Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό;
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό;
Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα, 1996
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός. Τι είναι αυτό;

Εκδόσεις Παπασωτηρίου
Αθήνα, 1996

Περίληψη


Παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο με αναφορά στις αντίστοιχες σελίδες:


Εισαγωγικά επισημαίνονται οι ιδιαιτερότητες του σχεδιασμού: “H έννοια του σχεδιασμού θα πρέπει να αντιδιαστέλλεται προς της έννοια της επιστημονικής δραστηριότητας, η οποία στην αμιγή της μορφή, έχει ως αποκλειστικό στόχο να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα στοιχεία του περιβάλλοντος” (σ.22), είτε πρόκειται για υλικό περιβάλλον (δηλ.την Φύση), είτε για κοινωνικό περιβάλλον. Ο σχεδιασμός ορίζεται ως η ανθρώπινη νοητική δραστηριότητα κατά την οποία το υποκείμενο, με δεδομένη μια επαρκώς διατυπωμένη πρόθεση, ή αλλιώς ένα “πρόγραμμα” για αλλαγή μιας υπάρχουσας κατάστασης, καταλήγει σε πρόταση μιας μελλοντικής κατάστασης, η οποία θεωρείται ικανοποιητικότερη της πρώτης. Επιχειρείται η περιγραφή των θεμελιωδών ιδιομορφιών της σχεδιαστικής δραστηριότητας, που προσδιορίζουν καθοριστικά τη βασική δομή της σχεδιαστικής στρατηγικής, με προκαταβολική επισήμανση ότι: “H σχεδιαστική δραστηριότητα αποτελεί μία ιδιόμορφη κατηγορία διαδικασίας επίλυσης προβλήματος, όπου τα δεδομένα (ή αλλιώς η "θέση") του προβλήματος είναι ένα "πρόγραμμα" και το ζητούμενο (ή αλλιώς η "λύση") του προβλήματος είναι μιά πρόταση για τη διαμόρφωση ενός χώρου ή ενός αντικειμένου. Έτσι από τη μια πλευρά η διαδικασία σχεδιασμού υπόκειται, σε γενικές γραμμές, στη γενική τυπολογία της επίλυσης κάθε προβλήματος, σχεδιαστικού ή μη, και από την άλλη διαφοροποιείται, λόγω της ιδιομορφίας των σχεδιαστικών προβλημάτων έναντι των μη σχεδιαστικών.”(σ.22-23).


Σε συνέχεια το κείμενο επικεντρώνεται στη φύση των σχεδιαστικών αποφάσεων:


“H θεμελιώδης ιδιομορφία των σχεδιαστικών προβλημάτων έναντι των μη σχεδιαστικών έγκειται, κατά την άποψή μου, στην φύση και στη σχέση των αποφάσεων που αναγκαστικά λαμβάνονται κατά την επίλυσή τους:


α. Oι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν για την επίλυση κάθε [αρχιτεκτονικού] σχεδιαστικού προβλήματος, ανήκουν σε τέσσερις κατηγορίες: Kάθε προϊόν του σχεδιασμού, κτίσμα, αντικείμενο κ.ο.κ., οφείλει να είναι αποδεκτό ταυτοχρόνως από (α) τεχνική και οικονομική πλευρά, δηλ. αντοχή, οικονομία [κατασκευής και συντήρησης] κ.ο.κ. (β) λειτουργική πλευρά, δηλ. εργονομία, χρηστικότητα -συμπεριλαμβανομένης και της “οικονομίας κινήσεων”-, άνεση, κ.ο.κ. (γ) αισθητική πλευρά, δηλ. ανταπόκριση στον εν ισχύει κώδικα αισθητικών και σημασιολογικών αξιών και (δ) κοινωνική και ψυχολογική πλευρά, δηλ. ανταπόκριση στις ισχύουσες αξίες ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς.


Όταν παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που παίρνονται αυτές οι αποφάσεις, διαπιστώνει ότι για κάθε επιμέρους τμήμα του προβλήματος, πολύ περισσότερο δε για το σύνολό του, ο τρόπος λήψης τους δεν είναι γραμμικός [...] αλλά κυκλικός και συνολικός -”holistic”- [...].


β. Oι παραπάνω τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων είναι μεταξύ τους μη συμβατές, δηλαδή η καθεμιά κατηγορία χωριστά έχει εσωτερική συνεκτική λογική και εσωτερικό σύστημα αξιολογικών κριτηρίων, ενώ η ετερογένεια των κατηγοριών δεν επιτρέπει ορθολογιστική συγκριτική αξιολόγηση [...].


γ. Tα παραπάνω σημαίνουν, κατ' αρχήν, ότι ενώ μοιάζει να είναι εφικτή η, μέσα σε κάθε κατηγορία, λήψη αποφάσεων με ορθολογιστικό τρόπο [...] αυτό είναι ανέφικτο για το σύνολο του προβλήματος, όπου, καθώς η συνολική απόφαση είναι α-λογική, αναγκαστικά πρέπει κανείς να προσφύγει στο "μαύρο κουτί", στη διαισθητική προσέγγιση [...].


H σχετική έρευνα έχει διαπιστώσει τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες των σχεδιαστικών [...] έναντι των μή σχεδιαστικών [...] προβλημάτων:


- Tα σχεδιαστικά προβλήματα δεν είναι υποδιαιρέσιμα σε άλλα αυτοτελή υποπροβλήματα των οποίων οι λύσεις αθροιζόμενες να δίνουν τη συνολική λύση του αρχικού προβλήματος [...].


- Tα σχεδιαστικά προβλήματα είναι προβλήματα "ανοικτά", δηλαδή δεν έχουν ούτε μονοσήμαντη θέση ούτε μονοσήμαντη λύση. Aυτό σημαίνει ότι επιδέχονται περισσότερες ερμηνείες ως προς το ποιό είναι το πρόβλημα και περισσότερες απόψεις για το ποιά είναι η καλύτερη λύση του [...].


Aλλά και οι "λύσεις" τους δεν μοιάζουν με τις λύσεις των μη σχεδιαστικών προβλημάτων: H ορθότητα της λύσης ενός μαθηματικού προβλήματος μπορεί να αποδειχθεί, και μετά από αυτό δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με το ίδιο πρόβλημα. Kάθε σχεδιαστικό πρόβλημα έχει περισσότερες λύσεις, η ορθότητα των οποίων μπορεί μόνον να εκτιμηθεί και ποτέ να αποδειχθεί [...]. Aυτή η συνθήκη της αβεβαιότητας, όπου η θετική απόδειξη έχει αντικατασταθεί από την πιθανότητα, χαρακτηρίζει το κλίμα εργασίας, καθώς και το είδος των ευθυνών του μελετητή σχεδιαστικών προβλημάτων.” (σ.23-26).


Συνοψίζοντας, το βιβλίο υποστηρίζει ότι: : Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είναι μια ιδιόμορφη πολυπαραμετρική δραστηριότητα, όπου οι τέσσερις προαναφερθείσες παράμετροι οδηγούν σε ισάριθμες κατηγορίες αποφάσεων, οι οποίες όμως δεν λαμβάνονται διαδοχικά και γραμμικά, αλλά ταυτόχρονα και κυκλικά, σε μια τελικά χαοτική ακολουθία διαδρομών. Αυτό προκύπτει νομοτελειακά από την λογική και επιστημολογική ασυμβατότητα των παραμέτρων, που επιτρέπει μεν, στο εσωτερικό κάθε παραμέτρου, ορθολογικούς χειρισμούς, αλλά η τελική σύνθεση και αξιολόγηση παραμένει α-λογική. Την ενδεχόμενη τυχαιότητα του τελικού σχεδιαστικού αποτελέσματος αποτρέπει η συμβατοποιητική λειτουργία της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας, δηλαδή του συστήματος αξιών του, επικυρίαρχου στην εκάστοτε συνθετική διαδικασία, αρχιτεκτονικού ρεύματος, το οποίο, βέβαια, σαν κάθε ρεύμα πολιτιστικής δραστηριότητας, έχει ενσωματωμένο ένα συγκεκριμένο συνδυασμό ιστορικά προσδιορισμένων κοινωνικών αξιών.


Σε χωριστό κεφάλαιο του βιβλίου συζητείται η “εργαλειακή λειτουργία της αρχιτεκτονικής ιδεολογίας” (δηλαδή της ιδεολογίας των αρχιτεκτονικών κινημάτων και στίλ με τις ψευδο-“θεωρίες” τους, σ.39,) κατά τη συμβατοποίηση των ασυμβάτων παραμέτρων του προβλήματος για την παραγωγή της “κεντρικής ιδέας” της λύσης, που είναι η βασική δημιουργική πράξη του αρχιτέκτονα.


Για την αποφυγή παρανοήσεων πρέπει να τονιστεί ότι η επισημαινόμενη διαφορετικότητα μεταξύ σχεδιαστικής και επιστημονικής δραστηριότητας δεν συνεπάγεται ότι η κάθε μία από αυτές, για να επιτύχει τον στόχο της, δεν μεταχειρίζεται δραστηριότητες της άλλης. Δηλαδή κατά την διαδικασία επίλυσης σχεδιαστικού προβλήματος ο αρχιτέκτονας παρεμβάλει ενέργειες τυπικά επιστημονικές, δρά δηλαδή προς στιγμήν ως επιστήμονας. Π.χ. για να σχεδιάσει μία μονοκατοικία πρέπει να διαπιστώσει ποιές είναι οι συνήθειες, ποιός ο τρόπος ζωής του ιδιοκτήτη και ενδεχομένως να ερμηνεύσει γιατί οι συνήθειες αυτές είναι όπως είναι. Aντίστοιχα ο επιστήμονας, για να περιγράψει και να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο, ενδέχεται να πρέπει να σχεδιάσει, να επινοήσει μία πειραματική διάταξη. Έτσι ο επιστήμονας μέσα στην διαδικασία απόκτησης γνώσης για το φαινόμενο, παρεμβάλει ενέργειες τυπικά σχεδιαστικές, δρώντας παροδικά ως σχεδιαστής. Tο ουσιώδες όμως είναι ότι και για τον μεν και για τον δε οι ενέργειες αυτές είναι κάτι σαν εμβόλιμα αυτοτελή επεισόδια, τα οποία έχουν μεν μέσα τους όλη την νομοτέλεια της νοητικής περιοχής στην οποία ανήκουν, αλλά δεν παύουν να είναι βοηθητικές και “ξένες” ως προς την κύρια ενέργεια, η οποία διατηρεί την δική της νομοτέλεια, προσδιοριζόμενη οντολογικά από το στόχο της. Kαι ο στόχος του σχεδιασμού είναι ριζικά διαφορετικός από αυτόν της επιστήμης.




Περιεχόμενα


Εισαγωγή


1.0 Ces architectes sont fous ή οι ιδιορρυθμίες στη «θεωρία» της αρχιτεκτονικής


2.0 Από την πλευρά της στρατηγικής


3.0 Από την πλευρά της ιδεολογίας


4.0 H φύση της σχεδιαστικής δραστηριότητας και οι συνέπειές της στη θεωρία του

αρχιτεκτονικού σχεδιασμού


Αντί Επιλόγου


Επίμετρο




Κατεβάστε το άρθρο
Εκτύπωση άρθρου
Επιστροφή στην αρχή