Ο Γαβριάς της Θεσσαλονίκης και η ελπίδα του κόσμου

του Γιώργου Τσιάκαλου

Τον συνέλαβε πρώτα –ποιος άλλος;- ο τηλεοπτικός φακός να πετάει μια πέτρα. Και ο φόβος μπροστά σ’ αυτό που, ίσως, προμήνυε η εικόνα έκανε την πέτρα να φαντάζει μολότωφ. Και έτσι τον συνέλαβε και η αστυνομία. Για ν΄ ακολουθήσει η ιστορία που γνωρίζουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια: η εξουσία που ζει από τον πόνο των ανθρώπων συγκινείται μόνον μπροστά στη θέα της πέτρας που μπορεί να γίνει μολότωφ. Χάρις σ΄ αυτόν τον φόβο η οικογένεια του ενδεκάχρονου «λιθορίπτη» για πρώτη φορά στη ζωή της στέγασε τη φτώχεια της σ’ ένα ανθρώπινο σπίτι, για πρώτη φορά χόρτασε –αν και μόνον υποσχέσεις- και πρώτη φορά είδε τα χρέη της –προς το κράτος- να εξαφανίζονται.

Ο τηλεοπτικός φακός συνέλαβε την εξουσία –κυβέρνηση, νομάρχη, αστυνομία- να δείχνει το γιορτινό της πρόσωπο. Με το οποίο αυτή η υποψία πλανάται στον αέρα- ενδιαφέρεται να πνίξει τα αυτονόητα ερωτήματα: Ποιος δεν έδινε άδεια μικροπωλητή στον πολύτεκνο πατέρα; Ποιος τον συλλάμβανε; Ποιος τον καταδίκαζε; Ποιος αρνείται να θεσπίσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; Τα ερωτήματα δεν απαντήθηκαν, αν και τέθηκαν σαφώς από τον Γαβριά της Θεσσαλονίκης με την άρνησή του να συνομιλήσει με την δώρα φέρουσα γιορτινή κεφαλή της εξουσίας.

Ο παλιός ύμνος λέει «το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει με ορμή σαν κεραυνός». Με τα δώρα και τα γλυκά λόγια η εξουσία θέλει να εξορκίσει το φόβο της ότι η πέτρα που θα σηκώσουν κάποια μέρα οι, σήμερα ενδεκάχρονοι, αντιεξουσιαστές (χωρίς εισαγωγικά) μπορεί να είναι αυτή που κλείνει τον κρατήρα. Είναι όμως αυτό φόβος ή, αντίθετα, είναι ελπίδα για τον κόσμο;

Δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 2-1-2007