Διάσταση λόγων και πράξης από την κυβέρνηση

Η κύρια παρατήρηση αφορά στη διάσταση λόγων και πράξης της κυβέρνησης: προπαγάνδιζε τη βούλησή της να απαλλάξει τα πανεπιστήμια από τα γραφειοκρατικά δεσμά και κάνει ακριβώς το αντίθετο. Παρέχει στα πανεπιστήμια μεγαλύτερη ελευθερία μόνο σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της υποχρηματοδότησής τους, αλλά περιορίζει την αυτονομία τους σε όλα τα ακαδημαϊκά θέματα, από την εκλογή του προσωπικού έως τις δυνατότητες αυτόνομης οργάνωσης της διδασκαλίας με τρόπο που θα ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες των φοιτητών, όπως είναι π.χ. το δικαίωμα παράτασης του διδακτικού εξαμήνου.

Το υπόβαθρο του νόμου είναι σαφές: η κυβέρνηση έρχεται να ποδηγετήσει μια πανεπιστημιακή κοινότητα που διεκδικεί το δικαίωμα να απολαμβάνει σεβασμό και εμπιστοσύνη. Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο αυτό νομιμοποιεί την εκτεταμένη συκοφαντική εκστρατεία κατά των πανεπιστημίων (που βιώσαμε τους τελευταίους μήνες). Για τους συντάκτες του νομοσχεδίου οι πανεπιστημιακοί είναι άνθρωποι που χρειάζονται καθοδήγηση και επιτήρηση ακόμη και στη διαμόρφωση μιας ιστοσελίδας. Με δυο λόγια: το νομοσχέδιο είναι απίστευτα προσβλητικό. Δεν αποτελεί μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, αλλά ανατροπή και της πιο στοιχειώδους συναίνεσης πολιτισμένων εταίρων.

Ας δούμε όμως τρεις από τις αλλαγές.

Η πρώτη ανατροπή αφορά στο περιεχόμενο της έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου. Η κυβέρνηση εμμένει στην πρόταση που είχε υποβάλει τον προηγούμενο Ιούνιο, σύμφωνα με την οποία το άσυλο προστατεύει και το δικαίωμα στην εργασία οποιουδήποτε ατόμου απασχολείται στο Πανεπιστήμιο. Δικαιολογημένα είχε ειπωθεί τότε ότι αυτό εν δυνάμει ποιινικοποιεί κάθε μορφή έντονης αντίρρησης και διαμαρτυρίας. Σήμερα η κυβέρνηση έρχεται να ολοκληρώσει την ανατροπή θέτοντας υπό αμφισβήτηση ακόμη και τους χώρους στους οποίους ισχύει το πανεπιστημιακό άσυλο. Το γεγονός ότι ο καθορισμός αυτών των χώρων ανατίθεται στις συγκλήτους των πανεπιστημίων σημαίνει στην πράξη δημιουργία μιας εστίας διαρκών συγκρούσεων στους κόλπους και στα όργανα της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Η δεύτερη ανατροπή αναφέρεται στο προβλεπόμενο «τετραετές συμβόλαιο» κράτους και πανεπιστημίων σε σχέση με τη χρηματοδότηση. Πέραν από τις τεράστιες γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνεπάγονται απώλεια πολύτιμου χρόνου των πανεπιστημιακών σε βάρος των καθηκόντων τους στη διδασκαλία και στην έρευνα, στην πράξη το μέτρο αυτό δεν προωθεί την κοινωνική λογοδοσία των πανεπιστημίων αλλά την συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών για την έλλειψη υποδομών και πόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται για παροχή επαρκούς χρηματοδότησης των σχεδίων που θα υποβάλουν τα πανεπιστήμια (ακόμη και όταν τα σχέδια θα είναι άριστα τεκμηριωμένα και θα έχουν ευρεία κοινωνική αποδοχή), αλλά θα το κάνει μόνον όταν συμφωνούν οι υπουργοί Παιδείας και Οικονομικών

Η διαφορετική διαδικασία εκλογής των πανεπιστημιακών οργάνων αποτελεί πράγματι νεωτερισμό, η αλήθεια είναι όμως ότι συμπεριλαμβάνονταν ήδη στις προθέσεις της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα το 1990 (!). Επιφυλακτικούς θα βρει όχι τόσο πολύ τους συνδικαλιστές των φοιτητικών παρατάξεων αλλά κυρίως όσους φοβούνται τις μορφές που μπορεί να πάρει το προεκλογικό κλίμα στα πανεπιστήμια.

Ήταν πολλοί αυτοί που έλπιζαν ότι η κυβέρνηση θα έδειχνε σύνεση, ώστε να ανοίξουν τα πανεπιστήμια. Δυστυχώς, με το νομοσχέδιό της εξέφρασε βαθιά περιφρόνηση και αποκάλυψε μίσος για την πανεπιστημιακή κοινότητα. Είναι φανερό ότι θα δρέψει θύελλες.

Δημοσιεύτηκε στον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ στις 21-2-2007