεταλίων στις προσκολλητικές πρωτεϊνες. Αντίθετα η α2Β-β3 ιντεγκρίνη αποτελεί έναν υποδοχέα ο οποίος εξαρτάται από την ενεργοποίηση αρκετών προσκολλητικών συνδέσμων περιλαμβανομένων και του ινωδογόνου, ο Willebrand factor της νιτρονεκτίνης, της φιμπρονεκτίνης. 'Ετσι η ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων από διαφόρους αγωνιστές αυξάνει τουλάχιστον πάνω από 10 φορές την ικανότητα δέσμευσης της βιτρονεκτίνης σ'αυτά. Ενώ επίσης ένα μέρος του της μιτρονεκτίνης που προέρχεται από τα αιμοπετάλια μπορεί να συσσωρεύεται στα

αιμοπετάλια.

         Η βιτρονεκτίνη μπορεί μόνο μέ τρία να συμμετέχει στην έναρξη της προσκόλληση των αιμοπεταλίων στην υπενδοθηλιακή στοιβάδα όπως μελετήθηκε σε συνθήκες χαμηλής διατμητικής δύναμης σε συστήματα ροής. Η προσκόλληση των ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων στην υπενδοθηλιακή στοιβάδα και συνεπώς ο σχηματισμός του θρόμβου μελετήθηκε και σε υψηλή σε συνθήκες υψηλής διατμητικής δύναμης σε ένα σύστημα ροής που φαίνεται να εξαρτάτε από το ινωδογόνο αλλά από την αντίδραση α2β3 ιντεγκρίνης με τον von Willebrand factor και πιθανώς με την νιτρονεκτίνη. Επιπρόσθετα με αυτές τις αξιόλογες ιντεγκρίνες τις αντίδρασεις της αιμόστασης συμμετέχουν οι ανβ5 και ανβ1 ετερδιμερή ιντεγκρίνες οι οποίες βρίσκονται στα διάφορα προσκολλητικά κύτταρα προφανώς υπεύθηνες για την ταχύτητα και ειδική προσκόλληση της στην νιτρονεκτίνη. Πειραματικές αποδείξεις στηριζόμενες στη συνθετική ανάλυση των φωσφορολιτικών λακών έδειξαν ότι η πλειοψηφία της μη ιντεγκρινικής υποδοχέων της εξωκυττάριας μήτρς περιλαμβάνει διάφορους τύπους πρωτεογλυκάνες επιφανείας επιφανειακές πρωτεογλυκάνες διαφίρων κυττάρων. Η οποία φαίνεται να είναι κριτικής σημασίας για την εγκαθίδρυση μιας σταθερής τοπικής προσκόλλησης σε προσκολλητικούς συνδέσμους όπως είναι η φιμπρονεκτίνη και η λαμινίνη, οι οπίες περιέχουν περιοχή δέσμευσης της ηπαρίνης. μολονότι η βιτρονεκτίνη περιέχει επίσης μια περιοχή υψηλής συγγένειας για μια περιοχή δέσμευσης των ηπαρινών υψηλής συγγένειας εντούτοις εκτός από

αντιδρά με διαφορετικές μόρια προσόμοια της ηπαρίνης

τα οποία περιλαμβάνονται στο τοίχωμα των αγγείων όπως είναι

Μάλιστα η σύνθεση των πρωτεογλυκανών στούς υποδοχείς της εξωκυττάριας μήτρας φαίνεται να είναι δύσκολη και δεν έχει παρατηρηθεί. Επίσης σημειώνεται εκτός των άλλων ότι είναι κριτικής σημασίας για τις αντιδράσεις με τις πρωτεογλυκάνες οι οποίες εκτίθενται στην περιοχή της δέσμευσης των ηπαρινών της βιτρονεκτίνης για να σχηματίζουν τετραμελή σύμπλεγμα μεταξύ βιτρονεκτίνης θρομβίνης, αντιθρομβίνης ΙΙΙ συμπλέγματα, τα οποία κάτω από άριστες συνθήκες αντίδρασης παράγουν θρομβίνη στο πλάσμα ακολουθούμενα από την πήξη του αίματος. Αυτό το τετραμερές σύμπλεγμα δεσεύται με θαυμαστή συγγένεια διαμέσουπλευράς εξαρτημένης από γλυκοζαμινογλυκάνες επάνω στην επιφάνεια των ενδοθηλιακώνκυττάρων σε καλλιεργητικά υλικά. 'Οπως έχει παρατηρηθεί για την θρομβοσπονδίνη. Επιπλέον σ'αυτά τα υψηλού   συμπλέγματα βιμπρονεκτίνης παραμένει η δραστηριότητα πρόσδεσης να είναι εξαρτημένη από την περιοχή. Με άλλα λόγια το σύμπλεγμα του συμπληρώματος μπορεί να διευκολύνει προσκόλληση και άπλωμα των ενδοθηλιακών κυττάρων με την βιτρονεκτίνη. Αυτές οι πληροφορίες δείχνουν ότι η βιτρονεκτίνη μπορεί να παρέχει συναγωνιστική δυναμική συναγωνιστική αντίδραση με ιντεγκρίνες και μη ιντεγκρίνες σε με ιντεγκρινικής και μη ιντεγκρινικής σύνθεσης υποδοχής των επιφανειακούς υποδοχείς των κυττάρων στις πλευρές της βλάβης του τοιχώματος του αγγείου, σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις ή σε πληγές φυσιολογικού ιστού όπως αυτά τα μακρομόρια τα μακρομοριακά συμπλέγματα φαίνονται πολύ πιθανό να συσσωρεύονται.

 

 

                Αντίδραση της βιτρονεκτίνης με την ηπαρίνη

Σερινικές ανασταλτές.

Ανασταλτές της σερινικής πρωτεάσης δηλ. της υπεροικογένειας των σερπινών παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στα σπονδυλωτά με περιορισμένη άμεση περιορίζοντας την άμεση έκταση της αντίδρασης των σερινικών πρωτεασών και συνεπώς να σχηματίζουν στοιχειομετρικά ισοσθενή συμπλέγματα με τα αντίστοιχα ένζυμα στόχους. Διάφοροι γλυκοζαμίνες είναι δυναμικοί συμπαράγοντες δραστικών οι οποίοι λαυάνουν δραστικά το βαθμό της αναστολής της θρομβίνης και άλλων ενζύμων της πήξεως και  η ηπαρίνη έχει έτσι βρεθεί ότι εφαρμόζεται σαν ένα αντιπηκτικό φάρμακο. Χάρη σε αυτήν την ιδιότητα της παρουσίας ενός δυναμικού δεσμού ηπαρίνης διάφορες πραγματικές πρωτεϊνες περιλαμβανομένων της βιτρονεκτίνης, του 4ου αιμοπεταλιακού παράγοντα, της ιστιδίνης της γλυκοπρωτεϊνης της πλούσιας σε ιστιδίνη αλλά και του αμινοειδούς συστατικού του Τ ορού πιστεύεται να εξουδετερώνουν την μεγιστοποιά δράση των ηπαρινοειδών in vivo. Η νιτρονεκτίνη δρά σαν ένα μη συναγωνιστικός αναστολέας για την επιτάχυνση αντιδράσεων ηπαρίνης-θρομβίνης ή ενεργοποιημένου παράγοντα  X με την αντιθρομβίνη III και συνεπώς προφυλάσει τα ένζυμα από την ταχεία αδρανοποίησή τους. Σε ένα περιβάλλον υγρό το πλάσμα μπορεί μα εξουδετερώνει μόνο μέτρια την δραστηριότητα της νιτρονεκτίνης σε ότι αφορά την καταλυτική επίδραση της ηπαρίνης στο σύμπλεγμα θρομβίνης-νατιθρομβίνης ΙΙΙ ή παράγοντες

Η θρομβίνη με τον παράγοντα ΙΙ της ηπαρίνης αντιδράσεις έχουν σημειωθεί οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι η βιτρονεκτίνη του πλάσματος κύρια διατηρεί τη φυσική της δομή. Συνεπώς η απομόνωση της βιτρονεκτίνης από το πλάσμα περισσότερο από ποτέ καταλήγει στο καθαρισμό περιοχών ή τύπων που δεν συνδέουν ηπαρίνη. Επειδή ύστερα από τη μετουσίωση με ουσία των περισσοτέρων εάν και όχι όλων ή όχι όλης της βιτρονεκτίνης μπορεί αυτή να προσροφάται επάνω σε μια μήτρα ηπαρίνης. Είναι δεν είναι σαφές προς το παρόν γιατί μικρά μέρη της περιοχής ή του τύπου που συνδέουν την ηπαρίνη στη βιτρονεκτίνη του πλάσματος αναγεννώνται με περιορισμένο πρωτεολιτικό κόψιμο, ή άλλες τροποποιήσεις αλλά η εκτεταμένη αδρανοποίηση της ηπαρίνης στο πλάσμα φαίνεται να είναι σύγκριση με τις υποβληθείσες πρωτεϊνες. Οφείλεται στην άμεση in vitro σύνδεση της βιτρονεκτίνης σε μια υψηλά σε μια περιοχή σε μια ηπαρίνη γλυκοζαμινογλυκάνη περιοχή σουλφιδριωμένη όπως είναι η ή η θειϊκή εξάνη όχι όμως και η δερματίνη, η χονδρολιτίνη, η κερατάνη, η θειϊκή κερατάνη οι οποίες διαφοροποιούν την εξουδετέρωση των ενζύμων με αντιδράσεις αναστολής με τη μεσολάβηση της αντιθρομβίνης ΙΙΙ ή συμπαρράγοντα ΙΙ της ηπαρίνης. Επίσης μηχανιστικές διαφορές στην αντίδραση μικροζαμινογλυκάνες υπάρχουν μεταξύ της βιτρονεκτίνης και άλλων εξουδετερωτικών πρωτεϊνών. μόνο η βιτρονεκτίνη απαιτεί να υφίσταται μια δομή στην έκθεση της περιοχής της ηπαρινικής δέσμευσης περιοχής και ούτε ο 4ος αιμοπεταλιακός παράγοντας ούτε η γλυκοπρωτεϊνη η πλούσια σε ιστιδίνη εξουδετερώνουν μικρά μικρού μοριακού βάρους πολυσακχαρίδες που έχουν προέλθει από την ηπαρίνηκαι την αντιπηκτική τους δραστηριότητα. Αυτό δείχνει ότι βιτρονεκτίνη άμεσα συναγωνίζεται με τις σερτίνες για την δέσμευση σε πλευρές επάνω στις αλυσίδες ολιγοσακχαριδών. Είναι απίθανο η γλυκοπρωτεϊνη η πλούσια σε ιστιδίνη,η βιτρονεκτίνη, και ο 4ος αιμοπεταλιακός παράγοντας να εξουδετερόνουν αμέσως ταχύτατα την θειϊκή επαράνη που προέρχεται από το τοίχωμα των αγγείων και αυτά τα δεδομένα μπορεί να σχετίζονται με μια τροποποίηση της αντιπηκτικής δραστηριότητας της ηπαρινικής αντιπηκτικής δραστηριότητας που προτάθηκε και που εκφράζεται στην πλευρά του ενδοθηλίου in vivo.

                  

               Τετραμερή συμπλέγματα βιτρονεκτίνης, θρομβίνης                 

                              και σερπινών

Φαίνεται απίθανο ο 4ος αιμοπεταλιακός παράγοντας και η γλυκοπρωτεϊνη η πλούσια σε ιστιδίνη, να έχουν όμοια συμπεριφορά με την νιτρονεκτίνη η οποία βρέθηκε να σχετίζεται με διαφορετικά θρομβίνης-σερπίνηςσυμπλέγματα και μάλιστα σε τετραμερή παράγοντα τα οποία σχετίζονται με μια επιπρόσθετη τροποποιητική μορφή της βιτρονεκτίνης στη διάρκεια της πήξης η οποία ουσιαστικά παρατηρείθηκε στον ορό

             Η ειδικότητα της αντίδρασης ανάμεσα στη βιτρονεκτίνη κ, ανάμεσα στα συμπλέγματα βιτρονεκτίνης και θρομβίνης-σερπίνης έχει ντοκουμενταρισθεί απότο γεγονός ότι μόνο θρομβίνη-αντιθρομβίνη ΙΙΙ συνδέεται σε βιτρονεκτίνη σε στον ορό. Ισοζύγια καθίζησης και υπερφυγοκέντρισης απόδειξαν ένα μήκος περίπου 350.000      για ένα τέτοιο τετραμερές σύμπλεγμα βιτρονεκτίνης, θρομβίνης-αντιθρομβίνης ΙΙΙ . Με άλλα λόγια υψηλού Μ.Β. παράγογα έχουν βρεθεί όταν η αντιθρομβίνη ΙΙΙ αντικαθίσταται με τον συμπαράγοντα ΙΙ της ηπαρίνης ή με την μεξίνη 1 πρωτεάση είναι ταυτόσημη

εμπλέκονται σε γενικές ανασταλτικές λειτουργίες της βιτρονεκτίνης για τα συμπλέγματα θρομβίνης-σερπινών. Η ανάλυση αυτών των μορίων κάτω από συνθήκες μετουσίωσης αποκάλυψε μια σταθερά μια σταθεροποίηση με ανταλλαγή δισουλφιδικών δεσμών κυρίως ανάμεσα στη βιτρονεκτίνη και στο συστατικό της θρομβίνης εκεί που το η αντίστοιχη σερπίνη εξασκεί μεταβολές στον αριθμό και στη θέση των κυστεϊνών της. Αυτά τα δεδομένα αντιστοιχούν με προηγούμενες παρατηρήσεις στις οποίες Μ.Β. τύποι της αντιθρομβίνης σχετίζονταν με συσσωματώματα θρομβίνης -αντιθρομβίνης ΙΙΙ στον ορό. Χάρη στη δομική σχέση της βιτρονεκτίνης στο σχηματισμό του τετραμερούς συμπλέγματος η έκθεση των δεσμών της περιοχής που δεσμεύει ηπαρίνη μετατρέπει αυτά τα παράγογα σε δυναμικούς ανασταλτές της ηπαρίνης όπως φαίνεται να είναι τα συμπλέγματα θρομβίνης- σερπίνης και μάλιστα σε ικανοποιητικές ποσότητες in vivo. Αυτά τα συμπλέγματα φαίνεται να καταβολίζονται ταχύτατα ένα δεδομένο ότι είναι έμμεσος καταβολισμός από σε in vivo μελέτες κάθαρσης της χρησιμοποίησης του συμπλέγματος θρομβίνης-αντιθρομβίνης και επακόλουθη συσσώρευση στο ήπαρ. Εντούτοις δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το μηχανισμό αναγνώρισης τον εξαρτώμενο από τη βιτρονεκτίνη αναγνώριση η οποία μπορεί να είναι ικανά ανάλογη αναλογική σε μια αντίδραση αιματοξίνης με τα ηπατοκύτταρα. Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι ειδικές δεσμοί εξαρτημένοι από γλυκαζικάνες του τετραμερούς συμπλέγματος δεσμεύονται στο μονόστιβο επιφάνεια ενδοθηλιακών κυττάρων με μια προσόμοια συγγένεια της αντίδρασης βιτρονεκτίνης ηπαρίνης έχει αποδειχθεί , δείχνοντας ένα πιθανό ρόλο για το τοίχωμα των αγγείων στην κάθαρση αυτών των παραγώγων. Πιθανά προσκολλητικές ιδιότητες της τροποποιημένης θρομβίνης η οποία έχει ένα δεσμό προς μια ιντεγκρίνη συνδεόμενη με ένα επίτοπο και επιπρόσθετη δραστική πλευρά ανεξάρτητα της μιτογόνας ιδιότητας των πρωτεασών , μπορεί  πολύ καλά να αντιδρά σε συνδιασμό και να διευκολύνει την τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων στις πλευρές της βλάβης του τοιχώματος των αγγείων όπου αυτά τα τετραμερή συμπλέγματα είναι πάρα πολύ πιθανό να συγκεντρώνονται.

 

 

                                   Ρυθμιση της ινωδόλυσης

 

      'Ενας ανασταλτής της ενεργοποίησης του πλασμινογόνου ο   τύπου Ι παράγεται κυρίως από τα ενδοθηλιακά κύτταρα από μια ποικιλία της κυτταρικής σειράς που βρίσκεται στα αιμοπετάλια δρά κυρίως σαν ένας ταχύς ανασταλτής τόσο των ιστικού τύπου ενεργοποιητών του πλασμινογόνου όσο και της ουροκινάσης τύπου ενεργοποιητές του πλασμινογόνου    .

Ο PAI είναι βρέθηκε να είναι στην κυκλοφορία επίσης σαν μια βραδεία με μια ημιδιάρκεια ζωής 3 ώρες στούς 37 βαθμούς C  και σε μια δραστική μορφή ενώ η πλειοψηφία του PAI Ι εναποτήθεται στην ενδοθηλιακή στοιβάδα φαίνεται να είναι σταθερή και ενεργός. Πρόσφατες μελέτες από διάφορες ομάδες  έδειξαν ότι σε αντίθεση με τα συμπλέγματα θρομβίνης-σερπίνης η βιτρονεκτίνη μπορεί άμεσα να δεσμεύεται στους ανασταλτές ενεργοποίησης του πλασμινογόνου ειδικά στον ΡΑΙ 1 και κατά συνέπεια να αποτελεί ένα μείζονα αν όχι τον αποκλειστικό πρωτεϊνικό δεσμό , πρωτεϊνική σύνδεση με αυτόν τον ανασταλτή. Σαν μια λειτουργική συνέπεια η βιτρονεκτίνη αυξάνει την in vitro ημιδιάρκεια ζωής του ΡΑΙ 1 2-4 φορές και πολύ πιο σημαντικά σχετίζεται η βιτρονεκτίνη στις εξωκυττάριας μήτρας διατηρεί και σταθεροποιεί τον ανασταλτή στην υπενδοθηλιακή στιβάδα in vitro. Η παρουσία της βιτρονεκτίνης σχετικής με την εξωκυττάρια μήτρα φαίνεται να είναι προαπαιτούμενο ως επακόλουθο της εναπόθεσης του ΡΑΙ 1 στο υπόστρωμα στην αύξηση του υποστρώματος του ενδοθηλίου και άλλων κυττάρων αφού η βιτρονακτίνη δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλες φωσφολιπιδικές γλυκοπρωτεϊνες. Σχετικά με την αντίδραση βιτρονεκτίνης ΡΑΙ 1 , το σύμπλεγμα της βιτρονεκτίνης-ΡΑΙ 1 με την αντίστοιχη στόχο πρωτεάση

το διμερές σύμπλεγμα διαχωρίζεται με μια ανάλογη εμφάνιση αδρανούς ενζύμου ΡΑΙ 1 παράγωγα. Η αντίδραση ΡΑΙ 1-βιτρονεκτίνης φαίνεται να μπορεί να προταθεί να έχει δομικές βασική δομική λειτουργική σημασία για την πρωτοπαθή για την αρχική φάση της ενεργοποίησης της πήξης του αίματος στο τοίχωμα των αγγείων. Η βιτρονεκτίνη σταθεροποιώντας τον ΡΑΙ 1 από και τα δυο και από τον ΡΑΙ 1 που απελευθερώνεται από τα αιμοπετάλια αλλά και αυτόν που σχετίζεται εξωκυττάρια μήτρα των ενδοθηλιακών κυττάρων και είναι αποδεκτή και βρίσκεται επάνω στην άκρη του τοιχώματος των αγγείων μπορεί αποτελεσματικά να ελέγχει τους ενεργοποιητές του πλασμινογόνουπάνω σε αυτές τις πλευρές μα σκοπό να ελέγξει τις αρχικές προπηκτικές απαντήσεις του μικροπεριβάλλοντος. Εντούτοις, επιπλέον προσκόλληση σε πλευρές πλούσιες βιτρονεκτίνης-ΡΑΙ 1 μπορεί να προφυλάγονται οι πλευρές αυτές από την πρωτεόλυση. Είναι πιθανό διασταυρούμενοι δεσμοί βιτρονεκτίνη με την τρανσγλουταμινάση δηλ. με τον παράγοντα XIIIα στη διάρκεια αυτής της φάσης μπορεί να μην επιρεάζουν την αντίδραση βιτρονεκτίνη-ΡΑΙ 1. Διαχωρισμός του ΡΑΙ 1 από τη δέσμευσή του με τη βιτρονεκτίνη σε ένα αργότερη φάση η διάρκεια του αιμοστατικού μπορεί να συσσώρευση του

ή με ακόμη μη αχαρακτήριστες διαδικασίες μη καλά αναγνωρισμένες διαδικασίες όπως αυτά της λύσης του αιμοστατικού θρόμβου. Ο ΡΑΙ 1 έχει επίσης ταυτοποιηθεί σαν ένας συμπαράγοντας της ηπαρίνης και δεδομένα από την κινητική του δείχνουν ότι το ίδιο καλά ότι η ηπαρίνη και η βιτρονεκτίνη μπορεί να μεταβάλουν δραστικά την ειδικότητα του ΡΑΙ 1 για τα ένζυμα στόχους του όπως είναι το

'Ετσι ώστε όλη η θρομβίνη να γίνεται να αναγνωρίζεται και κατά συνέπεια να εξουδετερώνεται από τοα ΡΑΙ 1. Η νιτρονεκτίνη συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας νέος πρωτεϊνικός συμπαράγοντας της λειτουργίας των σερπινών. Μολονότι όλος ο βαθμός αναστολής γι'αυτό το τελευταίο σύστημα μπορεί να θεωρηθεί χαμηλότερος από την αντίδραση ΡΑΙ 1 με τους ενεργοποιητές του πλασμινογόνου, η αναστολή της θρομβίνης από το σύμπλεγμα βιτρονεκτίνης-ΡΑΙ 1 φαίνεται να είναι μείζον αποτέλεσμα in vitro όταν η προπηκτική θρομβίνη αντιδρά με την εξωκυττάρια υπενδοθηλιακή μήτρα των κυττάρων. Μια υποθετική ενοχοποίηση εμπλοκή γι'αυτό το μικροπεριβάλλον το οποίο εξουδετερώνει τη θρομβίνη το ίδιο καλά ώς και τον ΡΑΙ 1 διευκολύνεται από τον συμπαράγοντα βιτρονεκτίνης που αποτελεί μια νέα άμεση σύνδεση μετξύ πήξης του αίματος και ινωδόλυσης. Πρόσφατες πειραματικές αποδείξεις υποδηλώνουν ότι το διμερές δισουλφικό δεσμό σουλφιδικών δεσμών συμπλέγματα ανάμεσα στη βιτρονεκτίνη και στον ΡΑΙ ΙΙ υπάρχουν και είναι αυτά που απομονώθηκαν από τον ιστό πλακούντα και την και ότι η πρωτεϊνη μεξίνη 1 επίσης γνωστή όπως

έχει ειδικότητα να δεσμεύεται στη βιμπρονεκτίνη. Μολονότι μηχανιστικά πτωχή είναι η κατανόηση αυτών των in vitro  δεδομένων φαίνεται σαν ένας πιθανός ειδικής ιστικής αντίδρασης της νιτρονεκτίνης με διάφορους ανασταλτές των ενεργοποιητών του πλασμινογόνου και συνεπώς να ελέγχει τον σφαιροκυτταρικό σχηματισμό πλασμίνης. Η άμεση αντίδραση πλασμινογόνου και βιτρονεκτίνης περισσότερο υπόστρωμα χρειάζεται περισσότερο για έναν μόνο της προσκολλυτικής αυτής πρωτεϊνης το να εντοπίζεται και να διευθύνεται ο σχηματισμός πλασμίνης στις σφαιροκυτταρικές πλευρές. Το ποσοτικό αποτέλεσμα της, Η ποσοτική επίδραση της βιτρονεκτίνης από αυτήν την άποψη και η μεσολάβησή της στη θρομβόλυση που εισάγουν τα                          από μόνα τους χρειάζονται περισσότερη ανάλυση. Παίρνοντας μαζί βιτρονεκτίνη σαν ένα καινούργιο διακυτταρική ουσία η οποία διαφοροποιεί τις ιδιότητας δεσμούς των διαφόρων συνδέσμων, των διαφόρων προσκολλητικών συνδέσμων ο οποίος εκφράζεται στην υπόστρωμα αύξησης των εξαρτημένων κυττάρων μπορεί να παρέχει μια μοναδική μοριακή σύνδεση μεταξύ πρόσδεσης κυττάρων, ρύθμισης της σφαιροκυτταρικής πρωτεολύσης και της ανασταλτικής κειτουργίας αυτού του αιμοστατικού συστήματος.

   Συμπεράσματα

              Διαφορετικές λειτουργίες της βιτρονεκτίνης οι οποίες έχουν επίσης εμπλακεί στο σημαντικό ρόλο που παίζει στη ρύθμιση του συστήματος της αιμόστασης ειδικά στην αρχική φάση είναι σχηματικά περιλαμβάνονται στην εικόνα 8, περιληπτικά και σχηματικά περιλαμβάνονται στην εικόνα 8.

          Περισσότερες πλευρές σε αυτό το φυσιολογικό ρόλο της βιτρονεκτίνης αναμένονται να μελετηθούν με ανάλυση στα τεύχη διανομής ιστών στις οδούς εναπόθεσης και χαρακτη-ριοποίησης των αντιδρώντων μορίων. Η περιγραφείσα δομική εικόνα και λειτουργικές ιδιότητες της βιτρονεκτίνης ως συστατικό ρυθμιστικότης αιμόστασης σε εντοπισμένες πλευρές εμπλέκει δείχνει ότι αυτό αυτή η προσκολλητική πρωτεϊνη παίζει έναν σημαντικό αναλογικά δομής και λειτουργίας ρόλο. Η σχετική σημασία της βιτρονεκτίνης σε διάφορες αντιδράσεις προσκόλλησης σε σχέση με τις πολύ καλά εγκατεστημένες προσκολλητικές γλυκοπρωτεϊνες στο τοίχωμα των αγγείων βάσει στην εσωτερική τους βάση τη σύνδεσή τους θέλουν περισσότερη μελέτη. Η στρατιγική θέση της της βιτρονεκτίνης στις πλευρές της ενδοκυττάριας μήτρας των κυττάρων η οποία βρίσκεται σε επίπεδα μοριακού σε μοριακά επίπεδα κατανόησης καθιστά αυτή την προσκολλητική πρωτεϊνη ένα επιθετικόυποκείμενο για μελέτη.

 

 

               Η λουβίνη και τα παράγωγά της ως αντιπηκτικές                 

                                               ουσίες         

 

     Εισαγωγή

Η αντιπηκτική ουσία που παράγεται από την

ονομάζεται ηρουβίνη έχει απομονωθεί σαν μίνι πρωτεϊνη που περιέχει 64 αμινοξέα με ένα Μ.Β. 67               και χαρακτηρίζεται ως αντιθρομβίνη περισσότερο από 30 χρόνια τώρα. Η τραμινοοξέα, η σύνδεση των οξέων χαρακτηρίζεται από μια σημαντική υψηλή περιεκτικότητα σε οξειδοτικά αμινοξέα στο άνθρακα τελικό άκρο της την απουσία της αργινίνης, μεθειονίνης, τρυπτοφάνης θειϊκής τυροσίνης υπολοίπωνκαι επίσης από τρείς ενδομοριακές δισουλφιδικές γέφυρες. Σημαντικά πρόοδος στην απομόνωση, καθαρισμό της ηρουβίνης έχει γίνει για διάφορες παραλαγές αυτής της γλυκοπρωτεϊνης η οποία δρα ως ανασταλτής τη οποία έχει μια ανασταλτική δραστηριότητα της θρομβίνης και σε ίχνη της ακόμα. Οι τύποι, οι ισοανασταλτές οι οποίοι εμφανίζουν μια ομοιότητα ομολογιών 85-90% υπάρχουν. Αυτοί η κύρια δομικό στοιχείο τους είναι το άζωτο τελικό υδρόφοβο άκρο των αμινοξέων που ακολουθείται από ένα πυρίνα, από μια κεντρική περιοχή, συνδεμένη με τρείς δισουλφιδικές γέφυρες σε μια μοναδική οξειδοτική αμινοξέων υπόλοιπα, των άνθρακα τελικό απομένων άκρων. Οι πληροφορίες για την δομή της ηρουβίνης οδήγησαν στην εφαρμογή των γενετικών για να εκφράσουν ανασυνδιασμένη ηρουβίνη τόσο σε καρυωτικά όσο και σε ευκαρυωτικά συστήματα. Δια μέσουτης τεχνικής του ανασυνδιασμένου DNA ένας αριθμός από ηρουβίνες έχει οι οποίες έχουν τη δομή της φυσικής ηρουδίνης ένας αριθμός ισοανασταλτών που περιλαμβάνουν διάφορες παραλλαγές με μεταλλάξεις με σημειακές μεταλλάξεις και τροποποιήσεις του αζωτοτελικού άκρου έχουν παραχθεί. Η σημαντική η εμφανής διαφορά της τεχνικής ηρουβίνης είναι η απουσία της σουλφιδικής ομάδας στην τυροσίνη 63 και συνεπώς μπορούν αυτές ονομάζονται ακροθειομένες ηρουδλινες.

Ηανάλυση της αντιπηκτικής δράσης των ηρουδινών έδειξε αυτές έχουν μια ειδικότητα ανασταλτή της θρομβίνης η οποία σχηματίζει με αυτήν στοιχειομετρικά συμπλέγματα τα οποία των οποίων το ενεργό κέντρο του ενζύμου μπλοκάρεται. Επίσης οι πρώτοι ερευνητές επάνω στο σύμπλεγμα την αντίδραση ηρουβίνης θρομβίνης έδειξαν ότι ο σχηματισμός του συμπλέγματος ανάμεσα στην ηρουβίνη και στο στόχο-ένζυμο είχε μοναδική μεταξύ των σερινικών πρωτεασών, μεταξύ των σερτινών. Ορισμένα δομικά στοιχεία της ηρουβίνης είναι αποφασιστικής σημασίας γι'αυτή την αντιθρομβική και τις αντιδράσεις της θρομβίνης και ηρουβίνης στις οποίες περιλαμβάνονται πολλαπλές δομικές περιοχές σκοτεινές. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η καταλυτική πλευρά, η πλευρά υπόστρωμα και η πλευρά που συνδέει ανιόντα. Μελέτες κρυσταλλογραφικές που στην κρυσταλλογραφική δομή του συμπλέγματος ηρουδίνης-θρομβίνης επιβεβαίωσαν την μεγάλη χημική συγγένεια του ανασταλτή. Πρόσθετες αξιόλογες πληροφορίες πάνω στη δομή. τη λειτουργία της ηρουβίνης και τον μηχανισμό δέσμευσης έχουν παρθεί από μελέτες με τη χρησιμοποίηση γενετικής μηχανής παραλλαγών παραλλαγμένων μορίων που προήλθαν από τη γενετική μηχανή και της ηρουβίνης. Αυτές οι μελέτες απόδειξαν το σχέδιο για μια συνθετική παραγωγή ηρουβίνης ή πεπτιδίων αναλόγων της ηρουβίνης η οποία αναστέλει τη θρομβίνη, αναστέλει την καταλυτική πλευρά της θρομβίνης και εξασκεί μια ειδική για την σύνδεση με τα ανιόντα της θρομβίνης συγκρίσιμη με αυτής της φυσικής και ανασυνδιασμένης ηρουβίνης. Μετά από τις ειδικές αντιδράσεις της ηρουβίνης με την θρομβίνη έχει προετοιμαστεί, διευκολυνθεί η παρασκευή ηρουβίνης, με τη χρησιμοποίηση της πειραματικής έρευνας στην αιμοστα-σιολογία.

Μολνότι σε αρχικά στάδια φαρμακολογικών μελετών η ηρουβίνη έδειξε ότι ο φυσιολογικός λαμβανόμενος ανασταλτής της θρομβίνης ήταν ένα ανριθρομβοτικό παράγωγο υψηλής ποιότητας, η τελική χρήση αυτής της ουσίας παραμένει περιορισμένη, αφού η φυσική ηρουβίνη δεν είναι διαθέσιμη για αρκετά ποσά για θεραπευτικές χρήσης. Η ιστορική εξέλιξη της ηρουβίνης σαν ένα αντιπηκτικό φάρμακο και η λεπτομέρειες της βιοχημικής και φαρμακολογικού και βιοχημικού χαρακτήρα της περιγράφονται σε διάφορες ανασκοπήσεις.

Την τελευταία δεκαετία μια εκρηκτική εξέλιξη στην προκλινική και κλινική φαρμακολογία επάνω στην ηρουβίνη έχει πραγματοποιηθεί. Αυτές έχουν χρησιμοποιήση τις σύγχρονες της τεχνολογίας και οι οποίες εν τέλει οδηγούν στο να σχεδιαστούν διάφορες μορφές ανασυνδιασμένης ηρουβίνης. Είναι τώρα πιθανό να παράγονται αυτά τα παράγωγα με βιομηχανική σκάλα φαρμακολογική παραγωγή τέτοια που να επιτρέπει την τελική εφαρμογή αφού αυτό δεν είναι προσιτό εφαρμόσιμο με την φυσική ηρουβίνη. Συνεπώς ο πιο ισχυρός μέχρι τώρα γνωστός φυσικός ανασταλτής της θρομβίνης είναι σε

σαν ένα τελικό αντιπηκτικό.

 

                         In vitro  μελέτες της αντιπηκτικής δράσης της 

                                                          ηρουβίνης

 

Η ανάλυση της αντιπηκτικής δράσης της φυσικής και της ανασυνδιασμένης ηρουβίνης έδειξε ότι αυτή μπορεί να έχει μια ανασταλτική δράση στη θρομβίνη υχηλής ειδικότητας κυρίως στην α θρομβίνη χωρίς να επιρεάζει άλλες σχετικές σερινικές πρωτεϊνάσες ή άλλες ενζυμικές δραστηριότητες του αίματος. Η εκλεκτικότητα χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι προθρομβίνη ενεργοποιείται με σταφυλο-κουλάση και το ένζυμο                                       της θρομβίνης από το δηλητίριο του φιδιού από

επίσης μπλοκάρονται από την ηρουβίνη. Αυτή η ειδική χαρακτηριστική δράση της ηρουβίνης σαν μια εκλεκτική και εντελώς ειδική σύνδεση ανασταλτή με θρομβίνη οδήγησε στη χρήση της σαν ένα αντιπηκτικό φάρμακο in vitro και για διαγνωστικούς σκοπούς. Η ηρουβίνη παρέχει μια μοναδική ευκαιρία σε                Το φυσιολογικό σύμπλεγμα και τον παθολογικό ρόλο της θρομβίνης. Στη μελέτη ακόμη στο πλάσμα ελέγχει τους παράγοντες της πήξης η ηρουβίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός της θρομβίνης για τον προσδιορισμό για την διάκριση εκτός της θρομβίνης και άλλων πρωτεασών του πλάσματος. Εκτίμηση της αντιθρομβινικής δραστηριότητας. 'Ολοι οι στόχοι και οι μηχανισμοί είναι κοινοί για την φυσική ηρουβίνη μολονότι ο στόχος και ο μηχανισμός είναι κοινός για την φυσική ηρουβίνη και για τους ανασυνδυασμένους παραλλαγές και για τα συνθετικά ανάλογα υπάρχουν εντούτοις διαφορές των φαρμακολογικών ιδιότητων των ανατομικών φαρμακολογικών ιδιοτήτων σε ένα μεγάλο αριθμό παρασκευασμένο ηρουβινών. Η χρήση όμως των ηρουβινών αυτών και των αναλόγων τους απαιτεί την πλήρη περιγραφήτης παρασκευής περιλαμβάνοντας πληροφορίες για τη δομή. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτό η βαθμολόγηση της βιολογικής δραστηριότητας των παρασκευασμάτων της ηρουβίνης βρίσκεται σε ανάπτυξη. Η εκτίμηση της δραστηριότητας της ηρουβίνης τηρίζεται στο ουσιαστικό γεγονός ότι ένα μόριο ηρουβίνης κάνει σύμπλεγμα με ένα μόριο ενζύμου δια μέσου μιας ταχείας και ειδικής αντίδρα-σης. 'Ετσι ξέροντας μπορούμε να τροποποιήσουμε την δραστικότητα της ηρουβίνης με τη θρομβίνη και ότι αυτή η δραστηριότητα της ηρουβίνης μπορεί να θεωρηθεί σαν μονάδες αντιθρομβίνης. 'Ετσι λοιπόν αφού: εΙναι το ποσό της ηρουβίνης που εξουδετερώνει μία διεθνή μονάδα θρομβίνης, ή το περιεχόμενο της ηρουβίνης μπορεί εύκολα να προσδιορισθεί με ανάμειξη δείγματος ηρουβίνης σε περίσσεια ποσού στανταρισμένου διαλύματος θρομβίνης. Σ'αυτότο μίγμα η θρομβίνη δεσμεύεται με την ηρουβίνη και αυτό το υπόλοιπο της δραστηριότητας της θρομβίνης μπορεί να προσδιορισθεί με μεθόδους πήξης ή αμινολυτικές. ' Ενα παράδειγμα δίνεται στην εικόνα 2.

      Μία στανταρ θρομβίνη απαιτήται γι'αυτή τη δοκιμασία. Εντούτοις οι δυσκολίες που περιλαμβάνονται στη τυποποίηση της θρομβίνης μπορούν επίσης να επιρεάσουν τον προσδιορισμό της ηρουβίνης. Αυτό σημαίνει ότι η τυποποίηση της ηρουβίνης θέτει κάποια προβλήματα από τα οποία ξεκινάν ο προσδιορισμός της θρομβίνης. Η ανάπτυξη της ενζυμολογίας και η αυξημένες γνώσεις της δομής και της λειτουργίας της ηρουβίνης διευκολύνουν τον υπολογισμό του ενζύμου και του ανασταλτή της ηρουβίνης σε μοριακή βάση. Συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να εκφράζει την ηρουβίνη σε συγκέντρωση αντιθρομβινικής βάσης αλλά να προσδιορισθεί το μοριακό επίπεδο η σε βάση βάρους η ίδια η ηρουβίνη. Εντούτοις τα στανταρ έγιναν απαραίτητα για την αξιολόγιση της μοριακής σύνθεσης της γραμμομοριακής βάσης η οποία δημιουργεί δυσκολίες. 'Ετσι τα στανταρ μπορεί να χρησιμοποιηθούν σαν μια πηγή ελέγχου του συστήματος τουτης δοκιμασίας του τεστ και να διευκολύνουν τις συγκρίσεις με διαφορετικούς ανασταλτές της θρομβίνης. Η ακριβής συγκέντρωση της ενεργού ηρουβίνης στο στανταρ ηρουβίνης με έχει μετρηθεί σε σταθερή κατάσταση ταχύτητας σε πειράματα χρησιμοποιώντας καθαρή α θρομβίνη και προσδιρίστηκαι με την βοήθεια της ενεργού πλευράς με τιτλοποίηση. Η στανταρ ηρουβίνη σε προσδιρισμούς και δραστηριότητας της ηρουβίνης με παρασκευές με τη βοήθεια διαθέσιμης θρομβίνης του εμπορίου.

 

                                 Επίδραση στο σθστημα της πήξης

 

     Η αντιπηκτική επίδραση της ηρουβίνης και των ηρουβινών έγινε πολύ σαφής όταν περιλαμβάνεται υπόψη ότι η θρομβίνη θέλει μια κεντριή θέση καταλαμβάνει μια κεντρική θέση στο σύστημα πήξης.Μολονότι η κύρια δράση της θρομβίνης είναι ο σχηματισμός ινικής η τροποποίηση με της πήξης με feed back ενεργοποίηση μπορεί να θεωρηθεί επίσης κεντρικής σημασίας.Εάν το σύμπλεγμα ηρουβίνης-θεομβίνης και όλων των πρωτεολυτικών λειτουργειών του ενζύμου μπλοκαρισθεί, έτσι η ηρουβίνη προφυλάσει όχι μόνο την πήξη του ινωδογόνου αλλά επίσης και άλλους καταβολικές δραστηριότητες στον αιμοστατικό μηχανισμό

της θρομβίνης όπως η ενεργοποίηση και άλλων παραγόντων της πήξης, του 5,8, του 13 των αιμοπεταλίων.Συνεπώς με την άμεση αναστολή και σε αρχικά μικρά επίπεδα της θρομβίνης μετά την ενεργοποίηση του  μηχανησμού της πήξης ο θετικός μηχανισμός feed back πάνω πάνω στην προθρομβίνη πάνω  στην ενεργοποίηση της προθρομβίνης προφυλλάσεται και αυτό με άλλα λόγια οδηγεί στον έλεγχο της επιτάχυνσης της αναγέννησης και άλλης θρομβίνης.Για την ανάλυση της αντιπηκτικής επίδρασης είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η ηρουβίνη αναστέλλει τους δεσμούς της θροβίνης  στην ενδοθηλιακή θρομβομποντουλίνη η οποία μπορεί να οδηγεί σε ελατωμμένη ενεργοποίηση της πρωτείνης C .Αυτό μπορεί να οδηγεί επίσης στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ηρουβίνης επηρεάζει το αρνητικό feed back της θρομβίνης της αναγγένησης της θρομβίνης η οποία έτσι οφείλεται στην ενεργοποίηση του παράγοντα Vα και VIIIα .Αλλά αυτή η αναστολή της θρομβίνης που εισάγεται που εξαρτάται από την ενεργοποίηση της πρωτείνης παίζει δεν παίζει δεν είναι δυναμική αφού οι παράγοντες V και VIII δεν ενεργοποιούνται καθόλου με την παρουσία της ηρουβίνης.Συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί το συμπλεγμα  θρομβίνης-ηρουβίνης δεν ανριδρά με την αντιθρομβίνη του πλάσματος.Αυτό το αποτέλεσμα είναι ένα αντιθρομβινικό αποτέλεσμα.

 

 

                                      Επίδραση στα αιμοπετάλια

 

     Ειδικού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι μετά την σύνδεση ηρουβίνης-θρομβίνης χάνεται η ικανότητα της τελευταίας πάνω στα αιμοπετάλια.Η συσώρευση των αιμοπεταλίων που εισάγεται από την θρομβίνη και η εμποδίζεται από το ηριδινισμένο πλάσμα.Οταν  η συγγένεια της ηρουβίνης για το υποδοχής της στα αιμοπετάλια και στην μεμβράνη των κυττάρων είναι μεγαλύτερη από ότι προς το υπόστρωμα του ινωδογόνου περισσότερη ηρουβίνη φαινεται  να είναι απαραίτητη από ότι για την αναστολη της πήξης.Οι διαφορές στη συγγένεια της θρομβίνης ανάμεσα στη φυσική και την ανασυνδιασμένη ηρουβίνη είναι φανερή στην διάρκεια της αναστολής της θρομβίνης όταν αυτή εισάγει την συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Επιπλέον η θρομβίνη διευκολύνει τη σταθεροποίηση της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων με κόψιμο του ινωδογόνου και σχηματισμό ινικής και με την ενεργοποίηση τουπαράγοντα XIII ο οποίος συνδέει σταθεροποιεί την ινική. Αυτή δράση είναι επίσης

Αλλά αυτή η δράση αναστέλλεται επίσης από την ηρουβίνη. Η επίδραση, τα αποτελέσματα της επίδρασης της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης πάνω στη λειτουργία των αιμοπεταλίων σαν αντιπηκτικό βρίσκονται σε συμφωνία σε αυτά που παίρνονται με τη φυσική ηρουβίνη. Η ηρουβίνη δεν επιρεάζει τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων που εισάγονται με άλλους παράγοντες εκτός της θρομβίνης όπως είναι το ATP, το κολλαγόνο, το αραχιδονικό οξύ και  .

Σε ηρουβινισμένο πλάσμα η απάντηση των αιμοπεταλίων σε ουσίες που εισάγουν τη συσσώρευση διαφέρει από αυτή του πλάσματος ειδικά από την άποψη της απελευθέρωσης σεροτονίνης και του σχηματισμού της θρομβοξάνης α2. Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται στην ελάττωση του ασβεστίου στο πλάσμα, στο  πλάσμα ή στην ειδική επίδραση του στουσ δεσμούς τους δισθενής δεσμούς των κατιόντων των αιμοπεταλίων και κατέχει δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες για την ικανότητα, για την αξιολόγηση των αιμοπεταλιακών αντιδράσεων που μελετώνται στο πλάσμα.

Η επίδραση στα κυτταρικά φαινόμενα

Πρόσφατα αποδείχθηκε ότι η θρομβίνη είναι ένας αγωνιστής για ένα αριθμό διορθοτικών δραστηριοτήτων όπως είναι ο πολλαπλασιασμός των ινοβλαστών, η διέγερση των επιθηλιακών κυττάρων και η σύσπαση των λείων μυϊκών ινών. Αυτές οι επιδράσεις της θρομβίνης εξηγώνται σε μια όμοια όπως αυτός στα αιμοπετάλια με αντιδράσεις του ενζύμου με συγκεκριμένους κυτταρικούς υποδοχείς της μεμβράνης. Μετά από τον σχηματισμό του συμπλέγματος με ηρουβίνη, η θρομβίνη χάνει αυτές τις κυτταρικές επιδράσεις. Η συγγένεια της ηρουβίνης στη θρομβίνη είναι πράγματι πολύ σημαντική και αρκετή για να αντικαταστήσει το ένζυμο από την τη συγγένεια προς τα αιμοπετάλια και προς τους κυτταρικούς υποδοχείς. Μια εξαιρετική σύσφυξη της για την ηρουβίνη είναι η παρουσία μια εξαιρετική έκθεση στην δράση της ηρουβίνης είναι η παρουσία της θρομβίνης επάνω στην επιφάνεια των αγγείων. Το φυσιολογικό αυτών των δραστηριοτήτων παραμένει να προσδιοριστεί. Για την θρομβογένεσηείναι σημαντικό ότι η ηρουβίνη είναι ικανή να αναστέλει την αγγειοσυσταλτική δράση της θρομβίνης στα απενθοθηλιωμένα αγγεία.

 

 

 

                 Επίδραση στις παραμέτρους της πήξης

 

      Ανάλογα με την συγκέντρωση της ηρουβίνης στο αίμα ο μηχανισμός της πήξης ή αναστέλλεται. Από αυτήν την άποψη η αντιπηκτική δραστηριότητα της ηρουβίνης in vitro δημιουργεί την εικόνα είναι όμοια με την εικόνα τόσο της ανασυνδιασμένης ηρουβίνης όσο και της φυσικής ηρουβίνης. Από ένα του πλάσματος  περίπου 100-150 μονάδες θρομβίνης μπορούν να παραχθούν από την ενεργοποίηση της θρομβοπλαστίνης. Η αναστολη αυτού του ποσού της θρομβίνης συνεπώς απαιτεί 100-150 μονάδες νατιθρομβινικής δράσης της ηρουβίνης. Συνεπώς μια κατάσταση υποπηκτική ή μη πηκτική του ανθρώπινου πλάσματος ανιχνεύεται με συγκέντρωσεις περισσότερο των 100 αντιθρομβινικών μονάδων/ml του αίματος. Για να εξευρεθεί ένας προσιτός τρόπος παρακολούθησης της κλινικής κατάστασης και θεραπείας με ηρουβίνη ένας σημαντικός αριθμός μεθόδων έχει επινοηθεί για την για το ανθρώπινο πλάσμα με βαθμισμένες συγκεντρώσεις ηρουβίνης. Οι ηρουβίνες αναστέλουν την πήξη του ανθρώπινου πλάσματος ή αυτών των πειραματοζώων του εργαστηρίου αμετάτρεπτα από αυτό που εισάγει με την ενδογενή δρόμο της ενεργοποίησης της πήξης δηλ. με ενεργοποίηση μερικής θρομβοπλαστίνης ή με τον εξωγενή δρόμο,   . Οι δρόμοι λοιπόν αυτοί ή άμεσα από τη θρομβίνη αναστέλονται από τη αμετάκλητα από τη δράση της ηρουβίνης. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα απλά εργαστηριακά τεστ τα οποία προσφέρονται για μελέτες της αντιπηκτικής δραστηριότητας της ηρουβίνης. Επιπλέον διάφορες μέθοδοι ρουτίνας ή νεότερες μέθοδοι εργαστηρίου έχουν προταθεί περιλαμβάνοντας ένα πήγμα στηριζόμενοι στη αντι Xα/ αντι IIα μέθοδος    και         την αντι           αντιπαράγοντα IIα

Μέθοδοι αναγέννησης της θρομβίνης

        Η ανασταλτική επίδραση της ηρουβίνης έχει επίσης επιβεβαιώνει με περισσότερες σοφιστικές εργαστηριακές αναλυτικές μεθόδους χρησιμοποιώντας τα γλυκοπεπτίδια α και

 

Την αντιπηκτική δραστηριότητα της ηρουβίνης είναι μέθοδοι που εξαρτώνται από την αντιπηκτική δράση της ηρουβίνης. Ο χώρος τη ς θρομβίνης είναι ο πιο ευαίσθητος για την ηρουβίνη. Αυτή η μέθοδος αποφασιστικά εξαρτάται από τη συγκέντρωση θρομβίνης που χρησιμοποιείται για τη σταθερότητα της ηρουβίνης για την αραίωση. Ο χρόνος θρομβίνης σε μια συνγκέντρωση θρομβίνης 2 μον./

ή 1 μον./     φαίνεται να μην πήζει από την παρουσία ηρουβίνης μεγαλύτερης από 0.04 ή 0.02      αντίστοιχα. Η ευαισθησία του χρόνου προθρομβίνης σε μετρήσεις είναι πολύ μικρότερη προς την ηρουβίνη αφού συγκέντρωση 0.5   απαιτείται διπλάσια ποσότητα για το χρόνο πήξης. Η μερική θρομβοπλαστίνη, ο χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης είναι αμφίβολος με 0.1   ηρουβίνης. Εξαιτίας αυτής της μεθόδου που χρησιμοποιείται για το της ηπαρινοθεραπείας στον άνθρωπο έχει επιλεχθεί  για τις περισσότερες μεθόδους για συγκρίσεις. Εξαιτίας του ότι αυτή η μέθοδος στη ρουτίνα χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της ηπαρινο-θεραπείας στον άνθρωπο αυτή λοιπόν επιλέχθηκε στις περισσότερες μελέτες για σύγκριση. Ομοιες μελέτες έχουν φτιαχθεί σε δείγματα πλάσματος που παίρνονται από πειραματόζωα,πιθήκους, σκυλιά , κουνέλια, χοίρους και ποντίκια τα οποία δίνουν μια καθοριστική πποικιλία στις αντιπηκτικές δράσεις της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης.

 

                     In vivo  μελέτες στη δράση της ηρουβίνης

 

       Η in vivo χρησιμοποίηση της ηρουβίνης και των παραγώγων της έγινε δυνατή ύστερα από την απομόνωση και την παραγωγή βιοτεχνολογικά καθαρής ουσίας. Οι τοξικολογικές μελέτες σε πειραματόζωα και οι μελέτες αντοχής σε ανθρώπους-εθελοντές έδειξαν ότι την στιγμή αντιπηκτικής επίδρασης της ηρουβίνης η φαρμακοδυναμική μελέτη και ελεύθερη επιδράσεις ανέχεται καλά. Αφού η ηρουβίνη και τα παράγωγά της είναι πολυπεπτίδια από μια μη ανθρώπινη πηγή θεωριτικά είχε υποτεθεί ότι μπορούσε να οδηγήει σε σχηματισμό σε μια ανοσολογική απάντηση ή ερευνητικές αντιδράσεις περιλαμβάνοντας και την συστηματική αναφυλαξία. Χάρη όμως στο γεγονός ότι η ηρουβίνη δεν έδειξε αντιδράσεις με άλλα συστατικά του αίματος οι αλλεργικές αντιδράσεις σε πειραματόζωα και σε ανθρώπους ήταν απόντες. Αυτό ήταν με τη ηρουβίνη η οποία θα μπορουσε να χαρακτηρισθεί σαν μια ελαφρά ανοσογόνα και ο κίνδυνος αλλεργικότητας φαίνεται να είναι χαμηλός. Η χρησημοποίηση της ηρουβίνης σαν ένα αντιθρωμβοτικό φάρμακο χρησιμοποιήθηκεσε μοντέλα πρόγνωσεις τα οποία παθολογική μηχανισμοί που έντονα αντιδρούσαν σε αυτά τα θρομβοεμβολικά επισόδια του ανθρώπου. Η ανάπτυξη θρόμβων πήξης πειραματικά που εισήγαγαν που δημιουργούντων σε κνημιαία φλέβα προλαμβάνονταν προφυλάσσονταν εξαρτιώταν από την δόση της ηρουβίνης. Η αντιθρομβωτική επίδρασης της ηρουβίνης επίσης δείχθηκε σε αρτηριακή θρόμβωση και ειδικά σε θρόμβωση των στεφανιαίων αγγείων που εισήγαγαν βλάβες του τοιχώματος των αγγείων και συστηματική κυκλοφορία. Σε πειραματική διάχυτη ενδαγγειακή πήξη που εισήγαγε η έγχυση θρομβίνης, θρομβοπλαστίνης ή ενδοτοξίνης η ηρουβίνη προφυλάσει τη χαρακτηριστική παθολογική μεταβολή όπως αυτή της κατανάλωσης των παραγόντων πήξης και την ανάπτυξη ενός πολλαπλού σχηματισμού θρόμβου οι οποίοι προκαλούν διαταραχή της κυκλοφορίας και συνεπώς στην καταστροφή, βλάβη των οργάνων.

Η αντιθρομβωτική αποτελεσματικότητα της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης σε πειραματικά εισαγόμενη θρόμβωση επιβεβαιώθηκε σε διάφορα πειραματικά μοντέλα. Αυτές οι μελέτες έδειξαν ότι φαρμακολογικές ιδιότητες ανασυνδυασμένης ηρουβίνης είναι πάρα πολύ όμοιες με της πραγματικής ηρουβίνης. Οι δόσεις και οι πλασματικές δόσεις της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης απαιτούσαν για την αντιθρομβωτική δράση όταν μεταξύ των ίδιων βαθμών, της ίδιας έκτασης απωλειών της φυσικής ηρουβίνης που απομονώθηκε από την  . Η δόση και η συγκέντρωση και η πλασματική συγκέντρωση της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης που απαιτείται για την αντιθρομβωτική δράση εξαρτιέται από το είδος και την ποιότητα του θρομβογόνουερεθίσματος. Αυτό επιβεβαιόθηκε χησιμοποιώντας όμοια είδη ζώων για τα διαφορετικά μοντέλα πειραματικής θρόμβωσης. Στις περισσότερες ενδιαφέρουσες από αυτές τις δόσεις η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη απαιτείται για να αναστέλει την θρόμβωση που εξαρτιώταν από την πήξη όπως είναι η φλεβική στάση, η εναπόθεση ινικής σε πειραματικά διάχυτη ενδαγγειακή πήξη η οποία ήταν περίπου 10 φορές χαμηλότερη από αυτή που απαιτείται για τη αναστολή της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων για την αναστολή της θρόμβωσης που εξαρτιέται από την συσσόρευση των αιμοπεταλίων δηλ. αρτηριακή θρόμβωση και την εναπόθεση αιμοπεταλίων στην πειραματική διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. ' Ετσι οι διαφορές μπορούν πιθανά να εξηγηθούν από το γεγονός ότι υψηλότερες συγκεντρώσεις ηρουβίνης απαιτεί για την αναστολή της αντίδρασης θρομβίνης-αιμοπεταλίων απ'ότι της θρομβίνης- ινωδογόνου.

 

                       Αιμορραγικά αποτελέσματα

      Μία από τα πιο αντιπηκτικά. Μια από τις παρενέργειες των αντιπηκτικών είναι αυτή όπου η διαταραγμένη αιμόσταση περιλαμβάνει των κίνδυνο της αιμορραγίας.Δεν αποτελεί εκπληξη ότι σε πειραματόζωα η ηρουβίνη δεν αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας, τον χρόνο ροής. Αλλά παρατεταμένη παράταση βρέθηκε μόνο σε δόσεις υψηλότερες από ότι απαιτιόταν για να ανιχνευτή η αντιθρομβωτική επίδραση. Αθτό είναι σε αντίθεση με αυτήν την αιμορραγία που εισάγει η ηπαρίνη δρα αντιθρομβωτικά. Ηαιτία γι'αυτήντην διαφορά πρέπει να είναι ότι η ηρουβίνη δεν επιρεάζει την συσσώρευση των αιμοπεταλίων με το ATP και το κολλαγόνο και ότι η παρουσία της ηρουβίνης δεν εμποδίζει τα αιμοπετάλια από το να προσκολλώνται στην υπενδοθηλιακή στοιβάδα πράγμα που κάνει η ηπαρίνη. Πειραματικές μελέτες πάνω η επίδραση της ηρουβίνης πάνω στο χρόνο ρωής έδειξε ότι η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη είχε μικρή ή καμία αιμορραγική επίδραση στην κλινικήαποτελεσματική ικανή δόση που οδηγούσε σε αντιθρομβωτικό αποτέλεσμα.Εντούτοις αιμορραγία σε πειραματόζωα όπως αυτή που εξηγεί την δομή των αυτό του ποντικιού με τομές που φτιάχνονται με το και η οποία μοιάζει με την εγκεφαλική ή χειρουργική αιμορραγία η οποία είναι μείζονα μεγάλου κινδύνου για τον άνθρωπο. Είναι συνεπώς αναγκαίο να θεραπεύεται προσεκτικά και να ελέγχονται οι μελέτες σε ανθρώπους με σκοπό να απαντήσουν σε αυτήν συνδυασμένη δύσκολη ερώτηση. Μολονότι μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στα φυσιολογικά άτομα χωρίς καμιά αιμοστατικά διαταραχή η ηρουβίνη σε θεραπευτικά επίπεδα προφυλάσσει δεν οδηγεί σε κανένα αιμορραγικό αποτέλεσμα είναι απαραίτητο να αυξάνει η δόση προκειμένου να δράσει ως αντίδοτο σε περιπτώσεις όπου η ηρουβίνη είναι η πρωταρχική αιτία αιμορραγίας η χοτήγηση των προαιμοστατικών παραγόντων όπως συμπηκνωμένοι παράγοντες συμπλέγματος ή ανασυνδυασμένος παράγοντας ενεργοποιημένος παράγοντας VII θα οδηγούσε σε ένα σχηματισμό θρομβίνης η οποία έχει μπορούσε να σχηματίσει ένα σύμπλοκο με την κυκλοφορούσα ηρουβίνη. Η χορήγηση αυτών των παρασκευασμάτων σε κουνέλια και σε αιμορραγίες αυτών οδήγησε σε ελάτωση της απώλειας του αίματος. Η βασική προσπέλαση για την ανάπτυξη ενός ανταγωνιστή της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης έχει εντοπισθεί στον να εξουδετερωθεί το μόριο της ηρουβίνης. Εξαιτίας του ότι τα συμπλέγματα ηρουβίνης να ακετυλιώνουν τα παράγωγα της θρομβίνης τα οποία δεν έχουν επίδραση πηκτική δράση από μόνα τους μελετώνται πως η ηρουβίνη να ανταγωνίζεται με αυτά με την θρομβίνη ή άλλες ακετυλιωμένες θρομβίνες. Υστερα από έγχυση ενδοφλέβια τέτοιων παραγώγων θρομβίνης σε Τ α επίπαδα του αίματος τα επίπεδα της ενεργού ηρουβίνης στο αίμα είχαν ελαττωθεί. Ακόμα ακινητοποιήθηκε η θρομβίνη και η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση των υπερβολικών ποσών της κυκλοφορούσας ηρουβίνης. Με τη χρήση μονοκλωνικών ή πολυκλωνικών αντισωμάτων κατά της ηρουβίνης μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Επίσης μονοκλωνικά ή πολυκλωνικά αντισώματα κατά της ηρουβίνης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξουδετέρωση του ανασταλτή in vivo και αυτό παραμένει να αξιοποιηθεί κλινικά. Φυσιολογικά η ταχυτητα απομάκρυνση της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης είναι αρκετά για να κοντρολάρει κανείς το αιμοστατικό σύστημα τόσο μάλιστα όσο επιπρόσθετη εξουδετέρωση της ηρουβίνης από ένα ειδικό αντίδοτο δεν είναι απαραίτητο.Σε περιπτώσεις όμως η ελάττωση της ηρουβίνης παρεμποδίζεται μέθοδοι όπως οι ενώ αιμοκάθαρση και η περιτοναϊκή διϋλιση να χησιμοποιηθούν για την απομάκρυνση μεγάλων ποσών κυκλοφορούσας ηρουβίνης. Ειδικά αυτή η υψηλού βαθμού τριχοειδική διαλύτες επιτρέπουν την ταχεία απομάκρυνση της μινιπρωτεϊνης από την το σώμα με την αιμοδιϋλιση.

 

                 Πιθανές ενδείξεις χρησιμοποίησης της ηρουβίνης

                                             θεραπευτικά

 

     Η παρούσα κατάσταση ανάπτυξης της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης και των αναλόγων συνθετικής ηρουβίνης επιβεβαιώνει τη φαρμακολογική ενεργητική δραστηριότητα εντόπισης πάνω στις πιθανές ενδείξεις για τη αντιπηκτική χρήση του φαρμάκου. Ξεκινώντας από τη χρήση της ηρουβίνης μετεγχειριτικές φλεβικές θρομβώσεις και στην διάχυτη ενδαγγειακή πήξη ο ανασταλτής μπορεί να είναι προσφέρει μία προφύλαξη της αγγειακής θρόμβωσης ειδικά σε καρδιακές επεμβάσεις ενώ για την προφύλαξη της απόφραξης της θρομβωτικής απόφραξης όπως και για την προφύλαξη από την θρομβωτική απόφραξη των στεφανιαίων by pass. Γενικά η ηρουβίνη μπορεί να προφυλάξει με μεγάλη επιτυχία την επαναθρόμβωση μετά από διαδερμική αγγειοπλαστική λύση αρτηριακής ή φλεβικής θρόμβωσης. Επιπλέον η ηρουβίνη φαίνεται να είναι να συνιστάται για τη βελτίωση της εξωσωματικής κυκλοφορίας και ειδικά όπως είναι η αιμοδιύλιση. Επιπλέον προκλινικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί σε ένα σημαντικό αριθμό πειραμάτων για τις πιθανές ενδείξεις. Η φλεβική θρόμβωση κυρίως αρκετά πειραματόζωα χρησιμοποιήθηκε ένας σχεδιασμός της μιμικής φλεβικής που απομιμείται την εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση. Σε τέτοια μοντέλα η υπερπηκτική κατάσταση που εισάγεται από την χορήγηση ενεργοποιημένων παραγόντων των κατάσταση εισάγεται από τηνχορήγηση ενεργοποιημένων παραγόντων της πήξης. 'Υστερα από μια περίοδο στάσης φλεβικής στάσης ο σχηματισμός του θρόμβου πραγματοποιείται. Η ανάπτυξη των θρόμβων αναστέλλεται πλήρως με την χρησιμοποίηση ανασυνδυασμένων ηρουβινών. Συγκρίνοντας προς τη χράση της ηπαρίνης σε ανάλογα μοντέλα πειραματοζώων η ηρουβίνη φάνηκε 5 φορές υψηλότερης χ δραστικότητας σαν αντιθρομβωτικός παράγοντας. Σε διάχυτη μικροθρόμβωση η δράση της ηρουβίνης σε περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης έχουν επανειλημένα αποδειχθεί σε πειραματόζωα. Η διάχυτη ενεργοποίηση του μηχανισμού της πήξης που εισάγεται είτε από την έκκριση ενεργοποιημένων παραγόντων της πήξης είτε εισάγεται από την σηψαιμία προσόμοια της σηψαιμίας σύνδρομα με έγχυση ενδοτοξίνης. 'Οταν η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη γίνεται προηγουμένως οι μεταβολές που εισάγονται στο σύστημα της πήξης είναι τυπικά της κατανάλωσης των παραγόντων της πήξης στην κυκλοφορία με διαταραχή μικρότερη σημαντική. Ο αριθμός εναποθέσεως της ινικής στα διάφορα όργανα μελετήθηκε και ήταν σημαντικά ελαττωμένος. Για παράδειγμα η συσσώρευση ραδιοσεσημασμένων αιμοπεταλίων στους πνεύμονες μετά την έγχυση θρομβοκινάσης σε ποντίκια ήταν είχε ανασταλεί με την . Η ηρουβίνη επίσης προφυλάσσει την ανάπτυξη σε γενικευμένο φαινόμενο που εισάγεται από την ενδοτοξίνη και . Είναι σημαντικό ότι η ηρουβίνη αναστέλει όχι μόνον την κατανάλωση παραγόντων της πήξης αλλά επίσης και αυτήν της αντιθρομβίνης III . 'Οπως φαίνεται σε ειδικά πειράματα κατά την διάρκεια έγχυσης της θρομβίνης σε ποντίκια η κατανάλωση της αντιθρομβίνης του πλάσματος φαίνεται μόνο εάν η ηπαρίνη η οποία χορηγείται ενώ η ηρουβίνη ασκεί μια επίδραση επιφύλαξης στην αντιθρομβίνη οδηγώντας σε ελαττωμένα επίπεδα αντιθρομβίνης. Χωρίς δηλ. η ηρουβίνη να επιδρά χωρίς να οδηγεί σε ελάττωση των επιπέδων της αντιθρομβίνης III, στην αρτηριακή θρόμβωση. Σε πειραματόζωα μια αναπαραγόμενη ηρουβίνη σε ένα τοίχωμα αρτηρίας περιλαμβάνει σοβαρές ηλεκτρικές ή χημικές βλαβες οι οποίες δεν είναι αναγκαστικά όμοιες με αυτές τις βλάβες των αγγείων στον άνθρωπο. Ο σχηματισμός των θρόμβων γίνεται με την βοήθεια εκλεκτικής αποκαλύπτεται με την βοήθεια εκλεκτικής αγγειογραφίας ή με τη μέτρηση μεταβολών τηςροής του αίματος ή της ενσωμάτωσης ραδιοσεμασμένης ινικής των αιμοπεταλίων. Ανασυνδυασμένη ηρουβίνη είναι αποτελεσματική σε τέτοια μοντέλα. Πιθανώς είναι μεγαλύτερης αξίας ότι αυτά τα μοντέλα της βλάβης των αγγείων σχηματίζονται με μηχανικά μέσα. 'Ενας σημαντικά. μια αξιόλογη βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων εισάγεται στη ραχιαία αρτηρία ποντικών με την εφαρμογά μιας πίεσης διακοπής ή πειραματικής αγγειοπλαστικής στην καρωτίδα σε χοιρινά καρωτιδική αρτηρία και σε κροταφική αρτηρία κουνελιού. Σε αυτά τα μοντέλα η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη είναι δοσοεξαρτημένη η αναστολή τότε των αιμοπεταλίων και της ινικής η εναπόθεση τους και ελαττώνονται τα ποσά των τοιχωματικών θρόμβων των σε βαθειές πληγές αρτηριακών τμημάτων. Η αρτηριακή θρόμβωση είναι ένας ειδικός τύπος.      

Η θρόμβωση των στεφανιαίων είανι ένας ειδικός τύπος αρτηριακής θρόμβωσης σταποντίκια. Η θρόμβωση εισάγεται με χημική βλάβη δαν χημική επίδραση του ενδοθηλίου στην αριστερή περιψωμένη αρτηρία των στεφανιαίων. Η θρομβωτική απόφραξη των αγγείων οδηγεί σε μια εκσεσημασμένη ισχαιμία του μυοκαρδίου στη περιοχή που αρδεύεται από αυτήν την αρτηρία. Η ενδοφλέβια έγχυση ανασυνδυασμένης ηρουβίνης η οποία από τη εμφάνιση αυτού του αποτελέσματος αποτελεσματικά και έτσι η ελάττωση του εκτεταμένου ισχαιμία του μυοκαρδίου. Η αποτελεσματική αντιπηκτική και αντιθρομβωτική ιδιότητα της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης επίσης ενδείχθηκε σε ένα μοντέλο σκυλιού με καρδιοπνευμινικό by pass. 'Υστερα από τη χορήγηση της ηρουβίνης έδεσαν και πριν να τοποθετηθεί by pass οι χρόνοι πήξης είχαν σημαντικά παραταθεί ενώ ο αιματοκρίτης , ο αριθμός των αιμοπεταλίων, η συγκέντρωση ινωδογόνου παρέμειναν αμετάβλητα. Δεν παρατηρήθηκαν θρόμβοι πήγματα αυτής της αντλίας ή στα σωληνάρια και στις ιστολογικές εξετάσεις της καρδιάς, των πνευμόνων, του ήπατος και των νεφρών τα οποία δεν έδειξαν σχηματισμό μικροθρόμβων.

 

                              Η επαναθρόμβωση

 

       Περιλαμβάνοντας ή αποφρακτικούς θρόμβους της αρτηρίας και ειδικά στα στεφανιαία αγγεία αναπτύσονται επί τη βάσει προηγουμένων υπάρχουσες αρτηριοσκληρωτικήστένωση η οποία παραμένει να συνεχίζει μετά από αγγειοπλαστική επέμβαση ή ενδαγγειακή θρομβόλυση, έχει προδιαθέτει τα αγγεία των επαναθρόμβωση. Με Παρατηρώντας τηναντίστοιχημε αντιστοιχία προς τη δυναμική χρήση της ηρουβίνης για την προφύλαξη της επαναθρόμβωσης η ανασταλτική της επίδραση επάνω στην επαναπόφραξη μελετήθηκε. Η ηρουβίνη είναι ικανή να προφυλάσσει την επαναθρόμβωσητων αγγείων σε ύστερα από πειραματική αγγειοπλαστική της κροταφικής αρτηρίας  κουνελιών η οποία είχε επιβεβαιωθει με την ελαττωμένη συχνότητα θρομβωτικών αποφράξεων. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού της πήξης στη διάρκεια της θρομβολυτικής θεραπείας μα ιστικούς ενεργοποιητές  πλασμινογόνου ή με στρεπτοκινάση είναι σημαντικής σημασίας για τη παθογένεση της θρόμβωσης μετά από θρομβόλυση. Η θρομβίνη δεσμεύεται σε πήγματα ινικής παραμένει ενεργός και είναι λίγο προσφέρεται πολύ λίγο, είναι πολύ λίγο διαθέσιμη στο να συνδεθεί, στο να βρεθεί και να συνδεθεί με την αντιθρομβίνη ΙΙΙ . Η διάρκεια της ινωδόλυσης τα μόρια της θρομβίνης εκτίθενται σε μια επαφή με την επιφάνεια του υπόλοιπου θρόμβου και πιθανά συμμετέχουν στην εμφάνιση της πήξης στη διάρκεια της θρομβολυτικής θεραπείας. Συνεπώς η ηρουβίνη η οποία αποτελεσματικά ικανοποιητικά αναστέλλει τον δεσμό θρομβίνης-ινικής προφυλάσσει από την ειδική χρήση στην προφύλαξη της επαναθρώμβοσης μετά από ενδαγγειακή θρομβόλυση. Αυτό δείχθηκε με την θρόμβόλυση θρόμβωση που είχαν σχηματισθεί σε τοιχώματα σε απώλειες σε βλάβες τοιχωματικές αγγείων και σε στεφανιαία αρτηρία χοίρων και σε κνημιαία αρτηρία κουνελιών. Για παράδειγμα η επανασιλικοποίηση με στρεπτοκινάση των αγγείων ξανάκλεινε έπειτα από βραχύτατο χρονικό διάστημα. Η χορήγηση ηρουβίνης οδηγούσε σε μια συνεχή διατήρηση ροής μέσα στο αγγείο. Η εξωσωματική κυκλοφορία Η αποτελεσματικότητα της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης στην προφύλαξη του σχηματισμού θρόμβου σε τεχνικές επιφάνειες όπως επιβεβαιώθηκε με πειράματα τα οποία ολικά όπως οι ξένες επιφάνειες διαφόρου αριθμού θρομβο τοποθετείται σε ροή σε συστήματα ροής αίματος εξωσωματικής κυκλοφορίας in vivo. Αυτά τα μοντέλα φαίνονται να μοιάζουν με εκείνες τις καταστάσεις όπου το αίμα περνάει μέσα από επιφάνειες όπως αυτές των μεμβρανών της διϋλισης ή της προσθετικής βαλβίδας στον άνθρωπο. Η ανάπτυξη αποφρακτικού θρόμβου μετρήθηκε βαθμολογικά ή εκφράστηκε στο χρόνο που λαμβάνεται από τη στιγμή της απόφραξης στην εξωσωματική κυκλοφορία.

 

                            Η αποτελεσματική δόση της ηρουβίνης

 

        Για την αναστολή του σχηματισμού θρόμβου σε κάθε ξένη επιφάνεια ποικίλεισημαντικά εξαρτωμένη από τη θρομβογόνο δράση της επιφάνειας που χρησιμοποιείται. Σε όλες περιπτώσεις υπάρχουν υψηλότερες απ'ότι απαιτείται για την αναστολή της φλεβικής θρόμβωσης. Ακόμη η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη χρησιμοποιείται για αντιπηκτικό σε πειραματική αιμοδιθλιση σε νεφρεκτομημένους σκύλους. Εξαρτώντας από τη διαπερατότητα της μεμβράνης της διϋλισης η ηρουβίνη μπορεί να ελαττώνεται στη διάρκεια της διϋλισης. Μετά από χορήγηση ηρουβίνης αντίθετα η μη θεραπευμένη τα μη θεραπευμένα ζώα δεν σχηματίζουν δεν αποθέτουν ινική στα σημεία της μεμβράνης της διϋλισης. Ο αριθμός των αιμοπεταλίων και του παραμένει αμετάβλητα και δεν υπάρχουν σημάδια ότι αυξάνονται η αιμορραγία. Η κατανόηση της αποτελεσματικότητας της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης γίνεται ειδικά στη θρόμβωση σε τύπους όπου η θρομβίνη αρχικά σχηματίζεται από την διάχυτη ενδογενή ή εξωγενή πίεση των οδών της πήξης. Κατόπιν τούτου η ανασυνδυασμένη ηρουβίνη έχει αντιθρομβωτική περισσότερο αποτελεσματική είναι αντιθρομβωτική και περισσότερο αποτεσματική σε μοντέλα στάσης που εισάγουν κλινική θρόμβωση και διάχυτη μικροθρόμβωση. Η αντιθρωμβοτική επίδραση της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης είναι επίσης διαπιστώνεται επίσης τόσο σε αρτηριακές όσο και σε αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες σε θρομβώσεις αρτηριακών ή αρτηριοφλεβικών επικοινωνιών. Μολονότι υψηλότερες δόσεις απαιτούνται για την αντιμετώπιση της φλεβικής θρόμβωσης. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο σημαντικό ρόλο των αιμοπεταλίων που παίζουν στο σχηματισμό της θρόμβωσης των τραυματισμένων ενδοθηλίων ή σε στις τεχνικές επιφάνειες. Σε τέτοιες καταστάσεις ο σχηματισμός του θρόμβου ξεκινάει από την προσκόλλυσητων αιμοπεταλίων στις αντίστοιχες επιφάνειες. 'Ετσι χαμηλότερες δόσεις ηρουβίνης είναι απαραίτητες για την προφύλαξη από την εν τω βάθει θρόμβωση από όπου απαιτείται σε κλινικές καταστάσεις όπως είναι η αντιπηκτική της εξωκυττάριας της εξωσωματικής κυκλοφορίας ή προφύλαξη από θρόμβους.

 

  Συμπέρασμα

       Οι βιολογικές ιδιότητες της ηρουβίνης σε συνδυασμό με αυτές της διαθεσιμότητας των ανασυνδυασμένων τύπων έκαναν αυτό τον ανασταλτή της θρομβίνης να είναι ευχής έργο να χρησιμοποιηθεί σαν αντιπηκτικό φάρμακο. Σχετικά με την αύξηση σε σχέση με τη σύνθεση της ηρουβίνης με εγκατεστημένα αντιπηκτικά όπως είναι η ηπαρίνη και η κουμαρίνη αυτή λοιπόν η σχέση αυξήθηκε σε σχέση με την σύγκριση σαν αποτέλεσμα της σύκρισης της ηρουβίνης με τα καλά θεμελιωμένα αντιπηκτικά όπως είναι η ηπαρίνη και τα παράγωγα της κουμαρίνης. Αυτή είναι και η δυσκολία που υπάρχει ανάμεσα στα διάφορα σημεία έναρξης επειδή οι διάφορες υπάρχει διαφορετική δράση ανάλογα με τον τύπο της ηρουβίνης. Η ηρουβίνη είναι ουσιαστικά διαφορετική από την αντιπηκτική από του στόματος αγωγή αφού δεν παρεμβαίνει με τη βιοσύνθεση των παραγόντων της πήξης. Σε σύγκριση με την ηπαρίνη, η ηρουβίνη δεν απαιτείται την παρουσία των ενδογενών συμπαραγόντων όπως είναι η αντιθρομβίνη III και δεν συνδέεται ή δεν αδρανοποιείται από αντιηπαρινικές ουσίες. Η ηρουβίνη δεν εξασκεί επίδραση στα κύτταρα του αίματος ή στα ένζυμα, εξασκεί μόνο στο στόχο-ένζυμο τη θρομβίνη και δεν επιρεάζεται από τις αντιδράσεις των αιμοπεταλίων. Διαφέρει από την ηπαρίνη στο ότι δεν μπορεί να εισάγει αιμορραγική διάθεση και ότι σαν παρενέργειες σε αντιθρομβωτικές αποτελεσματικές δόσεις. Παρά τη μεγάλη αντοχή και την επιτυχή φαρμακολογική ιδιότητα η ηρουβίνη είναι ειδικά χρήσιμη στη θεραπεία για τη η ηρουβίνη για να αποδειχθεί χρήσιμη στη θεραπεία χρειάζονται περισσότερα πλεονεκτήματα. Η ηρουβίνη είναι ένας αποτελεσματικός αντιπηκτικός παράγοντας, είναι μια, αντιθρομβωτικός παράγοντας με σε άτομα με έλλειψη αντιθρομβίνης III αφού σημαίνει ότι οι ασθενείς με αυτήν την έλλειψη στο συμπαράγοντα αυτό της ηπαρίνης μπορούν να αντιμετοπισθούν. Η ηρουβίνη εξασκείδεν εξασκεί σημαντική επίδραση στη λειτουργία των αιμοπεταλίων. Συνεπώς η ηρουβίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες μιας ποιοτικής και ποσοτικής διαταραχής της που εισάγεται από την ηπαρίνη. Μολονότι η πλυροφορία για την τελική αποτελεσματικότητα της ηρουβίνης ποικίλει. οι περιορισμένες μικρές μελέτες οδηγούν όλες οι γενικές πλευρές φαίνεται να κλείνουν στη χρήση και στην εισαγωγή της ανασυνδυασμένης ηρουβίνης στην κλινική ιατρική πράξη.

 

 

                                        Οι σερπίνες

 

Εισαγωγή

 

       Διαφορετική αλληλουχία των παραγόντων πήξης. Ο μηχανισμός πήξης και ο μηχανισμός είναι περισσότερο σύνθετοι απ'ότι γίνονται περισσότεροσύνθετοι από το χρόνο από τους νέους παράγοντες που ανακαλύπτουν. Πρόσφατα αυτή η συνθετικότητα έγινε μεγαλύτερη με τις διάφορες ομάδες των αμινοξέων και τις αλληλουχίες που έχουν προσδιορισθεί στις διάφορες παράγοντες και στους διάφορους τροποποιημένους τύπους. Εντούτοις, η κλειστή εξέταση τέτοιων αλληλουχιών άρχισε να δείχνει επαναλαμβανόμενα μοντέλα ομολογιών οι οποίες παρέχουν ένα όλο και φανερό πρότυπο για τη γνώση της λειτουργίας καθενός από τους παράγοντες. π.χ. οι πρωτεολιτική παράγοντες όπως η πρωτεϊνη C , οπαράγοντας X, ο παράγοντας IX , έχουν μια περιοχή η οποία δίνει δεσμούς φτιάχνει δεσμούς εξαρτημένους από το ασβέστιο της μεμβράνης των κυττάρων. Μία περιοχή με τέτοιες ομολογίες αντιστοιχεί μια άλλη περιοχή με τέτοιες ομολογίες ααντιστοιχεί στον επιδερμικό παράγοντα αύξησης και σε μια άλλη περιοχή που αποτελείται από μια σερινική πρωτεάση. Αυτή η σειρά των ομολογιών είναι απαραίτητη για διάφορες ανάλογες λειτουργίες, αφού υπάρχει πολύ καλή απόδειξη ότι η εξέλιξη χρησιμοποίησε ανάλογες περιορισμένο αριθμό βασικών πρωταρχικών δομών για να φτάσει στην ποικιλία από την οποία συχνά διαφέρουν η ποικιλία των λειτουργιών που φαινομενικά φαίνεται να διαφέρει. Συζητείται εδώ η διαφορετικότητα σε λειτουργία με αναφορά σε μια νέα οικογένεια όπως είναι οι ανασταλτές των πρωτεασών, οι σερπίνες. 'Εχει φανεί πως οι γνώσεις μιας οικογένειας, ενός μέλους της οικογένειας η α1 αντιθρυψίνη παρέχει πλευρές της δομής της σε λειτουργίες με άλλες σερπίνες. Ιδιαίτερα είναι σημαντικό να μη προσφέρει αυτή την ειδικότητα και τις ιδιότητες σε έναν αριθμό ανασταλτών κλειδιά για την πήξη γιατην πορεία της πήξης και της ινωδόλυσης όπως γίνεται με την αναφορά μας

Μια Η εξέλιξη αυτής της υπεροικογένειας. Οι σερπίνες είναι μια θπεροικογένεια πρωτεϊνική η οποία έχει εξελιχθεί από μια πρωταρχική, πρωτογονική,σερρνικήανασταλτική σερινική πρωτεάση πάνω από μια περίοδο περισσότερο από 300 εκατ.χρόνια. Η σερπίνη έχει προέλθει εξελεκτικά από έναν αρχικό πργονο ο οποίος ήταν ανασταλτής των πρωτεϊνικών πρωτεασών μέσα στη διάρκεια μιας περιόδου πάνω από 500 εκ. χρόνια. Μια προσπάθεια αυτής της εξελεκτικής πορείας φαίνεται στην εικόνα 1 και πολύ περισσότερο πληροφοριακές εκτιμήσεις δίδονται επίσης στον πίνακα 1 όπου η αντιθρομβίνη, ο συμπαράγοντας της ηπαρίνης II , η αντιπλασμίνη,,ο,η αντιθρυψίνη, η αντιχυμοθριψίνη, ο C1 ανασταλτής, το αγγειοτερψινογόνο, η  είναι ομάδες είναι μέλη της υπεροικογένειας των σερπινών και οι οποίες εξελίχθηκαν στη διάρκεια αυτής της πορείας δια μέσου των ετών. Η εξέλιξη των σερπινών είναι παράλληλη με την εξέλιξη των σερινικών πρωτεασώνσαν ειδικές πρωτεάσες φάνηκαν να για παράδειγμα η θρομβίνη και η πλασμίνη οι οποίες έχουν μία παράλληλη ειδικότητα με τους ανασταλτές της δίνουν λοιπόν η θρομβίνη, η, η πλασμίνη και η αντιπλασμίνη. 'Ετσι κάθε μια από τις πρωτεάσες της φλεγμονώδη καταράκτη έχει ένα αντίστοιχο ανασταλτή για να δίνει το βαθμό της αναστολής των πρωτεασών του πλάσματος. Αυτό φαίνεται στον πίνακα 2. 'Ετσι λοιπόν οι πρωτεάσες της φλεγμονώδους διαδικασίας έχουν έναν ανασταλτή για να δίνουν  το βαθμό των ανασταλτών της πρωτεάσης του πλάσματος όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Μια απλοποιημένη ονομασία σε αυτόν τον πίνακα όπως είναι η θρυψίνη για την α1 αντιθρυψίνη η θρομβίνη για την αντιθρομβίνη III μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτό το . Αλλά σημειώνουμε ότι τα ονόματα είναι ιστορικά και μπορούν να γίνονται να προσδιορίζουν συγκεκριμένες λειτουργίες. 'Ετσι η αντιθρυψίνη είναι ένας αποτελεσματικός ανασταλτής της θρυψίνης ο οποίος έχει μια βασικό φυσιολογικό ρόλο σαν ανασταλτής της ελαστάσης των λευκοκυττάρων. Οι σερπίνες του πλάσματος ρ\έχουν μία πρωτεϊνική δομή και σχηματίζουν μία ένα σύμλεγμα 1:1 με την πρωτε'αση στόχο το σύμπλεγμα αυτό κατ'ακολουθία αποβάλλεται από την κυκλοφορία και καταβολίζεται. 'Οχι όλοι από τα μέλη αλλά ένα αρκετοί έχουν διατυρούν την ανασταλτική τους λειτουργία και μπορούν ακόμη να αναπτύξουν και άλλες λειτουργίες όπως το αγγειοτενσινογόνο το οποίο λειτουργεί και σαν πεπτίδιο δότης και σαν θρομβο και η θρυψίνη της οποίας το πλάσμα ο μεταφορέας της θρυψίνης έχουν λοιπόν αναπτύξει και άλλες λειτουργίες.  Αλληλουχίες και δραστικά κέντρα της αντιθρυψίνης και της αντιθρομβίνης . Οι σερπίνες έχουν μια απλή πολυπεπτιδική αλυσίδα περίπου 400 υπολοίπων αμινοξέων δίνοντας έναν ελάχιστο Μ .Β στο 40.000 αλλά ο βαθμός του Μ.Β. του πλάσματος των σερπινών δείχνει και τον θεωρούμενο βαθμό της ποικιλίας της γλυκοζυλιώσεως ανάμεσα στα . Το πρώτο από τα που έχουμε την αλληλουχία, που έχει προσδιορισθεί η αλληλουχία των αμινοξέων είναι η αντιθρομβίνη και η αντιθρυψίνη. Τα δύο αυτά ανασταλτικά μόρια των πρωτεασών του πλάσματος σημειώνουν είναι ομόλογα με 30 % ταυτότητα. Η ομολογία δεν περιλαμβάνει το πρώτο αζωτοτελικό μέλος του μορίου αλλά φθάνει μέχρι το άνθρακα-τελικό. Μία μη προβλεφθείσα δωρεά από αυτή τησύνδεση των δύο αλληλουχιών έχει ταυτοποιηθεί και βρίσκεται στο δραστικό κέντρο κάθε ενός από τους ανασταλτές αυτούς. Περίπου 45 υπόλοιπα σε απόσταση 35 υπόλοιπα από το άνθρακα-τελικό άκρο. Το κλειδί της αναγνώρισης των δραστικών κέντρων είναι οι κλειστές ομολογίες προς την πλευρά της αντιθρυψίνης με το δραστικό κέντρο των μη σχετιζόμενο με ανασταλτές των φυτών. Προσφορά με την πλευρά της ταυτοποίησης προσφέρθηκε αποτέλεσε με ανεξάρτητα πειράματα κοπής ταοποία έδειξαν το δραστικό κέντρο της αντιθρομβίνης μπορείνα εντοπίζεται , να επικεντρώνεται σε ένα δεσμό αργινίνης-σερίνης στο 392 , 394.Τα συγκεκριμένα οδήγησαν στο συμπέρασμα αποδεδομένα που πάρθηκαν από ανασταλτές πρωτεασών σε φυτά , το οποίο το δραστικό κέντρο ενεργεί σαν ένα δυναμικό υπόστρωμα για το ένζυμο-στόχο. 'Ετσι ο δεσμός αργινίνης-σερίνης της αντιθρομβίνης είναι μία πλευρά προτιμώμενη για κόψιμο για τη θρομβίνη και ανάλογη σειρά μεθειονίνης-σερίνης για την αντιθρυψίνη είναι μια σειρά που προσφέρεται για κόψιμο για τη προελαστάση των ουδετερόφιλων. Επιβεβαίωση αυτών των απόψεων και για τη σχέση που βρίσκεται το δραστικό κέντρο, και ρόλο των απλών αμινοξέων στο προσδιορισμό της ειδικότητας δόθηκαν από μια μοναδική μετάλλαξη της αντιθρυψίνης. Αυτή φαίνεται εμφανίστηκε σε ένα παιδί το οποίο κατά τη διάρκεια της ζωής αιμορραγούσε, παρουσίασε αιμορραγική αρρώστεια που οφείλετο στην παρουσία μιας αντιθρυψίνης η οποία της οποίας το δραστικό κέντρο η μεθειονίνη είχε αντικατασταθεί απόαργινίνη. Αυτό μετέτρεπαι την πρωτεϊνη από ένα ανασταλτή της ελαστάσης σε έναν υψηλά πολύ αποτελεσματικό ανασταλτή της θρομβίνης με μια σταθερή συσχέτιση 3Χ10 5  σε σχέση με αυτή που έχει η ηπαρίνη που είναι 1Χ10 6 . Ενεργοποιημένη ηπαρίνη και ενεργοποιημένης αντιθρομβίνης που σημαίνει πολύ μεγαλύτερη της διαταραχής της αντιθρυψίνης .

 

                Δομή και λειτουργία

 

      Υπάρχουν αναφορές ότι η κρυσταλοποίηση της ομαδουμίνης και της αντιθρομβίνης αλλά η μόνη συμπληρομένοι δομή των σερτινών είναι αυτή της ανθρώπινης αντιθρθψίνης η οποία φαίνεται από τον .

Αυτή έχει ένα καλά ταξινομημένο σφαιρική δομή με 30% ελλικοειδή τύπο και 40% μπέτα   . Υπάρχει μια περιοχή μη δομημένη που σχηματίζεται από τα πρώτα 20 υπόλοιπα αμινοξέα της αντιθρυψίνης και από μια αμολογία η από τα πρώτα 45 υπόλοιπα αμινοξέων της αντιθρυψίνης. Επειδή αυτό το αζωτο-τελική περιοχή είναι ελεύθερη προσιτή στο κόψιμο από πρωτεάσες. Κόψιμο του αζωτο-τελικού άκρου παρέχει δύο φυσιολογικές δυνατότητες. Η πρώτη είναι ότι απελευθερώνει ένα δραστικό πεπτίδιο το οποίο φαίνεται με την όπως αυτό που παίρνεται όπως η αγγειοτενσίνη από το αγγειοτενσινογόνο. Η δεύτερη είναι μια ικανότητα να τροποποιεί την ανασταλτική δραστηριότητα η οποία παίρνεται in vitro όπως η αντιθρομβίνη του κόψιμο του άνθρακοτελικού άκρου ενός τροποποιημένου δεσμού της ηπαρίνης.Υπάρχει μόνο μία περιοχή αλληλουχίας προσιτή στις πρωτεάσες που δεν φαίνεται στο σχήμα 3. Αυτή αποτελείται από 20 υπόλοιπα αμινοξέων τα οποία προσφέρουν το δραστικό κέντρο μεθιονίνης-σερίνης 318-359 δεσμό το οποίο σε μια θέση η οποία σχηματίζει ένα υπόστρωμα για την ελαστάση. Η αιτία αυτού του πεπτιδικού , δρόμου ήδη είναι που δεν φαίνεται στην δομή είναι ότι η αντιθρυψίνη κτυσταλλοποιείται στο μετά το σ,υμπλεγμα κατάσταση και κυρίως μετά ύστερα από τη μεθειονίνη-σερίνη 318-359 του δραστικού κέντρου, ύστερα από το κόψιμο και αφού έχει κοπεί το δραστικό κέντρο μετά δηλ. από το δεσμό μεθιονίνη-σερίνη 318-359. Η έκπληξη ήταν ότι αυτά τα δύο υπόλοιπα βρέθηκαν σε αντίθετους χώρους από το μόριο. Με σκοπό την επαναδόμηση του φυσικού μορίου ήταν απαραίτητο να ενωποιηθεί μία περιοχή από 16 υπόλογα από ταοποία το μεγαλύτερο ήταν. Αυτό το κλαδί, αυτό το το οποίο συνδέει την μεθιονίνη 358 με την αντίθετη σερίνη 359 μπορεί κάτω από βρίσκεται κάτω από αξιοθαύμαστες . 'Ετσι η φυσική σερπίνη υπάρχει μια στρεσαρισμένη δομή, αλλά κόψιμο στο δρόμο οδηγεί σε έναν τύπο χαλαρό του μορίου το οποίο εύκολα χρησιμοποιήται. Αυτός ο τύπος εντούτοις είναι αμετάθητα αδρανής. 'Ετσι το μόριο των σερτρινικό μπορεί να συγκριθεί προς αυτό του το οποίο είναι ενεργό μόνο κάτω από τάση.Τάξεις κόβει το τραύμα και οδηγεί σε μια όχι μόνον σε ένα κόψιμο του δραστικού κέντρου το οποίο είναι επίσης κόψιμο της στρεσαρισμένης αλληλουχίας που εφαρμόζεται σε αυτό. Οι φυσικές σερπίνες είναι με αυτήν την έννοια μεθίστανται μετακινούνται από το ζορισμένο τύπο από τη ζορισμένη κατάσταση πιθανώς προς το δραστικό κέντρο π.χ. X ανασερινισμός σε μια άλλη δομή όπως αυτή είναι η της ενδιάμεσης κατάστασης όπου το δραστικό κέντρο και η πρωτεάση όπου και την πρωτεάση στόχο. Με αυτόν τον τρόπο οι σερπίνες μπορούν να παρατηρηθούν, να θεωρηθούν σαν τέλεια υποστρώματα για τις πρωτεάσες οι οποίες έχουν σχεδιασθεί να συνδέονται με τις σερπίνες. Οι δεσμοί η ικανότητα, η ταχύτητα σύνδεσης των πρωτεασών όχι όμως και διαχωρισμού των πρωτεασών να δίνουν ένα σύμπλεγμα το οποίο αποβάλλεται από την κυκλοφορία είανι χαρακτηριστικό του συμπλέγματος των πρωτεασών με τις σερπίνες. Το ότι η κατάσταση μετατρέπεται σε έχει επιβεβαιωθεί με έλγχο μιας εκ των προτέρων δεδομένης κατάστασης όπως είναι ο φυσικός τύπος ο οποίος θα γίνει λιγότερα σταθερός στη θερμοκρασλια από ότι ο κομμένος ο επεξεργασμένος ο κομμένος τύπος, όπως προειπώθηκε. Η φυσική αντιθρυψίνη και αντιθρομβίνη σχετίζονται είναι σχετικά σταθεροί όταν όμως έλθουν σε θερμοκρασία του διαλύματός του σε 58 επειδή οι είναι σταθεροί σε θερμο-κρασία 80 και πάνω. 'Εχει προλεχθεί ότι η φυσική αντιθρυψίνη και αντιθρομβίνη είναι σχετικά σταθείς στη θερμοκρασία ουσίες και αυτό συμβαίνει σε διάλυμα 58. 'Οταν όμως ο τύπος ή οι τύποι θερμανθούν στούς 80 τότε γίνονται σταθεροί.

 

 

                   Ομολογίες και τεταρτοταγής δομή

 

          Η εξέλιξη έχει οδηγήση σε σχεδόν διαφορατικές λειτουργίες για τις σερπίνες και αυτό φαίνεται ότι είναι σχεδόν αποδεκτή, αλλά αποτελεί την αξιόπιστη βάση της δομής της οικογένειας των σερπινών στο σύνολό τους με τη βάση ότι ο πάνω στη βάση ότι ένας αρχέτυπος δομή σχετίζεται με αυτό όπως είναι η αντιθρυψίνη. Μπορούμε να ταυτοποιήγησουμε ατομικές σερπίνες πάνω στη βάση της μόνο της αλληλουχίας των αμινοξέων. Μια θα ξεχώριζε μια ασφάλεια αυτή η ασφάλεια ξεχωρίζει αυτό που δίνδεται στη βάση του που φαίνεται στην εικόνα 2. 'Ενα κομπιούτερ έχει κατασκευαστεί για τις σερπίνες με απόλυτη αυστηρή εφαρμογή στην περιοχή της δευτεροταγούς δομής με εισόδους και απόλειες οι οποίες δεν είναι προσιτές στις περιοχές των ελίκων. Η προκύπτουσα έχει φανεί εξαιρετικά σύμφωνα με γνωστές λειτουργικές περιοχές περιφέρειες όπως είναι το δραστικό κέντρο και το βήμα το .

'Ενα βήμα που συνδέει τα κομάτια α4 και α5. Η παρεχόμενη εμπιστοσήνη αυτό παρέχει μια εμπιστοσύνη ότι όλες οι σερπίνες που ελέγχθηκαν έχουν την ίδια γενική τεταρτοταγή δομή και δείχνει ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο για την αξιοπιστία ενός σχεδίου από αυτόν τον προσανατολισμό των ατομικών υπολοίπων. Αυτό το συμπέρασμα είναι κοινό για μια κοινή τεταρτοταγή δομή έχει εντοπισθεί με τα δεδομένα των εργαστηρίων του . 'Οπου μια δραματική μεταβολή της σταθερότητας της θερμοκρασίας των κομμένων σερπινών για όλο το μέγεθος για όλη την έκταση των σερπινών που έχουν ελεγχθεί περιλαμβάνοντας την αντιθρυψίνη, την αντιθρομβίνη, τον ανασταλτή και τη σφαιρίνη που συνδέει τη θυροξίνη.

 

 

                                 Αντιθρομβίνη

 

        Η αντιθρομβίνη είναι ένας ανασταλτής που έχει μελετηθεί πολύ καλά με ιδιότητες που έχουν πρόσφατα ανασκοπηθεί από τον   . Πρόσφατα κοιτώντας από αυτά τα δεδομένα και επίσης στις νέες αποδείξεις μ'άλλα λόγια της τεταρτοταγούς δομής της αντιθρομβίνης που στηρίζονται σε μια προβολή του επάνω σε γνωστή δομή της αντιθρυψίνης. Ποιο συγκεκριμένα οι πρέπει να θεωρήσουν την πλήρη τη συμπλήρωση της κρυσταλλογραφικής δομής της αντιθρομβίνης από μόνη της αλλά αυτή η προσπέλαση παρέχει ένα χρήσιμο μοντέλο στο οποίο με το οποίο απαντά σε ερωτήσεις όπως αυτές που θέτουν όλοι.

 

 

                  Γενική δομή λαι λειτουργία

 

         Η αντιθρομβίνη είναι έχει μια δομή με κλειστές ομολογίες όμοιες προς την αντιθρυψίνη χωρίς σημαντικές απώλειες αφαίρεσεις. 'Εχει εντούτοις σχεδόν διαφορετικό άκρο από 45 υπόλοιπα τα οποία είναι 25 περισσότερα από αυτά της αντιθρυψίνης. Αυτή η έντονη διαφορά ανάμεσα στις δύο μπορεί να οδηγηθεί να οδηγήσει σε διαφορές σχετικά σε μηχανισμούς ενεργοποίησης από την ηπαρίνη μολονότι το αζωτοτελικό άκρο της αντιθρομβίνης είναι αρκετά μακρυά από την υπολογισθείσα πλευρά του δραστικού κέντρου του μορίου. Επίσης μόνο 7 υπόλοιπα αμινοξέων του αζωτατελικού άκρου είναι ελεύθερα να μετακινούνται όπως όχι όπως στην αντιθρυψίνη αλλά αυτό φαίνεται στην αντιθρομβίνη όπου υπάρχουν δισουλφιδικοί δεσμοί οποίου περιλαμβάνονται 8 υπόλοιπα αμινοξέων από το αζωτοτελικό άκρο. Υπάρχει επίσης μια πλήρης διαφορά στην εντόπιση των υδρογονανθράκων στην πλευρά των αλυσίδων των υδρογονανθράκων. Στην αντιθρυψίνη υπάρχουν τρείς ενώ στην αντιθρομβίνη υπάρχουν 4 όχι αντίστοιχες πλευρές. Εντούτοις μια από αυτές τις πλευρικές αλυσίδες χάνει το 10% της αντιθρομβίνης του πλάσματος και δίνει μια φυσική ένα φυσικό κλάσμα με μεγάλη του συγγένεια προς την ηπαρίνη. Το δραστικό κέντρο της αντιθρομβίνης είναι τυπικά αυτό που είναι αυτό μιας σερπίνης με δραστικό κέντρο αργινλίνη-σερίνη 394σε μια το οποίο βρίσκεται σε μια στρεσαρισμένη ανάκαμψη η οποία προσφέρεται σε κόψιμο και έτσι οδηγεί στην αδρανοποίηση. Η ειδικότητα της αναστολής αυξήνει προφανώς με τα πρόσθετα γλυκίνης στο δραστικό κέντρο έτσι είναι γλυκίνη-αργινίνη μάλλον παρά αργινίνη. Η επιτυχής σερίνη είναι σημαντική είναι έχει σημασία αφού μεταλλάξεις προς λευκίνη στην αντιθρομβίνη βέβαια οδηγεί σε απώλεια της ανασταλτικής ικανότητας. Ανασυνδυασμένα παράγωγα της αντιθρομβίνης ανάλογα της αντιθρομβίνης. Τα δεδομένα ότι η φυσική παραλλαγή της αντιθρυψίνης με μια μετάλλαξη στο δραστικό κέντρο μεθειονίνης σε αργινίνη λειτούργησε σαν μια αποτελεσματική αντιθρομβίνη αυτό άνοιξε ένα μεγάλο κεφάλαιο στα ανασυνδυασμένες μεταλλάξεις. Αυτές οι μεταλλάξεις με τη γενετική μηχανική της αντιθρυψίνης εκφράσθηκαν στο μη γλυκοζυλιωμένο τύπο της Escherichia coli και σε . Τα προκύπτοντα α αντιθρομβινικά ανάλογα έχουν όλα P1 αργινίνη αλλά οι σειρές άλλων μεταβολών μια σειρά άλλων μεταβολών έχει επίσεις εισαχθεί στο δραστικό κέντρο όπως δείχνει ο πίνακας 3. Η ανασυνδυασμένη μόνο με P1 αργινίνη έχει ειδικότητα και κινητική ανασταλτή έντονα όμοια προς αυτή του ανθρώπινου πλάσματος της αντιθρυψίνης. Δεν απαιτεί ενεργοποίηση με ηπαρίνη και έχει μια ημιδιάρκεια ζωής στην κυκλοφορία των κουνελιών 1/6 της φυσικής της ανθρώπινης πρωτεϊνης.Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα σε σχέση με την φυσιολογική αντιθρομβίνη στην οποία δεν κόβεται καταλυτικά και αδρανοποιήται από την ελαστάση των ουδετεροφίλων. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα σε σχέση με την φυσιολογική αντιθρομβίνη όπου αυτό το μόριο δεν απαιτεί καταλυτικό κόψιμο και αδρανοποιείται από την ελαστάση των ουδετεροφίλων. Επιπλέον τροποποιήσης του δραστικού κέντρου της αντιθρυψίνης δίνουν P1 και P3 ταυτόσημες περιοχές της αντιθρομβίνης δεν είναι σημαντικές μεταβάλλουν την ανασταλτική ιδιότητα της θρομβίνης. Πάνω από όλα αυτό οδηγεί με εμπιστοσύνη ότι οδηγεί με εμπιστοσύνη ότι θα είναι δυνατό να παράγει υποκατάστατα αντιθρομβίνης το ίδιο καλά για ενδιάμεση θεραπεία υποκατάστασης σε γενετική έλλειψη και επίσης ως εναλλακτική βραχύχρονη αντιπηκτικά αγωγή των οξών προβλημάτων όπως είναι στα σύνδρομα shock.

 

                                SR       μετατροπεί και σύνδρομο shock

      Η αντιθρομβίνη υφίστατε τηνν αδρανοποίηση με την μετατροπή του τύπου ρπος της καταλυτικής πλευράς ενός μιας ζορισμένης ανακ'υκλωσης με την παρουσία της ηπαρίνης από διάφορα πρωτεολυτικά ένζυμα. Δύο από αυτές τις περιοχές κόψιμου φαίνονται στην εικόνα 6 οι οποίες είναι παθολογικές και οδηγούν στη αδρανοποίηση από τις πρωτεάσες του κροταλία. ένα δηλητήριο φιδιού και από τις μεταλλοπρωτεϊνάσες των βακτιριδίων όπως είναι της  ψευδο-μονάδας, της αεριογόνου. Εντούτοις η αδρανοποίηση από την ελαστάση των ουδετεροφίλων πιθανώς αναπαριστάένα φυσιολογικό κόψιμο το οποίο δεν είναι ικανό η πρωτεολιτικός καταράκτης του πλάσματος να τροποποιηθεί σε μια φλεγμονώδη περιοχή, σ'ένα φλεγμονώδη τρόπο. Αυτο θα μπορούσε να παρείχε ένα πλεονέκτημα για την εντόπιση της φλεγμονής θα γινόταν όμως έντονα μειονέκτημα όταν υπήρχε μια συστηματική ενεργοποίηση των λεμφοκυττάρων όπως στα σύνδρομα σοκ.

 

                 Ενεργοποίηση της ηπαρίνης και δέσμευση

         Ο μηχανισμός με τον οποίο η ηπαρίνη ενεργοποιεί την ανασταλτική δράστηριότητα των πρωτεασών παρουσία αντιθρομβίνης είναι ακόμη ένα παζλ. Εντούτοις υπάρχουν αρκετές χρήσιμες πληροφορίες. Φαίνεται ότι αρκετές φαίνεται σχεδόν βέβαια ότι η ενεργοποίηση είναι μία συνέοπεια πρωταρχικής μιας άμεσης επίδρασης της αντιθρομβίνης από μόνη της. Τα δεδομένα ότι η μετάλλαξη της αντιθρυψίνης είχαν μια ισοδύναμη ανασταλτική δράση επάνω στη θρομβίνη προς αυτήν της ηπαρίνης που ενεργποιείται από την αντιθρομβίνη δείχνει ότι η ηπαρίνη σε κάποιους δρόμους αποκαλύπτει μια ακέραιη ανασταλτική δραστηριότητα της αντιθρομβίνης. Με άλλα λόγια η εξέλιξη έχει τροποποιήσει την αντιθρομβίνη με τέτοιο τρόπο ώστε καλύπτει πιθανώς με στερεοχημικές πλευρές την ικανότητα της να αντιδρά το δραστικό της κέντρο με την θρομβίνη εκτός εάν υπάρχει παρουσία ηπαρίνης. Επιπλέον απόδειξη δήλωνε μια δομική μεταβολή στο δραστικό κέντρο όταν αυτό αντιδρούσε με ηπαρίνη τέτοια και γινόταν από το κόψιμο των πρωτεασών σαν τα πειράματα που αναφέρθηκαν παλιότερα. Το κόψιμο της εκτεθειμένης και στρεσαρισμένης πλευράς της αντιθρομβίνης από το δηλητήριο του φιδιού ή από τις βακτηριακές πρωτεάσες αλλά κι από τις πρωτεάσες των ουδετεροφίλων που γίνονται με καταλυτικό μόνα που γίνεται μόνο με την καταταλυτική παρουσία της ηπαρίνης. Αυτό το κόψιμο της εκτεταμένης στρεσαρισμένης πλευράς στην αντιθρομβίνη από τα δηλητήρια των φιδιών, από την βακτηριακή και ουδετεροφιλική πρωτεάση λαμβάνει χώρα καταλυτικά μόνο παρουσία ηπαρίνης. Με την απουσία της ηπαρίνης αυτή η εκτεταμένη περιοχή ανακύκλωσης η οποία είναι προσιτή σε όλες τις άλλες σερπίνες μπορεί δομικά να καλύπτεται. Μπορούμε συνεπώς να υποθέσουμε πως αυτό γίνεται. Φαίνεται πιθανό να εμπλέκεται το αζωτοτελικό άκρο της θρομβίνης που όπως είδαμε.Υπάρχει εντούτοις μια καλύτερη απόδειξη πάνω στην πλευρά της αντιθρομβίνης που συνδέεται με ηπαρίνη.'Ενας ισχυρός δεσμός αποκαλύπτεται με μελέτες ανθρώπινων παραλλαγών που έχουν μεταβάλει τη συγγένεια προς την ηπαρίνη. Τρεις από αυτές με ελατωμένη συγγένεια προς την ηπαρίνη προήλθαν από απόλεια του υπολοίπων αργινίνης 47, όπως είναι οι αντιθρομβίνη 47 αργινίνη έγινε κυστεϊνη 47 αργινίνη κυστιδίνη και την παραλλαγή την πρόσφατα τακτοποιημένη από κάποιους συγγραφείς όπου η 47 αργινίνη μετατράπηκε σε σερίνη. Μια τέταρτη μετάλαξη παραλλαγή με ελεττωμένη συγγένεια στην ηπαρίνη είναι η αντιθρομβίνη της βασιλείας όπου οι 41 προλίνη έχει μετατραπεί σε λευκίνη και η οποία επίσης οδηγεί εξηγεί μια διαταραχή στην περιοχή του υπολοίπου 47. Παίρνοντας όλα αυτά μαζί προκύπτει σαν αποτέλεσμα ότι η αργινίνη 47 το δεύτερο υπόλοιπο της α έλικας είναι ένα υπόλοιπων αμινοξέων κλειδί για τη σύνδεση της ηπαρίνης με την αντιθρομβίνη. Αφού η ηπαρίνη είναι ένα πολυθιωμένο ένας πολυθιωμένος σακχαρίτης απαντάται απαντούμε στην ερώτηση. Υπάρχουν μια σειρά θετικά φορτισμένες υπόλοιπα αμινοξέων αργινίνες ιρισίνες που εμπλέκονται σε αυτό το δεσμό . Σε αυτή την  απάντηση έχουν γίνει συγκριτικές μελέτες της δευτεροταγούς δομής του όπου η ηπαρίνη με μια άλλη , η αντιθρομβίνη με μια άλλη ηπαρίνη ενεργοποιείται η αντιθρομβίνη με μια άλλη σερπίνη ενεργοποιημένη με ηπαρίνη όπως η ο συμπαράγοντας II της ηπαρίνης έδειξε να υπάρχουν θετικά φορτισμένα υπόλοιπα μοναδικά τα οποία διατηρούνται στις δυο πρωτεϊνες. Υπάρχουντέτοια 7 τέτοια υπόλοιπα περιλαμβανομένης της αργινίνης 47. 'Οταν αυτές οι θέσεις χαρτογραφήθηκαν πάνω σε προβολές της αντιθρομβίνης σε κομπιούτερ 5 από αυτές τις θετικά φορτισμένες περιοχές οι 47 αργινίνη, 125 λυσίνη, 129 αργινίνη, 132 αργινίνη, 133 λυσίνη φάνηκε να σχηματίζουν μια κλειστά σχετιζόμενη σφαίρα από θετικά φορτισμένες περιοχές οι οποίες βρίσκονται στην α και στην άλικα. Αυτό φανέρωσε ότι υπάρχει ότι αποτελούν ένα μείζονα δεσμό, μία μία μείζονα πλευρά σύνδεσης της ηπαρίνης.Ουσιαστική απόδειξη αυτού προέκυψε από την ταυτοποίηση της δομικής διαφοράς της υπεύθυνης για την υψηλή συγγένεια προς την ηπαρίνη περιοχή η οποία που συνήθως υπάρχει περίπου στο 10% της φυσιολογικής αντιθρομβίνης του πλάσματος. Αυτή προκύπτει από την απουσία των ολιγοσακχαριτών της πλευρικής αλυσίδας των ολιγοσακχαριδασών στη θέση 135 ασπαραγινάση και βρίσκεται σε κλειστή συνάφεια επικοινωνία με την πλευρά σύνδεσης της ηπαρίνης. Μολονότι αυτή η δομή υδρογονανθρακική δομή δεν μπορεί να προτυπώσει τις λεπτομέρειες να προτυπωθεί σε λεπτομέρια είναι σχεδόν βέβαιο ότι η απουσία του αυτής της περιοχής της ομάδας αρνητικά φορτησμένα περιοχών διευκολύνει την δέσμευση με την ηπαρίνη σε μια παρακείμενη περιοχή.

 

 

                                            Φωσφορυλίωση

 

       'Εχει συζητηθεί αρκετά η εξήγηση η ερμηνεία που προκύπτει από τη δομή των αποδείξεων που προκύπτουν από την δομή. Μπορεί η δομή από μόνη της να απαντήση σε ανάλογες ερωτήσεις. Μια ενδιαφέρουσα αλλά υποθετική οδηγεί προκύπτει από την ανάλυση της δομής των ομολογιών είναι η δυνατότητα της φωσφορυλίωσης των σερινών στην αντιθρομβίνη με διαμέσου παραγωγικής κάλυψης ή τροποποίησηςτης ανασταλτικής ικανότητας της αντιθρομβίνης. Δυο ξεχωριστές πιθανότητες υποδηλώνουν προέκυψαν από τις μελέτες των ομολογιών και οι δύο εντοπίζονται στο δραστικό κέντρο μία είναι στη θέση 385 όπου η αντιθρομβίνη σχεδόν μοναδικά των σερπινών έχει μία σερίνη η οποία παρίστατε στο φωσφορυλιωμένο τύπο της σερπίνης των αγωγών. Μια περισσότερο ενδιαφέρουσα πιθανότητα είναι ότι το δραστικό κέντρο της σερίνης 394 όπως και η αλληλουχία σε αυτήν την πλευρά αργινίνης-σερίνης-λευκίνης-ασπαραγινάσης συνδράμει με την αλληλουχία της εκλεκτικής πλευράς που όπου πραγματοποιείται η φωσφορυλίωση η εξαρτημένη από το της ισοκιτρικής δεϋδρογενάσης στην Escherichia coli. Εάν τέτοια φωσφορυλίωση λαμβάνεται μπορεί τεχνικά να είναι δύσκολο να ανιχνευθεί εάν θρυψίνη και πιθανώς άλλες σερινικές πρωτεάσες εμφανίζονται να δρούν σαν μια πρωτεϊνική φωσφατάση σε εκείνη την κατάσταση όπου απελευθερώνεται ο φώσφορος. Φάνηκε εδώ ότι μία σύγκριση των ομολογιών της αντιθρομβίνης με αυτές άλλων σερπινών παρέχει μία πιθανότητα να σχεδιασθεί εκείνο το μόριο που τις περιοχές κλειδιά εξηγεί την δομή και τη λειτουργία τους. Ανάλογη προσπέλαση επίσης να χρησιμοποιηθεί για να διαλευκανθεί η δομή και η λειτουργία και άλλων σερπινών που περιλαμβάνονται που εμπλέκονται στην πήξη όπως του ανασταλτή του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου, του ανασταλτή της πρωτεϊνης του συμπαράγοντα II της ηπαρίνης. Ομοίως μολονότι η γενετική μηχανική για τις σερπίνες μελετήθηκαν σε σχέση με την ειδική πλευρά μεταβολών της αντιθρυψίνης, η ίδια προσπέλαση μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να τροποποιηθούν και άλλες σερπίνες και να δώσουν την δυνατότητα επακριόύς των σερπινών και να δίνουν περίπου τις μεταβολές της παραλλαγές που υφίσταται η ανασταλτική λειτουργία

 

                          Θρομβοσφονδίνη

     Κυτταρική βιολογία μιας προσκολλητικής γλυκοπρωτεϊνης           

Η θρομβοσφονδίνη είναι μία πολυλειτουργική 450 Κ η οποία περιγράφηκε το 1951 από τον σε μια σαν ένα εκκριτικό παράγωγο της από των διεγερμένων αιμοπεταλίων από τη θρομβίνη. Είναι ένα μείζον συστατικό των α σωματιδίων των αιμοπεταλίων και αποτελεί το 3% της ολικής των ολικών πρωτεϊνών των αιμοπεταλίων. Η θρομβοσφονδίνη δεν κυκλοφορεί σε μετρητές συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι από τα 20 εντούτοις η διανομή της στους ιστούς είναι σημαντική. Επιπλέον η έκφραση της στις μεμβράνη των ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων η θρομβοσπονδίνη συντίθεται στούς ινοβλάστες, στα ενδοθηλιακά κύτταρα, στα κύτταρα, στους στις λείες μυϊκές ίνες, στα πνευμονοκύτταρα, στα μονοπύρινα φαγοκύτταρα και σε διάφορα καρκινικά κύτταρα. Η θρομβσπονδίνη είναι το μείζον συστατικό της εξωκυττάριας μήτρας και έχει αποδειχθεί ότι στην βασική μεμβράνη του τοιχώματος των αγγείων και στον συνδετικό ιστό των αδένων. Ινοβλάστες, λείες μυϊκές ίνες, ενδοθηλιακά κύτταρα σε ιστικές καλλιέργειες ενσωματώνουν θρομβοσφονδίνη στην εξωκυττάρια μήτρα. Η μήτρα της θρομβοσφονδίνης ρυθμίζεται από διακυτταρικό έγχο. Τα μεσεγχυματικά κύτταρα στη φάση του πολλαπλασιασμού συνθέτουν μεγάλα ποσά θρομβοσφονδίνης παρά τα μη αναπτυσσόμενα κύτταρα, τα μη αυξητικά κύτταρα. Ο παράγοντας πουαύξησης που προέρχεται από τα αιμοπετάλια εισάγει σύνθεση της θρομβοσφονδίνης στις λείες μυϊκές ίνες και στα κύτταρα. Οι αθυρωματικές βλάβες περιέχουν αυξημένα ποσά θρομβοσφονδίνης σε σύγκριση με αυτά των φυσιολογικών αγγείων στοιχείο που έντονα τονίζει τον δυναμικό ρόλο της θρομβοσφονδίνης στην αντίδραση πολλαπλασιασμού των κυττάρων με την . 'Οπως και άλλες προσκολλητικές γλυκοπρωτεϊνες ο πολυλειτουργικός χαρακτήρας της θρομβοσφονδίνης αποδείχθηκε από την οργάνωσή της σε απόκρυφες δομικές περιοχές.Επιπρόσθετα προς την ειδική περιοχή σύνδεσης της επιφάνειας των κυττάρων όπως είναι τα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια η πρωτεϊνη σχηματίζει μακρομοριακά συμπλέγματα με έναν αριθμό μορίων περιλαμβανομένων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ινωδογόνο,η φιμπρονεκτίνη, το πλασμινογόνο, η πρωτεϊνη η πλούσια σε ιστιδίνη, η ηπαρίνη, η θρομβίνη και το κολλαγόνα τύπου 5. Επίσης η θρομβοσφονδίνη ενσωματώνεται στο πήγμα της ινικής και μεταβάλει τη δομή του σχηματισμένου θρόμβου. Η θρομβοσφονδίνη είναι μια λευκίνη και παίζει σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της του της ενεργποίησης της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων με την σταθεροποίηση των σταθεροποιώντας τους δεσμούς του ινωδογόνου προς την ενεργοποιημένη επιφάνεια των αιμοπεταλίων. Η θρομβοσφονδίνη επίσης μεσολαβεί στην πρόσδεση των αιμοπεταλίων στα μακροφάγα και σχηματίζει μια μακρομοριακή γέφυρα ανάμεσα στα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια κι στα μονοκύτταρα μακκροφάγα. 'Ενα μοντέλο της πολυπεριοχής μορίου της θρομβοσφονδίνης φαίνεται στην εικόνα 1 και δείχνεται όπως έχει αποδειχθεί απότους και . Η πρωτεϊνη αποτελείται από 3 ταυτόσημα δισουλφιδικά συνδεμένα πολυπεπτίδια. Με μικροσκόπιο ηλεκτρωνικό και χαμηλή γωνία στροφής αυτό έδειξε το μόριο της θρομβοσφονδίνης μπορεί να διαιρείται σε πολλές διακριτές δομικά περιοχές. Ο χωρισμός των περιοχών του μορίου σχετίζεται με την πρωτοταγή αλληλουχία η οποία εισάγεται από το cDNA κλώνο όπως φαίνεται στο κάτω μέρος της εικόνας 1. Το μόριο σχ φαίνεται να σχηματίζει ομολογίες με μια πρωτεϊνη όπως των του πλασμωδίου της ελενοσίας, την γκαμποντουλίνη, το προκολλαγόνο, τη φιμπρονεκτίνη και τον παράγοντα Willebrand. 'Εχει δηλ. ομολογίες με αυτές τις πρωτεϊνες που ανάφερα προηγουμένος. Το ενδιφέρον βρίσκεται στην παρουσία μιας αλληλουχίας στην προσκόλληση για την προσκόλληση των αιμοπεταλίων.

 

 

               Ο ρόλος θρομβοσφονδίνης στις διακυτταρικές σχέσεις   

 

     Τα προσκολλητικά μακρομόραι παίζουν ένα κεντρικό ρόλο το να τροποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις των κυτταρικών δεδομένων. Με κύτταρο προς κύτταρο προς υποκειμένη μήτρα και αντιδράσεις προς αυτά παρέχεται ένα καθαρό έργο πάνω στο οποίο η κυτταρική προσκόλληση και η συσσώρευση, ακόμα και η μετανάστευση πραγματοποιείται. Οι μακρομοριακές αντιδράσεις περιλαμβάνουν την προσκόλληση γλυκοπρωτεϊνών είναι αποφασιστικά γεγονότα για τη φυσιολογική αιμόσταση των ενήλικων οργανισμών και είναι δομικά για τον προσδιορισμό της μεταστατικής συμπεριφοράς αρκετών καρκίνων. Η συσσώρευση των αιμοπεταλίων είναι ένα κριτικό βήμα στη φυσιολογική αιμόσταση. Η καταστροφή του ενδοθηλίου οδηγεί στην ταχεία ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων δηλ. στη ταχεία προσκόλληση των αιμοπεταλίων, στην αποκοκκίωση και στην προσκόλληση άλλων αιμοπεταλίων πάνω στα ήδη σχηματισμένα αιμοπετάλια για να και ο σχηματισμός τελικά του αιμοστατικού θρόμβου. Ακολουθώντας διέγερση μια ποικιλία φυσιολογικών διεγερτών όπως είναι το ATP, η επινεφρίνη, η θρομβίνη ή το κολλαγόνο, τα αιμοπετάλια υφίστανται μια μεταβολή σχάματος και αρχίζει η αρχική αναστρέψιμη φάση της συσσώρευσης. Αυτό το φαινόμενο σχετίζεται με την εισαγωγεί ενός υποδοχέα της μεμβράνης ινωδογόνου η οποία έχει ταυτοποιηθεί σαν ένα σύμπλεγμα γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α. Το δισθενές μόριο του ινωδογόνου δεσμεύει τα συσσωρεύει αιμοπετάλια προς την αντίθετη μεμβράνη και προσφέρει έτσι την διαδικασία της αρχικής αιμόστασης, συμβάλλει στην διαδικασία της αρχικής αιμόστασης με ένα ισχυρό διεγέρτη και με την διέγερση από ένα ισχυρό διεγέρτη συμβάλει στη διαδικασία της αρχικής αιμόστασης. Η έκκριση των αιμοπεταλίων παίρνει μέρος κυρίως με την απελευθέρωση προσκολλητικών γλυκοπρωτεϊνών απ'τα α σωματίδια των αιμοπεταλίων, γλυκοπρωτεϊνών όπως είναι η θρομβοσφονδίνη, ο παράγοντας Willebrand , το ινωδογόνο και η φιμπρονεκτίνη. Αυτές οι πρωτεϊνες συνολικά επάνω στην μεμβράνη των αιμοπεταλίων μαζεύονται πάνω στην μεμβράνη των αιμοπεταλίων και συμβάλλουν στην δευτεροπαθή μη αναστρέψιμη φάση της συσσώρευσης. Το πραγματικό μοριακό γεγονός που σχετίζεται με αυτήν την τελευταία διαδικασία δεν έχει πλήρως γίνει κατανοητό. Οπαράγοντας και η φιμπρονεκτίνη διατηρώντας την ικανότητα να συνδέονται με το σύμπλεγμα γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α και διαθέτοντας ένα κοινό τετραπεπτίδιο αμινοξέων που αποτελεί την κυτταρική περιοχή σύνδεσης όπως είναι η αργινίνη, η λυσίνη, η ασπραγινάση,η σερίνη, . Είναι μεγάλη σημασία το γεγονός ότι το σύμπλεγμα της γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α έχει περιγραφεί σε μια ποικιλία κυττάρων εκτός των αιμοπεταλίων περιλαμβανομένων των ενδοθηλιακών κυττάρων, των ινοβλαστών, των λείων μυϊκών ινών. Ο λειτουργικός ρόλος αυτού του συστήματος σ'αυτά τα άλλα κύτταρα παραμένει να διασαφηνιστεί. Μια σημαντική ότι θρομβοσφονδίνη είναι ένα μείζον μοριακός συμμέτοχος στην ανάπτυξη της δευτεροπαθούς μη αναστρέψιμης φάσης της συσσώρευσης. Η θρομβοσφονδίνη δεσμεύει μέχρι κορεσμού στη θρομβίνη στα αιμοπετάλια που έχουν ενεργοποιηθεί στην επιφάνεια των αιμοπεταλίων που έχουν ενεργοποιηθεί από τη θρομβίνη. 

Με ένα τρόπο ασβεσταεξατρημένο. 'Εχει μία σταθερά 250

και υπάρχουν στα αιμοπετάλια 35.000 πλευρές σύνδεσης ανα αιμοπετάλιο. Η θρομβοσπονδίνη, όχι όπως το ινωδογόνο, η προλακτίνη και ο παράγοντας Willebrand φαίνεται επίσης να δεσμεύεται σε ένα μικρό αριθμό από πλευρές σύνδεσης των ήρεμων αιμοπεταλίων με υψηλή συγγένεια και με έναν τρόπο αναξάρτητο των ιόντων ασβεστίου. Με ανοσοηλεκτρονικό μικροσκόπιο έχει φανεί ότι η θρομβοσπονδίνη συνδέεται επίσης με την γλυκοπρωτεϊνη 2Β3α και το ινωδογόνο της ενεργοποιημένης επιφάνειας όπως συμβαίνει με κάθε μακρομοριακό σύμπλεγμα πλυ παίρνει μέρος στην κατάσταση της συσσώρευσης. Χρησιμοποιώντας μια ευαίσθητη μέθοδο σύνδεσης με ELISA έχει γίνει δυνατό να φανεί ότι οι πλευρές σύνδεσης του ινωδογόνου για τη θρομβοσπονδίνη είναι διαφορετικές προς αυτές της γλυκοπρωτεϊνης 3Β2σ. Πράγματι η θρομβοσπονδίνη συνδέεται τόσο με το ινωδογόνο όσο και με την ενεργοποιημένη επιφάνεια των αιμοπεταλίων και εντοπίζεται στο μικροπεριβάλλον της γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α περιοχής φανερώνει ότι η θρομβοσπονδίνη παίζει ένα ρόλο στο προσεσσ της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων. Ο χρησιμοποιώντας μόνο ειδικά αντιθρομβοσπονδίνης HAB αντισώματα έδειξε μια μερική αναστολή της συσσώρευσης σε ανθρώπινα αιμοπετάλια, σε διηθημένα σε gel ανθρώπινα αιμοπετάλια ύστερα από διέγερση με θρομβίνη, κολλαγόνο ή ATP. Η αναστολή δεν εξαρτιόταν από την αναστολή της έκκρισης και συνοδεύοταν από μία ελάττωση στο μέγεθος των αιμοπεταλιακών συσσωμάτων. Αντιθρομβοσπονδίνη ή χρήση αντιθρομβίνης εξηγεί μία ταχεία αποσυσσώρευση της αρχικής φάσης, αδυναμία απώλεια της 2ης φάσης της συσσώρευσης και αναστολή της ειδικής σύνδεσης του ραδιοσεσημασμένου ινωδογόνου σε διεγερμένα με θρομβίνη αιμοπετάλια οδηγόντας σε μια σημαντική ελάττωση της συγγένειας του ινωδογόνου στο σύμπλεγμα της γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α. Το ινωδογόνο είναι λιγότερο σταθερό με την παρουσία της αντιθρομβίνης. Αυτές οι παρατηρήσεις πρόσφεραν την σιγουριά ότι η συσσώρευση των αιμοπεταλίων είναι ένα δυναμικό διδοχικό πολυπεπτίδιο πρτσέσσ που στους υποδοχείς της γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α. Ησύδεση η πλευρά του ενωμένης θρομβοσπονδίνης με το ινωδογόνο στα αιμοπετάλια συμμετέχει στην συνέχεια στην αναγέννηση παραγωγή μιας αναστρέψιμης μακροσυσσέρευσης από την αρχική αναστρέψιμημικροσυσσώρευση. 'Εχουμε πρόσφατα ταυτοποιήσει μια 88 Daltons γλυκοπρωτεϊνητης μεμβράνης που παρίσταται στα αιμοπετάλια, τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα μονοκύτταρα, σε μια ποικιλία των καρκινικών κυττάρων η οποία εμφανίζεται να είναι στην πλευρά σύνδεσης της μεμβράνης για την θρομβοσπονδίνη.Μονοκλωνικά αντισώματα προς αυτήν την 88 Κι   πρωτεϊνη της μεμβράνης η οποία προηγουμένος αναφερόταν σαν γλυκοπρωτεϊνη 4 της μεμβράνης αναστέλλουν την ενδογγενή σύνδεση της θρομβοσπονδίνης στα αιμοπετάλια σε μια επιφάνεια των αιμοπεταλίων ενεργοποιημένων με ιονοφόρων ή με θρομβίνη. 'Ομοια η θρομβοσπονδίνη συνδέεται προς τα C 32 κύτταρα μελανώματος και προς τα 1080 κύτταρα ινοσαρκώματος τα οποία αναστέλλοντας σύνδεση η οποία ανστελλόταν με την χρησιμοποίηση όμοιων αντισωμάτων. Δέσμευση της θρομβοσπονδίνης σε απομονομένη 88 πρωτεϊνη της μεμβράνης είναι ειδική και πλήρως κορεσμένη η δέσμευση της θρομβοσπονδίνης. Στηριγμένοι σε αυτές τις παρατηρήσεις σχματίστηκε ένα υποθετικό μοντέλο των μοριακών γεγό τα που λαμβά νουν χώρα επάνω στη μεμβράνη στη διάρκεια των διαφόρων φάσεων της ενεργοποίσης των αιμοπεταλίων όπως δείχνει η εικόνα 2. Η γλυκοπρωτεϊνη 2Β3α, το ινωδογόνο, η γλυκοπρωτεϊνη 4 και η θρομβοσπονδίνη φαίνονται επάνω στην επιφάνεια των αιμοπεταλίων κατά την διάρκεια της ενεργοποίησης, Το ινωδογόνο δεσμεύεται προς την τον υποδοχέα από τη μια μεριά και ταυτόχρονα προς τα αρχικά γεγονότα σχετίζεται σχετίζεται στα αρχικά γεγονότα με τα οποία σε μια αναστρέψιμη αρχική φάση. Η μετατροπή στην επόμενη μη αναστρέψιμη φάση σχετίζεται με την απελευθέρωση της θρομβοσπονδίνης που δεσμεύεται στην γλυκοπρωτεϊνη 4 και φτάχνει γέφυρα με το ινωδογόνο σε μια πλευρά διαφορετικό από αυτή που το ινωδογόνο δεσμεύεται με την γλυκοπρωτεϊνη 2Β3α περιοχή δέσμευσης. Η συμμετρική δισθενής δομή το συμμετρικό δισθενές μόριο του ινωδογόνου δεσμεύεται στους στις πλευρές του υποδοχέα της γλυκοπρωτεϊνης 3Β3Α. Στο αιμοπετάλιο φαινόμενα δηλ. της αρχικής συσσώρευσης. Το σύμπλεγμα το γεφυρομένο σύμπλεγμα δυναμώνεται και μετατρέπεται σε μια σταθερή μακρομοριακή σε ένα σταθερό μακρομοριακό σύνολο ακολουθώντας την έκκριση και την πρόσληψη της γλυκοπρωτεϊνης 4 το μόριο της θρομβοσπονδίνης σε μια διαφορετικά πλευρά από αυτήν της διακυτταρικής γέφυρας. Αυτό το μοντέλο συνίσταται συνδέθηκε με την παρατήρηση ότι η θρομβοσπονδίνη δεσμεύεται στα θρομβοσθενικά αιμοπετάλια όπου λείπει η γλυκοπρωτεϊνη 2Β3Α με φυσιολογικό τρόπο. Η σύνδεση της θρομβοσπονδίνης στα αιμοπετάλια θρομβασθενικών ασθενών είναι φυσιολογική παρά το ότι λείπει η γλυκοπρωτεϊνη 2Β3α. Και με την και επίσης υπήρξε απόδειξη ότι η θρομβοσπονδίνη δεσμεύεται σε μια περιοχή του μορίου του ινωδογόνου ανεξάρτητη από την γλυκοπρωτεϊνη 2Β3α περιοχή δέσμευσης. Η πιθανότητα ότι άλλα α σωματίδια ότι άλλες πρωτεϊνες των α σωματιδίων σε μια μοριακή ολότητα πάνω στην επιφάνεια των ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων δεν έχει αποκλεισθεί από αυτό το μοντέλο. 'Ετσι η φιμπρονεκτίνη, ο παράγοντας Willebrand, ο παράγοντας IV των αιμοπεταλίων μπορεί επίσης να παίζουν ένα ρόλο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές αλλά και σε διαφορετικές συνθήκες.

 

 

                   Αντιδράσεις αιμοπεταλίων - μονοκυττάρων

 

        Πρόσφατα απορείχθηκε ότι με τη βοήθεια σεσημασμένης με Ι 125 θρομβοσπομδίνης ότι δεσμεύει ειδικά και μάλιστα με τρόπο που οδηγεί σε κορεσμό και αναστρέψιμα τα μακροφάγα τα περιτοναϊκά μακροφάγα ποντικών και σε κύτταρα που μοιάζουν με τα μονοκύτταρα των ανθρώπων της σειράς 937. Η δέσμευση είναι χρονοεξαρτημένη και είναι άρεστη με την παρουσία τόσο των ιόντων ασβεστίου όσο και ιόντων μαγνησλιου. Η κύτταρα της σειράς 937 διεγείρονται με PMA και ενεργοποιούνται δεσμοί μακροφάγων με θρομβοσπονδίνη σε μια ισόροπη έκταση τα ήρεμα κύτταρα. Η θρομβοσπονδίνη οι πλευρές σύνδεσης της θρομβοσπονδίνης πάνω στην επιφάνεια των κυττάρων 937 και μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος μεσολαβούν σε προσκολλητικές αντιδράσεις ανάμεσα σε αυτά τα κύτταρα και σε ενεργοποιημένα με θρομβίνη αιμοπετάλια. Χρησιμοποιώντας μια εύαισθητη μέθοδο ροζέτας βρέθηκε ότι μονοκύτταρα μπορούν να φτιάχνονται δεν μπορούν να φτιάχνουν ροζέτα με ήρεμα αιμοπετάλια ενώ 90% των αιμοπεταλίων που έχουν ενεργοποιηθεί με θρομβίνη και απλούς ροζέτες. Μονοκλωνικά και πολυκλωνικά αντιθρομβοσπονδίνης αντισώματα αναστέλουν σημαντικό ροζέτας και σε αυτήν την ίδια την θρομβοσπονδίνη. Αντισώματα κατά της φιμπρονεκτίνης ή όχι ανοσοελεγχόμενα αντισώματα αλλά δηλ. όχιαντισώματα που αναστέλουν τη ροζέτα ούτε τη σύνδεση φιμπρονεκτίνη, το ινωδογόνο, η προσχώρηση της φιμπρονεκτίνης στο τετραπεπτίδιο αργινίνης- ρεσίνης, ασπαραγίνη, σερίνη ή     ή ηπαρίνη. Αυτά λοιπόν ρυθμίζουν ή αναστέλουν τη σύνδεση με τις ροζέτες. Η θρομβοσπονδίνη μπορεί να προσφέρει να σχηματίζει μια μοριακή γέφυρα σύνδεσης ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων με μονοκύτταρα σε πλευρές πολύ νωρίς στην αγγειακή βλάβη. Τέτοια αντίδραση μπορεί να είναι κριτικής σημασίας στην κυκλοφορία, στη ρύθμιση της θρόμβωσης και της έναρξης της αρτηρισκλυρώσεως. 'Ενα μοντέλο που δείχνει αυτή την διακυτταρική γέφυρα , αυτό το διακυτταρικό φαινόμενο γέφυρας φαίνεται στην εικόνα 3 . 'Οπου η πρόσδεση των ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων μεσολαβείται με τη βοήθεια της θρομβοσπονδίνης που κάνει γέφυρα ανάμεσα ατα αιμοπετάλια και σε ένα μακροφάγο.

 

 

                     Μακρομοριακές αντιδράσεις της θρομβοσπονδίνης                 

 

        Η συνάντηση θρομβοσπονδίνης και ινωδογόνου πάνω στην ενεργοποιημένη επιφάνεια των αιμοπεταλίων σχετίζεται με την αντίστοιχη αποκάλυψη των υποδοχέων της γλυκοπρωτεϊνης της μεμβράνης η οποία αποτελεί μια τοπική μήτρα και μπορεί να μοιάζει και να συνδέει άλλα μακρομόρια θρομβοσπονδίνης σε άλλο μικροπεριβάλλον. Η θρομβοσπονδίνη με έντονα και σημαντική ικανότητα να σχηματίζει συμπλέγματα με μια ποικιλία μακρομορίων μπορεί έτσι να προσφέρει μια ποικιλία αντιδράσεων κυττάρων με υπόστρωμα. Εντοπίζεται επίσης γι'αυτή η λειτουργική συμμετοχή στη σύνδεση της μικροπρωτεϊνης της πλούσιας με ιστιδίνη και του πλασμινογόνου σε σύνδεση με την γέφυρα της θρομβοσπονδίνης πάνω στην επιφάνεια των κυττάρων. Η είναι μια α2 γλυκοπρωτεϊνη του πλάσματος και βρίσκεται στα α σωμάτια των αιμοπεταλίων. Η πρωτεϊνη αντιδρά με την υψηλή συγγένεια της πλευράς σύνδεσης της λυσίνης του πλασμινογόνου και ελαττώνοντας τη σχέση του πλασμινογόνου με την ινική αναπαριστά ένα φυσιολογικό ανταγωνιστή της αντιινωδολυτικής δράσης του ε αμινοκαπροϊκού οξέος. Η δεσμεύει και εξουδετερώνει την ηπαρίνη και μπορεί να παίζει ένα ρόλο στην τροποποίηση της ΑΒ πολλαπλασιαστικής επίδρασης της ηπαρίνης επάνω στα λεία μυϊκά κύτταρα των αρτηριών. Τα μακροφάγα συνθέτουν και το η πολυκυτταρική φλεγμονώδης απάντηση στη βλάβη του ενδοθηλίου χαρακτηρίζεται από το ότι σε πολύ αρχικά στάδια μακροφάγα και αιμοπετάλια μπορούν να σχετίζονται με την απελευθέρωση τοπικά στην περιοχή της μικροαγγειακής βλάβης. Η με αυτήν την σειρά των δεδομένων μπορεί να τροποποιεί τον πολλαπλασιασμό των λείων μυϊκών ινών και κατ'ακολουθία αθερογένεση αναστέλοντας με αναστολή της αναστέλοντας τα ηπαρινοειδή που προέρχονται από τα ενδοθηλιακά κύτταρα. Χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ELISA φάνηκε ότι μπορούν να καθαρίσουν ανθρώπινη θρομβοσπονδίνηπου προσροφάται σε μικροπλάκες πολυστερένης οι οποίες δεσμεύουν ειδικά την με πολύ μεγάλη χημική συγγένεια. Το σύμπλεγμα θρομβοσπονδίνης- , φάνηκε ότι στην υγρή φάση χρησιμοποιώντας ουκρόζη χρησιμοποιώντας υπερφυγοκέντρηση πυκνότητας σε σουκρόζη με σχηματίζουν ένα στοιχειομετρικό μια σχετική στοιχειομετρική σχέση ενός μορίου θρομβοσπονδίνης για 3 μόρια . Ακινητοποιούμενη η πάνω στην επιφάνεια της αντιθρομβοσπονδίνης δεσμεύει και εξουδετερώνει την ηπαρίνη. 'Ενα μοντέλο που δείχνει το δυναμικό ρόλο του συμπλέγματος θρομβοσπονδίνης- σε διάφορα κυτταρικά μικροπεριβάλλοντα φαίνεται στην εικόνα 4. Παραμένει να προσδιορισθεί πως τέτοια συμπλέγματα μπορούν να σχηματίζουν σε ενεργοποιημένες αθηρωματώδεις βλάβες. Χρησιμοποιώντας όμοιες τεχνικές όπως αυτές που περιγράφηκαν πιο πάνω, αποδείχθηκε ότι κεκαθαρμένη και ακινητιποιημένη θρομβοσπονδίνη δεσμεύει εκλεκτικά και κεκορεσμένα δεσμεύεται ειδικά εκλεκτικά και κεκορεσμένα με υψηλή συγγένεια προς το πλασμινογόνο. 'Ενα παράδειγμα αυτού του συστήματος φαίνεται στην εικόνα 5. Η θρομβοσπονδίνη προσροφάται στην οπές πλάκας μικροπλάκας που σχηματίζει και σχηματίζει ένα κορεσμένο σύμπλεγμα με πλασμινογόνο όπως ανιχνεύεται χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ELISA . Ενεργές πλευρές δεσμεύουν την πλασμίνη και δεσμεύουν επίσης με όμοια χημική συγγένεια. Οι δεσμοί του πλασμινογόνου με την θρομβοσπονδίνη επιβεβαιώνονται με μια μέθοδο που χρησιμοποιούν σφαιρίδια συγγένειας τα οποία αποδίδουν όμοια συμπλέγματα σχηματισμό όμοιων συμπλεγμάτων σεσημασμένων πλασμινογόνο και θρομβοσπονδίνης συνδεμένα και σφαιρίδια σεφαρόζης και επίσης με μια μέθοδο ανοσοηλεκτροφόρησης στην οποία τα συμπλέγματα θρομβοσπονδίνης-πλασμινογόνου μπορούν και ανοσοκαθιζάνουν με αντιπλασμινογόνο αντιορό. Το σύμπλεγμα θρομβοσπονδίνης-πλασμινογόνου και ο σχηματισμός του συμπλέγματος βοηθείται μεσολαβείται από πλευρές σύνδεσης λυσίνης στο πλασμινογόνο. Ο κορεσμός αυτών των πλευρών με ε αμινοκαπροϊκού οξύ πλήρως αναστέλλει το σχηματισμό του συμπλέγματος. Τετραμερή συμπλέγματα, ο σχηματισμός τετραμερών συμπλεγμάτων ιστικού ενεργοποιητή πλασμινογόνου, πλασμινογόνο με ακινητοποιητή σε θρομβοσπονδίνη έχει αποδειχθεί και διάφορες μεθόδους σύνδεσης χρησιμοποιώντας συστήματα ELISA, μεθόδους συγγενείας με σφαιρίδια και με μεθόδους ανοσοηλεκτροφόρησης. Η σύνδεση με σφαιρίδια φαίνεται επίσης στην εικόνα 6. Το πλασμινογόνο σε κορεσμένες συγκεντρώσεις επωάζεται η θρομβοσπονδίνη πλύνεται και το σύμπλεγμα των σφαιριδίων στη συνέχεια επωάζεται με αυξημένες συνγκεντρώσεις ιστικού ενεργοποιητή πλασμινογόνου που είναι σημασμένο με ιώδιο 125. Ο σχματισμός των συμπλεγμάτων είναι ειδικός, η συγκέντρωση εξαρτάται από μια σειρά από 12-30. Η μελέτη της κινητικής της ενεργοποίησης του πλασμινογόνου από το , την παρουσία μη διαλυτής θρομβοσπονδίνης πραγματοποιείται με την χρησιμοποίηση υποστρωμάτων πλασμίνης του οργόνου φθορίζοντων τα δε ο βαθμός αναγέννησης πλασμίνης ποσοτικά εκφράζεται σαν βαθμός αναγέννησης της φλουορεσάνης. Η ενεργοποίηση ακολουθεί την κινητική των και είναι σημαντικά αυξημένη σε σύγκριση με την ενεργοποίηση στην υγρή φάση. Η σημαντική επίδραση φαίνεται ότι ασκείται περίπου 40 φορές. Η σημαντική επίδραση παρατηρείται εάν σε μια ελάττωση του κατά 40 φορές αυξάνοντας την συγγένεια οδηγεί σε μια 40 φορές αύξηση της συνολικής καταλυτικής αποπλασματικότητας. Περίπου 60% της πλασμίνης σε αυτό το τετραμερές παραμένει συνδεμένη προς την μη διαλυμένη, εναιωρούμενη θρομβοσπονδίνη, προς την αδιάλυτη θρομβοσπονδίνη και προφυλάγεται από την αναστολή που θα μπορούσε να γίνει από τη παρουσία της α2 αντιπλασμίνης, ο οποίος είναι και ο μέγιστος ανασταλτής της πλασμίνης στην κυκλοφορία. ' Ετσι η θρομβοσπονδίνημπορεί να υπηρετεί μπορεί να φαίνεται σαν μια πλευρά που διευκολύνει που επιταχύνει την σύνδεση του πλασμινογόνου και την ενεργοποίηση της βάσης της πλασμίνης.

 

Συμπεράσματα

 

        Η θρομβοσπονδίνη είναι μια πολυλειτουργική γλυκοπρωτεϊνη με μια εκτεταμένη προσκολλητική κατανομή στους ιστούς. Χάρις στην σημαντική της συγγένεια σε με πολλά μακρομόρια μπορεί να προσφέρει να γίνεται ο τόπος συνάντησης και σχηματισμού πρωτεϊνικών συμπλεγμάτων, μακρομορίων και πρωτεϊνικών συμπλεγμάτων. Μια σημαντική βιολογική ιδιότητα τέτοιων συμπλεγμάτων θρομβοσπονδίνης- ινωδογόνου επιφάνειας των αιμοπεταλίων εμπλέκεται στην σταθεροποίηση των αιμοπεταλίων που ακολουθεί την αντίδραση απελευθέρωσης. 'Ενας άλλος σημαντικός βιολογικός ρόλος είναι η τοπική αδιαλυτότητα του πλασμινογόνου και η κινητική διευκόλυνση της ανγέννησης της πλασμίνης σε μια σε ένα περιβάλλον όχι ινικής. Αυτά τα μπορούν να παίξουν δομικό να είναι δομικά σε διάφορες φυσιολογικές αλλά και παθολογικές καταστάσεις μεταξύ των οποίων το η ανακατασκευεί των ιστών και η κυτταρική μετανάστευση.

 

 

         Μοριακή βιολογία του παράγοντα Willebrand

 

 

   Εισαγωγή

 

        Ο παράγοντας Willebrand είναι μια γλυκοπρωτεϊνη του πλάσματος η οποία ουσιαστικά λειτουργεί για τα φυσιολογικά αιμοπετάλια. Ο παράγοντας συντίθεται από τα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα μεγακαρυοκύτταρα και ίσως με συγκυτιοτρόπο και ίσως από τα συγκυτιοποβλάστη του πλακούντα. Η βιοσύνθεση του παράγοντα Willebrand είναι εξαιρετικά σύνθετη. Η πρώτη μεταγραφή του παράγωγου είναι ένας πρεπρο Willebrand ένα πρεπρο Willebrand πολυπεπτίδιο 370.000 daltons ύστερα από μετακίνηση ενός πεπτιδίου σημαντόδη ο von Willebrand σχηματίζει διμερή με σουλφιδικούς δεσμούς κοντά στο καρβοξυτελικό άκρο και οι υποομάδες που βοηθούν σε ένα πρωτόμερο των 600.000 και σχηματίζει τελικά υποομάδες, συνδέονται πολλές υποομάδες με την βοήθεια ενός πρωτομερούς της τάξης των 600.000 dalton . Περισσότερο δισουλφιδικοί δεσμοί σχηματίζονται σε μια σειρά ολιγομερών την οποία το πρωτόμερο είναι η βασική επαναλαμβανόμενη μονάδα. Μια περίπου τον ίδιο χρόνο που σχηματίζονται τα ολιγομερή ένα προπεπτίδιο των 100.000 daltons αποκόπτεται από το αζωτοτελικό άκρο όλων σχεδόν των υποομάδων. 'Ετσι ο ώριμος παράγοντας Willebrand είναι ετερογενής είναι μια συλλογή ετερογενής, ολιγομερών τα οποία ποικίλουν από πρωτομερή των 500.000 daltons, που σχηματίζονται από 20 υποομάδες και περίπου και φθάνουν τα 10.000.000 daltons. Επιπρόσθετα μεταγραφικές τροποποιήσεις περιλαμβάνουν την προσθήκη αζωτοτελικό και οξυγόνο αζωτοσυνδεμένου υδρογονάνθρακα και η ενσωμάτωση θείου είναι μια άγνωστη δομή. Ο ώριμος Willebrand αποθηκεύεται στα ενδοθηλιακά κύτταρα στα μοναδικά οργανίδια που καλούνται σωματίδια. πίσης βρίσκονται τα α σωματίδια των αιμοπεταλίων. Ο παράγοντας Willebrand εκκρίνεται στο πλάσμα όπου σε συγκεντρώσεις 10 περίπου μικρογραμμαρίων / ml και βρίσκεται επίσης στο υπενδοθηλιακό συνδετικό ιστό. Ο παράγοντας Willebrand δεν έχει γνωστή ενζυματική δραστηριότητα αλλά παίρνει μέρος συμμετέχει στην αιμοστατική λειτουργία διαμέσου αντιδράσεων σύνδεσης που παίρνει μέρος. Σχηματίζει γέφυρες μεταξύτης επιφάνειας των αιμοπεταλίων και περιοχές του τραυματισμένου αγγειακού ενδοθηλίου βοηθώντας το σχηματισμό του πρωτοπαθούς αιμοπεταλιακού θρόμβου. Δύο διαφορετική διακριτική υποδοχείς έχουν ταυτοποιηθεί στα αιμοπετάλια. Στα αιμοπετάλια μια γλυκοπρωτεϊνη η ΙΒ φαίνεται να μεσολαβεί στην προσκόλληση των ομαλών των ήρεμων αιμοπεταλίων. Στον ακινητοποιημένο παράγοντα Willebrand στο υπενδοθηλιακό συνδετικό ιστό και ένας υποδοχέας επίσης υπεύθηνος για την σύνδεση και τη ανεξαρτημένη από τον παράγοντα Willebrand συσσώρευση των αιμοπεταλίων η οποία εισάγεται in vitro από το αντιβιοτικό ριστοσετίνη. 'Ενας δεύτερος υποδοχέας το σύμπλεγμα γλυκοπρωτεϊνης 2Β3α των αιμοπεταλίων εκτίθεται στα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια. Μια σημαντική λειτουργία αυτού του συμπλέγματος είναι να μεσολαβεί στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων με αντιδράσεις διαμέσου αντιδράσεων στο ινωδογόνο του πλάσματος αυτός ο υποδοχέας επίσης μπορεί να διεγείρει να διευκολύνει την προσκόλληση του εξαρτημένου παράγοντα Willebrand από τα αιμοπετάλια στην επιφάνεια. Μεταξύ αρκετών συστατικών του συνδετικού ιστού το κολλαγόνο έχει επίσης φανερώσει έχει δείξει ότι μπορεί να συνδέει τον παράγοντα Willebrand και να προσφέρει να συμμετέχει στην προσκόλληση των αιμοπεταλίων την εξαρτημένη από τον παράγοντα Willebrand. Η φιμπρονεκτίνη και άλλα μακρομόρια του τοιχώματος των αγγείων μπορεί να συμμετέχει σε αυτή την λειτουργία. Η κληρονομική έλλειψη της λειτουργίας του παράγοντα Willebrand ή η νόσος Willebrand φαίνεται να είναι η πιο κοινή γενετικά μεταδιδόμενη αιμορραγική ασθένεια σε όλον τον κόσμο. Βρειά Willebrand είναι σχεδόν σπάνια και επιρεάζει 1/2 έως 3% στο εκατομύριο την Δυτική Ευρώπη και την Σκανιναθία. Εάν όλες οι περιπτώσεις οι οποίες έτυχαν της προσοχής των ειδικών κέντρων αναφοράς περιλαμβάνοντες η συχνότητα φθάνειτα 125 άτομα στο εκατομύριο. Εντούτοις η ανίχνευση μη επιλεγμένου πληθυσμού σε παιδιά σχολικής ηλικίας στην Ιταλία έδειξε ότι η πραγματική συχνώτητα είναι πλησιάζει τις 8.000 στο εκατομύριο. Είναι φανερό ότι η νόσος είναι μια πολύ ετερογενής ασθένεια.

       Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί μεγάλη πρόοδος στην ομαδοποίηση των νόσων της ετερογένειας της νόσου Willebrand. 'Ετσι σήμερα αναγνωρίζονται δύο μεγάλες υπομάδες της νόσου. Η Willebrand τύπου Ι και Willebrand t;ypoy II. Κάθεμιά από αυτές περιέχει αρκετές διαφορές διακριτές ποικιλίες ίσως δεν είναι πια σε έκπληξη, δεν εκπλήσει το γεγονός ότι η λειτουργία αυτών των σύμπλοκών των σύνθετων μορίων όπως είναι ο Willebrand το μόριο του παράγοντα  Willebrand μπορεί να καταστρέφεται με διάφορους τρόπους όπως με αρκετή ανεξαρτησία μπορεί να εμφανίζεται γενετικές απώλιες οι οποίες αντιτοίθουν στον φαινότυπο της νόσου Willebrand. Προς το παρόν έχει αρχίσει η μελέτη εδώ και αρκετά χρόνια της νόσου Willebrand με τη χρησιμοποίηση μεθόδους ανασυνδιασμένου DNA . Οι σχετικές χαμηλές συγκεντρώσεις του παράγοντα στο πλάσμα φαίνεται να εμποδίζουν τις μεθόδους καθαρισμούς του και η ποσότητα της πρωτεϊνης να μην είναι αρκετή και να μην επιτρέπει την πλήρη δομική ταυτοποίηση με χαμηλές μεθόδους με πρωτεϊνικές μεθόδους. Το μόριο των υπομονάδων είναι πολύ μεγάλο που πιο σύνθετο και μπερδεμένο και δύσκολα περιορίζεται η δομική αλληλουχία της πρωτεϊνης. Επιπλέον είναι σύνθετη και δύσκολη η μεταγραφική διαδικασία για τον παράγοντα φανερώνοντας ότι η δομή που υπάρχει στο ώριμο πρωτεϊνη του πλάσματος μπορεί μόνο σε ένα μέρος της να είναι μέρος του πρόδρομου και η γνώση ότι η δομή του προδρόμου μορίου βοηθάει στο να προσχεδιαστούν για τους τρόπους και τους συνδυασμούς οδηγούν των πολυμερών. Η πρόδρομη δομή είχε θεωρηθεί προφανής από την πλήρη αλληλουχία του cDNA. 'Ετσι το cDNA απομονώνεται θα μπορούσε να σχηματισθεί μια αλληλουχία του γονιδίου δομής και επίσης να προσδιρισθεί το μόριο το βασικό μόριο του παράγοντα Willebrand. Να προσδιορισθεί η μοριακή βάση της νόσου Willebrand. Αρκετές από αυτές τις αρχικές σκέψεις έχουν επιβεβαιωθεί.

 

            

            Απομόνωση των κλώνων cDNA για τον ανθρώπινο

                                         Willebrand  

 

    Ο και οι συνεργάτες του το 1982 κατάφεραν να προσδιορίσουντην αλληλουχία του ανθρώπινου παράγοντα Willebrand με μεθόδους χημείας των πρωτεϊνών. Η πλήρη πρωτοταγής δομή είχε υποτεθεί ότι έπαιρνε λίγο θα έπαιρνε κάποιο χρόνο και ότι συμπληρωματική προσπέλαση με την κλωνοποίηση του DNA θα διασαφήνιζε τη δυναμική της αλληλουχίας των αμινοξέων και θα εγκαθιστούσε μια μεταξύ των πεπτιδίων. Επιπλέον η cDNA αλληλουχία θα μπορούσε επίσης να προείπει τις σχέσεις μεταξύ προδρόμων και τελικών υπομονάδων. 'Ετσι αποφασίστηκε να ληφθούν κλώνοι cDNA ταυτόχρονα επειδή ο παράγοντας Willebrand συντίθεται στο ενδοθήλιο αποφασίστηκε η κατασκευή μιάς DNA βιβλιοθήκης χρησιμοποιώντας πολύ και RNA και καλλιέργειας ομφαλικής φλέβας ενδοθηλιακών κυττάρων. Καλλιέργειες ενδοθηλιακών κυττάρων από ομφαλική φλέβα έχει επιλεγεί ως στο ΛΖΤ 11 το οποίο τον ίδιο καιρό με μια καινούργια τεχνολογία είχε δείξει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους. Με αυτόν τον  το cDNA εισήγαγε ή κομμάτια μπορούσαν ακόμα να κλωνοποιηθεί σε Escherichia coli  και σε γονίδια β-γαλακτοξυδάσης οι οποίες ήταν υπό έλγχο από αυτό από έναν κατασταλτή. Η μεταγραφή αυτού του μπορούσε να εισάγει με ανάλογγ γαλακτόζης όπως είναι η ισοπροπυλ-θείο βήτα γαλακτοσίδη. Εάν το προστιθέμενο cDNA ήταν σεσωστό προσανατολισμό και εύκολα αναγνώσιμο το αποτέλεσμα mRNA μπορούσε να μεταφρασθεί σε μια δεδομένη για να δώσει μία πρωτεϊνη η οποία θα περιείχε αλληλουχίες ανθρώπινες πρωτεϊνης προσκολλημένες σε άνθρακα τελικό άκρο ενός μεγάλου τμήματος β-γαλακτοσιδάσης. Οι κλώνοι εξέφραζαν ένα μέρος από αυτήν την ανθρώπινη πρωτεϊνη που ενδιέφεραι και μπορούσε να ταυτοποιηθεί με ανάλογα αντισώματα. Η στρατιγική ήταν: α) να παρθούν κλώνοι με αντισώματα μ και να χρησιμοποιηθούν ως πληροφορίες στην αλληλουχία των πρωτεϊνών για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα των κλώνων. Χρησιμοποιώντας ιώδιο 125 για τη σύμβαση των αντισωμάτων κατά του παράγοντα Willebrand έγινε καθαρίστηκαν από με ιώδιο σημασμένα αντισώματα καθαρίστηκαν με χρωματογραφία συγγένειας του παράγοντα Willebrand ελέχθηκαν περίπου σε 2.5 εκ. ανασυνδυασμένα ανάλογα. Δύο από αυτά απομονώθηκαν στο ΛΗ von Willebrand factor 1 και LH von Willebrand factor III, ανθρώπινης δηλ. παράγοντα ΙΙΙ τα οποία ταυτοποιήθηκαν και στη συνέχεια έδειξαν να κωδικοποιούν ανθρώπινο παράγοντα Willebrand με σύγκριση μεταφρασμένης cDNA ακολουθίας με πρωτεΙνες με προγενικές αλληλουχίες οι οποίες προσδιορίστηκαν ανεξάρτητα. Αυτές οι απομονωμένα μόρια περιέχουν ένα συνολικό αριθμό από 5,1 Κιλομπάσεων cDNA αλληλουχίες συν μια πολυ περιφέρεια από 150 νουκλεοτίδια που συγκρίνεται προς 8.5 -9 Κιλομπάσεις mRNA ταυτοποιημένου με την τεχνική. Τρεία άλλα εργαστήρια , δύο της Βοστώνης και ένα του Αμστερντάμ επίσης δημοσίευσαν ουσιαστικά ταυτόχρονες μελέτες απομόνωσεις μερικού cDNA που κλώνων cDNA ανθρώπινου παράγοντα Willebrand. Το υπόλοιπο από τις αλληλουχίες του cDNA μπορούσε συνεπώς κατ'ακολουθία να απομονωθεί χρησιμοποιώντας μερικές ενσωματώσεις cDNA και τον επανέλεγχο της cDNA βιβλιοθήκης με υβριδοποίηση, βοηθώντας έτσι στη συλλογή ενός cDNA τα οποία μαζί με τον μπορούσαν να σχηματίσουν ολόκληρη την αλληλουχία του mRNA του παράγοντα Willebrand.