Ο δούρειος ίππος της ιδιωτικοποίησης

του Γιώργου Τσιάκαλου

Η επιχείρηση χειραγώγησης

Τον τελευταίο καιρό βιώνουμε μια νέα προσπάθεια αποπροσανατολισμού όσων επιμένουν να αντιστέκονται στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Αρχικά η χειραγώγηση επιχειρήθηκε με τη χρήση της έννοιας «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», που στο μυαλό των ανθρώπων είναι θετικά φορτισμένη, αλλά απέτυχε, καθώς η δυσπιστία στις «θεραπευτικές» ιδιότητες της οικονομίας της αγοράς είναι βαθιά ριζωμένη και θεμελιώνεται σε πολλές προσωπικές και συλλογικές εμπειρίες. Παρά τη συστηματική παραφιλολογία δεν έγινε δυνατόν να αποκρυφτεί ότι η αναθεώρηση του άρθρου 16 εντάσσεται πλήρως και αποκλειστικά στο τεράστιο εγχείρημα της ριζικής ανακατανομής του δημόσιου πλούτου από τα κάτω προς τα επάνω –ανακατανομή που έχει ως όχημα την ιδιωτικοποιήση του πλούτου που βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο.

Μπροστά σ΄ αυτήν την αποτυχία, που εσπευσμένα βαφτίστηκε «αδιέξοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση», επιστρατεύεται σήμερα μια νέα γενιά όπλων χειραγώγησης. Μόνο που αυτή τη φορά τα «επιχειρήματα» εκπορεύονται από κάποιους, που, για μια στιγμή, έδωσαν την εντύπωση ότι συμπορεύονται στην υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Ο όρος, λοιπόν, που αναδύθηκε με ορμή και χρησιμοποιείται για να χαράξει έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα σε όσους λένε «ναι» και σε όσους λένε «όχι» στην αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι εκείνος του «αυτόνομου πανεπιστημίου», και είναι χαρακτηριστικό ότι παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με το «κρατικό πανεπιστήμιο» και όχι το ιδιωτικό, το οποίο, θεωρητικά, έρχεται να αντιπαλέψει. Ας δούμε τη σημασία αυτής της αντιδιαστολής.

Η αυτονομία των πανεπιστημίων

Η αυτονομία των πανεπιστημίων, δηλαδή το δικαίωμά τους να έχουν αυτοδιοίκηση, αποτελεί συστατικό στοιχείο τους σχεδόν από την αρχή της ιστορίας τους. Όσοι και όσες πανεπιστημιακοί σήμερα αρέσκονται να φορούν τήβεννο σε διάφορες «επίσημες» εκδηλώσεις, δεν επιτρέπεται να ξεχνούν ότι η μοναδική αποστολή της τηβέννου ήταν η πιστοποίηση της συμμετοχής ενός ανθρώπου στην πανεπιστημιακή κοινότητα (που είχε το προνόμιο της αυτονομίας ακόμη και στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης). Σε τι συνίσταται λοιπόν το νέο στοιχείο αυτονομίας που ευαγγελίζονται όσοι ισχυρίζονται ότι η απάντηση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορεί να έλθει με την παροχή μιας νέου τύπου αυτονομίας στο δημόσιο πανεπιστήμιο;

Στη σχετική ρητορεία γίνεται συνήθως αναφορά στο δικαίωμα των πανεπιστημίων να έχουν «οικονομική αυτοτέλεια», να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων και να επιλέγουν τους φοιτητές και τις φοιτήτριές τους. «Έτσι», λένε, «κάνουν τα καλά ιδιωτικά πανεπιστήμια του κόσμου, και γι’ αυτό καταφέρνουν να είναι καλά».

Ας δούμε, λοιπόν, το θέμα του αριθμού εισακτέων και το θέμα της οικονομικής αυτοτέλειας (μια και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στον τομέα της επιλογής είναι πασιφανείς).

Αυτονομία στον αριθμό εισακτέων

Βεβαίως δεν είναι λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των εισακτέων με παράλληλη διατήρηση του ύψους της χρηματοδότησης, μπορεί να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες διδασκαλίας και έρευνας. Όμως, αναμφίβολα, το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να πετύχει κανείς με τη διατήρηση του αριθμού εισακτέων και την παράλληλη δραστική αύξηση της χρηματοδότησης. Συνεπώς, όποιος επιλέγει την πρώτη δυνατότητα, αποδέχεται στην πράξη την υποχρηματοδότηση και ωθεί στα ιδιωτικά πανεπιστήμια όλα εκείνα τα παιδιά που επιθυμούν να σπουδάσουν αλλά μένουν εκτός πανεπιστημίου εξαιτίας της μείωσης του αριθμού των εισακτέων. Με απλά λόγια, η υποχρηματοδότηση μετατρέπεται σε φυσικό και αναλλοίωτο φαινόμενο κάτι σαν τους σεισμούς και τις ισχυρές βροχοπτώσεις- και αντιμετωπίζεται με την απομάκρυνση των φτωχών από τα πανεπιστήμια και την οικονομική αφαίμαξη των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων (που εξαναγκάζονται να στείλουν, με βαρύ οικονομικό κόστος, τα παιδιά τους στα ιδιωτικά πανεπιστήμια). Χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, που πρόσφατα προτείνεται ως υπόδειγμα για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπου το κρατικό πανεπιστήμιο ορίζει αυτόνομα τον αριθμό των εισακτέων. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να παραμένει ο αριθμός των εισακτέων μικρός, και μάλιστα όχι μόνον με τα δεδομένα των ελληνικών πανεπιστημίων. Πριν λίγα χρόνια η αυτονομία αυτή έδωσε τη δυνατότητα σε κάποιο τμήμα να αρνηθεί την εισαγωγή προπτυχιακών φοιτητών, και σ΄ ένα άλλο να μην δεχτεί φοιτητές που είχαν περάσει στις εισαγωγικές εξετάσεις αλλά είχαν βαθμό χαμηλότερο από εκείνον που επιθυμούσε το τμήμα. Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη σχέση αυτής της αυτονομίας με την άνθιση των κολεγίων στην Κύπρο και την ταχύτητα με την οποία κάποια απ΄ αυτά μετατράπηκαν σε πανεπιστήμια; Η προφανής απάντηση στο ερώτημα επιτρέπει ένα γενικότερο συμπέρασμα: η μετατροπή του «κρατικού πανεπιστημίου» σε «ιδιωτικό πανεπιστήμιο των διδασκόντων» υπό την σημαία μιας νέου τύπου αυτονομίας, όχι μόνον δεν αντιμετωπίζει την εισβολή των ιδιωτικών αλλά, αντίθετα, κατά κανόνα την προετοιμάζει και τη διευκολύνει.

«Οικονομική αυτοτέλεια»

Παρόμοιες εμπειρίες έχουμε στην Ελλάδα σε σχέση με την οικονομική αυτοτέλεια, που σε καμιά περίπτωση δεν αφορά sτην εξάλειψη παράλογων γραφειοκρατικών εμποδίων, αλλά, κυρίως, στην ανεύρεση πόρων πέραν από την κρατική χρηματοδότηση. Υπενθυμίζω την πολιτική των υπουργών Παιδείας σε σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές: αφού πρώτα δελέασαν πολλά τμήματα των πανεπιστημίων με μια υψηλή, αλλά χρονικά σύντομη, χρηματοδότηση και πέτυχαν τη δημιουργία πολλών μεταπτυχιακών προγραμμάτων, κατόπιν περιόρισαν δραστικά τη χρηματοδότησή τους και παραχώρησαν ταυτόχρονα στα Τμήματα «αυτονομία» στην ανεύρεση πόρων. Το αποτέλεσμα, που γνωρίζουμε πια όλοι και όλες, ήταν η μαζική επιβολή διδάκτρων. Μάλιστα, αυτό το γεγονός χρησιμοποιείται σήμερα ως επιχείρημα για να «αποδειχτεί» ότι η ελληνική κοινωνία έχει ήδη εξοικειωθεί και αποδέχεται την καταβολή διδάκτρων και, «συνεπώς», δεν έχει να χάσει τίποτε από την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων!

Ωραίες λέξεις σε βάρβαρο περιβάλλον

Ας σημειωθεί, ενδεικτικά για όσα συμβαίνουν στον ευρωπαϊκό χώρο, ότι το πρώτο αποτέλεσμα της ευρύτερης αυτονομίας που έδωσε στα πανεπιστήμια η χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση της Έσσης στη Γερμανία, ήταν η απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης να το μετατρέψει σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίουγεγονός που εξαγρίωσε, αργά πλέον, πολλούς από εκείνους που προηγουμένως από άγνοια και αφέλεια υποστήριζαν την «αυτονομία ως τρίτο δρόμο».

Το ερώτημα σήμερα είναι: υπάρχουν πολλοί που, ενώ γνωρίζουν τα πράγματα, μπορούν με ειλικρίνεια να ισχυριστούν ότι αυτός είναι ένας «τρίτος δρόμος» και όχι ο δούρειος ίππος της ιδιωτικοποίησης; Η απάντηση είναι προφανής, και το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι, ακόμη και οι ωραιότερες λέξεις της γλώσσας των ανθρώπων αποκτούν βάρβαρο περιεχόμενο στο απάνθρωπο πλαίσιο που επιβάλλει η οικονομία της αγοράς.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, τ.11-2-2007