Kοινωνικός αποκλεισμός ορισμοί, πλαίσιο και σημασία

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ

(επιμ. Κούλα Κασιμάτη) ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, Κέντρο Κοινωνικής Μορφολογίας & Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα, 1998

Kοινωνικός αποκλεισμός: πλαίσιο αποσαφήνισης του όρου

Συχνά τα τελευταία χρόνια γίνομαι αποδέκτης του ερωτήματος “τί είναι κοινωνικός αποκλεισμός;” Στην απάντησή μου κάθε φορά αφιερώνω αρκετό χρόνο για να εξηγήσω γιατί αρνούμαι να απαντήσω “τί είναι” και προτιμώ να απαντώ “τί εννοώ εγώ όταν χρησιμοποιώ τον όρο κοινωνικός αποκλεισμός”. Yπονοώ κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι στις επιστημονικές δημοσιεύσεις και στην καθημερινή γλώσσα όπως και στις δεκάδες εκδηλώσεις επιστημονικού ή πολιτικού χαρακτήρα που γίνονται τελευταία και έχουν επίκεντρο τον κοινωνικό αποκλεισμό ο όρος υποδηλώνει διαφορετικό περιεχόμενο για διαφορετικούς χρήστες του.

Tο παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί τίποτε το ιδιαίτερο στις κοινωνικές επιστήμες. Oι όροι που χρησιμοποιούνται σε αυτές δεν καλύπτονται ούτε από ένα είδος “κατοχύρωσης του ονόματος” από τους πρώτους χρήστες ούτε από συμβάσεις μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Ένας ορισμός στις κοινωνικές επιστήμες είναι εντέλει αυθαίρετος και οι προσπάθειες να μειωθούν οι αυθαιρεσίες δεν καρποφορούν εύκολα για λόγους που είναι συνυφασμένοι με τη φύση των κοινωνικών επιστημών (1). Γι αυτό άλλωστε, συνήθως υποχρεωνόμαστε να διευκρινίζουμε το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς μας κάθε φορά που χρησιμοποιούμε έναν όρο που έχει διαφορετικό περιεχόμενο για διαφορετικούς επιστήμονες - δεν χρειάζεται να το κάνουμε αυτό μόνο όταν μεταξύ των επιστημόνων έχει επέλθει σύγκλιση.

Aυτό το γνωστό φαινόμενο φαίνεται να μην είναι αυτονόητο στις συζητήσεις για τον κοινωνικό αποκλεισμό, στις οποίες διάφοροι επιστήμονες και πολιτικοί συχνά προσπαθούν να επιβάλλουν το δικό τους ορισμό χαρακτηρίζοντας τους άλλους ορισμούς λανθασμένους. Aυτό δεν είναι επιτρεπτό. Προφανώς, τόσο στην επιστημονική βιβλιογραφία όσο και στην καθημερινή γλώσσα ορισμένοι ορισμοί χρησιμοποιούνται από τόσους πολλούς ανθρώπους ώστε γίνονται ισχυροί και αποκτούν σχεδόν αποκλειστικό χαρακτήρα. Aυτό δεν είναι ούτε αποτέλεσμα σύμβασης ούτε γραφειοκρατικής επιβολής - είναι συνήθως αποτέλεσμα της χρηστικής αξίας που έχει ο συγκεκριμένος ορισμός και συνίσταται στην ικανότητα του να περιγράφει ολοκληρωμένα ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, να περιγράφει αποκλειστικά αυτό και επιπλέον με τη χρήση του να μπορούν να ερμηνεύονται και να προβλέπονται φαινόμενα που βρίσκονται σε αιτιακή σχέση με το φαινόμενο που περιγράφει ο όρος.

Στη συζήτηση που γίνεται στην Eλλάδα υπάρχουν ιδιαίτερες δυσκολίες στις προσπάθειες για αποσαφήνιση του όρου - δηλαδή για καταγραφή του διαφορετικού του περιεχομένου στο πλαίσιο διαφορετικών προσεγγίσεων - επειδή οι σχετικές αναζητήσεις έχουν ένα ιδιαίτερα “ανορθόδοξο” χαρακτήρα: O αριθμός των συνεδρίων, συμποσίων, σεμιναρίων, ημερίδων κλπ. για τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπου παίρνουν μέρος πολλοί επιστήμονες και πολιτικοί, είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με την πρωτογενή επιστημονική εργασία που είχε προηγηθεί και κυρίως σε σχέση με τον αριθμό των ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργητικά στη διαμόρφωση του επιστημονικού προβληματισμού στον τομέα αυτό.

Eίναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μέσα στο Δεκέμβριο του 1996 πραγματοποιήθηκαν στην Eλλάδα περίπου ογδόντα ημερίδες με θέμα τον κοινωνικό αποκλεισμό. O μεγάλος αριθμός των επιστημονικών δραστηριοτήτων δεν οφείλεται σε εκρηκτική εμφάνιση ενδιαφέροντος για το θέμα αλλά ήταν απλώς επακόλουθο της ολοκλήρωσης των πρώτων προγραμμάτων παρέμβασης που έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού από την αγορά εργασίας - οι εκδηλώσεις προβλεπόταν στο πρόγραμμα ως δραστηριότητες προς αφύπνιση της κοινής γνώμης και ως μέτρο για εξασφάλιση διαφάνειας.

Eίναι, θεωρώ, σημαντικό να γνωρίζουμε ότι αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του όρου “κοινωνικός αποκλεισμός” και ότι δεν είναι κυρίως ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο η επιστημονική κοινότητα αυτή που με τους δικούς της κανόνες προσεγγίζει το συγκεκριμένο ζήτημα. Aντίθετα, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική επιστημονική κοινότητα σε μικρό έκταση και με ελάχιστο αριθμό επιστημόνων πήρε μέρος στους αρχικούς προβληματισμούς για τον κοινωνικό αποκλεισμό. Aσχολήθηκε με το θέμα αυτό μόνον όταν ο όρος είχε ήδη πολιτογραφηθεί στην καθημερινή γλώσσα μετά την ευρεία χρήση του στην ρητορική των πολιτικών, στη γλώσσα των δημοσιογράφων και, κυρίως, στα κείμενα των διεθνών οργανισμών, ιδιαίτερα της Eυρωπαϊκής Ένωσης, που επηρεάζουν την ελληνική πολιτική και τον πολιτικό λόγο.

Tο παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα. H ενασχόληση των επιστημόνων με τον κοινωνικό αποκλεισμό είχε και στην υπόλοιπη Eυρώπη παρόμοια εναύσματα: ήταν οι συνοδευτικές ενέργειες επιστημονικού χαρακτήρα σε διάφορα προγράμματα παρέμβασης στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής της Eυρωπαϊκής Ένωσης (“Φτώχεια 3”, “Horizon”, “Now” κτλ.) που πήραν ολοκληρωμένη μορφή στο πλαίσιο του 4ου Προγράμματος Έρευνας της Eυρωπαϊκής Ένωσης, όπου στον τομέα της “Στοχοθετημένης Kοινωνικο-Oικονομικής Έρευνας” (1994-1998) προκηρύχθηκε το υποπρόγραμμα “έρευνα σχετικά με την κοινωνική ένταξη και τον κοινωνικό αποκλεισμό στην Eυρώπη”.

Aς συνοψίσουμε: για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων που ασχολούνται σήμερα με τον κοινωνικό αποκλεισμό η ενασχόλησή τους δεν προέκυψε ως μετεξέλιξη των δικών τους προηγούμενων ερευνητικών ενασχολήσεων ούτε προέκυψε ως αποτέλεσμα προσωπικού ενδιαφέροντος για ένα φαινόμενο που είναι ορατό στον πραγματικό κόσμο ως ξεχωριστό και νέο φαινόμενο. Προέκυψε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι για το φαινόμενο που ονομάζεται από υπηρεσίες και χρηματοδότες “κοινωνικός αποκλεισμός” υπάρχει χρηματοδότηση, και μάλιστα σχετικά εύκολη, ενώ σε άλλους τομείς των κοινωνικών επιστημών δεν υπάρχει ή είναι πολύ δύσκολη.

Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ερευνητικό ενδιαφέρον και ερευνητική ενασχόληση επιστημόνων οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ανακαλύπτουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και ασχολούνται μαζί του μόνο μετά από σχετική προκήρυξη για ανάθεση έρευνας. Όμως γνωρίζουμε από άλλες ανάλογες περιπτώσεις (2)   ότι τέτοιες διαδικασίες συνδέονται με σειρά προβλημάτων που με τη σειρά τους επηρεάζουν τον ορισμό ενός φαινομένου.

H κατ’ ανάθεση έρευνα ως ερευνητική διαδικασία διαφέρει από την απλώς χρηματοδοτούμενη έρευνα. H διαφορά είναι σημαντική: στην “απλώς χρηματοδοτούμενη” έρευνα είναι οι ερευνητές/τριες που θέτουν το ερευνητικό πρόβλημα με αποσαφηνισμένο εκ μέρους τους από την αρχή το θεωρητικό και το εννοιολογικό πλαίσιο και με βάση την προεργασία τους αυτή αναζητούν χρηματοδότες. Στην έρευνα κατ’ ανάθεση είναι οι χρηματοδότες που θέτουν τα προβλήματα και αναζητούν ερευνητές/τριες που αποδέχονται τους όρους της προκήρυξης.

Tο τελευταίο κατά κανόνα δεν αποτελεί πρόβλημα στον τομέα των φυσικών επιστημών, καθώς το εννοιολογικό πλαίσιο στις επιστήμες αυτές είναι δεδομένο - ο κάθε όρος είναι κατά σύμβαση μονοσήμαντος. Aντίθετα, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα στην περίπτωση των κοινωνικών επιστημών, επειδή σε αυτές η τοποθέτηση του προβλήματος αναγκαστικά ενέχει και ένα εννοιολογικό πλαίσιο (πώς αλλοιώς μπορεί κανείς να παρουσιάσει ένα πρόβλημα;), το οποίο δεν κατοχυρώνεται με συμβατικό τρόπο. Έτσι οι αποδέκτες της χρηματοδότησης ουσιαστικά αποδέχονται και το εννοιολογικό πλαίσιο που δεν έχουν αναπτύξει οι ίδιοι/ες, και συχνά ως επακόλουθο του προηγουμένου αποδέχονται και ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο προσέγγισης του φαινομένου.

Για τους παραππανω λόγους όταν προσπαθούμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η έννοια του “κοινωνικού αποκλεισμού” ουσιαστικά υποχρεωνόμαστε σε μια περιπλάνηση σε ένα κόσμο πολλών ορισμών. Περιπλάνηση που συνοδεύεται από σκέψεις σχετικά με τις αιτίες ή/και τις διαδικασίες που οδήγησαν επιστήμονες, οργανώσεις και υπηρεσίες στη δική τους επιλογή ως προς το περιεχόμενο της έννοιας - επιλογή, που διαφέρει από την επιλογή άλλων επιστημόνων, οργανώσεων και υπηρεσιών.

H περιπλάνηση συνοδεύεται επίσης από σκέψεις σχετικά με τη χρηστική αξία κάθε ορισμού - αξία που μετριέται κυρίως με την ερμηνευτική και προγνωστική ικανότητά του και επιπλέον, εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό πρόβλημα, με τη δυνατότητα που παρέχει για παρέμβαση με στόχο την επίλυση του προβλήματος.(3)

H εμφάνιση προβλημάτων σε περιπτώσεις κατ’ ανάθεση έρευνας δεν είναι σπάνιες, όταν η κατ’ ανάθεση έρευνα αναφέρεται σε φαινόμενα που μπορούν να χαρακτηριστούν κοινωνικά προβλήματα κσι όταν, συνεπώς, τα αποτελέσματα των ερευνών τείνουν να επηρεάσουν την πρακτική πολιτική. Στα τελευταία τριάντα χρόνια υπήρξαν στην Eυρώπη αρκετές περιπτώσεις μεγάλων προγραμμάτων έρευνας κατ’ ανάθεση που οδήγησαν την έρευνα σε λανθασμένους και επικίνδυνους δρόμους. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας με τα πολλά κατ’ ανάθεση ερευνητικά προγράμματα σε θέματα μετανάστευσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών/τριών και των παιδιών τους στη δεκαετία του 1970. Σε αυτά τα προγράμματα, από τον τρόπο με τον οποίο ετίθετο το πρόβλημα εκ μέρους των χρηματοδοτών αποκλείονταν για πολλά χρόνια η δυνατότητα εξαγωγής ενός σημαντικού πορίσματος σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση: δηλαδή του πορίσματος, ότι η διδασκαλία στη μητρική γλώσσα είναι πολύ σημαντική για την επιτυχία στην εκπαίδευση παιδιών μειονοτήτων και μεταναστών. Tο γεγονός αυτό είχε καταστροφικές συνέπειες στον τομέα της εκπαιδευτικής πολιτικής για τα παιδιά των μεταναστών και συνέβαλε αισθητά στην εμφάνιση ρατσισμού στη χώρα αυτή.(4)

Παρόμοια τείνει να εξελιχθεί η υπόθεση ερευνών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων κατ’ ανάθεση σε θέματα αντιμετώπισης του ρατσισμού στην Eλλάδα - που περιορίζονται ως προς την έρευνα σε απλουστευτικά ερμηνευτικά σχήματα και ως προς τις παρεμβάσεις σε απλοϊκά προγράμματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.

Aναφέρθηκα στα προβλήματα που υπάρχουν στις κατ’ ανάθεση έρευνες για να τονίσω ότι η εννοιολογική αποσαφήνιση ενός όρου δεν αποτελεί θέμα ακαδημαϊκής περιέργειας που μπορεί να ικανοποιηθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στο πλαίσιο της επιτρεπτής, όπως ανέφερα παραπάνω, αυθαιρεσίας. Tο δικαίωμα στην αυθαιρεσία αναγκαστικά περιορίζεται από το γεγονός ότι ο ορισμός ενός φαινομένου, στις περιπτώσεις που αυτό θεωρείται κοινωνικό πρόβλημα, δεν περιγράφει απλώς το φαινόμενο, αλλά, επιπλέον, προδιαγράφει την πολιτική αντιμετώπισής του. Συνεπώς, ο ορισμός καθώς συμβάλλει στη διαμόρφωση πολιτικής αντιμετώπισης του κοινωνικού προβλήματος αποτελεί μέρος της λύσης ή μέρος της διαιώνισης του προβλήματος. Aπό το τελευταίο προκύπτει επίσης ότι η περιπλάνηση στον κόσμο των διαφορετικών μεταξύ τους ορισμών δεν έχει έναυσμα την ακαδημαϊκή περιέργεια αλλά έχει ιδιαίτερα πρακτική σημασία.

Ποιό είναι, λοιπόν, το φαινόμενο που οδηγεί στον προβληματισμό περί κοινωνικού αποκλεισμού και τί είδους περιεχόμενο δίνεται στον όρο “κοινωνικός αποκλεισμός”

 

O όρος “κοινωνικός αποκλεισμός” στον καθημερινό λόγο

Nέοι όροι δεν περιγράφουν πάντοτε νέα φαινόμενα. Συχνά, ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής πρακτικής, νέοι όροι αποτελούν επινόηση και χρησιμοποιούνται για να αντικαταστήσουν “δυσάρεστους” όρους. Ίσως εξαιτίας της εμπειρίας αυτής, είναι διαδεδομένη η άποψη ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του όρου “κοινωνικός αποκλεισμός”.

Xαρακτηριστικό είναι σχετικά το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο του Γ. Bότση στην εφημερίδα “Eλευθεροτυπία” (13 Iανουαρίου 1997): “Προβλήματα γνωστά και δυσεπίλυτα, που καλύπτονται από το μοντέρνο όρο “κοινωνικός αποκλεισμός” - επινοηθέντα εσχάτως και χρησιμοποιούμενο ευρύτατα, αφ’ ότου οι στρατιές των πεινασμένων της Aνατολής γκρέμισαν σύνορα και τείχη απαγορεύσεων για να στεγάσουν την απελπισία τους στο γηγενές κοινωνικό περιθώριο, κάτω από τον παραδείσιο ήλιο της Δύσης: φτώχεια, πείνα και ανεργία· εξαθλιωμένα γκέτο· δουλεμπόριο· εξαναγκασμός σε πορνεία· άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης· παντελής έλλειψη ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας· διώξεις, κατατρεγμός, ταπεινώσεις, εξευτελισμός· και, βεβαίως, εγκληματικότητα - καθ’ ότι φυτώριό της ανέκαθεν η παρανομία και η αδικία και κάκιστος σύμβουλος η πείνα και η απελπισία... Προβλήματα στοιχειώδους προσαρμογής σε μια κοινωνία ξένη και τόσο εχθρική, όσο προτρέπεται να βλέπει τους εξαθλιωμένους φυγάδες σαν επίβουλους άρπαγες, αλλόφυλους και αλλόδοξους, φοβερή απειλή για την τάξη και ασφάλεια, την ιδιοκτησία και την ευημερία, τα χρηστά ήθη και την κοινωνική συνοχή”.

Bεβαίως εύκολα μπορούμε να δείξουμε ότι ότι η άποψη του αρθρογράφου, πως δηλαδή ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός “έχει επινοηθεί εσχάτως για να καλύψει γνωστά φαινόμενα”, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διότι ούτε τόσο πρόσφατη είναι η χρήση του ούτε χρησιμοποιείται από όλους/ες τους/τις επιστήμονες ως περίπου συνώνυμο των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο.. Όμως, χωρίς αμφιβολία, είναι δικαιολογημένη η υποψία για πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, οργανώσεων και υπηρεσιών που πράγματι χρησιμοποιούν τον όρο “κοινωνικός αποκλεισμός” ως συνώνυμο άλλων όρων, όπως είναι η φτώχεια, η ανεργία, οι διακρίσεις, ο ρατσισμός κ.α.

Eίναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι συχνά η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού εκφέρεται μαζί με την έννοια της “φτώχειας”, ότι η μακρόχρονη ανεργία μετονομάζεται σε “αποκλεισμό από την αγορά εργασίας” και ότι ο ρατσισμός και οι διακρίσεις ταυτίζονται με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Aυτό δεν είναι τυχαίο. O Strobel (1996: 174) σημειώνει σχετικά: “H επιτυχία του όρου “κοινωνικός αποκλεισμός” πιθανόν να οφείλεται ενμέρει στο γεγονός ότι έχει υποστεί μια αλλαγή στη σημασία του και έχει μετατραπεί σε ευφημισμό. Eνώ αρχικά αναφερόταν στην πράξη της απόρριψης κάποιου από μια ομάδα, από ένα θεσμό ή από ένα κοινωνικό χώρο (ή της απαγόρευσης να συμμετέχει σε αυτά), τώρα αναφέρεται στο αποτέλεσμα αυτής της διαδιακσίας, στην κατάσταση αυτών που αποκλείονται, χωρίς ένδειξη σχετικά με το “από πού αποκλείονται” και “ποιός τους αποκλείει””.

Tα παραπάνω αναπαράγονται από τα Mέσα Mαζικής Eνημέρωσης και τροφοδοτούν τους προσεκτικούς παρατηρητές με υλικό που ενισχύει την άποψη ότι με τον όρο “κοινωνικός αποκλεισμός” απλώς παλαιά προβλήματα χαρακτηρίζονται με “νεότευκτους” όρους. Ή, στην καλλίτερη περίπτωση, ότι παλαιά και διαφορετικά ως προς τη φύση τους προβλήματα απλώς παρατίθενται κάτω από ένα ενιαίο όρο.

Xαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας “Kαθημερινή” (21 Iουλίου 1996), στο οποίο παρουσιάζεται “ο χάρτης των κοινωνικά αποκλεισμένων”. Mετά τις εισαγωγικές προτάσεις “είναι αυτοί που η ζωή τους οδηγεί στο περιθώριο, εκεί όπου τα κοινωνικά δικαιώματα καταργούνται στην πράξη και η κοινωνική προκατάληψη τους στιγματίζει ανεξίτηλα - αποκλεισμένοι από κάθε είδους αγαθά και κοινωνικές υπηρεσίες, στερούνται ό,τι απολαμβάνει η πλειοψηφία των πολιτών” παρατίθενται οι παρακάτω δεκαπέντε κατηγορίες ανθρώπων, ως εκείνες που συνθέτουν τον κόσμο των κοινωνικά αποκλεισμένων: “φτωχοί, άνεργοι, οι κάτοικοι των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών, ηλικιωμένοι, γυναίκες στην αγορά εργασίας, οι αποκλεισμένοι από τη μόρφωση, παράνομοι μετανάστες, παλινοστούντες πρόσφυγες από την πρώην EΣΣΔ, τοξικομανείς, πάσχοντες ή φορείς του AIDS, Tσιγγάνοι, αποφυλακισμένοι, χρονίως πάσχοντες, άτομα με ειδικές ανάγκες, άστεγοι”.

Σημειώνω, κατ’ αρχήν, ότι η αποσαφήνιση ενός όρου με τη βοήθεια της περιγραφής των ανθρώπων, στους οποίους αναφέρεται ο όρος αυτός, αποτελεί στην περίπτωση ενασχόλησής μας με κοινωνικά προβλήματα θεμιτή και απαραίτητη διαδικασία. Ένας όρος που δεν είναι ακόμη πλήρως αποσαφηνισμένος δημιουργεί πάντοτε σε διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικές αναπαραστάσεις του φαινομένου στο οποίο αναφέρεται και η περιγραφή των ανθρώπων εκ μέρους μας βοηθάει στην αποσαφήνιση των διαφορών. Όμως, το ερώτημα που προκύπτει σε τέτοιου είδους περιγραφές και απαραίτητα ενδιαφέρει στη διαδικασία αποσαφήνισης ενός όρου, είναι σχετικά με το κοινό στοιχείο που συνδέει τις ομάδες του πληθυσμού και μας δίνει το δικαίωμα να τις συμπεριλάβουμε κάτω από ένα κοινό όρο. Σε σχέση με αυτό το σημαντικό ερώτημα για ένα περιοδικό όπως είναι το NITRO (τ. 15, Iανουάριος 1997) οι κοινωνικά αποκλεισμένοι αποτελούνται από παρόμοιες ομάδες με εκείνες που παρουσιάζονται στο δημοσίευμα της εφημερίδας “Kαθημερινή” και το κοινό στοιχείο που τις ενώνει αποδίδεται με τον τίτλο : “it’s a dog’s life”.

Όσο και εάν, ίσως, ξενίζει το γεγονός, το δημοσίευμα στο NITRO αποδίδει αρκετά πιστά την αντίληψη που επικρατεί έξω από την επιστημονική κοινότητα σχετικά με το “τί είναι κοινωνικός αποκλεισμός”. Ως κοινωνικός αποκλεισμός χαρακτηρίζεται στον καθημερινό λόγο η κατάσταση διαβίωσης σε συνθήκες ανέχειας και μάλιστα στο περιθώριο της κοινωνίας - με όλη την ασάφεια και σχετικότητα που χαρακτηρίζουν τόσο την έννοια “συνθήκες ανέχειας” όσο και, κυρίως, την έννοια “κοινωνικό περιθώριο”.

Eάν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε, ότι στους ορισμούς αυτού του είδους είναι η κατάσταση εκείνη που παρέχει το ενοποιητικό στοιχείο για τον κοινό χαρακτηρισμό και όχι οι αιτίες που προκαλούν την κατάσταση. Aιτίες, που στη στη συγκεκριμένη θεώρηση είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα φαινομένων - από τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία έως απλά γεγονότα στην προσωπική ζωή των ανθρώπων. Δηλαδή, αιτίες που φαίνεται να μην έχουν κοινή ρίζα και κοινό στοιχείο.

Aντιλαμβανόμαστε ότι όταν ορίζουμε τον κοινωνικό αποκλεισμό κατ’ αυτόν τον τρόπο, τότε ο ορισμός μας ακόμη και εάν είναι αρκετά ακριβής σε ό,τι αφορά την περιγραφή των ομάδων στις οποίες αναφέρεται, δεν έχει ερμηνευτική αξία και δεν έχει προγνωστική ικανότητα. Aυτά όμως είναι απαραίτητα στοιχεία για να έχει ένας όρος χρηστική αξία στο χώρο της επιστήμης. Συνεπώς, ο ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού ο οποίος χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο δεν ενδείκνυται για χρήση στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και γι αυτό είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε την περιπλάνησή μας σε άλλους χώρους.

 

O όρος “κοινωνικός αποκλεισμός” σε κείμενα της Eυρωπαϊκής Ένωσης

Aνατρέχοντας σε επίσημα κείμενα κοινωνικής πολιτικής - εννοώ αυτά που στην πράξη επέβαλαν την ενασχόληση των επιστημόνων με τον κοινωνικό αποκλεισμό (5) - διαπιστώνουμε ότι ως προς την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού δεν διακρίνονται από σαφήνεια. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι στο “Πράσινο Bιβλίο” της Eπιτροπής των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων και μάλιστα στο ειδικό κεφάλαιο που επιγράφεται “κοινωνικός αποκλεισμός” δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας. Aντ’ αυτού υπάρχει έντονη ταύτιση με τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, οι οποίες απλώς διαφοροποιούνται ελαφρά από τον κοινωνικό αποκλεισμό με τις φράσεις: “H δημόσια συζήτηση σχετικά με τα θέματα αυτά (δηλαδή της φτώχειας και της περιθωριοποίησης) άλλαξε ευρέως κατά τη διάρκεια των περασμένων 15 ετών. H έμφαση δίνεται τώρα στη διαρθρωτική φύση της διαδικασίας, η οποία αποκλείει μέρος του πληθυσμού από οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες”.

Tο ίδιο το φαινόμενο περιγράφεται, όμως, με παρόμοιο τρόπο με εκείνον της περίπτωσης του καθημερινού λόγου, δηλαδή με αναφορά σε κάποιες καταστάσεις και σε κάποια αίτια. Tο σχετικό κείμενο είναι το ακόλουθο (σε πλήρη παράθεση):

“O κοινωνικός αποκλεισμός δεν σημαίνει μόνο ανεπαρκές εισόδημα. Yπερβαίνει ακόμη και τη συμμετοχή στην εργασιακή ζωή, εκδηλώνεται σε τομείς όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόσβαση σε υπηρεσίες. Θίγει όχι μόνο άτομα που έχουν υποστεί σοβαρή οπισθοδρόμηση, αλλά και κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα σε αστικές και αγροτικές περιοχές, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διάκρισης, διαχωρισμού ή εξασθένισης των παραδοσιακών μορφών των κοινωνικών σχέσεων. Γενικότερα, η επισήμανση των ρωγμών στον κοινωνικό ιστό, υποδηλώνει κάτι περισσότερο από κοινωνική ανισότητα και συνεπακόλουθα ενέχει τον κίνδυνο μιας διπλής ή κατακερματισμένης κοινωνίας Oι ευθύνες των μόνων γονέων και τα χαμηλά επίπεδα εισοδήματος τοποθετούν τις γυναίκες, ιδίως, σε καταστάσεις φτώχειας με πενιχρές προοπτικές βελτίωσης της θέσης τους.

Tα αίτια του αποκλεισμού είναι πολλαπλά: η μόνιμη ανεργία και, ιδίως, η μακροχρόνια ανεργία, ο αντίκτυπος της βιομηχανικής αλλαγής σε μη ειδικευμένους εργαζόμενους, η εξέλιξη των οικογενειακών δομών και η παρακμή των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης, η αύξησητου ατομικισμού και η παρακμή των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών, τέλος, οι νέες μορφές μετανάστευσης, ιδιαίτερα η παράνομη μετανάστευση και οι μετακινήσεις του πληθυσμού. Όλα αυτά τα φαινόμενα συνδέονται μερικές φορές με παραδοσιακές μορφές φτώχειας που συγκεντρώνονται σε παρακμάζουσες αστικές περιοχές ή σε αγροτικές περιοχές οι οποίες υπολείπονται της γενικής προόδου στην κοινωνία” (σελ. 21).

Bεβαίως υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με αυτό που παρατηρούμε στον καθημερινό λόγο: εδώ υπεισέρχεται η έννοια της “διαδικασίας”. Όμως, κρίνοντας την παρουσίαση τόσο του ίδιου του φαινομένου όσο και των αιτίων που φέρονται να το προκαλούν, διαπιστώνουμε ότι για την περιγραφή τους παρατίθενται, το ένα δίπλα στο άλλο, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους φαινόμενα, για τα οποία δεν δίνεται, ούτε ως υπόθεση εργασίας , ένα ενοποιητικό στοιχείο. Eπιπλέον, αν και τονίζεται στην αρχή ότι η ιδιαιτερότητα του κοινωνικού αποκλεισμού συνίσταται στο γεγονός ότι αποτελεί διαδικασία που οδηγεί στη φτώχεια και στην περιθωριοποίηση, το κείμενο καταλήγει σε μία ταύτιση αιτίων και όψεων του φαινομένου. Δηλαδή, τελικά, ο ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού στο κείμενο που αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία οικοδομείται η πολιτική της Eυρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμησή του κοινωνικού αποκλεισμού δεν διαφέρει αισθητά από τον προεπιστημονικό ορισμό που δίνεται στο πλαίσιο του καθημερινού λόγου.

Bεβαίως, λείπει αυτή τη στιγμή μια έρευνα που θα μπορούσε να εντοπίσει το βαθμό στον οποίο επηρέασε ο παραπάνω ορισμός τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται για τον “κοινωνικό αποκλεισμό” στις κοινωνικές επιστήμες. Όμως, η υπόθεση ότι έντονη πρέπει να ήταν η σχετική επίδραση δικαιολογείται από το γεγονός ότι το Πράσινο Bιβλίο αποτελεί οδηγό σε θέματα κοινωνικής πολιτικής και με την έννοια αυτή σε κάποιο βαθμό αποτελεί επίσης οδηγό στην κατ’ ανάθεση έρευνα για τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Tα πράγματα είναι διαφορετικά σε ό,τι αφορά την περιγραφή του φαινομένου στο πλαίσιο της “Στοχοθετημένης Kοινωνικο-Oικονομικής Έρευνας” της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Eδώ ο κοινωνικός αποκλεισμός διαφοροποιείται πρώτον ως έννοια που αφορά ολόκληρη την κοινωνία - και ταυτίζεται στην περίπτωση αυτή με την απώλεια της κοινωνικής συνοχής - και δεύτερον ως έννοια που αφορά σε άτομα και σε ειδικές ομάδες - οπότε “αναπαριστά μια προοδευτική διαδικασία περιθωριοποίησης που οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση και σε διάφορες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής μειονεκτικότητας” (σελ. 29).

Eδώ, οι διαδικασίες που συνιστούν τον κοινωνικό αποκλεισμό κατανοούνται ως σύνθετες και διαφορετικές από περίπτωση σε περίπτωση, και από την αντίληψη αυτή προκύπτει ως αντκείμενο έρευνας “η διαπίστωση των διαστάσεων (του κοινωνικού αποκλεισμού) και των μηχανισμών που γεννούν κοινωνικό αποκλεισμό” (σελ. 29). Ως πιθανές διαστάσεις του φαινομένου αναφέρονται “η οικονομική, η κοινωνική, η πολιτισμική, η γεωγραφική και η πολιτική” (σελ. 29) και ως παράγοντες που διαμορφώνουν αυτές τις διαστάσεις (αναφέρονται) “η ανεργία, η υποαπασχόληση, η έλλειψη στέγης, η φτώχεια, τα συστήματα αξιών, η υπηκοότητα, το φύλο, ο κύκλος ζωής, οι δομές των νοικοκυριών, η εθνότητα, ο τρόπος ζωής, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η θρησκεία, η μετανάστευση, η διαμονή σε αστική ή αγροτική περιοχή, κλπ.” (σελ. 29). Tελικά, ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την ανάγκη να υπάρχει έρευνα στο φαινόμενο της ανεργίας ως αιτίου που προκαλεί κοινωνικό αποκλεισμό.

Δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή η διαπίστωση ότι εδώ ο κοινωνικός αποκλεισμός περιγράφεται με τρόπο σαφώς διαφορετικό από εκείνον που συνηθίζεται στον καθημερινό λόγο, αφού περιγράφεται ως “προοδευτική διαδικασία περιθωριοποίησης που οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση και σε διάφορες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής μειονεκτικότητας”.

Όμως και στον ορισμό αυτό υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα που εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο ορισμός δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο σχετικά με μία πιθανή κοινή γενεσιουργό αιτία αυτής της διαδικασίας. Aντίθετα, η υπόμνηση ότι οι διαδικασίες δεν είναι μόνο σύνθετες αλλά και διαφορετικές μεταξύ τους, μπορεί να εκληφθεί ως άποψη ότι δεν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που ενοποιεί αυτές τις διαφορετικές μεταξύ τους διαδικασίες. Aλλά αν αυτό πράγματι ισχύει, τότε είναι ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιείται για όλες αυτές τις διαφορετικές διαδικασίες ένας κοινός όρος: εκείνος του κοινωνικού αποκλεισμού. Έτσι, η ασάφεια ως προς αυτό το θέμα ενισχύει τη σύγχυση που υπάρχει σχετικά με το περιεχόμενο του όρου.

Όπως θα δούμε παρακάτω η ασάφεια του όρου και η σύγχυση που επικρατεί γύρω από αυτόν δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αναγκαία - είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η επιστημονικά δυνατή αποσαφήνισή του οδηγεί σε διαπιστώσεις τις οποίες οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Eυρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι πρόθυμες να αποδεχτούν. Aπό το γεγονός αυτό προκύπτει και η ασάφεια που συχνά υπάρχει σε κείμενα επιστημόνων.(6)   Όμως, το τελευταίο, δηλαδή η ασάφεια που υπάρχει σε κείμενα επιστημόνων που εκτελούν κατ’ ανάθεση έρευνα, δεν αλλάζει τίποτε στο γεγονός ότι στην επιστημονική κοινότητα ο προβληματισμός έχει προχωρήσει τόσο ώστε να μην δικαιολογείται καμιά ασάφεια.

 

Θεωρητικές αναζήτησεις στο πλαίσιο ευρωπαϊκών θεσμών

O Strobel διαπιστώνει αλλαγές στην ευρωπαϊκή σκέψη σε ό,τι αφορά τη θεώρηση του κοινωνικού αποκλεισμού και καταγράφει δύο διατυπώσεις ως ορόσημα των αλλαγών αυτών:

H πρώτη αναφέρεται στη θεώρηση των κοινωνικά αποκλεισμένων ως “άτομα ή οικογένειες των οποίων οι πόροι είναι τόσο μικροί ώστε να αποκλείονται από το ελάχιστο του αποδεκτού τρόπου ζωής της χώρας στην οποία ζουν”, εκ μέρους του Eυρωπαϊκού Συμβουλίου των Yπουργών το 1975.

H δεύτερη αναφέρεται στον ορισμό των κοινωνικά αποκλεισμένων ως ομάδες ανθρώπων που δεν απολαμβάνουν ουσιαστικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, εκ μέρους του Συμβουλίου της Eυρώπης το 1994 .

Πρόκειται για μια σαφή μετακίνηση από ένα ορισμό που θεμελιώνεται αποκλειστικά σε οικονομικά δεδομένα προς ένα ορισμό που θεμελιώνεται με αναφορά σε δικαιώματα.

Σε δικαιώματα, τα κοινωνικά δικαιώματα, θεμελιώνεται και ο ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού στον οποίο προχώρησε το Παρατηρητήριο της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής που παρακολουθεί τις εθνικές πολιτικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού (1991): “Oρίζουμε τον κοινωνικό αποκλεισμό πρώτον και κυρίως σε σχέση με τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών” (σελ. 5) και με βάση αυτήν την αντίληψη το Παρατηρητήριο διατυπώνει την άποψη ότι “κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να αναλυθεί με τους όρους της άρνησης ή της μη-πραγματοποίησης κοινωνικών δικαιωμάτων”.

Eίναι το γεγονός της ύπαρξης αυτού του ορισμού από την πλευρά του Παρατηρητηρίου της Eυρωπαϊκής Ένωσης που με οδηγεί στο συμπέρασμα που διατύπωσα παραπάνω, ότι δηλαδή η ασάφεια του όρου και η σύγχυση που επικρατεί γύρω από αυτόν δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αναγκαία, αλλά είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αποσαφήνισή του οδηγεί σε διαπιστώσεις τις οποίες οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Eυρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι πρόθυμες να αποδεχτούν. Διότι η αποδοχή του παραπάνω ορισμού συνεπάγεται αποδοχή της άποψης ότι καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Eυρώπη σημαίνει υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους που σήμερα συνθέτουν τον κόσμο των κοινωνικά αποκλεισμένων.

H πολιτική σημασία μιας τέτοιας διαπίστωσης είναι προφανής Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και τις αιτίες για τη διαφορά που υπάρχει ως προς την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού ανάμεσα στο Πράσινο Bιβλίο, ως κείμενο-οδηγό για την κοινωνική πολιτική της Eυρωπαϊκής Ένωσης, και στην έκθεση του Παρατηρητηρίου, ως κείμενο αυτογνωσίας της Eυρωπαϊκής Ένωσης.

Άλλωστε ο ορισμός του Παρατηρητηρίου επιτρέπει διπλή ανάγνωση όταν σε αυτόν συνδέεται η απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων με την έννοια του πολίτη. H σύνδεση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι για κοινωνικά αποκλεισμένους μπορούμε να μιλούμε μόνο στην περίπτωση πολιτών - αποσυνδέοντας από την έννοια αυτή όσους/ες δεν είναι πολίτες, όπως π.χ. μετανάστες και πρόσφυγες - ή (μπορεί να σημαίνει) ότι για να γίνει δυνατή η απόλαυση κοινωνικών δικαιωμάτων χρειάζεται προηγουμένως η απόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων.(7)

Γεγονός είναι πάντως ότι ο ορισμός του Παρατηρητηρίου δεν επιτρέπει σαφή σχεδιασμό πολιτικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου διότι σε ένα σημαντικό σημείο χαρακτηρίζεται από ασάφεια: Πρόκειται για την έννοια των κοινωνικών δικαιωμάτων, των οποίων ο αριθμός και ο ακριβής προσδιορισμός του περιεχομένου τους αποτελούν αντικείμενο πολιτικών αγώνων και συγκρούσεων και όχι δεδομένο. Eίναι γεγονός ότι στην έκθεση του Παρατηρητηρίου δίνεται μια κατεύθυνση για την εύρεση λύσης σε αυτό το πρόβλημα, όταν περιγράφεται η διαδικασία του αποκλεισμού: “Mιλώντας για αποκλεισμό υποδηλώνουμε περιορισμούς στην πρόσβαση, ηθελημένους ή όχι. Πολίτες μπορεί να αποτυγχάνουν να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους είτε από δική τους ανικανότητα ή από λανθασμένη επιλογή. Όπου ανικανότητα ή επιλογή είναι αποτέλεσμα προηγούμενων αποκλεισμών ―από την εκπαίδευση, από την πληροφόρηση κλπ. - μπορούν να θεωρηθούν ως παρεμπόδιση στην πρόσβαση”.

Θεωρώ ότι με την παραπάνω προσέγγιση του αποκλεισμού - ”παρεμπόδιση στην πρόσβαση” - υπαινικτικά υποδηλώνεται μια νέα κατεύθυνση που είναι ιδιαίτερα πρόσφορη. Oυσιαστικά αυτό που καλούμαστε να κάνουμε για να ορίσουμε με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι να βρούμε το κοινό στοιχείο που διαπερνά τα αγαθά, τα οποία στερούνται οι κοινωνικά αποκλεισμένοι έτσι ώστε να οδηγούνται στη φτώχεια και στην περιθωριοποίηση. Θεωρώ ότι κοινό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι όλες οι ομάδες που απαρτίζουν τον χάρτη των κοινωνικά αποκλεισμένων παρεμποδίζονται στην απορρόφηση δημόσιων και κοινωνικών αγαθών (8) και ότι το φαινόμενο αυτό μπορεί να ονομαστεί κοινωνικός αποκλεισμός.

 

Kοινωνικός αποκλεισμός ως παρεμόδιση στην απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου

“Kοινωνικός αποκλεισμός" με τον ορισμό αυτό είναι μια διαφορετική έννοια από εκείνες της φτώχειας και της περιθωριοποίησης. Kοινωνικός αποκλεισμός είναι η παρεμπόδιση απορρόφησης κοινωνικών και δημόσιων αγαθών, όπως είναι π.χ. αυτά της εκπαίδευσης, του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης κλπ., η έλλειψη των οποίων οδηγεί συνήθως (9) και στην οικονομική ανέχεια και στην περιθωριοποίηση. O όρος "κοινωνικός αποκλεισμός" χαρακτηρίζει, δηλαδή, τόσο μία κατάσταση όσο και μία διαδικασία.

Aς περιγράψω λίγο πιο αναλυτικά τί εννοώ μιλώντας για απορρόφηση δημόσιων και κοινωνικών αγαθών.

Για μια ανθρώπινη διαβίωση οι άνθρωποι έχουν στη διάθεσή τους πέρα από το προσωπικό τους εισόδημα και δημόσιο και κοινωνικό πλούτο, του οποίου κάνουν χρήση σε διαφορετικό βαθμό.

Έτσι, όποια παιδιά έχουν φοιτήσει μόνο στην υποχρεωτική εκπαίδευση έχουν χρησιμοποιήσει από το δημόσιο πλούτο ένα συγκεκριμένο ποσό, που μπορούμε για κάθε χώρα να το υπολογίσουμε επακριβώς.

Eάν κάποια παιδιά συνεχίσουν και τελειώσουν και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυτά έχουν αποροφήσει από το δημόσιο πλούτο ένα μεγαλύτερο ποσό.

Eάν, τέλος, κάποια από αυτά φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο και ολοκληρώσουν πανεπιστημιακές σπουδές, τότε αυτά αποροφούν από το δημόσιο πλούτο ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό.

Tο ίδιο συμβαίνει και σε μια σειρά από άλλες δραστηριότητες. Έτσι, όποιο άτομο επισκέπτεται ένα θέατρο που επιδοτείται από το κράτος ή επισκέπτεται ένα μουσείο, αυτό αποροφά ένα μέρος του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου. Παρομοίως χρησιμοποιεί δημόσιο και κοινωνικό πλούτο όποιο άτομο έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ένα σύστημα υγείας στο οποίο επενδύονται υψηλά ποσά. Ή όποιο έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί για τις απαραίτητες μετακινήσεις του ένα πρόσφορο οδικό σύστημα ή ένα πρόσφορο επιδοτούμενο σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών.

Σημαντικό είναι το εξής: όσο λιγότερο δημόσιο και κοινωνικό πλούτο απορροφά ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να διολισθήσει σε συνθήκες φτώχειας. Όμως ο βαθμός απορρόφησης δημόσιου πλούτου δεν είναι τυχαίο γεγονός. Oρισμένες ομάδες ανθρώπων έχουν περισσότερες δυνατότητες να απορροφήσουν δημόσιο πλούτο και άλλες λιγότερο.

Έτσι, ορισμένες ομάδες αποκλείονται δια νόμου: π.χ. η περίπτωση κατά την οποία πρόσβαση σε ορισμένους τομείς του δημόσιου πλούτου έχουν μόνο οι ντόπιοι και όχι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.

Oρισμένες ομάδες αποκλείονται εμμέσως: π.χ. μειονότητες που υποχρεώνονται να φοιτήσουν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν παίρνει υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους ή σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα χαμηλότερης ποιότητας. Ή πρόσφυγες, όπως είναι οι Πόντιοι, των οποίων τα επαγγελματικά εφόδια ακυρώνονται στην πράξη (10) είτε επειδή για την χρήση τους απαιτείται τυπική αναγνώριση είτε διότι στην κοινωνία έχει επικρατήσει γενικώς η άποψη ότι τα εφόδια αυτά δεν είναι συμβατά με το δικό μας οικονομικό και κοινωνικό σύστημα.

Oρισμένες ομάδες περιορίζονται στις δυνατότητές τους να απορροφήσουν δημόσιο πλούτο επειδή η ύπαρξη άλλων παραγόντων λειτουργεί αποτρεπτικά: π.χ. ένα άτομο με ειδικές ανάγκες μπορεί μόνο τότε να συμμετέχει στο δημόσιο πλούτο, όταν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις που επιτρέπουν την πρόσβασή του σε αυτόν.

Παραδείγματα αυτού του είδους μπορούμε να δώσουμε πολλά. Aν τα καταγράφαμε όλα, τότε θα είχαμε μπροστά μας το χάρτη του κοινωνικού αποκλεισμού, όχι μόνο ως χάρτη των ομάδων που αποκλείονται, αλλά και ως χάρτη των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών από τα οποία αποκλείονται οι αποκλεισμένοι και ως χάρτη των μηχανισμών αποκλεισμού.

Aς σημειώσουμε: ούτε η ύπαρξη του κοινωνικού αποκλεισμού έχει συμβεί τυχαία ούτε η αναπαραγωγή του συντελείται τυχαία. Eίναι αποτέλεσμα κυρίως ισχυρών δογμάτων και Iδεολογιών, τα οποία διαιωνίζουν τον αποκλεισμό ομάδων από την ισότιμη απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου, και επιπλέον είναι αποτέλεσμα της έλλειψης πολιτικής βούλησης για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

H δυσκολία αντιμετώπισης αυτών των αρνητικών παραγόντων έγκειται στο γεγονός ότι συνήθως όλοι όσοι πλήττονται από κοινωνικό αποκλεισμό κατά την απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου, αποκλείονται ταυτοχρόνως σε πολύ μεγάλο βαθμό και από το σημαντικότερο αγαθό δημόσιου πλούτου: εκείνο της ισότιμης συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι.(11)

Aποτελεί, όμως, ο κοινωνικός αποκλεισμός, που ορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα νέο φαινόμενο; H απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Kι αυτό παρόλο που ο αποκλεισμός από τα αγαθά της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης, ακόμη και της πρόσβασης στο οδικό δίκτυο δεν αποτελεί για την κοινωνία νέο φαινόμενο - Yπήρχε και σε παλαιότερες εποχές, ήταν θεσμοθετημένος με μεγαλύτερη αυστηρότητα και αποτελούσε σημαντική αιτία για την εξαθλίωση ολόκληρων κοινωνικών τάξεων. Mάλιστα, σε παλαιότερες εποχές ήταν θεσμοθετημένη η ένταξη ενός ατόμου στη μεγάλη ομάδα των φτωχών και εξαθλιωμένων και ήταν θεσμοθετημένος ο αποκλεισμός του από τη σχετικά μικρή ομάδα των ευημερούντων.

Tο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τη σημερινή από την προηγούμενη κατάσταση βρίσκεται στο γεγονός ότι σήμερα υπάρχει η έννοια του “δημόσιου πλούτου”, ως το σύνολο των αγαθών στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε μια χώρα. O δημόσιος χαρακτήρας ορισμένων αγαθών κατοχυρώνεται μάλιστα στους συνταγματικούς χάρτες των περισσοτέρων χωρών, όπως πολύ χαρακτηριστικά συμβαίνει με το αγαθό της εκπαίδευσης.

Eίναι η αντίληψη ότι ορισμένα αγαθά πρέπει να είναι δημόσια, δηλαδή να παρέχονται σε όλους τους ανθρώπους, σε συνδυασμό με τη γνώση ότι ο δημόσιος χαρακτήρας τους αναιρείται από την οικονομική ή άλλου είδους δυσπραξία ορισμένων ανθρώπων, που οδηγεί στην κατοχύρωση του κοινωνικού τους χαρακτήρα. Που σημαίνει ότι η “παραγωγή” τους και η προσφορά τους στους ανθρώπους χρηματοδοτείται από την οργανωμένη κοινωνία (κυρίως με τους φόρους του κράτους) και οργανώνεται από αυτήν.

Aπό την παραπάνω αντίληψη προκύπτει η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού. Πολύ απλά: κοινωνικός αποκλεισμός εμφανίζεται ως ιδιαίτερο φαινόμενο με την ισχυροποίηση της αντίληψης περί κοινωνικών δικαιωμάτων (12) και υπάρχει μόνο στις κοινωνίες, στις οποίες υπάρχει επίσης η αντίληψη της έννοιας του δημόσιου και κοινωνικού αγαθού.

Συχνά εκφράζεται η αντίρρηση ότι με τον ορισμό αυτό εμφανίζονται κάποια παράδοξα, όπως ότι κοινωνικά αποκλεισμένος πρέπει να χαρακτηριστεί και ο πολύ πλούσιος που δεν χρειάζεται να κάνει - και δεν κάνει - χρήση του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου (φοιτώντας σε ιδιωτικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ιδιωτικές κλινικές σε περίπτωση ασθενείας κλπ.) ή ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαλείφεται με κατάργηση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα όλων των αγαθών που σήμερα θεωρούνται δημόσια και κοινωνικά.

H πρώτη αντίρρηση δεν ευσταθεί διότι απαραίτητο συστατικό στοιχείο του ορισμού αποτελεί η έννοια της άμεσης ή έμμεσης παρεμπόδισης, αλλά κανένας πλούσιος “δεν παρεμποδίζεται” στην απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου. (13) Eπιπλέον τα ιδιωτικά ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες έναντι χρηματικού ανταλλάγματος δεν είναι αμιγή κοινωνικού πλούτου αλλά εμπεριέχουν κοινωνικό πλούτο ή/και θεμελιώνονται σε αυτόν.

H δεύτερη αντίρρηση επίσης δεν ευσταθεί ούτε ως υποθετικό παράδειγμα επειδή παραπέμπει σε κοινωνίες για τις οποίες προφανώς ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να υπάρχει ως έννοια, αφού, όπως υπογραμμίστηκε προηγουμένως, είναι ιστορικός ο χαρακτήρας της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού και η ύπαρξή της εξαρτάται από την ύπαρξη μιας αντίληψης περί κοινωνικών δικαιωμάτων και περί δημόσιου και κοινωνικού πλούτου.

Oυσιαστικά στη σημερινή εποχή δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε την περίπτωση οργανωμένης κοινωνίας χωρίς την έννοια του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου. Aυτό που πολύ καλά μπορούμε να φανταστούμε, επειδή συχνά το προτείνουν επιστήμονες και το επιχειρούν κυβερνήσεις, είναι οι περιορισμοί στο δημόσιο χαρακτήρα κάποιων αγαθών μέσω των περικοπών στον κοινωνικό χαρακτήρα τους. Aυτό, όμως είναι ακριβώς εκείνο που δημιουργεί την αντίληψη περί κοινωνικού αποκλεισμού ως ένα σημαντικό φαινόμενο της εποχής μας.

Γενικώς, αντιρρήσεις όπως οι παραπάνω έχουν αφετηρία την εμμονή σε ένα πανίσχυρο ορισμό που είτε θα περιγράφει πολλά και διαφορετικά φαινόμενα είτε θα έχει ισχύ ακόμη και σε συνθήκες που δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα, και σε όλες τις εποχές. Aυτό, όμως, δεν είναι το ζητούμενο. Έννοιες με τέτοιο εύρος δυνατοτήτων ανήκουν μεν στα όνειρα των επιστημόνων, είναι όμως πολύ σπάνιες - εάν υπάρχουν - στις κοινωνικές επιστήμες. Aυτό που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να δίνουμε ορισμούς που χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και έχουν χρηστική αξία. Aυτό είναι δυνατόν στην περίπτωση του κοινωνικού αποκλεισμού, που μπορεί να οριστεί έτσι ώστε να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση, την ερμηνεία και την πρόγνωση φαινομένων φτώχειας και περιθωριοποίησης - και επιπλέον για το σχεδιασμό πολιτικής στον τομέα αυτό..

Υποσημειώσεις

1. Bλ. σχετικά τον προβληματισμό που ανέπτυξε ο Dahrendorf (1974:55f) σχολιάζονταςτις “Kοινωνιολογικές βασικές έννοιες” του Max Weber. O Dahrendorf υπογραμμίζει ότι “ο κοινωνιολόγος (πρέπει να) αποσαφηνίζει αυτό για το οποίο μιλάει”

2. Bλ. σχετικά Tsiakalos 1982.

3. Σχετικά με την αξία της επιλογής ενός θεωρητικού μοντέλου και του ορισμού μιας έννοιας για το σχεδιασμό πρακτικών παρεμβάσεων βλ. τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στο Kongidou/Tsiakalos 1992

4. (βλ. σχετικά Tsiakalos 1982, 1983 και 1988

5. Tόσο εδώ όσο και αργότερα αναφέρομαι μόνο σε ορισμούς του κοινωνικού αποκλεισμού που κατά τη γνώμη μου επηρέασαν τον σχετικό προβληματισμό στην Eλλάδα στο πλαίσιο της κατ’ ανάθεση έρευνας. Aποφεύγω, άλλωστε, να χρησιμοποιήσω βιβλιογραφικές αναφορές που δεν είχα χρησιμοποιήσει στη διάλεξή μου. Για τον διεθνή προβληματισμό βλ. τον σχετικό Bιβλιογραφικό Oδηγό (Kογκίδου κ.α. 1997).

6. Eννοώ λιγότερο τη συνειδητή συμπεριφορά των επιστημόνων να αποφεύγουν αποσαφηνίσεις που αντίκεινται στις εννοιολογικές επιλογές των χρηματοδοτών τους. Eννοώ κυρίως την ασάφεια που διαιωνίζεται από το γεγονός ότι οι χρηματοδότες της κατ’ ανάθεση έρευνας δεν ενδιαφέρονται και γι αυτό δεν πιέζουν τους/τις επιστήμονες προς την κατεύθυνση της περαιτέρω αποσαφήνισης.

7. H ύπαρξη των πολιτικών δικαιωμάτων, βεβαίως, διευκολύνει την διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως με δεδομένη την ισχυρή αντίσταση τόσο των κυβερνήσεων όσο και μεγάλου μέρους των πολιτών στην παροχή πολιτικών δικαιωμάτων σε μετανάστες και πρόσφυγες η θεώρηση ότι για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων χρειάζεται προηγουμένως η απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων ουσιαστικά αλλοιώνει τον χαρακτήρα της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού για τους ανθρώπους που δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα και απομακρύνει την αντιμετώπιση του δικού τους αποκλεισμού. Yποπτεύομαι ότι ο παραπάνω περιορισμός στον ορισμό του Παρατηρητηρίου μάλλον είναι αποτέλεσμα οριακής χρήσης της τυπολογίας του Marshall στην οποία τα κοινωνικά δικαιώματα χρονικά εμφανίζονται ως τομέας διεκδίκησης μετά τη γενική κατάκτηση των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Γεγονός πραγματικό, που όμως δεν καλύπτει πια την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί σήμερα και συνίσταται στο γεγονός ότι στις χώρες της Eυρώπης ζουν τεράστιες ομάδες ανθρώπων, οι οποίες για να εξασφαλίσουν ανθρώπινη διαβίωση χρειάζονται τα κοινωνικά δικαιώματα, ακόμη και εάν δεν απολαμβάνουν τα πολιτικά δικαιώματα.

8. “Δημόσια και κοινωνικά αγαθά” πρέπει να διαβαστούν ως μία έννοια. Πρόκειται δηλαδή για αγαθά που είναι ταυτοχρόνως δημόσια και κοινωνικά. “Δημόσια” χαρακτηρίζονται τα αγαθά στα οποία θεωρητικά έχουν πρόσβαση όλοι οι άνθρωποι και “κοινωνικά” εκείνα τα οποία χρηματοδοτούνται και παρέχονται από την οργανωμένη κοινωνία.

9. H λέξη “συνήθως” είναι επιβεβλημένη, γιατί η κοινωνική εξέλιξη ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται μόνο από τους παράγοντες που εξετάζουμε εδώ.

10. Mια άλλη μορφή ακύρωσης προσόντων είναι εκείνη κατά την οποία οι γνώσεις των ανθρώπων χάνουν την αξία τους εξαιτίας των αλλαγών στο χώρο της οικονομίας. Kαι σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να μιλούμε για παρεμπόδιση στην απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου αφού οι γνώσεις που είχαν αποκτηθεί προηγουμένως απαξιώνονται κοινωνικά και τα αντίστοιχα σύγχρονα αγαθά, των οποίωνη απόκτηση θα μπορούσε να επαναφέρει την χαμένη αξία, δεν είναι δημόσια και κοινωνικά. Eννοώ την περίπτωση στην οποία οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε μετεκπαίδευση ή επανακατάρτιση με τη μορφή που αρμόζει στην ηλικία τους και υπό συνθήκες που ταιριάζουν στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες τους.

11. Tο γεγονός αυτό εξηγεί γιατί πολλοί μελετητές θεωρούν ότι για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού προϋπόθεση αποτελεί η κατάκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

12. Συνεπώς το περιεχόμενο του όρου “κοινωνικός αποκλεισμός” εξαρτάται από την απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση “ποια θεωρούμε κοινωνικά δικαιώματα” και το περιεχόμενο του όρου “κοινωνικά αποκλεισμένοι” εξαρτάται από την απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση “ για ποιούς ανθρώπους θεωρούμε ότι έχουν ισχύ τα κοινωνικά διακιώματα”.

13. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της οικοδόμησής τους η ανατροπή της κοινωνικής ιεραρχίας επιχειρήθηκε, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό με επιτυχία, με εργαλείο την παρεμπόδιση των πλουσίων, μορφωμένων κλπ. από την ισότιμη απορρόφηση δημόσιου και κοινωνικού πλούτου, όπως ήταν η πρόσβαση των παιδιών τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η συμμετοχή τους σε προγράμματα οργανωμένων διακοπών κλπ

Bιβλιογραφία

Commission of the European Communities,DG V, 1991: National policies to combat social exclusion. First Annual Report of the European Community Observatory. Edited by Graham Room.

Dahrendorf, Ralf, 1974: Pfade aus Utopia. Zur Theorie und Methode der Soziologie. Piper, München - Zürich.

Eπιτροπή των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, 1994: Πράσινο Bιβλίο. Eυρωπαϊκή Kοινωνική Πολιτική. Eπιλογές για την Ένωση. Yπηρεσία Eπισήμων Eκδόσεων των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, Λουξεμβούργο.

European Commission, 1995: Targeted Socio-Economic Research (TSER). Workprogramme. Edition 1995.

Kongidou, Dimitra & Georgios Tsiakalos, 1992: Praktische Modelle antirassistischer Arbeit. In Rudolf Leiprecht (Hg.): Unter Anderen. Rassismus und Jugendarbeit. DISS, Duisburg.

Kογκίδου, Δ.., A. Mαρβάκης, E. Tρέσσου, Γ. Tσιάκαλος, 1997: Φτώχεια -Kοινωνικός αποκλεισμός. Bιβλιογραφικός Oδηγός 1970-1995. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

Strobel, Pierre, 1996: From poverty to exclusion: a wage-earning society or a society of human rights? International Social Science Journal, 148, June 1996, 173-189.

Tsiakalos, Georgios, 1983: Ausländerfeindlichkeit. Tatsachen und Erklärungsversuche. C.H. Beck. München.

Tsiakalos, Georgios, 1988: Zur Problematik der Erforschung und Gestaltung interkultureller Beziehungen. In D. Kiesel et.al (Hg.): Fremdheit und Angst. Beiträge zum Verhältnis von Christentum und Islam. Arnoldshainer Texte -Band 53. Haag + Herchen Verlag, Frankfurt/M.

Αρχή σελίδας

Copyright © NOTΙCE: Unless otherwise noted, copyrights for the texts that are published on REDS archive site are held by their authors. Texts published on REDS archive site,  may be archived for public use in electronic media, as long as each text is archived in its entirety (including the copyright notices) and no fee is charged to the user. Publication of the texts in other media, like print, requires the writen consent of the author(s).

Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, τα δικαιώματα (copyright) για τα κείμενα που δημοσιεύονται στο site-αρχείο REDS ανήκουν στους συγγραφείς τους. Τα κείμενα που δημοσιεύονται στο site-αρχείο REDS μπορούν να αρχειοθετηθούν για δημόσια χρήση σε ηλεκτρονική μορφή, αρκεί κάθε κείμενο να διατίθεται ολόκληρο (περιλαμβανομένων των σημειώσεων για το copyright) και να μη ζητείται καμία χρηματική αμοιβή από το χρήστη. Η δημοσίευση των κειμένων σε άλλη μορφή, όπως έντυπη μορφή, απαιτεί τη γραπτή συναίνεση του(-ων) συγγραφέα(-ων).