Η άλωση και η κερκόπορτα

του Γιώργου Τσιάκαλου

Στο δημόσιο λόγο που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό σε σχέση με την αλλαγή του άρθρου 16 του συντάγματος γίνεται συνειδητή προσπάθεια να υποτιμηθούν οι σοβαρές συνέπειες που θα προκληθούν στην κοινωνία εφόσον δεν ανακοπεί η νεοφιλελεύθερη επέλαση στην εκπαίδευση. Υπενθυμίζω ότι οι αλλαγές αυτές αποτελούν επιμέρους έκφανση της επιχειρούμενης συνολικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας που έχει μοναδικό σκοπό το άνοιγμα νέων αγορών για τους κερδοσκόπους. Η γνωστή Τράπεζα Επενδύσεων Merril Lynch εκτιμά ότι ο όγκος της παγκόσμιας αγοράς υπηρεσιών και προϊόντων εκπαίδευσης ανέρχεται σε 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το εγχείρημα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης αφορά στη μεταφορά αυτού του τεράστιου πλούτου από τη δημόσια διαχείριση στον ιδιωτικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη, και μέσα σ’ αυτήν η Ελλάδα, αποτελούν ιδιαίτερα προσοδοφόρες αγορές αφού εδώ μέχρι τώρα η εκπαίδευση παρέχονταν στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού δωρεάν από το κράτος. Σήμερα με σχετικές αποφάσεις και συμφωνίες στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου η εκπαίδευση μετατρέπεται σε εμπόρευμα του οποίου η προσφορά και η διακίνηση υποτάσσονται στους κανόνες της αγοράς και της κερδοσκοπίας. Άλλωστε εξαιτίας αυτού του γεγονότος εμφανίζεται η αλλαγή του συντάγματος ως θεσμική υποχρέωση της Ελλάδας απέναντι σε τρίτες χώρες.

Για την αποτελεσματικότερη χειραγώγηση των ανθρώπων επιστρατεύονται πολλοί κατευναστικοί μύθοι. Όπως π.χ. ότι υπάρχει, δήθεν, ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο, στο μη κρατικό και στο μη κερδοσκοπικό. Η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν στις χώρες της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια είναι ιδιωτικά, άρα μη κρατικά, αλλά λειτουργούν με τη μορφή κοινωφελούς ιδρύματος και αποφέρουν πολλά και πολύμορφα κέρδη στις επιχειρήσεις που τα ίδρυσαν.

Μύθο αποτελεί επίσης η υπόσχεση ότι είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν τα δημόσια πανεπιστήμια καλύτερα απ’ ό,τι σήμερα για να αντιμετωπίσουν την ιδιωτική πρόκληση. Η αλήθεια είναι ότι η υποχρηματοδότησή τους τα τελευταία χρόνια, όχι μόνον στην Ελλάδα, ήταν η κερκόπορτα που αφέθηκε ανοιχτή για να κάνει δυνατή και να νομιμοποιήσει στην κοινή γνώμη την εισβολή των ιδιωτικών, και είναι γνωστό ότι καμιά ζωογόνα πνοή δεν θα είναι δυνατή στη νεοφιλελεύθερη ατμόσφαιρα που απαγορεύει από θέση αρχής την ιδιαίτερη θετική μεταχείριση του δημόσιου σε σχέση με το ιδιωτικό. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο αίτημα της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων της Γερμανίας: «Θέλουμε να δώσουμε το εναρκτήριο λάκτισμα για την απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και θέλουμε να τις συν-διαμορφώσουμε. Ένας από τους σημαντικότερους στόχους μας είναι να πετύχουμε την έντιμη ισότιμη μεταχείριση από το κράτος όλων των πανεπιστημίων –ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, τον φορέα τους και τον εσωτερικό τους κανονισμό». Αν αυτό συμβαίνει στη Γερμανία με τα ισχυρά δημόσια πανεπιστήμια και μόνο 3% των φοιτητών σε ιδιωτικά, τότε μόνον οι αφελείς και οι πονηροί μπορούν να εκφράζουν αμφιβολίες για τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στην Ελλάδα –εάν δεν αντιδράσουμε έγκαιρα και αποτελεσματικά.